Βασίλης ή Θανάσης Παπακωνσταντίνου;
Και τώρα ένα σοβαρό παπακωνσταντινικό δίλημμα.
- 20 ΝΟΕ 2015
Κάθε όνομα πρέπει να ανήκει σε έναν άνθρωπο όπως έχει εξηγήσει παλιότερα κι ο Μάνος Μίχαλος. Και μπορεί ο Θανάσης να είναι ο Παπακωνσταντίνου κι ο Βασίλης να είναι ο Παπακωνσταντίνου, αλλά ο Παπακωνσταντίνου ποιος είναι;
Φυσικά ένα τέτοιο δίλημμα δε θα μπορούσε να το λύσει άλλος εκτός από τη δημοσιογραφική ομάδα του ΟΝΕΜΑΝ.
Ψήφισε εσύ τη γνώμη σου και δες παρακάτω τη δική μας.
Θανάση Παπακωνσταντίνου ο Γιώργος Μυλωνάς
Οι άνθρωποι που αποκαλούν τον Θανάση Παπακωνσταντίνου σκέτο “Θανάση” είναι πιο γραφικοί και από τον Βαγγέλη Ιωάννου όταν αποκαλεί τον Ματ Λοτζέσκι, “Βελούδινο Σφυρί”. Μιας και το έβγαλα από μέσα μου συνεχίζω. Έχω κάμποσες φορές τραγουδήσει και διασκεδάσει με τα τραγούδια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου , αλλά ποτέ δεν κατάλαβα ποια είναι η σχέση του με την “επαναστατικότητα” με την οποία έχει ταυτιστεί. Το ότι συμμετέχει στα φεστιβάλ της ΚΝΕ για μένα δεν μετράει. Επομένως, έχω μονίμως μια αρνητική προκατάληψη απέναντι του. Όσον αφορά τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, ό,τι κι αν έχει γράψει και για όποιον και αν το χει γράψει (βλ. Χαρούλη) έχει κάνει τέχνη. Τέχνη χωρίς να είναι δήθεν. Ούτε αυτή ούτε ο ίδιος. Δεν χρησιμοποιεί στιχουργικές και μουσικές ευκολίες. Το αντίθετο, μάλιστα, κάνει τις περισσότερες φορές. Δείχνει -μέσα από τα λιγοστά του λόγια στις συναυλίες του- να είναι από τους πιο αυθεντικούς ανθρώπους στη μουσική μας σκηνή και έχει εκπαιδεύσει το αυτί μας να ακούει μουσικά όργανα που δεν είναι συνηθισμένο. Θανάση Παπακωνσταντίνου στο χαλαρό.
Θανάση ο Δημήτρης Κουπριτζιώτης
Τον Βασιλη τον εχω δει live αρκετές φορές. Η μια μαζι με τα Κίτρινα ποδήλατα. Δεν τρελάθηκα, ποτέ δεν ενθουσιάστηκα μαζί του. Μου βγάζει κατι επιτηδευμένο, κατι στημένο σε όλο αυτό που εχει χτίσει γύρω του. Δεν τον κατηγορώ οτι είναι ψεύτικος, τουναντιον. Δεν κατηγορώ την μουσική του, αλλα θαυμάζω το ακριβως αντίθετο. Αυτο δηλαδή που είναι ο Θανάσης. Δεν γνωρίζω τίποτα άλλο για την ζωή του πέρα απο την μουσική του. Δεν γνωρίζω τίποτα παραπάνω πέρα από τις νότες που γράφει μαεστρικά. Και αυτό που με κάνει να τον θαυμάζω περισσοτερο είναι οτι πολλά τραγούδια που ακούω για πρώτη φορά και μου αρέσουν, οταν ρωτάω ποιος το έχει γράψει, μου απαντούν συχνά Θανάσης. Και όταν μπορώ και αναγνωρίζω ένα τραγούδι οτι ειναι δικο του μονο απο τις νότες τοτε καταλαβαίνεις οτι η μουσικη του ξεχωρίζει στο αυτί μου. Για αυτούς τους δυο λόγους Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Μόνο.
Βασίλης Παπακωσταντίνου ο Πάνος Κοκκίνης
Γιατί κουβαλάει πάνω του δεκαετίες ροκ ιστορίας. Γιατί ποτέ δεν μπορείς να μπερδέψεις την φωνή του με οποιαδήποτε άλλου. Γιατί πάντοτε προσπάθησε και προσπαθεί να εκφράσει την αλήθεια του. Μια αλήθεια που, συχνά πυκνά, δεν με αφορά, αλλά δεν παραβλέπω το άσβεστο πάθος με την οποία την βροντοφωνάζει. Γιατί δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω που, μετά από τόσα χρόνια, ακόμη και οι εχθροί τους έχουν τόσα λίγα και ανούσια να τους καταλογίσουν. Μια χαρά είναι ο Θανάσης. Αυθεντικός. Ταλαντούχος. Εργατικός. Όμως, στο μυαλό μου, Παπακωνσταντίνου υπάρχει μόνο ένας.
Βασίλη ο Κωνσταντίνος Αμπατζής
Ο Θανάσης πιθανότατα είναι καλύτερος, πιο ολοκληρωμένος μουσικός από το Βασίλη. Ναι εντάξει, συγγνώμη όμως, αλλά εγώ δεν είμαι μυημένος. Αντίθετα, μπορεί να μην αποτελώ κάποιον τεράστιο φαν του Παπακωνσταντίνου, μπορεί να έχω να ακούσω κάποιο κομμάτι του (τουλάχιστον από δική μου επιλογή) χρόνια, όμως έχω τραγουδήσει δυνατά σε πάρτυ το “Ευτυχώς” και το “Ελλάς” και έχω συγκινηθεί με το “Βράδυ Σαββάτου” και το “Να κοιμηθούμε αγκαλιά”. Ακόμα, όταν έκλεισε ο σταθμός που έλιωνα ως έφηβος, ο Ατλαντίς, ήταν αυτός που έπαιξε στην συναυλία υποστήριξης, κερδίζοντας άπειρους πόντους στην εκτίμησή μου. Α, και έχει και το στίχο “πως είναι έτσι το παιδί και τι μεγάλη μύτη”.
Βασίλη Παπακωνσταντίνου ο Θανάσης Κρεκούκιας
Ωραίο δίλημμα, τίμιο. Μου αρέσουν και οι δυο. Στο Tourbus Band έχουμε παίξει και τραγουδήσει τραγούδια και των δυο. Ειδικά τον Θανασάκη εκεί στο μέσον της προηγούμενης δεκαετίας τον είχαμε “σκίσει”. Είχα και την τύχη να τον συναντήσω τότε στο τρένο για Θεσσαλονίκη, είχαμε γνωριστεί, είχαμε πιάσει την κουβέντα, μου είχε πει για την άκαρπη Μελούνα και την Πακίτα Γκαλιέγο, βγάλαμε και φωτογραφία, ένας πραγματικά γλυκύτατος άνθρωπος που όταν ξεκινάει ένα live ξεχνάει να το τελειώσει. Είχα επίσης την τύχη να τον δω σε μια ονειρική συναυλία σε ένα ανοιχτό θέατρο, ειλικρινά δεν θυμάμαι πού ακριβώς, αλλά ήταν στου διαόλου τη μάνα, όπου δεν είχε προλάβει να έρθει όλη η ορχήστρα και είχαν παίξει unplugged μαζί με τον Αγγελάκα κάτω από μια μαγική πανσέληνο. Και βέβαια, όταν ήταν ακόμα παγκοσμίως άγνωστος, πριν καμιά τριανταριά χρόνια, είχε γράψει τους στίχους για τον Μαύρο Γάτο, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Και περνάμε στον Βασίλη. Θα με συγχωρήσει ο Θανασάκης, αλλά ο Βασίλης είναι η εφηβεία μου, είναι τα νιάτα μου, είναι ένα διαρκές σημείο αναφοράς στη μουσική και ερμηνευτική ευαισθησία της ελληνικής μουσικής, που ελάχιστοι άλλοι μπορούν να σταθούν δίπλα της. Ο Θανασάκης μπορεί να είναι απόλαυση, αλλά ο Βασίλης είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, για μένα τουλάχιστον. Και δεν θα ήμουν καθόλου τίμιος αν δεν τον διάλεγα στο σημερινό δίλημμα. Γιατί μεταξύ άλλων, έχει τραγουδήσει το πιο ροκ ελληνικό τραγούδι, ένα από τα δυο τρία πιο αγαπημένα μου, σε μια ερμηνεία που θα ζήλευε ακόμα και ο “τσακισμένος” Βίκτορ Χάρα. “Κι αν είμαι ροκ”, μη με φοβάσαι…
Θανάση ο Στέφανος Τριαντάφυλλος
Βασίλη ζούμε Θανάση να ακούμε, όπως λέει και το σχετικό σύνθημα. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κερδίζει με χαρακτηριστική άνεση (στο μυαλό μου) το συγκεκριμένο δίλημμα. Και οποιοδήποτε άλλο ανάμεσα στους ενεργούς δημιουργούς. Έχει γράψει πολλά (ΠΟΛΛΑ) περισσότερα τραγούδια από όσα νομίζεις (για τον Μάλαμα, τον Σαββόπουλο, την Κανά, τον Χαρούλη, τον ίδιο) και με άλλα λόγια έχει υπογράψει μουσικά, στιχουργικά, ερμηνευτικά μερικά από τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια. Έχει αποτυπώσει μερικές πολύ ωραίες ιστορίες. Χωρίς μανιέρα. Χωρίς καρμπόν. Έχοντας δώσει μερικές από τις καλύτερες συναυλίες που έχω πάει, αν και αυτό είναι εντελώς υποκειμενικό. Προσπαθώ τόση ώρα να ξεχωρίσω τραγούδια, αλλά δυσκολεύομαι. Τόσο διαφορετικά, τόσο ξεχωριστά, τόσο ανθεκτικά στο χρόνο. Εκτός αν ξέρετε κι άλλους που από το 1993 δημιουργούν με τέτοια συχνότητα και συνέπεια. Πέρα από όλα αυτά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ξεχωριστός και ο τρόπος που βγαίνει στη σκηνή πιάνει το μικρόφωνο και έχοντας μια κοινή φωνή, επιδεικνύει τη σημασία της ερμηνείας, που νικά σε πολλές περιπτώσεις την ορθοφωνία ή τις οκτάβες του λαρυγγιού. Όπως εσύ έχει τραγουδήσει τα καλύτερα τραγούδια σου στο μπάνιο, έτσι και ο Θανάσης. Σαν να τραγουδάει για την πάρτη του. Αν και τελικά τα λόγια και η μουσική του σε κάνουν να πιστεύεις ότι τραγουδάει αποκλειστικά για σένα, εκφράζοντας ακριβώς αυτά που σκέφτεσαι, φαντάζεσαι, φοβάσαι, ελπίζεις, ονειρεύεσαι. Αυτό είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Βασίλη η Έρρικα Ρούσσου
Προσπάθησα πολύ να γράψω στον τίτλο μου το όνομα του Θανάση. Αφενός γιατί εδώ και αρκετά χρόνια, είναι ο μόνος από το επίθετο που τιμώ στα ακουστικά μου όταν θέλω να χαλαρώσω ή να χαθώ σε έναν αέρα Πεχλιβάνη και να ταξιδέψω και αφετέρου γιατί πιστεύω ότι ο Θανάσης έχει καταφέρει να διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια ένα χαμηλό προφίλ παρά τις φιλότιμες προσπάθειες διάφορων καλοθελητών να τον κάνουν μόδα και εν τέλει, να τον αφανίσουν. Παρά τα χίλια καλά που μπορώ να σκεφτώ για αυτόν, δεν κατάφερα να τον βάλω στη θέση του Βασίλη. Την οποία θέση ακόμη, δεν μπορώ να σου πω ότι έχω καταφέρει να προσδιορίσω παρά τα χρόνια που έχουν και έχω περάσει ‘μαζί του’.
Θα έγραφα ότι ο Βασίλης είναι ιδέα αλλά ‘όλα μία ιδέα είναι’, οπότε κινδυνεύω να χάσω τον όποιο επιχειρηματολογικό μου οίστρο. Θα αφήσω λοιπόν τις πολλές σάλτσες και θα πω απλώς ότι ο λόγος που ο Βασίλης βρίσκεται ψηλότερα στο κείμενο και την καρδιά μου έχει να κάνει με τα εφηβικά μου χρόνια. Έχει να κάνει με το Πριν το Τέλος που έπαιζα στο πιάνο νομίζοντας ότι είμαι ο Σγούρος και σιγοτραγουδούσα μιμούμενη τις ‘φάλτσες’ ψηλές του Βασίλη. Έχει να κάνει με τα τόσα Φεστιβάλ (όχι απαραιτήτως της ΚΝΕ) που έχω σηκώσει τα χέρια μου ψηλά για να φτάσω μία επανάσταση που μέσα στην ασάφεια που την έδινε εκείνος, έμοιαζε φανταστική και υπέροχη.
Βασίλη ο Ηλίας Αναστασιάδης
Συγχαρητήρια σε όλους για τα επιχειρήματα υπέρ του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πιθανότατα, για να το λέτε δηλαδή, έχει γράψει πολύ περισσότερο και πολύ πιο ωραία(;) τραγούδια από τον Βασίλη. Και μπράβο του, απλά εδώ μιλάμε για τα προσωπικά μας, άρα θα πάω με τον Βασίλη, γιατί: Είναι το πρώτο cd που αγοράσαμε ποτέ ως οικογένεια Αναστασιάδη μαζί με το καινούργιο μας στερεοφωνικό. Το ‘Βράδυ Σαββάτου’ μπορεί να σου τσακίσει την ψυχούλα ανά πάσα στιγμή, αλλά ειδικά τα Σάββατα. Έχει παίξει live στο γήπεδο της Ηλιούπολης όταν ήμουν επτά χρονών και έκανα ότι κοιμάμαι, αλλά τον άκουγα κάτω από την κουβέρτα. Έχει πει το ‘Φυσάει’, ένα πολεμικό έπος που σε παίρνει και σε σηκώνει. Να στο πω κι αλλιώς. Αν στα χρόνια του σχολείου, ο Θανάσης ήταν αυτό που ήταν ήδη ο Βασίλης, πάλι τον Βασίλη θα περιμέναμε. Μπάτη, μάθε λίγη ιστορία στα παιδιά.
Βασίλη ο Μάνος Μίχαλος
Η φωνή του Έλληνα. Έτσι την έχω στο μυαλό μου χαρακτηρισμένη τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αυτή η βραχνάδα που ανεβοκατεβαίνει τις νότες και πατάει όπου θέλει, για να βγάλει τις πιο όμορφες ροκ στιγμές που έχει να επιδείξει η ελληνική μουσική. Με μια μύτη σύμβολο και με ένα φυζίκ που σίγουρα δεν σε κερδίζει με την πρώτη ματιά, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έχει τραγουδήσει πόνους, χωρισμούς, κοινωνικές αναταραχές, έρωτες και φιλίες, έχει αφηγηθεί ιστορίες και έχει περιγράψει το πιο όμορφο λακάκι με τον πιο λυρικό τρόπο που θα μπορούσε κάποιος. Σίγουρα, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου τον οποίο δεν ακούω ιδιαίτερα (αλλά γνωρίζω αρκετά τραγούδια που έχει γράψει για άλλους), είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και ένα σημαντικό κεφάλαιο στη σύγχρονη ελληνική μουσική, όμως ακόμα και αν φωνάζουν “Βασίλη ζούμε, Θανάση να ακούμε” όσοι βρίσκονται στις συναυλίες του Β. Παπακωνσταντίνου, το κάνουν χωρίς ενοχές γιατί έχουν καπαρώσει θέση στο παλιό το σαπιοκάραβο και δεν υπάρχουν άλλες κενές.
Θανάση ο Χρήστος Χατζηιωάννου
Μεγάλωσα με τον Βασίλη. Ήταν η πρώτη συναυλία που πήγα, από τις πρώτες κασέτες που είχα, εκείνος που άκουγα δυνατά στο δωμάτιο με τη γιαγιά μου να φρικάρει στο άκουσμα του “πούτανακάλυψες”. Αλλά σε αυτή την ηλικία και κρίνοντας τους δυο τους μουσικά, δεν μπορώ σε τίποτα να συγκρίνω το νόημα και τις μελωδίες του Θανάση με εκείνες του Βασίλη. Ο Βασίλης είναι νοσταλγία, είναι εικόνες παλιές, είναι μια φάλτσα επαναστατικότητα και μια εποχή που καλώς έχουμε αφήσει πίσω. Ο Θανάσης μιλά διαχρονικά, άγγιξε τις μεγάλες αλήθειες της ζωής και τραγούδησε με τον δικό του – παράφωνο για πολλούς, μοναδικό για άλλους – τρόπο το άχτι, το μαράζι και την προσμονή μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι από τους τεράστιους της μουσικής μας. Ο οποίος έδωσε στο δικαίωμα στον Μάλαμα, την Κανά, τον Χαρούλη να πατήσουν και στο δικό του μεγαλείο για να συμπληρώσουν το δικό τους. Το Αερικό, το Στις Χαραυγές Ξεχνιέμαι, το Στην κοιλάδα των Τεμπών, το Σαν παιδί, ο Αποσπερίτης, ο Διάφανος, ο Τειρεσίας, ο Πεχλιβάνης, τα Τρία ρουμπαγιάτ, το Όταν χαράζει, το Στην Αμερική. Όλα τραγούδια που με κάνουν να ανατριχιάζω και να τα τραγουδάω φωνάζοντας. Αδιαφορώντας αν τραγουδώ σωστά ή όχι. Γιατί είναι όλα τους τραγούδια που βγαίνουν από την ψυχή. Του Θανάση αλλά και κάθε ενός που τα τραγουδά.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου φυσικά η Δώρα Τσαμπάζη
Δεν υπήρξα ποτέ φαν του Βασίλη κι ας έχει πει επικά κομμάτια. Για παράδειγμα, δεν έψαξα ποτέ στο YouTube για ένα τραγούδι του Βασίλη να το ακούσω γιατί το πεθύμησα. Αντίθετα έχω αγοράσει cd του Θανάση και έχω πάθει μεγάλο “κακό” με την χροιά της φωνής του. Μα πάνω από όλα επιλέγω Θανάση, για την επιλογή του να συνεργάζεται σταθερά με την τιτανοτεράστια Ματούλα Ζαμάνη.
Θανάση ο Χρήστος Δεμέτης
Με τον Βασίλη με συνδέουν αναμνήσεις από την παιδική και μετεφηβική ηλικία και για την ακρίβεια, τρία πράγματα.
Η πρώτη ροκ συναυλία της ζωής μου. Καλοκαίρι του 1995, Γύθειο. Εγώ 12 χρονών, παρέα με τον ακόμα μικρότερο αδερφό μου και τους γονείς μου. Θυμάμαι τα καπνογόνα, θυμάμαι τον ιδρώτα, θυμάμαι το “τι θα γίνει φίλε μου με μας” να δονεί ένα ολόκληρο στάδιο.
Την επόμενη χρονιά, σε ένα σπίτι στον Νέο Κόσμο άκουγα το “Δε Σηκώνει” μαζί με τις ξαδέρφες μου. Τότε δεν ήξερα ούτε τον Οδυσσέα Ιωάννου, ούτε τον Χριστόφορο Κροκίδη, ούτε τον Άλκη Αλκαίο. Τότε όμως άρχισα να αγαπώ το βινύλιο. Ήταν 1994.
Τις επόμενες χρονιές ήρθε στη ζωή μου ο Ατλαντίς FM. Και ο Μαύρος Γάτος. Το αγαπημένο μου τραγούδι από όσα έχει πει ο Βασίλης. Τους στίχους του οποίου έχει γράψει ο Θανάσης.
Σε αυτό το δίλημμα θα ψηφίσω Θανάση παρότι τον αγαπώ τον Βασίλη και τον έχω συνδέσει με χρόνια αθώα, χρόνια κασέτας. Θα ψηφίσω Θανάση γιατί αυτός ο τόπος έχει καλές και χαρακτηριστικές φωνές σαν του Βασίλη, χρειάζεται όμως και καλούς τραγουδοποιούς για να τους γράψουν κομμάτια να ερμηνεύσουν. Έτσι χτίζεται η ιστορία. Έτσι προχωράει το πράγμα.
Ο Θανάσης δεν είναι τραγουδιστής. Είναι δημιουργός για τους άλλους και ερμηνευτής για την πάρτη του. Ερμηνεύει τα δικά του τραγούδια με περισσότερο πάθος από κάθε Μάλαμα, γιατί πολύ απλά τα αισθάνεται μέσα του. Γράφει με εξαιρετική συνέπεια εδώ και δεκαετίες και δεν αυτο-διαφημίζεται.
Σταδιακά γύρω του έχει συγκεντρωθεί ένας όλο και μεγαλύτερος πυρήνας οπαδών που τρέχει στις συναυλίες του για να τραγουδήσει μαζί του λόγια για τη ζωή, την αγάπη και τη λευτεριά.
Χωρίς επιτήδευση, χωρίς μεγαλοστομίες μιντιακές, ο Θανάσης χτίζει το σύγχρονο ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι. Ναι, παραδοσιακό, καλά διάβασες. Οι φόρμες που μπλέκει και ηλεκτρίζει έρχονται από την παράδοση της Ηπείρου και όχι μόνο και περνούν στο μέλλον.
Ειλικρινά, δεν περίμενα το ότι εν έτει 2015 θα κατάφερνε να γεμίσει τον Λυκαβηττό και την Τεχνόπολη με χαρακτηριστική ευκολία. Ειλικρινά δεν περίμενα ποτέ, πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο σε συναυλία του Θανάση:
Μια φωνή, μια ανάσα, ένας αέρας πεχλιβάνης. Αυτή είναι η ενηλικίωση φίλε μου της νέας γενιάς.
Βασίλη ο Γρηγόρης Μπάτης
Δύο έφηβοι έχουν επηρεάσει τη ζωή μου. Ο δαφνοστεφανωμένος (Ολυμπιακός) και ο αιώνιος (Βασίλης). Ο πρώτος είναι προίκα από τον πατέρα μου, ο δεύτερος από τη μητέρα μου. Σαν μέρος του DNA μου, σαν αυτά (τα καλά και τα κακά) που κουβαλούν τα γονίδια μας. Στα 2 μου χρόνια ξύπναγα και άκουγα Βασίλη χοροπηδώντας με μια πλαστική κιθάρα, στα 3 μου πήγα στην πρώτη μου συναυλία για να τον δω από κοντά, στα 5 μου, στη βάφτιση της ξαδέρφης μου είδα τον παπά να φεύγει από το μικρόφωνο και τραγούδησα το “Άσε με να κάνω λάθος”, στα 10 μου ήξερα όλα του τραγούδια, στα 15 μου τον είδα live χωρίς συνοδεία και τώρα στα 31 μου εξακολουθώ να τον νιώθω σαν μέρος του (μουσικού) εαυτού μου.
Έστω κι αν τα τελευταία 2 χρόνια έχω βρεθεί σε περισσότερα live του Θανάση απ’ ό,τι του Βασίλη. Μα δεν λέει τίποτα αυτό. Γιατί η φάλτσα φωνή που τραγούδα τους αριστουργηματικούς (κατά τ’ άλλα) στίχους, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πιο θεατρικό και εκφραστικό τραγουδιστή των τελευταίων 40 χρόνων. Αυτόν, που ο Μίκης Θεοδωράκης χαρακτήρισε: νέο Μπιθικώτση. Αυτόν που τραγουδά από το “Βρέχει στην Φτωχογειτονιά” μέχρι τα αγροτικά και το “Δεν υπάρχω”. Αυτόν που η σπαραχτική φωνή του στον “κουρσάρο” (δες αυτό το video για να καταλάβεις), σου δημιουργεί πρωτόγνωρα συναισθήματα. Σ’ ένα μοιρολόι τόσο ανθρώπινο και αληθινό, που αναγκάζει κάθε τρίχα του σώματός σου να κάθεται “προσοχή”. Χωρίς παράγγελμα.
Και εντάξει, σπουδαίοι οι στίχοι και υπέροχη η μουσική του Θανάση, αλλά η φωνή του θυμίζει κράχτη στον Μοναστηράκι κι είναι unfair να τον συγκρίνω με τον “Σφεντόνα”. Ο ένας άλλωστε είναι μόδα της εποχής (ο νους μας είναι αληταριό κτλ κτλ) κι άλλος για κάθε εποχή. Και ξέρει πως το “δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη” που λέει στο τέλος κάθε συναυλίας, δεν είναι ψέμα. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, ακόμα κι όταν “φύγει”, ζωντανή θα είναι η φωνή του. Γιατί είτε το θέλει, είτε όχι, συμπεριλαμβάνεται ήδη στις μεγαλύτερες φωνές που ακούσαμε ποτέ στην Ελλάδα.
ΥΓ: Στέφανε, χαιρετίσματα..
ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΕΛΟΣ… ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΕ 53,8%
Η απάντηση είναι Μπίλιας.