ΠΟΤΟ

Το αγαπημένο μας (ιστορικά) club της παραλιακής

Οι συντάκτες του ONEMAN θυμούνται πού πέρναγαν τα καλοκαιρινά τους βράδια μερικά (καλά, πολλά) χρόνια πριν στην παραλιακή.

Κάποιες αναμνήσεις αυτής της ζωής μένουν βαθιά χαραγμένες στο DNA κάθε ανθρώπου. Κι όσο απλοϊκό κι αν ήταν το πού θα επέλεγε ο καθένας να περάσει το βράδυ του, οι αναμνήσεις από τη χρυσή εποχή του clubbing παραμένουν ολοζώντανες.

Ιδού τι απάντησαν διάφοροι συντάκτες του ONEMAN για το ποιο είναι διαχρονικά το αγαπημένο τους καλοκαιρινό club της παραλιακής.

Η δεύτερη χρονιά του πρώτου καλοκαιρινού Venue για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Την πρώτη χρονιά ήμουν ακόμα νιάνιαρο από θέμα νύχτας. Πόσο μάλλον στο King Size νωρίτερα. Καλά στο Amfiteatro πήγαινε μόνο ο παππούς ο Μίχαλος. Αλλά η δεύτερη χρονιά του Venue στο Καλαμάκι, εκεί στο ύψος της BP, ίσως και να ξεπερνά σε ένταση ό,τι έχω ζήσει σε club όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί τότε το clubbing δεν ήταν εύκολο. Δεν ήξερα τους πορτιέρηδες ακόμα. Δεν μιλούσα με τους σερβιτόρους και δεν έμπαινα με αέρα σε κανένα μαγαζί. Στεκόμουν αγνότατα κάτω από τον Βασίλη Τσιλιχρήστο και ρουφούσα μουσική. Με ένοιαζε μόνο η house. Με ένοιαζε το Pasilda. Με ένοιαζε να αναγνωρίσω το Silence από το πρώτο nanosecond. Με ένοιαζε να χτυπήσω σωστά τα χέρια μου στο Kama Sutra. Πόσο αστείο ότι με ένοιαζαν τότε όλα αυτά. Αλλά με ένοιαζαν. Δεν θα ξεχάσω ότι ήμουν εκεί κάθε βράδυ του καλοκαιριού. Δεν θα ξεχάσω ότι στα μέσα Αυγούστου, χωρίς να έχω πιει τίποτα, κοιμόμουν στις 3 σε έναν καναπέ του Venue την ώρα που έπαιζε ο Little Louie Vega, εξουθενωμένος από την καθημερινή μου επίσκεψη στο μαγαζί που αγάπησα όσο κανένα άλλο.

Ο Μάνος Μίχαλος θυμάται το Privilege και την απόβαση των 11

Για τον Βασίλη Τσιλιχρήστο το ΟΝΕΜΑΝ και ο Χατζηιωάννου, είπαν αυτά που έπρεπε, αλλά έπιασαν μόνο τη μία πλευρά του φεγγαριού, αυτή που χορεύαν όλοι σαν τους λύκους, στους house ρυθμούς του Amfitheatro, του Kingsize και του Venue. Όμως, υπήρχε και η άλλη πλευρά, η mainstream, η λίγο πιο ελληνική, η λίγο πιο φλωράτη και παρότι τώρα ετοιμάζονται όλοι να πουν για “λεφτάδες, που πήγαιναν στα Privilege και κατέστρεψαν την Ελλάδα”, έρχομαι γρήγορα και λέω ότι στο Privilege σίγουρα το Lifestyle έχασε την ουσία του σε κάποιο βαθμό, αλλά για κάποιους ήταν απλώς ένας πανέμορφος χώρος διασκέδασης. Εμείς, μικροί τότε, φοβόμασταν την πόρτα του Μαξ, αλλά βρίσκαμε τον τρόπο και μπαίναμε. Ένα βράδυ μπήκαμε 11 μπακούρηδες, με σχέδιο και πλάνο, λες και παίζαμε την “απόβαση των 11”.

Ωραίο το Privilege. Με την άπλα του, με τον ανοιχτό ουρανό του, με την πολύ καλή μουσική του, τότε που οι Daft Punk δεν είχαν το Get Lucky αλλά το Around the World. Νομίζω, οι περισσότερες μουσικές αναμνήσεις μου, τα περισσότερα νυχτοπερπατήματα της εφηβείας μου, έγιναν εκεί, στο μαγαζί του Άγιου Κοσμά. Ωραίες εποχές. Τώρα, εκτός ότι δεν μπορώ (και δεν πολυθέλω πια όλα αυτά), δεν έχω και πού να πάω σε αυτήν την παραλιακή, την ξεχασμένη από τον κλαμπόβιο Θεό της.

To +soda στην παραλιακή θυμάται η Νίκη Χάγια

Από τα εφηβικά μου χρόνια θυμάμαι τρία πράγματα: την πρώτη μου αγάπη, τη δεύτερη μου αγάπη με έναν κατά 15 χρόνια μεγαλύτερο (μπαμπά ελπίζω να μην διαβάζεις Oneman και αν διαβάζεις να ξέρεις ότι δεν είναι αυτό που νομίζεις) και τα πάρτι των Magna στο καλοκαιρινό +soda. Μπορώ να γίνω ακόμα πιο συγκεκριμένη: Party με θέμα Studio 54 και καλεσμένο dj των Kenny Carpenter. Χαμός, γκλίτερ και χορός μέχρι το πρωί. Ακόμα θυμάμαι το τεράστιο μισοφέγγαρο με το κουτάλι που κοσμούσε το ταβάνι του μαγαζιού εκείνο το βράδυ και ήταν φόρος τιμής στο θρυλικό club της Νέας Υόρκης. Μα τι ωραίες εποχές βρε παιδί μου. Αθώες (καθόλου), χωρίς αλκοόλ (ούτε καν) και με κόσμο στυλάτο (έτσι ήθελα να τους βλέπω) που χόρευε (εντάξει εδώ λέω αλήθεια).

Privilege η Ελιάνα Χρυσικοπούλου

Όσο φλώρο και αν με κάνει αυτή μου η επιλογή, όσο κι αν το Kingsize θα το αναπολώ πάντα βγάζοντας μακρόσυρτο αναστεναγμό και μονολογώντας γεροντίστικα  “δεν υπάρχουν πια τέτοια κλαμπ”, δεν υπάρχει πιθανότητα να διαλέξω κάτι άλλο από το Privilege. Είναι σαν να με ρωτάς να σου πω αν προτιμάω τη γειτονιά μου ή κάποια άλλη άσχετη γειτονιά. Χειρότερα, σαν να μου δείχνεις σπίτια και να μην ξέρω να πω ποιο είναι το σπίτι μου. Γιατί έτσι ένιωθα όταν ήμουν εκεί, σπίτι μου. Μπορεί τώρα να φαίνεται εξωφρενικά γελοίο -σε βαθμό να αμφιβάλλω για το αν πρέπει ή όχι να γράψω τα κάτωθι- αλλά αφού λέμε αλήθειες, να τις πούμε: ήμουν μεγάλη μούρη στο Privilege. Όσοι πήγαιναν φανατικά το ξέρουν. Ή τουλάχιστον σίγουρα θυμούνται την κοριτσοπαρέα  που ήξερε κάθε σερβιτόρο, κάθε πορτιέρη, κάθε μετρ (εμείς πάντως με τον Πέτρο “κλείναμε”). Θα θυμούνται αυτά μικρομέγαλα (τότε πραγματικά νομίζαμε πως ήμασταν γυναίκες) που ήταν εκεί καθε Σάββατο, στο ίδιο πόστο, στο πρώτο τραπέζι όπως έμπαινες αριστερά – εννοείται “στα υπερυψωμένα”. Αυτά τα κοριτσάκια που χόρευαν ασταμάτητα, με το ίδιο πάθος από Το Κάτι της Γαρμπή ως το  Nothing Matters At All – Dj Djaimin ft Jamie (εμ, ανατριχιάζω ακόμα).  Όλα αυτά εκείνη την εποχή, σε εκείνο το πανέμορφο -όπως δίκαια το χαρακτηρίζει ο Μάνος- μαγαζί ήταν μεγάλες στιγμές. Και εμείς ήμασταν εκεί και ρουφούσαμε κάθε δευτερόλεπτο και κάθε σταγόνα από το μπουκάλι βότκα το οποίο πληρώναμε στο τέλος συνεταιρικά με το τίμιο πεντοχίλιαρο – χαρτζιλίκι μας. For the record, εκείνο το θρυλικό τραπέζι ήταν πάντα κλεισμένο στο όνομα “Ελιάνα” (άμα λέμε μούρη, εννοούμε μούρη).

Νύχτες αθωότητας και Jaguar στο Venue ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Έτυχε να ανοίξει το καλοκαίρι της τρίτης λυκείου ή της πρώτης πανεπιστημίου, δεν θυμάμαι ακριβώς. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι το είχαμε συνδέσει με καλοκαιρινή βραδινή έξοδο και β) ότι ήταν πολύ πολύ παλιά. Ξέρεις, καμιά φορά δεν συνειδητοποιείς πως έχουν περάσει έτσι τα χρόνια, παρά μόνο όταν κάνεις την κανονική αφαίρεση (14 – είναι δυνατόν;) ή όταν προσπαθήσεις να γυρίσεις ξανά το μυαλό σου σε εκείνη την εποχή. Ναι, μόνο που τώρα (μετά από τόσο καιρό) σου έρχονται μόνο διάσπαρτες εικόνες, ήχοι και αισθήματα. Η δική μου προσπάθεια για επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας και του Silence ξέβρασε επιδέξιους κώλους (λογικά αναζητούσαν μεταξωτά βρακιά χορεύοντας πάνω σε stands), τους φίλους μου με ανεκδιήγητα κουρέματα και κοντομάνικα πουκάμισα, τις βόλτες σε ολόκληρο το μαγαζί, τα χαρτάκια στο Afro Medusa Pasilda, πολύ βόκτα Red Bull (όχι – μακριά) και την τελετουργία του κάτσε να ακούσουμε το Nights of the Jaguar και φεύγουμε.