Το αλφαβητάρι του Θανάση
Με αφορμή τις -τελικά- δύο συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο Θέατρο Βράχων, φτιάχνουμε ένα αλφαβητάρι με τα τραγούδια του, σκέτο θησαυρό.
- 6 ΙΟΥΝ 2016
Ιούνης σημαίνει καλοκαίρι, σημαίνει συναυλίες, σημαίνει Θανάσης. Μην ρωτήσεις ποιος Θανάσης, στα έχει εξηγήσει όμορφα ο Μάνος Μίχαλος πριν από πολλούς μήνες. Αναφερόμαστε τέλος πάντων στον Θανάση που καταφέρνει μετά από τόσα (δύσκολα) χρόνια, να γεμίζει κλειστούς και ανοιχτούς χώρους. Με μοναδική διαφήμιση τις μελωδίες του και τους στίχους του που σε ταξιδεύουν στην Ελλάδα του χθες, του σήμερα, του μετά. Μ’ ένα φανατικό κοινό που τον ακολουθεί παντού και εξαφάνισε τα εισιτήρια της πρώτη του συναυλίας στην Αθήνα (μην τρομάζεις, θα διεξαχθεί και δεύτερη, αύριο Τρίτη 7/6).
Μ’ αφορμή λοιπόν, αυτή τη (σημερινή) συναυλία στο Θέατρο Βράχων που θα ανοίξει το συναυλιακό καλοκαίρι στον Βύρωνα, φτιάξαμε το αλφαβητάρι του Θανάση. Τουτέστιν, 24 στίχοι τραγουδιών που ξεκινούν μ’ ένα από τα γράμματα της ΑΒ. Κι αν το δύσκολο, φαντάζει να βρεις 24 τραγούδια του με στίχους που ξεκινούν από συγκεκριμένα γράμματα, σας διαβεβαιώ πως το -πραγματικά- δύσκολο ήταν να αφήσω κάποια από τα εκατοντάδες τραγούδια απ’ έξω.
Α-γία νοσταλγία πέλαγο ανοιχτό, πόσα σκαριά έχεις πάρει για πάντα στο βυθό.
Β-αρκάρη του Αχέροντα, σ’ έχουν ξεδιαλεγμένο.
Γ-ια ρώτα τα τραγούδια σου, εκείνα της Καρπάθου και τα’ άλλα τα ηπειρώτικα, που φέρνουνε το δάκρυ.
Δ-εν ήταν στάλες τις βροχής, για να κρατάς ομπρέλα, ήταν μπάτσοι διαλεχτοί, που κάναν πασαρέλα.
Ε-ίναι χάρτινοι οι αγγέλοι, άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς.
Ζ-ωή μάγισσα, να σε μάθω άργησα.
Η-λιε μου τώρα βγες!
Θ-α γίνω γέλιο να κρυφτώ σε παιδιά που ξεφαντώνουν, ο καιρός θα χάνεται ώσπου κάποιο απ’ αυτά θα φωνάξει “Λιμπερτά!”
Ί-σως la vita è bella μπορεί να είναι γλυκιά, μα υπάρχουν ώρες που πέφτει μια καταχνιά.
Κ-αινούρια μέρα, καινούριος ποταμός στις εκβολές του θα προσφέρει, όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν κι όσα γι’ αυτά κανείς δεν ξέρει.
Λ-άβα από τα φιλιά τους, άιντε και φτερά απολιθωμένα απ’ τα κορμιά τους.
Μ-ικραίνει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο, γίνεται η κάμαρα κέντρο του κόσμου.
Ν-α ‘σαι και παιχνιδιάρης κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου, να ‘ρθεις να μου την πάρεις
Ξ-ανά στην αγκάλη σου, ξανά σαν μικρό παιδί.
Ό-σες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει.
Π-αρόλα αυτά του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα, σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Ρ-ώτησα τον σκύλο μου τον Ρίβα άμα νιώθει Έλληνας, αυτόχθονας ή κάτι σχετικό Εκείνος χασμουρήθηκε, επέστρεψε στον ύπνο κι η ανάσα του ήταν όμορφη σαν κύμα στον γιαλό. Εο! Γαμώ το φασισμό.
Σ-ύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις; Ας δώσουμε όρκο, με καιρούς να σ’ εύρω ή να μ’ εύρεις.
Τ-α κοιτώ κι αναριγώ που μια μέρα είδα τον αντάρτη τον Ραμόν στ’ ουρανού την άκρη.
Υ-ψώνονται τα χάλκινα, βουλιάζουν τα διόδια, χάνονται και τα ξωτικά, τα δόκανα του δρόμου.
Φ-έρνει από μακριά, λέξεις που δεν ξεχωρίζουν, ιστορίες που ανθίζουν, κάτω από τη γη.
Χ-ιλιάδες μάτια την κοιτάν, καρδιές την προσκυνάνε, κι όσοι παραλογίζονται που πάει τη ρωτάνε
Ψ-υχή αδάμαστη, θεριό ανήμερο, το το απολιθωμένο φως να σε λογχίσει κι απ’ το διάφανο το τραύμα το γλυκό ένα σαμπάχ μακριά να φτερουγίσει
Ω-χρή σαν το λεμόνι, στου Ήφαιστου τ’ αμόνι κλαίω και παρακαλάω: “Να γεννηθώ δεν πρόφτασα, ωχ! ωχ! ω! ζωή μου δε σε χόρτασα”.