OPINIONS

Ένας κάθε άλλο παρά loser ονόματι Beck

Για να γλυτώσεις τη στείρα ανάλυση για το πρόσφατο “Morning Phase”, μια ματιά στη ζωή και τη μουσική του Beck Hansen

Την εποχή των “χιμπατζήδων” λέει το τραγούδι, δηλαδή κάπου στο 1992, και ενώ στη μουσική γίνονται πράματα και θάματα, ο Beck Hansen ήταν απλά ένα “πίθηκος” που έπαιζε κιθάρα στους δρόμους για να επιβιώσει.

Αφού είχε ήδη επιβιώσει στα άγρια στενά των γκέτο του Χόλιγουντ, μεγαλώνοντας με συμμορίες από το Ελ Σαλβαδόρ, ξύλο, ναρκωτικά και πολύ breakdance. Ένα υπόβαθρο που, ενώ στο 99% των περιπτώσεων οδηγεί στην καταστροφή, εδώ οδήγησε σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μουσικά πειράματα όλων των εποχών.

Για να συνοψίσουμε λίγο τη βασική δισκογραφία του Beck και να καταλάβεις περί τι μουσικής πρόκειται, το 1994 κυκλοφορεί το “Mellow Gold”, ένα άλμπουμ στο οποίο συνδυάζονται φολκ κιθάρες, με σιτάρ, πνευστά, sample, hip-hop. Κάτι σαν ένα κράμα Johny Cash με Beastie Boys.

Στις ίδιες γραμμές, ακολουθεί το “Odelay” του 1996, στο “Mutations” του 1998 o Beck κάνει για πρώτη φορά αυτό που θέλει παίζοντας ένα μείγμα φολκ, κάντρι και ψυχεδέλειας και από εκεί πάει περίπου μία hip hop, μία φολκ. Το πολύ πρόσφατο “Morning Phase” είναι στη δεύτερη κατηγορία.


 

 

Και θέλει ψάξιμο πόσοι καλλιτέχνες είναι στην ίδια λίγκα αλλά σίγουρα θα πρόκειται για μπάντες επιπέδου Beatles, Rolling Stones και Pink Floyd. Δηλαδή αυτό το τυπάκι που δε σου γεμίζει το μάτι και ένιωθε μια ζωή παρείσακτος δεν τα παράτησε στην πρώτη δυσκολία αλλά το πάλεψε και έφτασε εκεί που έφτασε. Αν αυτό δεν είναι μάθημα ζωής, τι είναι;

Στο κάτω κάτω ο Beck δεν ασχολήθηκε με τη μουσική επειδή ήταν παιδί θαύμα στο πιάνο αλλά γιατί δεν είχε κάτι άλλο στα χέρια του για να ζήσει. Η κιθάρα του για πολύ καιρό ήταν το μόνο αντικείμενο στην κατοχή του και δεν χρειαζόταν άλλους για να κάνει κάτι.

Αν θες περισσότερα μαθήματα ζωής, ο τύπος αυτός έβγαλε μια πλαστή ταυτότητα για να παρακολουθεί μαθήματα στο Los Angeles City College. Δανειζόταν δίσκους και βιβλία από τη βιβλιοθήκη του κολεγίου, σχεδόν ζούσε εκεί μέσα προκειμένου να μην είναι σπίτι του και να περιμένει να στεγνώσουν τα ταβάνια ή να κυνηγάει ποντίκια. 

Λίγο αργότερα βρέθηκε στη Νέα Υόρκη αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η ζωή του έγινε ευκολότερη. Εκεί βρέθηκε να παίζει τραγούδια του Lead Belly στους δρόμους και τα λεωφορεία, να τρώει γιούχα και κρύο και να κοιμάται στους καναπέδες άλλων μουσικών μέχρι να τον βαρεθούν.

 

Dave VanRonk φάση γιατί εκεί αναπτύσσει αυτό το ιδιαίτερο στιλ με τα ό,τι να ‘ναι στιχάκια και τα copy-paste μέρη από γνωστά τραγούδια. Που δεν βρίσκει ανταπόκριση στις σκηνές της πόλης ή αργότερα του Λος Άντζελες αλλά δημιουργεί ένα φανατικό κοινό που τον ηχογραφεί και μοιράζει τις κασέτες από χέρι σε χέρι.

Κάπου εδώ ξεκινάει το καλό. Οι κασέτες φτάνουν στους σκάουτερ της BMG, το “Loser” κυκλοφορεί σε 500 κόπιες, από παραγωγό σε παραγωγό φτάνει μέχρι τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του Seattle που το ξεπατώνουν. Ξαφνικά ο Beck που ακόμα μένει σε σπίτι με πολλά ποντίκια γίνεται το πολύ-κλισέ-αλλά-αληθινό μήλο της Έριδας μεταξύ Geffen, Warner Bros. και Capitol. Νικητής η Geffen (Cher, Joni Mitchell, Neil Young,Whitesnake Guns N’ Roses, Sonic Youth).

Και δεν είναι ότι ο Beck την ακούει με την επιτυχία του. Αντίθετα πιστεύει ότι θα έχει την τύχη των one-hit wonders και κάνει εντελώς ανορθόδοξα πράγματα στα live. Παίζει Miles Davis, περίεργες διασκευές του “Loser”, αλλάζει τα στιχάκια όταν βαριέται αυτό το “I’m a loser baby so why don’t you kill me” και απολαμβάνει τη σαστιμάρα του κοινού με τα τερτίπια του.

Η φάρσα όχι μόνο αποδίδει αλλά, παίζοντας τα αγαπημένα του folk τραγούδια πιο άνετα, κερδίζει αυτό που θέλει, το σεβασμό των μεγάλων, του Tom Petty και του Johny Cash.

Το περίεργο, ή καλύτερα ένα από τα περίεργα με το Beck, είναι ότι την επιτυχία του “Looser” ούτε την ήθελε ούτε την απόλαυσε. Το “Looser” ήταν ένα από τα τραγούδια που ο Beck είχε για αρκετό καιρό στο συρτάρι με τις προχειρότητες. Από την άλλη όλοι οι “looser” της πραγματικής ζωής που έκαναν τον Beck διάσημο εν μία νυκτί αισθάνθηκαν πως τους πούλησε.

 

Ίσως γιατί πέρα από τους δίσκους είχε στο μυαλό του μεγάλα πράγματα. Όπως το “Record Club” όπου με άλλους μουσικούς (Devendra Banhart, Wilco, MGMT) διασκευάζουν κλασσικά άλμπουμ σε μία μόνο μέρα. Το πρώτο άλμπουμ ήταν το “The Velvet Underground & Nico” , ακολούθησε το “Songs of Leonard Cohen”, το “Oar”του Skip Spence και το δικό μας “Live at the Acropolis” του Yanni που το μεταμορφώνει εξολοκλήρου.


Ή το “Song Reader”, ένα άλμπουμ που κυκλοφορεί μόνο σαν ένα βιβλίο με παρτιτούρες από είκοσι τραγούδια και εκατό έργα τέχνης. Αλλά δεν τελειώνει εκεί αφού καλεί άλλους μουσικούς να διασκευάσουν τα τραγούδια ή έστω να προχωρήσουν τις μουσικές ώστε να δημιουργηθεί κάτι σαν μια καταγεγραμμένη λαϊκή παράδοση. Οι νέες μουσικές δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα του project.

Όταν μάλιστα αποδεσμεύεται από το συμβόλαιο με τη Geffen κάνει πολύ σπουδαία πράγματα όπως η διασκευή στο “Sound and Vision” του David Bowie με 170 μουσικούς στημένους γύρω του.

Και, για να γλυτώσεις τώρα την ανάλυση, ας πούμε πως κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι το “Morning Phase”. Ένα sequel στο “Sea Change”, μια από τις χιλιάδες πρωτότυπες ιδέες του, ένα ακόμα σπουδαίο folk project.

Κάτι τελευταίο για τη στόφα του ανθρώπου. Αυτός ο τύπος που παραλίγο να μη βγει ζωντανός από το γκέτο που μεγάλωσε και έφτασε σε τέσσερα Grammy και δύο δίσκους στην πεντακοσάρα, πήρε τα παιδιά του και τα πήγε μια βόλτα στο πατρικό του για να πάρουν μία μυρωδιά πως είναι να μεγαλώνεις χωρίς καμία προστασία.

Μπορεί να μην αναπολεί δευτερόλεπτο τα μίζερα και επικίνδυνα χρόνια που πέρασε εκεί αλλά θεώρησε χρήσιμο τα παιδιά του να δουν τη άλλη όψη της ζωής.

Οπότε, ναι, δύσκολα θα πεις loser τον Beck.