Η αβάσταχτη αμηχανία του ασανσέρ
Ένας δημοσιογράφος του Oneman τα βάζει με την αμηχανία (και όχι μόνο) που κρύβει ο μικρός θάλαμος του ασανσέρ.
- 2 ΟΚΤ 2015
Πλήκτρα εδώ. Πλήκτρα εκεί. Λες και φταίνε τα πληκτρολόγια και πρέπει να πληρώσουν. “Ησυχία”. Σε ένα δημοσιογραφικό γραφείο αυτό είναι το πιο αθόρυβο που μπορείς να βρεις, το δικό μας επίπεδο του mute. Ήταν ένα τέτοιο πρωινό. Γεμάτο μισάνοιχτα μάτια, εφημερίδες να τσαλακώνονται σε κάθε γύρισμα και τους δείκτες της καφεΐνης κατά τόπους ασθενείς. Οπότε ήταν μοιραίο να συμβεί. “Θα… θα… παραγγείλω. Θε… θέλει… κανείς”; Λέξεις που απέδρασαν από το στόμα μου με την ευχή να πάνε αδιάβαστες (χμ…), αλλά τελικά πιάστηκαν σαν το ποντίκι που είδε το τυρί, αλλά δεν είδε τη φάκα.
Τα κεφάλια ξεπρόβαλαν από τα κόκκινα-πράγματα-που-χωρίζουν-τα-γραφεία-αυτά-που-βλέπεις-και-στις-ταινίες-και-δεν-ξέρω-πως-λέγονται-αλλά-θα-‘πρεπε-γιατί-αν-ήξερα-θα-έγραφα-μόνο-μια-λέξη σαν πτερύγια καρχαρία που μύρισε αίμα. Τα “εγώ” και τα κουνήματα των χεριών ήταν περισσότερα και πιο έντονα και από τάξη δημοτικού. Διάολε. Ο κλήρος είχε πέσει σε μένα. Αποφασισμένος να παίξω τον τελευταίο άσο που είχα στο μανίκι έκανα επίκληση στο τελευταίο προπύργιο της δημοκρατίας το “παίρνω-πας”. Το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου να γλιτώσει όποια δουλειά μπορεί, όπως είχε οριστεί από την Συνθήκη των Μεδιολάνων στη 2η σελίδα μετά το “άσε για αύριο ότι δεν έχει deadline σήμερα”. Κάπου εκεί άρχισε ο Ηλίας ένα αστήρικτο λογύδριο ότι ΤΑΧΑ “ποτέ δεν πας εσύ” και ότι ΑΚΟΥΣΟΝ-ΑΚΟΥΣΟΝ “έχω πάει τις τελευταίες 125 φορές” και κατάλαβα πως επρόκειτο για deadline. Κι η ημέρα ήταν σήμερα.
Πήρα. Και παρήγγειλα. Και περίμενα. Σαν να πας στον γιατρό και να περιμένεις την ένεση. Εσύ μπορεί να μην κοιτάς, αλλά αυτή θα έρθει. Έτσι κι εγώ δεν κοιτούσα το τηλέφωνο, αλλά ήξερα ότι θα χτυπήσει. Ξέρεις, το σταθερό τηλέφωνο είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης σ’ ένα γραφείο. Γιατί έχει το κακό συνήθεια να χτυπάει. Η διαφορά του με το κινητό τηλέφωνο είναι ότι α) δεν είναι σε απόσταση μια χεριάς όπως λένε και στην κολύμβηση (το λένε δεν το λένε;) και β) δεν είναι ποτέ για καλό. Ντριν – μπουνιά στο στομάχι – Ντριν – κλωτσιά στα πλευρά – Ντριν – παστέλι στο μέτωπο – Ναι – Ήρθε η παραγγελία – Κατεβαίνω. Και η ζωή σαν φιλμ περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Καλοκαίρια με καλαμαράκια και τζατζίκια, τρίποντα, κυνηγητό σε λιβάδια (ποτέ. κανείς), περπάτημα χέρι με χέρι στην ακροθαλασσιά με γυρισμένα τα μπατζάκια του τζιν σαν χορευτής του Μεταξόπουλου (αλήθεια ποιος;) και καφέδες. Ο Ηλίας με σκούντηξε, γιατί προφανώς έκανα ότι δεν είχα καταλάβει. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν ήμουν έτοιμος. Δεν ξέρω αν θα είμαι και ποτέ, βέβαια.
Το να πάρεις καφέ είναι σαν να παίζεις ηλεκτρονικό παιχνίδι. Για να πετύχεις τον στόχο σου πρέπει να περάσεις τον “κακό”. Που στα συγκεκριμένα γραφεία είναι το ασανσέρ. Αυτό που κάποτε ήταν το “πόσο γρήγορο είναι αυτό το ασανσέρ”, αλλά έγινε το “σαν να βγεις στον πηγαιμό για τον 3ο να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος που θα πάρεις” ασανσέρ. Για την ακρίβεια αυτό συνέβη όταν “πέθανε” το αδερφάκι του και έμεινε μονάχο να εξυπηρετεί έξι ορόφους γεμάτους ανθρώπους που ακόμη δεν έμαθαν ότι ΔΕΝ ΠΑΤΑΜΕ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΚΟΥΜΠΙΑ ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΜΕ. Αυτούς που έχουν κλείσει ρεζερβέ καζάνι στην κόλαση δίπλα από αυτούς που μπαίνουν στο μετρό πριν βγουν οι άλλοι και αυτούς που κρατάνε τις κούπες του καφέ με τα δύο χέρια σαν να παίζουν σε ρομαντική κομεντί. Α ναι! Επίσης καζάνι all inclusive για αυτόν που έφερε στον κόσμο τον όρο “κομεντί”.
Επιστροφή στην ιστορία μας, που ως συνήθως έχει από ελάχιστη ως καμία σχέση, με το θέμα που περιμένει ο Χατζηιωάννου. Λοιπόν, ο καφές μου είχε κρυώσει και το ράδιο κλειστό τώρα για μέρες, αλλά μην το πείτε στον Παντελή Διαμαντόπουλο. Πήρα μεγάλη ανάσα και σηκώθηκα. Ο Ηλίας από μακριά με σταύρωσε ψιθυρίζοντας κάτι του στυλ “να σε φυλάει ο Ντιέγκο”. Ο Γιώργος καθώς περνούσα σηκώθηκε και έβαλε με δύναμη τα χέρια του στους ώμους μου, σαν καρέ από τον “Αστερίξ στην Κορσική”. Πήγε να πει κάτι, αλλά τον πρόλαβαν τα βουρκωμένα μάτια του. Ο Νίκος με δύο δρασκελιές με πρόλαβε πριν βγω από την πόρτα. Έβαλε το χέρι στον κόρφο του, κρύβοντας στη φούχτα του το ασημί του αλουμινόχαρτου. “Πάρτο” ψέλλισε σαν να παίζουμε σε παλιά ελληνική ταινία. “Είναι λίγο λαρδί και δύο ελιές και μια ντομάτα στα τέσσερα με χοντρό αλάτι. Ποιος ξέρει πόση ώρα θα κάνεις…” Σκέπασα τα χέρια του με τα δικά μου, τον ευχαρίστησα και έφυγα πριν με κυριεύσουν οι δεύτερες σκέψεις. Έβαλα το αλουμινόχαρτο στο δισάκι μου και πάτησα το κάτω κουμπί για να πάω κάτω και το πάνω κουμπί έτσι για σπάσιμο. Yolo.
Κάααααααπως έτσι είναι η φάση μας με το ένα ασανσέρ στη δουλειά. Ορκίζομαι ότι μια φορά ήμασταν δύο στο ασανσέρ και σταματήσαμε σε 5 διαφορετικούς ορόφους πριν φτάσει στον δικό του. Νομίζω ότι κατέχει το ρεκόρ. Σταμάτησε παντού, κάπου και δυο φορές για να εκνευριστεί σίγουρα. Πάνω-κάτω, σαν μπαλάκι του τένις στον τελικό του Ρολάν Γκαρός. Τι να πει κανείς; Άγνωσται αι βουλαί του κυρίου που έφτιαξε τον ανελκυστήρα.
Όπως θα μπορούσες να μαντέψεις μισώ τα ασανσέρ. Και τα σταθερά τηλέφωνα. Και το να σηκώνομαι από την καρέκλα μου. Το θέμα μας, όμως, είναι το ασανσέρ. Εκεί που περνάμε περισσότερα από 12.880 δευτερόλεπτα το χρόνο. Δηλαδή 214 λεπτά. Δηλαδή 3.5 ώρες σε ετήσια βάση σύμφωνα με τον απλό μαθηματικό τύπο που λέει ότι πάμε για δουλειά περίπου 230 ημέρες το χρόνο, ότι ανεβοκατεβαίνουμε δύο φορές (4 διαδρομές δηλαδή) και ότι ο τρίτος από το ισόγειο απέχει 14 δευτερόλεπτα. Μια επίθεση μετά από επιθετικό ριμπάουντ. Κάτι λιγότερο από τέσσερις ώρες. Στο ασανσέρ της δουλειάς. Κάθε χρόνο. Κάτι, κάπου, κάποτε κάναμε λάθος ως ανθρώπινο γένος, δεν εξηγείται αλλιώς. Και που ‘σαι τα 14” είναι η καλή version. Αυτή πριν χαλάσει το δεύτερο ασανσέρ, γιατί τώρα η εμπειρία σου “πηγαίνοντας πάνω” μπορεί να γυριστεί και σε μίνι σειρά από το BBC.
Σ’ αυτά τα δευτερόλεπτα του ασανσέρ, διάστημα στο οποίο τα λες με τον εαυτό σου, έχω πάρει σημαντικές αποφάσεις (όπως το να κουρευτώ) και έχω κάνει μερικές από τις πιο ηλίθιες σκέψεις της καριέρας μου. Όπως το τι θα συμβεί αν αρχίζει και πέφτει το ασανσέρ, αν δηλαδή εσύ πηδήξεις ακριβώς πριν ο θάλαμος προσκρούσει στο έδαφος, αν θα σωθείς γιατί θα είσαι στον αέρα. Κι αν αυτό το τρομερό κόλπο θα σε σώσει σε περίπτωση που πέσει το αεροπλάνο. Ή πόσο αχρείαστο είναι να έχουν στ’ αεροπλάνα σωσίβια και όχι αλεξίπτωτα. Και τελικά διαβάζεις ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να σωθείς αν πέσει το ασανσέρ, αλλά δεν μαθαίνεις τίποτα για τα αλεξίπτωτα. Και στη συνέχεια αρχίζεις να κάνεις υπολογισμούς για τα άτομα που χωρούν και τα κιλά που “σηκώνει” το εκάστοτε ασανσέρ και ότι πόσο ρατσιστικό είναι που θεωρούν ως “άτομο” κάποιον που είναι 70 κιλά. Εβδομήντα κιλά ήμουν στην Δ’ Δημοτικού. Γαμώτο.
Η αγαπημένη μου σκέψη των 14 δευτερολέπτων σε ασανσέρ είναι όμως άλλη. Το χρυσό μετάλλιο σε αυτή την Ολυμπιάδα της βλακείας έχει πάρει η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει πιο περίεργο επίθετο από το Ζμπόγκος. Ο Ζμπόγκος είναι ο τύπος που είχε βάλει το ασανσέρ στα παλιά μας γραφεία. Ένας άτυχος άνθρωπος το όνομα του οποίου ξεκινάει από Ζμπ και έχει και δεύτερο φθόγγο (ΓΚ) λες και είναι Σλοβένος πάουερ-φόργουορντ. Έξι σύμφωνα και δύο φωνήεντα. Θα έκανε θραύση στον Τροχό της Τύχης. Άκου Ζμπόγκος.
Και οι σκέψεις συνεχίζονται. Κι αν μας παρακολουθούν; Πόσο χαζοί θα φαινόμαστε. Ή το ποια είναι η καλύτερη σκηνή με ασανσέρ στην ιστορία του κινηματογράφου. Μην είναι το Die Hard; Μην είναι από τη “Λάμψη”, όχι της Βίρνας, την άλλη του Στίβεν Κινγκ; Και τελικά πόσο πλάκα έχουν αυτά τα τρομερά βιντεάκια των γιαπωνέζων με τις φάρσες στα ασανσέρ. Όπως αυτό τον Sub Zero.
Ναι. Οκ.
Τουλάχιστον αυτή η φάση κοιτάω τον καθρέφτη φτιάχνω μαλλί σκέφτομαι βλακείες και μετράω τα δευτερόλεπτα είναι καλή γιατί είμαι μόνος μου. Γιατί υπάρχει και η περίπτωση — τρομακτική ματιά —- να είσαι με άλλον στο ίδιο ασανσέρ σε 14 σπαρακτικά δευτερόλεπτα γεμάτα μεγάλες παύσεις και κρύο ιδρώτα να τρέχει από το μέτωπο. Το πόσο σπαρακτικά και το πόσο ιδρώτας εξαρτάται από την κατηγορία που ανήκει ο άλλος, διότι κακά τα ψέμματα, μην κρυβόμαστε, δεν είναι ωραία πράματα αυτά, υπάρχουν τρεις κατηγορίες “συνεπιβατών” σε ανελκυστήρα. Η πρώτη είναι άτομα που ξέρεις καλά οπότε στο ασανσέρ μπορεί να μιλήσεις για κάτι, ή μπορείς απλά να μη μιλήσεις. Η δεύτερη είναι άτομα που δουλεύεις μαζί χωρίς να ‘χεις πολλά-πολλά. Αχ, η υπέροχη στιγμή του κάνεις ότι ψάχνεις το κινητό σου, έστω κι αν ξέρεις ότι δεν έχει σήμα μέσα σ’ αυτό το μεταλλικό κουτί. Είναι καλύτερο, βέβαια, από το να ψάχνεις θέμα για να ανοίξεις, το οποίο μάλιστα θα κλείσει όταν ανοίξουν ξανά οι πόρτες του ασανσέρ. Είναι νομίζεις εύκολο να φτιάξεις topic με χρονικό ορίζοντα 14 δευτερολέπτων; Όσο για την τρίτη; Είναι η κατηγορία των παντελώς αγνώστων. Με τους οποίους προσπαθείς να μην έχεις οπτική επαφή και απλά περνάς το χρόνο σου κοιτώντας ένα σημείο μέσα στο ασανσέρ. Συνήθως το όνομα του Ζμπόγκου. Άκου εκεί Ζμπόγκος.
Δεν το κρύβω. Πλέον που βρίσκομαι στη φάση της ωριμότητας όταν μπαίνει ή βγαίνει κάποιος λέω “καλημέρα”. Και μετά νιώθω ότι έχω κάνει τρομερά βήματα κοινωνικότητας και ότι έχω γίνει καλύτερος άνθρωπος και με τον τρόπο μου έχω βοηθήσει ώστε κι ο κόσμος μας να γίνει λίγο καλύτερος. Ευτυχώς και αυτή η σκέψη κρατάει 14 δευτερόλεπτα.
Και μετά σου έρχεται. Ότι το τραγούδι που έχει περάσει στην ιστορία ως άμεση σύνδεση με τον ανελκυστήρα είναι αυτό του Βαλάντη. “Στ’ ασανσέρ που συναντιόμαστε”. Άδικο. Το Ευρωμπάσκετ έχει το Final Countdown. Το FΙFA έχει το Song 2. Η βροχή περίπου 12.000 τραγούδια προς τιμήν της. Αλλά το ασανσέρ μόνο ένα. Κι αυτό του Βαλάντη. Γκαντνταμ.