ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Σου λείπουν τα χωρίς λόγο ξενύχτια

Ένας τριαντάρης συντάκτης νοσταλγεί μια ξεχασμένη για πολλούς από εμάς εποχή. Εκείνη την εποχή που ξενυχτούσες απλά επειδή μπορούσες.

“Τα καλύτερα έρχονται”. Είμαι αυτής της άποψης. Τελείως αντίθετος με τη μανία μυθοποίησης οτιδήποτε παλιού, απλά και μόνο επειδή είναι, εγχμ, παλιό. Πως λέμε; “Εκείνα ήταν τα χρόνια”; Ε καμία σχέση.

Κοιτώντας πίσω το χρόνο ελάχιστες φορές έχω πει τα γνωστά γραφικά για νιάτα, φοιτητές και 18άρηδες που στην τελική δεν έχουν την παραμικρή ιδέα από βάσανα/έννοιες/υποχρεώσεις. Ναι, όντως, μπορεί τα νεανικά μυαλά να μην χαμπαριάζουν από τέτοια προβλήματα “των μεγάλων” κι αυτό να είναι κάτι καλό, αλλά ας μην κρυβόμαστε μεταξύ μας: κατά βάθος δεν ξέρουν τι τους γίνεται.

Κάπως έτσι έρχεται η ισορροπία της φύσης, όπως επιβεβαιώνει και το το απόφθεγμα του Λόρδου Σάλτσμπουρι ότι “ένα γραμμάριο εμπειρίας, ζυγίζει όσο ένας τόνος θεωρίας”. Χαίρομαι πολύ, δηλαδή, για τις μαλακίες που έχω κάνει, αλλά ψιλοβαριέμαι να τις ξανακάνω, για να είμαι ειλικρινής.

Οπότε “πίσω δεν γυρνάω” κατά τα λεγόμενα των Active Member. Ούτε για τα λιγότερα κιλά, ούτε για την ανοχή στο hangover, ούτε για πιο φρέσκα πόδια μετά από δύο συνεχόμενες ώρες μπάσκετ. Για τίποτα…

Τίποτα ε; Εντάξει, τώρα μια κουβέντα γράψαμε. Μην τα παίρνουμε κι όλα τις μετρητοίς. Να, μωρέ. Ε, απλά… τώρα που το σκέφτομαι, εντάξει ξέρω ‘γω, ξέρω ‘γω εντάξει… Υπάρχει κάτι για το οποίο ζηλεύω πολύ τον 21χρονο Στέφανο. Μόνο για ένα πράγμα. Ποιο είναι αυτό; Αυτά τα ηρωικά, αυτά τα απολαυστικά, αυτά τα αλησμόνητα (πλέον) αχρείαστα ξενύχτια.

Ξέρεις, εκείνες τις βραδιές που αρχίζουν κοντά στις 00.00, απλά “γιατί έτσι”. Ή εξίσου απλά “γιατί μπορούμε”. Νύχτες καμμένες μπροστά από το play-station, ή από μια τηλεόραση που δείχνει “Κινητομάνια” (κάποια στιγμή… 1.500 λέξεις που λέει κι ο Αναστασιάδης), πάνω από μια πράσινη τσόχα, πίσω από ένα τιμόνι, δίπλα από την καντίνα που κάνει το καλύτερο… οτιδήποτε, κάτω από ένα φεγγάρι (ή ένα ταβάνι τον χειμώνα) για μια ανάλυση που συνήθως δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, πόσο μάλλον μέση.

Θυμήθηκα τη “χρυσή 5ετία” όταν τυχαία έπεσε στα χέρια μου ένα βίντεο που είχαμε γυρίσει προ 12ετίας στο σπίτι του Παύλου, με τον Γιάννη και τον Δημήτρη. (ONEMAN από ‘δω ο Παύλος, ο Γιάννης και ο Δημήτρης. Παύλο, Γιάννη, Δημήτρη από ‘δω το ONEMAN). Σε ένα σημείο σηκώναμε κάτι βάρη, σε άλλο παίζαμε πινγκ-πονγκ, λίγο πιο μετά κάναμε κάτι χειρόφρενα ή μάλλον κάτι που έμοιαζε με χειρόφρενα και στη συνέχεια απλά λέγαμε βλακείες σε μια παιδική χαρά στον Παπάγου. Ώσπου να ακουστεί ένα “τι ώρα είναι” και ένα “τέσσερις και μισή”. Έτσι απλά. Ήταν 04.30 και εμείς λέγαμε βλακείες σε μια παιδική χαρά στον Παπάγου. Υπέροχο. Πραγματικά υπέροχο.

Ναι, σύμφωνοι. Δεν είναι κάποια τρομερή εμπειρία. Δεν αλλάξαμε τον κόσμο, ούτε γίναμε σοφότεροι εκείνη την ημέρα, έστω κι αν ειπώθηκαν μερικά πολύ καλά αστεία και οι φάσεις με τα χειρόφρενα και τις κόντρες είχαν πραγματικά πάρα πολύ πλάκα (όπως φάνηκε σε ανθρώπους που δεν κάνουν ούτε χειρόφρενα, ούτε κόντρες), απλά είναι μια στιγμή που τώρα φαντάζει απίθανη να επαναληφθεί. Γιατί; Διότι ο ένας ζει μόνιμα στην Αγγλία κι ο άλλος στην Αμερική, για αρχή. Ακόμη και τις ημέρες που καταφέρνουμε να συναντηθούμε και οι τέσσερις στο ίδιο ημισφαίριο, θα ήταν δύσκολο ένας από όλους να μην έχει να ξυπνήσει πρωί την επόμενη ημέρα, ή να μην είναι κουρασμένος επειδή έτρεχε μέχρι το βράδυ για να προλάβει meetings και deadlines.

Οι ημέρες του βίντεο ανήκαν στις παλιές καλές εποχές: μετά το σχολείο, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων, ή απλά της χρυσής περιόδου, που ίσχυε το δόγμα ότι “οι δημοσιογράφοι δεν ξυπνάνε νωρίς” (τι πήγε στραβά με αυτές τις αρχές και αξίες, θα μου απαντήσει κάποιος αρμόδιος); Τότε που γυρνούσαμε νωρίς (το πρωί) και Δευτέρα συνήθως ξυπνούσαμε…Τρίτη.

Αν ήταν τραγούδι θα ήταν σίγουρα στο repeat. Αν ήταν ταινία, δυστυχώς δεν θα ήταν του Γκάι Ρίτσι, αλλά μάλλον κάποια του Αγγελόπουλου. Αν ήταν post στο Facebook θα είχε γραμμένο κάτω το “not a single fuck was given that day”.

 

Ακριβώς. Κανένα. Τίποτα. Ζερό. Εκείνα τα βράδια ο δείκτης της δημιουργίας παρέμεινε ασάλευτος. Το έργο στα μηδέν τζάουλ (W=0). Κι αυτό ήταν το υπέροχο.

 

Το μόνο που είχε σημασία εκείνα τα βράδια ήταν α) να υπάρχει κοακόλα στο ψυγείο β) να είναι κρύα γ) να μην βρωμάνε τα πόδια κανενός δ) όχι ότι είχε και τόσο μεγάλη σημασία να βρωμάνε τα πόδια κανενός ε) να μην πατήσουμε κατά λάθος “play again with different teams” κι όχι “restart” και πρέπει να βγούμε ξανά στο αρχικό μενού του Pro. Λες και δεν είχαμε όλο το χρόνο για χάσιμο στη διάθεση μας

Ξεχνάω, δηλαδή εγώ, την αγαπημένη εβδομαδιαία συνήθεια του να ξεκινάμε (με τον Διονύση) από τη Γλυφάδα για να πάμε σινεμά στο Village Park στο Ρέντη για να πάρουμε τη μεγάλη σακούλα με τα κοκακολίνια και να δούμε το έργο που ξεκινούσε στις 01.30; Γιατί όχι; Για ποιο λόγο να αγχωθούμε αν θα προλαβαίναμε το έργο των 23.00; Τι θα κάναμε μέχρι τις 04.00 που συνήθως μας έπαιρνε ο ύπνος;

Αντίστοιχες φάσεις ξεκινούσαν από ένα “που ‘σαι” κι από ένα “που να ‘μαι”, συνεχιζόντουσαν με ένα “και δεν περνάς” και κατέληγαν σε ένα πολύωρο κάψιμο εγκεφαλικών κυττάρων, με τον καθένα πρωταγωνιστή στο ρόλο της άδικης κατάρας, προτιμώντας να είναι οπουδήποτε αλλού εκτός από το ίδιο του το σπίτι.

Ήταν, βέβαια, οι εποχές που το ξενύχτι σου ήταν κάτι τόσο εύκολο. Απλά δεν κοιμόσουν. Και απλά ξυπνούσες. Γενικότερα το σώμα σου και το μυαλό σου έκαναν μια υπέροχη παρέα, συνεργαζόνταν, περνούσαν καλά και αυτό ήταν κάτι που έβγαινε προς τα έξω. Ακριβώς το αντίθετο από την εποχή των “28 και άνω” που όλα αλλάζουν και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Είναι η ηλικία-κλειδί στη ζωή ενός άνδρα, τότε που απλά πατιέται ένα κουμπί και νυστάζεις περισσότερο, υποφέρεις μετά τα ξενύχτια, δεν μπορείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά, πονάς περισσότερο μετά το 5Χ5 και ακούς περισσότα κρακ από ότι θα άκουγες στο πιο κακόφημο σοκάκι της Βαλτιμόρης.

Ίσως είναι και ένα μήνυμα του οργανισμού που θέλει να σε χτυπήσει στην πλάτη και να σου πει “μεγάλε, ωραία όλα αυτά, αλλά μήπως να το πάμε αλλιώς το πράμα”; Και ξαφνικά επειδή δεν αντέχει το σώμα σου και επειδή το κατεστημένο του 9-5 στο γραφείο στο επιβάλει, τα ξενύχτια τυλίγονται με σεμεδάκι και μένουν στη γωνία να σκονίζονται σαν το Play-Station. Το 2.