Επαναστάτες χωρίς γαρίφαλα, ας ηρεμήσουμε λίγο
Η Έρρικα Ρούσσου γράφει για το χθεσινό viral που μονοπώλησε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εκφράζει μία παράκληση.
- 18 ΙΑΝ 2016
Στις 25 Απριλίου του 1974 η Λισαβόνα γέμισε από Πορτογάλους που αποφάσισαν να ρίξουν την δικτατορία του Σαλαζάρ καρφιτσώνοντας ένα γαρίφαλο στην κάνη του όπλου κάθε στρατιωτικού. Έξι ώρες αργότερα, οι τολμηροί λουλουδοκράτορες πηδούσαν στον αέρα οσμιζόμενοι ξανά την ελευθερία.
Αν ξέρω να κάνω κάτι καλά, αυτό είναι να ειρωνεύομαι. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, μπορώ να πάρω την ατάκα ή ακόμα χειρότερα την δουλειά του άλλου και να την κάνω ένα καλό πλην αναλώσιμο αστείο – βορά στα θηρία του διαδικτύου που θα το αρπάξουν με μανία και θα το καταβροχθίσουν ώσπου να πεις viral.
*Όσο μεγαλύτερο είναι το τίποτα που καταδικάζουμε σε δημόσιο λιθοβολισμό, τόσο μεγαλύτερη είναι και η κάθαρση που νιώθουμε πριν (και αν) καταλάβουμε ότι πρόκειται για ένα ακόμη Βατερλώ κενότητας και φάμε τα μούτρα μας σαν γνήσιοι Βοναπαρτάκηδες.
Από χθες το βράδυ παρακολουθώ τη γνωστή – άγνωστη κριτική απέναντι σε μία φωτογραφία που ανέβασε ο Παντελής Παντελίδης στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook και απεικονίζει τον ίδιο να τραγουδά πλησίον ενός πύργου φτιαγμένου από πανέρια λουλουδιών και λίγο πιο στραβού από εκείνον της Πίζας. Για να χρησιμοποιήσω μία δόκιμη των μπουζουκιών έκφραση: Κάηκε το πελεκούδι από posts και σχόλια και τουίτς και ριτουίτς.
Στον έλεγχο για την μουσική μου ταυτότητα θα βρεις γραμμένο ένα ‘Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ, εξαρτάται την παρέα και τη διάθεση’. Πράγματι, δύσκολα θα με πετύχεις πρώτο τραπέζι πίστα αλλά αυτό ισχύει για όλες τις πίστες. Μεγάλες, μικρές, μεσαίες. Η πιο ειλικρινής απάντηση είναι ότι δεν τυχαίνει και η πιο τίμια είναι ότι δεν πετάω και τη σκούφια μου να να δώσω και ένα σκασμό λεφτά για να καθίσω στριμωγμένη σε ένα τραπέζι που να μην μπορώ να σηκώσω το χέρι μου δίχως να σκουντήσω το διπλανό μου. Εντάξει, υπάρχει και η πίστα το ξέρω αλλά ο χορός σε αυτήν είναι μία συνθήκη που είναι ωραία να γίνεται μία φορά στο τόσο παρέα με τους φίλους σου. Εσκεμμένα δεν έχω τόσην ώρα αναφέρει πουθενά το όνομα της πίστας ή την αφίσα που κοσμεί μεγαλοπρεπώς την είσοδό της. Εφόσον ταρίφα και παρέα είναι ίδιες, η επιλογή ονόματος είναι ψιλά γράμματα άπαξ και το μεγαλύτερο που έχω καταφέρει είναι να έχω δει δύο φορές το Γιώργο Μαζωνάκη. Οι υπόλοιποι παίζουν στο μία ή καμία.
Πράγματι δεν έχω ‘μπουζουκική’ παιδεία και αλήθεια δεν το γράφω όσο ειρωνικά ή υποτιμητικά ίσως διαβάζεται. Παρόλα αυτά, η μικρή πορεία μου στο χώρο μου έχει διδάξει ότι τα μπουζούκια έχουν θαμώνες και ότι τα πρώτα τραπέζια έχουν λεφτά.
Επιστρέφω στη γούνα του Παντελίδη που πλήθος κόσμου έριξε στην πυρά γιατί αυτή είναι το θέμα μας για να σου πω ότι παρότι μερικά σχόλια είναι πραγματικά αστεία και εμπνευσμένα δεν έχουν κατορθώσει παρά να κάνουν ένα θέμα από το πουθενά και να ασχοληθούν με το τίποτα που λέγαμε παραπάνω. Όπου τίποτα δεν εννοώ τον Παντελίδη ως προσωπικότητα ούτε ως φαινόμενο. Προσωπικά δεν τον θεωρώ καν φαινόμενο, αλλά κάποιον που πρέπει να βγει εξώ για ‘να τον μάθει ο κόσμος’, για να πουλήσει ως rookie της συγκεκριμένης διασκέδασης και να αποτελέσει σωτήρια λύση για τους αναποφάσιστους που έτοιμοι είναι να ξεστρατήσουν και να χωθούν στα καταγώγια της Πατριάρχου Ιωακείμ. Το τίποτα που αναφέρω λοιπόν είναι η πράξη αυτή καθεαυτή.
Έχω μία απορία. Τέλος πάντως, ποιος είναι αυτός που ελαφρά τη καρδία για να κάνει ντόρο και να συμπληρώσει την προσωπική του σελίδα με ζόμπι ακόλουθους που διψούν για αίμα νεοσελέμπριτι, παίρνει μία μειοψηφία και την συγκρίνει με την πλειοψηφία; Ποιος είναι αυτός που φοράει την τήβεννο της αυθεντίας και αποφασίζει ότι επειδή πέντε δέκα, εκατό (;) τύποι πρέπει σώνει και ντε να αποτελούν την εικόνα της Ελλάδας και μάλιστα, με τον τίτλο ‘Αυτοί είμαστε’. Λυσάξαμε και βάζω μέσα και τον εαυτό μου σε αυτό να μας βρούμε μία ταμπέλα, ένα κοινό χαρακτηριστικό, έναν τίτλο ευγενείας ή μάλλον αγενίας.
Και προς Θεού, όλο αυτό δεν το γράφω για την εικόνα που βγάζουμε προς τα έξω. Το προς τα μέσα είναι εκείνο που με θλίβει και με στεναχωρεί. Δεν χορταίνουμε να σχολιάζουμε τις κινήσεις του άλλου, να τις συγκρίνουμε με τις δικές μας και να βγάζουμε τους εαυτούς μας θύματα της κατάστασης, της εποχής, της μοίρας. Ειλικρινά δεν ξέρω πόσοι από όλους αυτούς που χθες βγήκαν να συγκρίνουν όλο το έθνος με μία στοίβα από γαρίφαλα και να το θάψουν μέσα σε αυτήν με συνοπτικές διαδικασίες το έκαναν ορμώμενοι από την ζήλια ότι δεν έχουν τα αντίστοιχα χρήματα για ξόδεμα και πόσοι αντίστοιχα από την αγανάκτηση του ‘εδώ δεν έχουμε να φάμε’. Αλλά αλήθεια, ας ηρεμήσουμε λίγο. Πλούσιοι πάντοτε θα υπάρχουν. Μπουζούκια δεν ξέρω, αλλά πλούσιοι σίγουρα. Δεν μπορούμε κάθε φορά να βγάζουμε τέτοια χολή και τέτοια ανάγκη μαζικοποιήσης.
Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ελλάδα, το φάντασμα του ελαφρολαϊκισμού. Επίδοξοι και μη Ghostbusters, ας αφήσουμε τα όπλα και ας στηρίξουμε την διαφορετικότητά μας.