SEX

Μια ‘μικρή’ ανάλυση της ερώτησης ‘Τι Έχεις;’

Ένας συντάκτης έκανε μια πρόχειρη λίστα με τα πιο μάταια πράγματα στον κόσμο και στην κορυφή κάθισε αυτό το 'Τι έχεις;' που ρωτάς τη φίλη σου έξι φορές τη μέρα.

Δεν είναι ότι δεν έχω κάνει μάταιες κινήσεις στη ζωή μου. Τις προάλλες καθόμασταν στην κουζίνα με τον Χατζηιωάννου και τον Καίσαρη (τον Θέμη) και τους έλεγα για εκείνη τη φορά στην έκτη δημοτικού που είχα σπάσει το χέρι μου.

Η ιστορία πάει κάπως έτσι: Ο διευθυντής μάς λέει ότι θα πάμε εκδρομή, εμείς κάνουμε σαν κατσίκια από τη χαρά μας και στα καπάκια φωνάζει από το μικρόφωνο το γλυκό και βαθιά εκπαιδευτικό “Κανονίστε. Όποιος χτυπήσει στην εκδρομή, θα φάει πολύ ξύλο”. Εγώ δεν είχε τύχει να δω την ‘Ασυμβίβαστη Γενιά’ κι έτσι παίζοντας μπάλα, έπεσα σε μια πλαγιά, έσπασα το χέρι μου, αλλά δεν το είπα πουθενά.

Ψέματα. Το είπα σε δύο φίλους μου, εκείνοι διέδωσαν τη φήμη χωρίς να δώσουν όνομα, κι έτσι αυτό το ‘κάποιος έσπασε το χέρι του, αλλά δεν το λέει’ έπαιξε αρκετά εκείνη τη μέρα στο αλσάκι που πηγαίναμε εκδρομή.

 

Οι σχέσεις, οι σοβαρές σχέσεις, έχουν πάντα, σχεδόν καθημερινά την εξής φωτογραφία. (Η φωτογραφία ισχύει για κάθε σχέση από το γυμνάσιο και μετά). Νιώθεις ερωτευμένος, οι μαργαρίτες ανθίζουν μαζί με τον μέσα κόσμο σου (σ.σ. ατάκες σαν αυτή είναι μόνο για να γράφονται και μόνο για να γελάμε), η ΑΕΚ ανεβαίνει τις κατηγορίες τρένο, η εξεταστική τελειώνει, παίρνεις άδεια από τη δουλειά, βρίσκεις ένα 20ευρω στο δρόμο, οι Arcade Fire έρχονται επιτέλους στην Ελλάδα (λέμε τώρα) κι εκεί που η πλάση σου χαμογελάει (είδες τι είπα για αυτές τις ατάκες, μην τα ξαναλέω), ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΟΥ ΕΧΕΙ ΜΟΥΤΡΑ.

Κι εσύ τη ρωτάς τι έχει. Κι αυτή σε ρωτάει αν θα  φάτε τίποτα. Κι εσύ λες δεν μπορεί, μάλλον δεν άκουσε καλά, φαίνεται και αδιάθετη. Την ξαναρωτάς τι έχει. Και σου απαντάει ‘Εσύ πώς είσαι’; Την όγδοη φορά που απαντάει λες και βγήκε από μηχάνημα μαγνητικής τομογραφίας -την όγδοη φορά που ΔΕΝ απαντάει δηλαδή-, αυτός που έχει κάτι πια είσαι εσύ.

(Ενδεικτικός διάλογος)

Εσύ: Τι έχεις;

Αυτή: Τι ώρα θα φύγεις;

Εσύ: Κατά τις 9. Τι έχεις ρε μωρό μου;

Αυτή: (…..)

Εσύ: Έ;

Αυτή: Τίποτα, καλά είμαι.

Εσύ: Θα μου πεις τώρα τι έχεις;

Αυτή: Το ξέρεις ότι με πιέζεις έ;

(λολ)

Δεν ρωτάς ένατη, γιατί βλέπεις ότι αυτό μπορεί να συνεχιστεί όλο το βράδυ.

Στην ερώτηση ‘Τι έχεις;’, σε μια ερώτηση που μεθοδικά και με υπομονή εκμαιεύουν τα κορίτσια εδώ και 3,5 αιώνες, το βραχυκύκλωμα γίνεται μόνο στον δικό σου εγκέφαλο.

 

 

Σίγουρα δεν είναι καλά. Δηλαδή είναι λίγο περιττό να σου απαντήσει ‘Δεν είμαι καλά’ στην Ερώτηση (θα τη γράφω με κεφαλαίο ‘ε’ στο εξής, γιατί της αξίζει). Είναι προφανές ότι δεν είναι καλά και γίνεται ακόμα πιο προφανές πως αποφάσισε ότι για την υπόλοιπη μέρα -ή έστω μέχρι νεωτέρας- δεν θέλει ούτε εσύ να είσαι καλά.

Με έναν μαεστρικό τρόπο λοιπόν, όσο περνάει η ώρα αυτή γίνεται καλύτερα γιατί τράβηξε την προσοχή που ήθελε κι εσύ γίνεσαι χειρότερα γιατί βυθίζεσαι στο Άγνωστο.

Φιλοσοφώντας πάνω στη ματαιότητα της Ερώτησης, μου έχει περάσει πολλάκις (και όχι ‘πω ο Λάκης’) (συγγνώμη) ότι παγιδευμένα στο κακό mood -που δεν είναι ότι μας προειδοποιεί κιόλας πριν εμφανιστεί-, τα κορίτσια δεν ξέρουν τι να απαντήσουν. Μπορεί να μην ξέρουν τι έχουν. Μπορεί να μην ξέρουν τι να πρωτοαπαντήσουν.

 

Σε καταλαβαίνω, τα έχω κάνει κι εγώ. Όσο διαρκούν αυτές οι μούτες, δηλαδή το λιγότερο 35 λεπτά, έχεις προλάβει να σκεφτείς ότι σε κεράτωσε με τον κολλητό σου, με τον αδερφό, με τον πατέρα σου, με τον Παπακαλιάτη και τον Χειλάκη ή ότι τέλος πάντων σε βαρέθηκε και θα κρατηθεί μέχρι να χωρίσετε χωρίς να πάει με άλλον. Δεν είναι (πάντα) έτσι.

Επειδή κρίνω ότι ο Bertrand Russell δεν φιλοσόφησε αρκετά στη ζωή του, τερματίζω εγώ τη φιλοσοφία, λέγοντας ότι το άγχος που σε πιάνει σχετικά με το τι έχει το κορίτσι είναι στη βάση του ενοχικό. (Ευχαριστώ κι εσένα, Ιμάνουελ Καντ, κρίμα που δεν συντονιστήκαμε στο χωροχρόνο).

Όπως έγραψα και όπως έχεις ζήσει, στο τέλος καταλήγεις να έχεις κάτι εσύ. Γιατί γίνεται αυτό;

Γιατί σώνει και ντε, πιστεύεις ότι εσύ φταις που το κορίτσι έχει(;) κάτι. Και ξεκινάς τις ανασκαφές. Φέρνεις τις τελευταίες δέκα μέρες στο μυαλό και σημειώνεις πιθανούς λόγους στραβώματος. Ε, δεν είναι ζωή αυτή.

 

Την ανασφάλεια ότι δεν είμαστε ΟΚ απέναντί τους. Ότι κάτι τους κάναμε.

Ανασφάλεια από τη μία, αόριστα μουτρα από την άλλη, ε μην απορείς μετά γιατί τα διαζύγια και οι χωρισμοί έχουν κατακόρυφη άνοδο στην Ελλάδα. (Δεν έχει καμία βάση αυτό που λέω για τα διαζύγια, αλλά ακούγεται ωραίο για την περίσταση).

Στην τελική ίσως είναι προτιμότερο να μην μάθεις ποτέ τι έχει. Ή να μάθεις, αλλά πολλούς μήνες μετά. Όταν δεν θα σε πειράξει τόσο.

Έλα, τι έχεις, δεν πιστεύω να ‘πεσες.