ΤΑΞΙΔΙ

Βολτάροντας στο Βερολίνο δυο μέρες πριν τον τελικό

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος βρίσκεται ήδη στην γερμανική πρωτεύουσα και μας μεταφέρει τις εντυπώσεις του.

Πριν κάτι χρόνια στο Βερολίνο, βαθιά περασμένα μεσάνυχτα, μια Σέρβα με κέρασε ένα ποτό – πράγμα που είναι παράξενο γιατί ήμασταν σε ένα μπαρ που λειτουργούσε σαν μεταμφιεσμένο στριπτιζάδικο και τα κορίτσια είχες την υποχρέωση να τα κεράσεις εσύ.

Το έκανε γιατί ήμασταν, όπως είπε με άψογα ελληνικά, «δυο Βαλκάνιοι που γελούσαμε με πράγματα που οι τριγύρω μας δεν καταλάβαιναν». Της είπα ότι οι τριγύρω μας ήταν κάτι μεθυσμένοι Γερμανοί, ίσως και Πολωνοί, δυο – τρεις Τούρκοι, σίγουρα δυο Ιταλοί που χούφτωναν κάτι ξανθιές φωνάζοντας «ciao bella». Μου απάντησε ότι ακόμα κι έτσι, ακόμα και μ’ όλους αυτούς τριγύρω, «είμαστε στο Βερολίνο» και είμαστε «δυο μύγες σε μια βιτρίνα». Μετά άρχισε να τραγουδάει «καρδιά μου μην ανησυχείς», μετά γίναμε τύφλα, σίγουρα μου πήρε ό,τι είχα πάνω μου, αφού τα υπόλοιπα τα κέρασα εγώ. Πάλι καλά που είχα αφήσει κάρτες και πορτοφόλια στο ξενοδοχείο, γιατί ήμασταν στο Βερολίνο και οι βιτρίνες είναι συνήθως ακριβούτσικες.

 

Φέτος γύρισα στο Βερολίνο για τον Σαββατιάτικο τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Γίνονται έργα στο κέντρο του, (αν υποθέσουμε ότι η σπάνια αυτή πόλη έχει ένα κέντρο), έχει πολύ κίνηση μολονότι τα λεφούσια των Ισπανών και των Ιταλών ονειροπόλων δεν έχουν φτάσει ακόμα, έχει άστατο καιρό: θέλω να πω πως το έχω δει και καλύτερο.

 

Για να καταλάβει κανείς την απόλυτα θεαματική μεταμόρφωση της πόλης αυτής έπρεπε να την έχει επισκεφτεί πριν πέσει το τοίχος. Οι δυτικοί βομβάρδιζαν τους ανατολικούς με εικόνες και ήχους, που το τοίχος δεν μπορούσε να σταματήσει. Τα κτίρια του Δυτικού Βερολίνου, τα mall του και οι γυάλινες πολυκατοικίες του, ήταν τεράστια, ώστε να φαίνονται από την άλλη μεριά. Ο ήχος του ήταν εκκωφαντικός, ώστε η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε από την άλλη πλευρά να θυμίζει νεκροταφείου. Οι συναυλίες μπροστά από το τοίχος ήταν κανόνας: οι Δυτικοί ήταν οι επιδειξίες γείτονες που δεν κοιμούνται, κάνουν κάθε βράδυ πάρτι, σου φωνάζουν ότι σε περιμένουν για να χαρείς την ασωτία τους.

 

Κάθε φορά που πηγαίνω στο Βερολίνο πίνω ένα καφέ στο ιστορικότερο εμπορικό κέντρο του Δυτικού Βερολίνου, στο KaDeVe. Από τον έκτο του υπερόροφο βλέπεις το απόλυτο σύμβολο του Ανατολικού Βερολίνου: το Fernsehturm, τον Πύργο της τηλεόρασης της ανατολικής Γερμανίας στο Αλεξάντερπλατς – αυτόν τον περίφημο στύλο που στην κορυφή του μοιάζει να έχει προσγειωθεί διαστημόπλοιο. Μεταξύ του καφέ του εμπορικού κέντρου και του τηλεοπτικού πύργου υπήρχε το τοίχος και ζούσε και ζει η πόλη: σημειολογικά επεκτείνεται μεταξύ ενός μνημείου του καταναλωτισμού και ενός μνημείου της προπαγάνδας – αυτό υπήρξε το απόλυτο ντέρμπι τον καιρό του ψυχρού πολέμου. Στο τέλος ο καταναλωτισμός νίκησε: η όποια δυναμική μιας ιδεολογικής προπαγάνδας, κατέρρευσε απέναντι στην υπόσχεση, όχι τόσο της ελευθερίας, όσο της καλοπέρασης. Όχι τυχαία όταν το τοίχος έπεσε, δίπλα στο Checkpoint Charlie, χτίστηκε ένα ακόμα mall, ώστε ν αλλάξει τελείως το τοπίο μιας εποχής και μαζί της να πεθάνουν σιγά σιγά και οι μνήμες. Το Βερολίνο δεν ήθελε να θυμάται, ήθελε να ζήσει.

 

Είναι ένα μάθημα μοντέρνας ευρωπαϊκής ιστορίας ένα ταξίδι στο Βερολίνο – κάθε ταξίδι στο Βερολίνο. Ετούτη δεν είναι μια πόλη όπου η ιστορία είναι συνώνυμο εποχών που τελείωσαν, αλλά είναι η κατεξοχήν πόλη όπου η μοντέρνα ευρωπαϊκή ιστορία εξακολουθεί ακόμα να γράφεται – και δεν αναφέρομαι στη Μέρκελ, στο Σόιμπλε και στην όποια γερμανική παντοδυναμία, αλλά στην αισθητική της πόλης που είναι post moderna, δηλαδή ασχημάτιστη και διαρκώς μεταβαλλόμενη – δεν είναι τυχαία η επιτυχία της Μπερνινάλε. Όποιος δεν έχει πάει στο Βερολίνο νομίζει ότι κάποια στιγμή το τοίχος έπεσε και οι δυτικογερμανοί κατέλαβαν το ανατολικό και το ανέπτυξαν: πρόκειται για υπεραπλούστευση. Στην πραγματικότητα συνέβη το εξής: το μεν Δυτικό Βερολίνο, εξαιτίας των αναγκών που υπήρχαν από την άλλη πλευρά, έπεσε σε ένα υπαρξιακό τέλμα (σαν να έχασε το λόγο της ύπαρξής του…) παρουσιάζοντας σημάδια παρακμής, το δε ανατολικό Βερολίνο έγινε ένα αληθινό ευρωπαϊκό χωνευτήρι, αφού συναντάς τους πάντες και τα πάντα και σίγουρα ελάχιστα από αυτά που θυμίζουν Γερμανία!

 

Το Βερολίνο δεν έχει την πολυπληθυσμικότητα του Λονδίνου που υπήρξε πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας. Δεν έχει επ’ ουδενί την πολυσυλλεκτικότητα, που κάνει το Παρίσι μια πόλη με δεκάδες όψεις. Δεν είναι ήσυχο το πρωί και σκηνικό του μελλοντικού Μπλέιντ Ράνερ το βράδυ, όπως το Αμστερνταμ. Αλλά, ειδικά το ανατολικό, μοιάζει με μια μεγάλη κατασκήνωση που γέμισε ξαφνικά από διάφορους πιτσιρικάδες που ανακάλυψαν τη Γη της Επαγγελίας.

 

Η πόλη δεν κοιμάται κι έχει ακόμα μια παράξενη φρεσκάδα, σπάνια στη Γηραιά μας ήπειρο: πουθενά στους δρόμους δεν ακούς περισσότερη μουσική. Κυρίως είναι μια πόλη που σε καλεί να βολτάρεις, όσο καμία ίσως άλλη. Πηγαίνοντας από το Ράιχσταγκ μέχρι την Πύλη του Μαγδεμβούργου, από το Αλεξάντερπλατς μέχρι το Μουσείο της Ανατολικής Γερμανίας, από το μνημείο των πεσόντων του σοβιετικού στρατού μέχρι το Ποστντάμερ, από το εβραϊκό μουσείο μέχρι το μουσείο του Βίλυ Μπράντ, βολτάρεις σε πρόσφατες σελίδες της ευρωπαϊκής ιστορίας νοιώθοντας την εξέλιξή της, αλλά και τον πειρασμό να θυμηθείς τι έγινε. Δεν είμαστε όλοι Βερολινέζοι, δεν ήμασταν ποτέ, ο Κένεντι ξεστόμισε μια υπερβολή γιατί ως Αμερικάνος δυσκολεύονταν να συλλάβει το μέγεθος μιας ιστορίας που εξελίσσεται. Το βάρος της αίσθησης αυτής της εξέλιξης είναι για λίγους – ούτε εγώ το σηκώνω. Φορτωμένος από την προκατάληψη ότι βολτάρω στην πόλη του Σόιμπλε, προσπαθώ απλά να θυμάμαι ότι μια Σέρβα, ένα βράδυ μου χε επισημάνει σωστά πως αν υπάρχει μια μοντέρνα ευρωπαϊκή βιτρίνα είναι ετούτη εδώ η πόλη. Που διαλύθηκε, ξαναχτίστηκε, χωρίστηκε, ενώθηκε, και πορεύεται με τη δύναμη μιας αισθητικής παραμένοντας ότι λιγότερο γερμανικό στην Γερμανία.

Άλλο αν εγώ κυρίως δεν ξέχασα ότι με τη Σέρβα γίναμε φέσι…