Σκόρπιες αναμνήσεις από ένα ταξίδι στην Σρι Λάνκα
Ένα υπέροχο νησί στην μέση του Ινδικού που τώρα μοιάζει να ξυπνάει. Αν αυτό είναι για καλό δηλαδή.
- 22 ΑΠΡ 2012
Ομολογώ ότι πριν ένα χρόνο δεν είχα καν στο μυαλό ή στα όνειρά μου να πάω στην Σρι Λάνκα. Έχω πολλά άλλα μέρη στην to travel to λίστα μου. Αλλά είμαι και από τους ανθρώπους που δεν θέλει να πάει μία βδομάδα κάπου απλά για να χαλαρώσει στην παραλία. Αυτό μπορώ να το κάνω και το καλοκαίρι στην Ελλάδα.
Ένας μικρός τροπικός παράδεισος
Πόσο κλισέ αλλά και πόσο αληθινό. Η Σρι Λάνκα αποδείχτηκε ότι είναι ένας μαγευτικός τόπος. Μία φτωχή φαινομενικά χώρα, με άγρια και υπέροχη βλάστηση, φιλικότατους ανθρώπους και δεκάδες μικρές γωνιές για να ανακαλύψεις. Ένα τροπικό τοπίο με ποτάμια που τρέχουν ελεύθερα στις πόλεις και τα βουνά, λίμνες άσπυλες από πολιτισμό και απέραντες εκτάσεις με φοινικιές και μπανανιές.
Κάθε ένα χιλιόμετρο συναντούσες και ένα μικρό μαγαζί με φρούτα. Μπανάνες, κίτρινες κόκκινες και πράσινες, μικρές πάντα. King coconuts που είναι η δικιά τους γιγαντιαία κίτρινη καρύδα αλλά και δεκάδες άλλα φρούτα που είσαι βέβαιος ότι δεν συσκευάστηκαν σε κάποια παραγωγική μονάδα αλλά κόπηκαν από το δέντρο της διπλανής αυλής.
Κι αυτό γιατί κάθε χαμόσπιτο ήταν περιτριγυρισμένο από φοίνικες και άλλα δέντρα. Όταν έβγαινες από τις πόλεις έμενες κολλημένος στο τζάμι να χαζεύεις ένα ατελείωτο πράσινο. Όχι όμως το δικό μας πράσινο. Ένα ιδιαίτερο τροπικό πράσινο που δεν τολμούσαν κάτοικοι και πολιτεία να σπιλώσουν.
Εκμετάλλευση αλλά και σεβασμός στη φύση
Το γνωρίζουν πολύ καλά ότι η φύση τους, χλωρίδα και πανίδα είναι από τα δυνατά τους στοιχεία. Και δεν ξέρω αν φταίει ότι βρίσκονται στα πρώτα στάδια της τουριστικής ανάπτυξης, αλλά η όποια επαφή του τουρίστα με την φύση είναι σε πολύ λογικά και προστατευμένα πλαίσια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λεγόμενο Ορφανοτροφείο Ελεφάντων στην περιοχή Pinawella. Μία από τις κυριότερες τουριστικές ατραξιόν της Σρι Λάνκα με χιλιάδες κόσμου να το επισκέπτεται καθημερινά για να δει τους ελέφαντες. Μικρούς και μεγάλους.
Σίγουρα οι ελέφαντες ήταν περιορισμένοι, κάποιοι ήταν ακόμα και δεμένοι για να μην πλησιάσουν το κοινό αλλά ένιωθες ότι σε αυτό το πάρκο, σε αυτό το ποτάμι, σε αυτή τη φύση βρίσκονταν στο φυσικό τους περιβάλλον.
Για χάρη του τουρίστα έβαζαν τα μικρά ελεφαντάκια σε έναν χώρο όπου μπορούσε ο καθένας να τα ταίσει με ένα μεγάλο μπιμπερό.
Για χάρη του τουρίστα οδηγούσαν όλους τους ελέφαντες στο ποτάμι να πλυθούν υπό τα μάτια Γερμανών, Άγγλων, Ρώσων, Κινέζων και (προφανώς) Ελλήνων που κάθονταν περιχαρείς στην καφετέρια πάνω από το ποτάμι.
Αλλά όσο κι αν σε στεναχωρούσε η ιδέα ότι δεν ήταν απόλυτα ελεύθεροι, δεν μπορούσες παρά να παραδεχτείς ότι αυτό το ποτάμι τους ανήκε.
Στην πολιτιστική τους πρωτεύουσα, το Kandy, υπήρχε ένα βοτανικός κήπος. Μια απέραντη έκταση με πάνω από 2.000 είδη δέντρων και φυτών για να τριγυρίσεις. Όχι σε τίποτα θερμοκήπια, όχι στοιβαγμένα σε μερικά τετραγωνικά μέτρα. Μια απέραντη έκταση με δέντρα, λουλούδια, θάμνους και βότανα, με ένα υπέροχο άνοιγμα στη μέση του πάρκου για να μαζεύονται τα σχολεία με τους δασκάλους τους και να παίζουν.
Λίγο πιο πέρα και έξω από έναν μεγάλο ναό του Βούδα, λαιμούριοι έτρεχαν ανενόχλητοι μέσα στην πόλη. Δεν πείραζαν τους περαστικούς ούτε τους έβλεπες να αναζητούν τροφή. Έπαιζαν μεταξύ τους σκαρφαλώνοντας σε δέντρα στους τοίχους του ναού.
Στους καταρράκτες (Ramboda Falls) που επισκεφτήκαμε, υπήρχε ένα και μοναδικό εστιατόριο μακριά από τον καταρράκτη για να μπορέσει να σταματήσει ο τουρίστας να χαζέψει. Κι αν ήθελες κατέβαινες τα σκαλιά να βρεθεί πιο κοντά στα νερά του.
Στο ξενοδοχείο Avani στην Bentota έβλεπες τους σκίουρους να σκαρφαλώνουν στις φοινικιές και να μην τους πειράζει κανείς. Ανάμεσα στις ξαπλώστρες κυκλοφορούσε και μια γιγαντιαίων διαστάσεων σαύρα, η οποία δεν ενοχλούσε και δεν προβλημάτιζε κανέναν.
Μόνη παρέμβαση στην φύση του ξενοδοχείου ένας υπάλληλος ο οποίος σκαρφάλωνε σε μια φοινικιά και από εκεί με σκοινιά πέρναγε σε όλες τις φοινικιές του συγκροτήματος για να τις καθαρίσει. Βλέπεις κάτω από τις φοινικιές ήταν οι ξαπλώστρες της πισίνας και δεν θα ήταν πολύ ωραίο να τους πεθάνει κανένας από πτώση καρύδας.
Ακόμα και στην παραλία της Bentota, μία παραλία με δεκάδες resorts, έβλεπες ότι δεν υπήρχε καμία διάθεση εκμετάλλευσης της ίδιας της παραλίας. Κοίταζα την απέραντη αμμουδιά και σκεφτόμουν πόσο εγκληματικό θα ήταν να γέμιζαν αυτή την παραλία με ξαπλώστρες.
Ο βασιλιάς τουρίστας
Όσα είπα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι Σρι Λανκέζοι δεν έχουν αξιοποιήσει καθόλου τον πλούτο τους. Για την ακρίβεια, ο τουρίστας πληρώνει σχετικά ακριβά την επίσκεψή του στην Σρι Λάνκα. Αλλά είναι βασιλιάς.
Μην τρομάζεις βέβαια που λέω ότι το πληρώνει ακριβά. Γιατί το εννοώ σε σχέση με το βιωτικό επίπεδο των κατοίκων για το οποίο θα μιλήσω παρακάτω. Σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα και τις τιμές που συναντάς στα ελληνικά νησιά, κάθε σύγκριση θα ήταν αστεία. Η Σρι Λάνκα είναι μια πολύ φθηνή χώρα. Και δεν θα μπορούσε να μην είναι άλλωστε.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι την επιλέγουν πάρα πολλοί Κινέζοι για τις διακοπές τους. Ως καθαρά βουδιστική χώρα υποδέχεται εκατοντάδες χιλιάδες Κινέζους κάθε χρόνο, οι οποίοι έρχονται κυρίως για να αφήσουν λίγα λουλούδια στον μεγάλο ναό του Βούδα στο Kandy.
Σε έναν απέναντι λόφο από την πόλη μάλιστα δεσπόζει και ένα πελώριο άγαλμα του Βούδα, ως άλλος Χριστός στο Ρίο.
Ο τουρίστας όμως γενικότερα έχει ιδιαίτερη μεταχείριση. Ο κόσμος ξέρει ότι έχει πολλά να κερδίσει από τον τουρίστα. Εκείνον που θα φτάσει στην Σρι Λάνκα για να την τριγυρίσει λίγο παραπάνω αλλά κυρίως από εκείνον ο οποίος αναζητά έναν τροπικό παράδεισο να περάσει μερικές ημέρες και φτάνοντας στη χώρα πάει και κλείνεται σε ένα ξενοδοχείο.
Τα resorts στις παραλίες πολλά. Μαγευτικά, υπέροχα, πολυτελή και σχετικά οικονομικά. Ξέρουν ότι το να πάνε ένα τουρίστα σε μια πισίνα, κάτω από τις φοινικιές και 50 μέτρα από τον Ινδικό Ωκεανό, θα προσελκύσει κόσμο. Και αυτό κάνει.
Θα πιει καλά, θα φάει καλά. Ινδική κουζίνα ως επί το πλείστον. Τα παραδοσιακά κάρι, πίτες σαν τα ινδικά naan αλλά σε διάφορες παραλλαγές. Η πιο ενδιαφέρουσα ψήνεται μαζί με ένα τηγανητό αυγό.
Τα κάρι όμως κυριαρχούν. Κοτόπουλο κάρι, χοιρινό, ψάρι, λαχανικά, πατζάρια, αυγά και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς βγαίνει και σε έκδοση κάρι. Και όχι μόνο για το μεσημεριανό ή το βραδινό. Στο πρωινό οι Σρι Λανκέζοι έτρωγαν ωραιότατα αυγά κάρι ή ψάρι κάρι. Με ρύζι φυσικά.
Το θέμα είναι ότι τα περισσότερα είναι καυτερά. Μιας και το μείγμα πιπεριών που βάζουν στα κάρι τους είναι πολύ δυνατό. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καυτερό φαγητό που να μην το τρώω. Στην Σρι Λάνκα δεν αστειεύονται. Ακόμα και αυτός που γενικά στη ζωή του το παίζει μάγκας ότι τρώει καυτερά και δεν τον ενοχλούν, δύο μπουκιές ντόπιο κάρι θα είναι αρκετές. Αλλά ξέφυγα λίγο με το φαγητό.. Αδυναμία βλέπεις.
Για τον τουρίστα υπάρχουν καλά αυτοκίνητα. Υπάρχουν καλά εστιατόρια (κυρίως μέσα σε ξενοδοχεία) και υπάρχουν και συγκεκριμένες διασκεδάσεις. Υπάρχει γενικά μια ζωή απομονωμένη από τους ντόπιους και τον τρόπο ζωής τους. Το γιατί είναι προφανές.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Για τους κατοίκους του νησιού, η ζωή δεν είναι παραδεισένια όπως μπορεί να είναι για τον τουρίστα. Η φτώχια του λαού είναι εμφανής σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό. Και τα απομεινάρια του εμφυλίου πολέμου που έληξε μόλις πριν 3 χρόνια και ανάγκασε τους Ταμίλ να αποσυρθούν στα Βόρεια του νησιού και μόνο, φανέρωναν έναν λαό που δεν τον άφησαν ποτέ να αναπτυχθεί.
Στέγες από τσίγκο, ανύπαρκτες πόρτες, ετοιμόρροπες κατασκευές και κορμοί δέντρων στη θέση του σκυροδέματος. Πόλεις που θυμίζουν γειτονιές τσιγγάνων και κόσμος που περπατά ξυπόλυτος με σκισμένα ρούχα.
Τα μαγαζιά στους δρόμους σχεδόν απλησίαστα. Στα πιο πολλά δεν ήθελες καν να μπεις. Και οι ελπίδες να ψωνίσεις το οτιδήποτε εξανεμίζονταν στην όψη της τοπικής αγοράς. Κάθε μαγαζί ένιωθες ότι ήταν μια εξαθλιωμένη περίπτωση. Και ο κόσμος έβλεπε σε εσένα την ευκαιρία του για μερικά δολάρια.
Στην πρώτη μας βόλτα στο Colombo έπεσαν κατευθείαν πάνω μας καμιά εικοσαριά άτομα. Άλλοι ζητώντας απλά λεφτά, άλλοι για να μας πάνε στα μαγαζιά τους, άλλος για να μας πουλήσει χόρτο και άλλος για να μας πάει στον προορισμό μας με το ταξάκι του (τουκ-τουκ το λεγόμενο).
Κάπου κάπου έβλεπες και κανέναν καλοντυμένο να περπατά ανάμεσα στους υπολοίπους. Σε μια γωνιά της πρωτεύουσας υπήρχαν και μερικές πολυκατοικίες που θύμιζαν κάτι από δεκαετίες μεταγενέστερες του 60.
Ακόμα και στην βόλτα στην παραλία του Colombo, σε έπιανε μια μελαγχολία και μια θλίψη για τα ζευγάρια που κάθονταν στα παγκάκια και τον κόσμο που συνωστιζόταν στην προβλήτα. Η μυρωδιά στον αέρα, η υγρασία και η βρωμιά έκανε την περιοχή αυτή καθαρά ανελκυστική.
Το Colombo είναι η μεγαλύτερη πόλη της Σρι Λάνκα και τύποις πρωτεύουσα, μιας και η πραγματική πρωτεύουσα Sri Jayawardenepura είναι σε πολύ κοντινή απόσταση από εκεί και φιλοξενεί μόνο το Κοινοβούλιο και ελάχιστα κυβερνητικά κτίρια. Τα περισσότερα έχουν μαζευτεί στο Colombo γύρω από το Προεδρικό Μέγαρο. Από το οποίο πρόλαβα μόνο ένα κλικ πριν σπεύσει ένας πάνοπλος να μου το απαγορεύσει.
Όποια πόλη όμως κι αν επισκεφτήκαμε, η κατάσταση ήταν ίδια. Ελάχιστα αξιοπρεπή σπίτια, μικρομάγαζα που αναρωτιόσουν πώς επιβιώνουν, αμέτρητοι πλανόδιοι και ζητιάνοι. Κι ένιωθες ότι όλος ο κόσμος περίμενε από τον τουρίστα.
Ο οδηγός του ταξί, ο μικροεπιχειρηματίας, ο καντινιέρης, ο γκρουμ στο ξενοδοχείο. Ακόμα και φωτογραφία σού επέτρεπαν να τους βγάλεις, αρκεί να τους έδινες λίγες ρούπιες.
Τα κατάλοιπα της αποικιοκρατίας
Οι Βρετανοί έχουν φύγει. Το ίδιο και οι Ολλανδοί φυσικά που προηγήθηκαν των Βρετανών. Πολλά όμως έμειναν στις συνήθειες και τις πόλεις τους. Τα κυβερνητικά κτίρια και τα μέγαρα είναι όλα παλιά κτίσματα των αποικιοκρατών. Άλλα τέτοια κτίσματα έχουν γίνει πανάκριβα και πολυτελή ξενοδοχεία.
Και οι τουρίστες φαίνεται να προτιμούν τέτοιου είδους ξενοδοχεία. Βρετανικού στυλ κτίρια με βαριές μοκέτες, ξύλο και βικτωριανό στιλ διακόσμησης. Σαν το Grand Hotel στο οποίο μείναμε στην περιοχή της Nuwara Eliya.
Μία από τις ελάχιστες «πλούσιες» περιοχές του νησιού με ωραία σπίτια, ξενοδοχεία, γήπεδο του γκολφ και χώρο για ιπποδρομίες. Και πώς να μην ήταν πλούσια η περιοχή αφού η Nuwara Eliya περιτριγυρίζεται από απέραντες πλαγιές με φυτείες τσαγιού.
Από τις πιο όμορφες οπτικά φυτείες που υπάρχουν μιας και τα δενδρύλια του τσαγιού αγκάλιαζαν τις πλαγιές, δημιουργώντας ένα εκπληκτικό θέαμα στα 1600 μέτρα υψόμετρο. Οι περισσότερες φυτείες ανήκουν ακόμα στις οικογένειες των Άγγλων και των Σκωτσέζων που ίδρυσαν τα εργοστάσια και αγόρασαν τη γη τους περασμένους αιώνες. Σαν την φυτεία του Σκωτσέζου MacWoods στην οποία και περιηγηθήκαμε.
Αλλά το βρετανικό στιλ ήταν εκεί και στις συνήθειες. Αυτή η ευγένεια των ανθρώπων, αυτό το thank you που άκουγες αβίαστα έχει μείνει από εκείνη την εποχή. Δυστυχώς έχει μείνει παρέα και με την ελαφρά υπόκλιση στον τουρίστα. Αλλά ένιωθες ότι αυτή η υπόκλιση έχει αλλάξει πολύ από τότε. Και δεν είναι σε ένδειξη σεβασμού στον παράλογο αποικιοκράτη. Αλλά ένδειξη ευγνωμοσύνης από ένα λαό που θέλει πάρα πολύ να πάει μπροστά και ξέρει ότι η τουριστική ανάπτυξη είναι ένας καλός δρόμος προς τα μπροστά.
Αντί επιλόγου
Μαζί με την κοπέλα μου και τον Sumit, τον άνθρωπο που οδηγούσε το μισθωμένο αυτοκίνητο γιατί χωρίς οδηγό δεν πας πουθενά, κάναμε συνολικά 769 χιλιόμετρα. Κι αν για την Ελλάδα σου φαίνονται λίγα, για την Σρι Λάνκα είναι πολλά. Έως και πάρα πολλά.
Ξέρεις εκεί, για να κάνεις 40 χιλιόμετρα θες σίγουρα μία ώρα στο δρόμο. Είναι τέτοια η αναρχία στο δρόμο, τέτοια η ανυπαρξία δομών και υποδομών στο οδικό δίκτυο που νιώθεις ότι κανείς δεν βιάζεται στην Σρι Λάνκα. Για την ακρίβεια όλοι βιάζονται και όλοι κορνάρουν. Αλλά έχουν και τον δικό τους ρυθμό ζωής.
Και φαίνεται να μην τους νοιάζει να πάνε πιο γρήγορα. Να μην τους νοιάζει να αναπτυχθούν. Να μην τους νοιάζει η άποψη που μπορεί να έχει ο κάθε βλάκας Δυτικός (για εμένα λέω) που πάει στον τόπο τους και βλέπει αμέτρητες ευκαιρίες ανάπτυξης και προσοδοφόρας επιχειρηματικότητας.
Ο ΟΗΕ δεν θέλει τον τωρινό Πρόεδρο γιατί δεν συμπεριφέρεται εξίσου καλά στους ηττημένους του εμφυλίου. Ο κόσμος είναι ευχαριστημένος με τον Πρόεδρο γιατί απλά έδωσε ένα τέλος στον εμφύλιο και τους κρατά ασφαλείς.
Θα τον βρει αργά ή γρήγορα τον δρόμο της η Σρι Λάνκα. Τουριστικά κυρίως. Όπως τον βρήκαμε και εμείς. Εμείς με την Μεσόγειο. Κι εκείνοι με τον Ινδικό.
Touchdown..