ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι ταινίες: Ο θρύλος του Llewyn Davis

Οι αδερφοί Κοέν επιστρέφουν με το φανταστικό "Inside Llewyn Davis" και ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ θαυμάζει -αλλά δεν καταλαβαίνει- Σκορσέζε στο "American Hustle".

Δεν υπάρχει πλάνο, δεν υπάρχει σχέδιο ή προσμονή για το πότε θα συμβεί. Απλά θα το διαπιστώσεις μια μέρα- αν είσαι τυχερός. Κόβεις βόλτες, πας και έρχεσαι, ανάμεσα στις ίδιες τοποθεσίες, στηρίζεσαι στα ίδια αποκούμπια, ξεφουρνίζεις τις ίδιες δικαιολογίες, συναντάς τα ίδια άτομα, τα ίδια άτομα που σε ανέχονται κάθε φορά και λίγο δυσκολότερα. Όχι επειδή δεν σε αγαπάνε, αλλά επειδή βλέπουν αυτό που εσύ δε μπορείς ή δε θες να διακρίνεις. Πώς επιπλέεις. Έχεις σταματήσει να κολυμπάς, κι απλώς επιπλέεις.

Είναι από τα πιο γνώριμα συναισθήματα απόγνωσης, γιατί δεν υπάρχει κανείς που δεν το έχει βιώσει κάποτε στη ζωή του, εντός του οποιουδήποτε πλαισίου. Ζεις το ταξίδι, και είναι ωραίο το ταξίδι και συναρπαστικό, μέχρι που τα εμπόδια αρχίζουν κι είναι τα ίδια και τα ίδια. Το χειρότερο τέλμα επέρχεται όχι όταν δεν καταφέρνεις να βρεις έναν προορισμό, αλλά δεν συνειδητοποιείς καν πως δεν έχεις έναν.

Και κινείσαι σε κύκλους. Ζεις μια Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη.

Οι Κοέν συχνά επιστρέφουν στο ίδιο υλικό προέλευσης από το οποίο έχουν πλάσει παλαιότερα έργα τους, είναι πολύ ανοιχτοί σε αυτό, δημιουργικά. Κάνουν ριμέικ χωρίς άγχος, εφαρμόζουν τους κώδικες του νουάρ ξανά και ξανά σε διαφορετικά είδη, και φυσικά μιλάνε για ταξίδια χαρακτήρων. Η ιδέα της σύγχρονης Οδύσσειας τους έχει απασχολήσει πολλάκις, και όχι μόνο όταν την διασκεύασαν με κέφι στο “Oh Brother Where Art Thou?”

Στο “Inside Llewyn Davis” (imdb | letterboxd) ο Οδυσσέας υπάρχει, και βρίσκει το δρόμο του, αλλά δε θα πούμε ποιος είναι. Υπάρχουν πολλοί- χαμένα κατοικίδια, χαμένες ψυχές, πνεύματα της βαθιάς Αμερικής που καταστρέφονται σε μια διαδρομή Νεά Υόρκη-Σικάγο (το πιο αυστηρά Κοενικό επεισόδιο της ταινίας, φοβερός Τζον Γκούντμαν), ακόμα και τυχαίες αναφορές σε μεγάλα ταξίδια επιστροφής. Οι Κοέν δεν ντρέπονται να υπογραμμίσουν την ουσία της ιστορίας τους- ποτέ δεν έκρυβαν το πόσο περήφανα εμπνέονται προκειμένου να πουν κάτι διαφορετικό.

Είναι Οδυσσέας ο Λιούιν; Αυτός ο μοναχικός φολκ τραγουδοποιός ζει και τραγουδά στο περιθώριο, λίγο πριν την έκρηξη της φολκ σκηνής στη Νέα Υόρκη του 1961, στη σκιά ενός Μπομπ Ντίλαν που ακόμα δεν έχει εμφανιστεί. Σέρνει την κιθάρα του από καναπέ σε καναπέ, δεν έχει σπίτι, δεν έχει άγκυρα, και δεν έχει προορισμό.

Χάνεται στο ηλιοβασίλεμα σαν τον μοναχικό καουμπόη (αλλά το σκηνικό δεν έχει κάκτους και πυρακτωμένους ήλιους στον ορίζονα, μόνο χιόνι και παγωνιά) αλλά δεν ξέρει τι πάει να βρει. Η ιστορία του Λιούιν Ντέιβις ξεπερνά το είδος της αυτοαναφορικής σπουδής στον Βασανισμένο Καλλιτέχνη στο οποίο πολλές φορές οι δημιουργικοί βρίσκουν τους εαυτούς τους παγιδευμένους. Ο Λιούιν είναι ένας από εμάς, είναι όλοι μας, κάθε φορά που ξεχάσαμε να αναρωτηθούμε τι στα κομμάτια θέλουμε. Κάθε φορά που αρπάξαμε τόσο γερά μια ιδέα ή ένα όνειρο, που ήταν δύσκολο να το κάνουμε συμβατό με την πραγματικότητα.

Το βράδυ μετά την προβολή της ταινίας έστειλα SMS σε μια φίλη που το είχε δει στις Κάννες, και της έγραψα “από ένα σημείο της ταινίας και μετά συγκινούμουν και βούρκωνα χωρίς καν να συμβαίνει κάτι, και δεν έχω ιδέα γιατί”. Μου απάντησε “γιατί είναι η πιο τρυφερή ταινία που έχουν κάνει. Γιατί δεν γίνεται να έχουν πάρει 800 Όσκαρ και να μπορούν ακόμα να βλέπουν τον κόσμο έτσι.” Δεν ξέρω αν είναι η καλύτερη ταινία των Κοέν, εξάλλου σε ένα όλο και πιο πλήρες, εντυπωσιακό και σχεδόν αλάθητο σύνολο έργου που αριθμεί πια 16 ταινίες, είναι τρομερά δύσκολο να βάλεις τάξη. Όμως ξέρω πως είναι αυτή που απέσπασε από εμένα την αμεσότερη αντίδραση από οποιαδήποτε άλλη φορά, ίσως γι’αυτό. Ίσως επειδή έχεις ένα δημιουργικό δίδυμο τόσο επιτυχημένο που μπορεί ακόμα και σκέφτεται, και θυμάται, πώς είναι να μην τα καταφέρνεις- όχι με συγκαταβατικό τρόπο, αλλά με ειλικρινή ευαισθησία.

Οι ομοιότητες με το “Oh Brother” συμπεριλαμβάνουν και το μαγικό όνομα του T-Bone Burnett, του μουσικού επιμελητή μερικών από τα ωραιότερα κάντρι/αμερικάνα/φολκ σάουντρακ που έχουμε ακούσει στο σινεμά, και βραβευμένος ο ίδιος με Όσκαρ για το “Crazy Heart”. Διότι δες. Όταν θες να μιλήσεις με αυθεντικούς όρους για κάτι αληθινό, πρέπει αυτό που θα βγάλεις εκεί έξω να ουρλιάζει ‘αλήθεια’.

Φολκ μουσικοί στα ‘60s σημαίνει λοιπόν πολλή φολκ μουσική, και ο Μπερνέτ έχει συνθέσει μια συλλογή φανταστικών κομματιών, (επαν)ερμηνευμένα ιδανικά και ταιριαστά μέσα στο πνεύμα αυτής της ιστορίας. (Δες εδώ μια αναλυτική ιστορία των πολλών εκτελέσεων του ωραιότερου κομματιού της ταινίας διαμέσου των δεκαετιών.)

Το καστ στέκεται στο ύψος του, με μπροστάρη τον Όσκαρ Άιζαν, ο οποίος είναι ο τέλειος κοενικός πρωταγωνιστής που δεν ξέραμε πως χρειαζόμασταν. Ο περιπλανόμενος Λιούιν Ντέιβις θα μπορούσε να φέρει τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού κοενικού ανόητου, όμως κάτι το γράψιμο, κάτι η μουσική, κάτι αυτός ο συνδυασμός ελπίδας, πείσματος κι απογοήτευσης που γράφει ο Άιζακ στην οθόνη, τον κάνουν κάπως μοναδικό. Μπορείς να πεις πως η βλακεία του είναι άλλου είδους, είναι ανόητος επειδή δεν διακρίνει κάποια πράγματα. Είναι ένας κοενικός ήρωας επόμενου (συναισθηματικού) επιπέδου, κι ο Άιζακ έχει πολύ να κάνει με αυτό.

Η Κάρι Μάλιγκαν δε θα μου είναι ποτέ κάτι λιγότερο από αγαπημένη σε οτιδήποτε, και ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ φοράει το μανδύα του φολκ τροβαδούρου με μεγάλη άνεση. Όλοι είναι φανταστικοί, είτε υποδύονται, είτε τραγουδούν. Κι η ταινία το ίδιο: Μέσα από υπέροχες μουσικές και απολαυστικά επεισόδια καλλιτεχνικής (και προσωπικής) αναζήτησης, καταλήγει ένα αληθινά ξεχωριστό πετράδι στο στέμμα των τρομερών αδερφών. Πάλι ακολουθούν τη διαδρομή ενός χαμένου άντρα μέσα στις διαδρομές που η μοίρα καθορίζει γι’αυτόν, συχνά σε μορφή σκληρού αστείου. Είναι αδιαπραγμάτευτα, μια ταινία Κοέν. Απλώς λίγο πιο κοντά στην ψυχή.

Στα τέλη των ‘90s είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε το “Three Kings”, μια Αμερικάνικη ταινία που δεν έμοιαζε με άλλες Αμερικάνικες ταινίες. Με θάρρος και τόλμη και επιθετική διάθεση, αλλά πάνω από όλα με ξεχωριστή, μοναδική υπογραφή. Δεν ξέρω πού έχει πάει ο σκηνοθέτης εκείνης της ταινίας, αλλά τουλάχιστον οι πιο πρόσφατες ταινίες του πάνε καλά στα Όσκαρ οπότε μάλλον δε θα νοιάζεται και πάρα πολύ που εγώ ακόμα τον ψάχνω.

Το λέω επειδή το “American Hustle” (imdb | letterboxd) του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ είναι μια Αμερικάνικη ταινία που μοιάζει σχεδόν με όλες τις Αμερικάνικες ταινίες. Ξεσηκώνει κυρίως από Σκορσέζε και Πολ Τόμας Άντερσον, αλλά με έναν τρόπο χαλαρό, νε μια ευχαρίστηση σα να μη νοιάζεται να αναζητήσει το καινούριο.

Η ιστορία του είναι διασκεδαστική, και η ταινία βλέπεται πολύ ευχάριστα αν μπορέσεις να προσπεράσεις το πόσο αστεία props είναι όλοι οι ηθοποιοί.(*) Έχεις τους απατεώνες, έχεις τους εκμεταλλευτές, και έχεις το ερώτημα ποιος θα δουλέψει ποιον. Μόνο που όλα περικλείονται από μια αύρα εξιλέωσης που κανείς από όλους τους δεν αξίζει.

(*Δεν περίμενα πως θα ερχόταν η μέρα που θα έβρισκα χάλια της Τζένιφερ Λόρενς σε ταινία, αλλά εδώ είναι απίστευτα λάθος για το ρόλο. Θυμηθείτε τη σκηνή με την Έιμι Άνταμς, “ΞΕΡΩ ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ”. Είχα μείνει άφωνος, κι όχι με τον καλό τρόπο.)

Ο Ράσελ λέει πως η ταινία κλείνει την χαλαρή θεματική του τριλογία για την επανεφεύρεση του εαυτού (“The Fighter”, “Silver Linings Playbook” οι προηγούμενες δύο), αλλά εδώ δε μιλάμε για επανεφεύρεση όσο για προκάλυμμα κενότητας, τυχοδιωκτισμού και ψέμματος. Είναι λες κι ο Ράσελ έχει φτιάξει μια ταινία δανειζόμενος τα κομμάτια άλλων -σημαντικότερων- ταινιών για να μας πείσει πως στην κοινωνία μας απλά υποδύεσαι και δουλεύεις τον κόσμο μέχρι να τα καταφέρεις.

Ο καθένας με τις απόψεις του, αλλά ο Λιούιν Ντέιβις θα κοίταγε απορημένος, θα κουνούσε απογοητευμένος το κεφάλι και θα συνέχιζε το ταξίδι του. Αλλά τουλάχιστον εκείνος όταν του λένε “play something from Inside Llewyn Davis”, έχει κάτι να τραγουδήσει.