H Καρυοφυλλιά Καραμπέτη άνοιξε το δρόμο
Το κορίτσι από το Διδυμότειχο ήταν η πρώτη ποιοτική που δεν φοβήθηκε να είναι και σέξι. Και αυτό είναι κάτι που ούτε ξεχνάμε, ούτε υποτιμούμε εδώ στο αυτόνομο κρατίδιο του Hall of Femme.
- 15 ΔΕΚ 2013
Πάνε 21 χρόνια από τότε που η -55χρονη πλέον- ηθοποιός με το πιο πολεμικό όνομα όλων των εποχών έμπαινε στο δημόσιο προβολέα μέσα από το εξαίσιο Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά. Εκεί που δεν δίστασε να ξεγυμνώσει τόσο το ταλέντο της όσο και το κορμί της. Και τα δυο μας έμειναν αξέχαστα.
Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να καταλάβεις για την Καρυοφυλλιά (και την άγρια, αδάμαστη και εντελώς ελληνική ομορφιά της) είναι ότι ποτέ της δεν διάλεξε τον εύκολο (εμπορικό) δρόμο.
Ακόμη και όταν δεν είχε ευρώ στην τσέπη της, το ψυγείο της ήταν άδειο και δεν μπορούσε να πληρώσει το ενοίκιο της για έξι μήνες.
Κάτι που σημαίνει ότι κάθε γυμνή σκηνή που έχει κάνει (από το Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά και τον Μεγάλο Θυμό μέχρι τον Εργένη) την έχει κάνει για χάρη της τέχνης της. Και όχι για πάρτη μας.
Για την ακρίβεια, το τι πιστεύουμε εμείς (οι άντρες) για εκείνη, δεν την ενδιαφέρει καθόλου. Και δεν την ενδιέφερε ποτέ. Ίσως γιατί ανέκαθεν ήξερε ότι αυτό που μας βγάζει είναι ένας συνδυασμός πάθους, ντροπής και φόβου.
Πάθος γιατί αυτό εκπέμπει από κάθε πόρο του κορμιού της, ντροπής (του να παραδεχτούμε ότι μας αρέσει) γιατί η ομορφιά της είναι αντισυμβατική και φόβου γιατί ξέρουμε ότι είναι πολύ ανεξάρτητη και δυναμική για τις αντοχές μας.
Στο τέλος της ημέρας η Καρυοφύλλια αποτελεί μια από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις γυναικών που έχουμε ποτέ εντάξει στο Hall of Femme μας ακριβώς γιατί δεν εντάσσεται σε κανένα καλούπι.
Ένα κορίτσι από τα έσχατα της ελληνικής επικράτειας (το χωριό Δόξα στο Διδυμότειχο) που πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό και με το νερό να έρχεται με στάμνες από μια πηγή έξω από το χωριό (‘Πλενόμασταν σε μεταλλική σκάφη με παγωμένο νερό. Τα γλειφιτζούρια μας ήταν οι σταλακτίτες από τις στέγες των σπιτιών’).
Εκεί όπου ο χειμώνας σήμαινε δυο μέτρα χιόνι και το καλοκαίρι βουτιές σε παχιά στρώματα άχυρου και ξενύχτια στις αυλές των σπιτιών πάνω σε κιλίμια.
Μια 8χρονη που είδε τις πρώτες της ταινίες, αυτές με τη Βουγιουκλάκη, τον Ξανθόπουλο και τον Κούρκουλο, στο καφενείο των γονιών της από τους περιοδεύοντες σινεμάδες της εποχής.
Μια 12χρονη που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη στην προσπάθεια των -απόφοιτων δημοτικού- γονιών της να της δώσουν καλύτερες συνθήκες ζωής και παιδείας (‘ Η μητέρα μου που ήταν αρχόντισσα στο χωριό κατέληξε να καθαρίζει σκάλες και να πλένει ρούχα σε διάφορες κυρίες της γειτονιάς, μέχρι να δουλεύει σε εργοστάσια για να επιζήσουμε’).
Μια αριστούχος απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος που άφησε και αφήνει με το στόμα ανοιχτό όποιον είχε την ευκαιρία να την δει από κοντά σε θεατρική παράσταση. Ήδη από την εποχή που είχε ιδρύσει την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης.
Μια γυναίκα που έχει μάθει να ζει με τα λίγα (‘ Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το έχω ζήσει με λίγα. Παλιότερα ζούσα με ελάχιστα. Τα τελευταία χρόνια που έχω υποχρεώσεις οικογενειακές, τη συντήρηση των γονιών μου, ένα στεγαστικό πρέπει να δουλεύω συνέχεια για να μπορώ να αντεπεξέλθω’).
Αλλά που, στον έρωτα, ποντάρει, ρισκάρει και δίνει τα πάντα.
Ή τουλάχιστον αυτό θέλουμε να πιστεύουμε εμείς για εκείνη.
Ένα φωτεινό πλάσμα που έχει βρει εδώ και χρόνια το νόημα της ζωής. Και αυτό δεν είναι κάτι που έχουμε πει ποτέ, για καμία άλλη.