OPINIONS

Προσοχή: Οι δημόσιες υπηρεσίες δεν υπάρχουν για να ξεσπάμε πάνω τους

Μία ημέρα στην εφορία και τρεις τσακωμούς αργότερα, τα συμπεράσματα για τη συμπεριφορά των Ελλήνων φορολογούμενων είναι χειρότερα από αυτό φαντάζεσαι.

Το γκισέ είναι μία από τις πιο αστεία περίεργες λέξεις που έχω συναντήσει. Κάθε φορά που μου έρχεται να τη χρησιμοποιήσω φτιάχνω στο μυαλό μου μία εικόνα από γκιόσσες και κισσούς και σκάω στα γέλια, ευτυχώς από μέσα μου. Μπορεί να είναι ο πιο άκυρος λόγος για να μπεις χαμογελαστός μέσα σε μία τράπεζα ή ακόμη χειρότερα σε μία δημόσια υπηρεσία, αλλά από την άλλη ποιος έχρησε ως έγκυρη μία αντίστοιχη είσοδο με μουρτζούφλιασμα ή νεύρα ή και τα δύο μαζί;

*Περιοχή Αγίου Δημητρίου, ώρα 9:00 το πρωί. ΔΟΥ Ηλιούπολης.

Στον παράδρομο της Βουλιαγμένης τα αυτοκίνητα βρίσκονταν παρκαρισμένα με τέτοιον τρόπο ώστε το περπάτημα στο πεζόδρομο να θυμίζει φιδάκι στο Nokia 3310. Σε προχωρημένο στάδιο. Καθώς πλησίαζα προς την είσοδο του κτιρίου το οποίο σημειωτέον, θα μπορούσες κάλλιστα να το προμοτάρεις σε Αμερικάνο σκηνοθέτη ως στοιχειωμένο ή να το μοσχοπουλήσεις σε αρχιτέκτονα ως αντιπαροχή, μία κυρία από την άλλη άκρη του δρόμου άρχισε να επιταχύνει το βήμα της. Μέχρι να τη συναντήσω στην είσοδο και να έρθω αντιμέτωπη με εντονότατη κολόνια της, ειλικρινά ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ότι το προηγούμενο σπιντάρισμα οφείλετο στην παρουσία μου από την αντιπέρα όχθη. Πρώτον παραήμουν κοιμισμένη για να πάει το μυαλό μου ‘στο πονηρό’ και δεύτερον παραήμουν αρχάρια στις δημόσιες υπηρεσίες και τους κανόνες τους. Τέλος πάντων, η σκηνή πήγε κάπως έτσι: Φτάνω κλάσματα του δευτερολέπτου πριν από αυτήν. Εκείνη δίνει ακόμη περισσότερη ταχύτητα και κόβει την κορδέλα πρώτη σε απόσταση αναπνοής. Δυστυχώς για εμένα, τρομακτικά δύσοσμης. Αν έχεις μπει σε ασανσέρ με άνθρωπο που έχει τελειώσει όλο το μπουκαλάκι της κολώνιας (και τα 50ml) πάνω του, τότε μπορείς να καταλάβεις τι μού ρθε την ώρα της προσπέρασης. Από δεξιά.

Δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι μπορεί γενικά να βιάζεται η γυναίκα να κάνει τη δουλειά τους και παρότι στιγμιαία απόρησα πώς στην ευχή κατάλαβε ότι εγώ δεν βιάζομαι και πήρε τη θέση μου, έδωσα τόπο στην οργή. Άλλωστε, μπορεί να μην θέλουμε καν το ίδιο πράγμα.

*Μέρφι, αν με ακούς, ο Νόμος σου τα σπάει*

Ανέβηκα στον πρώτο όροφο με τις σκάλες -η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκα μήπως η κυρία είχε πάρει το ασανσέρ. Ένας ευγενικός κύριος στο ισόγειο (δεν κατάλαβα επρόκειτο για υπάλληλο ή απλό θαμώνα του μέρους) με παρέπεμψε εκεί. ‘Θα πάτε στο γκισέ που γράφει εισόδημα’, μου είπε και μου χαμογέλασε. Οι γκιόσσες έκαναν το προαναφερθέν ντου και έτσι έφτασα στο διάδρομο περιχαρής. Μερικά βήματα αργότερα, η πρωινή μου συνάντηση βρισκόταν μπροστά μου. Μπροστά μου και πίσω από άλλα εννιά άτομα.

Φανταστικά.

Έγειρα προς το γκισέ και το βλέμμα μου συναντήθηκε με αυτό της κυρίας που εξυπηρετούσε το κοινό. Ήταν μία γυναίκα γύρω στα 45, σχετικά γρήγορη για τον όγκο δουλειάς που φαινόταν ότι είχε να κάνει με τον καθένα μας και ήταν μόνη της πίσω από έναν γκισέ που χωρούσε πέντε άτομα. Μου έριξε μια σοβαρή ματιά και επέστρεψε στον υπολογιστή της ενώ εγώ χάζεψα κάπως με τις κακοβαλμένες στη σειρά τέσσερις γυριστές καρέκλες.

 

Ο κόσμος που περίμενε μπροστά μου, εκπροσωπούσε κάθε ηλικία. Δύο ηλικιωμένοι κύριοι γύρω στα 75 που φορούσαν κουστούμι και που περίπου μετά από ένα τέταρτο όρθιοι κάθισαν στο διθέσιο, ξεχαρβαλωμένο καναπεδάκι απέναντι άρχισαν να μιλούν για τη σύνταξή τους. Κάθε λίγο και λιγάκι, κάθε ένας τους κοιτούσε προς το μέρος της κυρίας μέσα στον γκισέ και ξεφυσούσε ‘πώς μας κατάντησαν έτσι‘.

Ήθελα πολύ να τους πλησιάσω και τους ρωτήσω πού ήταν εκείνοι όταν αυτός ο άγνωστος Χ που βρίσκεται στην άλλη πλευρά μας καταντούσε έτσι αλλά δεν το έκανα. Πίστευα και πιστεύω ότι δεν θα βγάζαμε κάποια άκρη.

 

Παρεμπιπτόντως, ο τρόπος με τον οποίο εκλέγονται οι βουλευτές που ‘κατέστρεψαν αυτόν τον τόπο’ μου προκαλεί τόση απορία όση και ο αντίστοιχος με τον οποίο ένας δρόμος πηγμένος στην κίνηση, απλά μετά από ορισμένα φανάρια ανοίγει. Δίχως να αυξηθούν οι λωρίδες ή κάτι.

Όταν πλησίαζε η σειρά του ενός από τους κυρίους, ένας τύπος στην ηλικία μου φανερά αγχωμένος με μία στοίβα χαρτιών στο χέρι τον παρακάλεσε να του παραχωρήσει για μισό λεπτό τη θέση του. Αν κατάλαβα σωστά, ήθελε μία υπογραφή για να επιστρέψει στο τμήμα που τον είχε φορτώσει με όλη εκείνη τη χαρτούρα. Ο κύριος έγινε έξω φρενών. ‘Εδώ μέσα δεν γίνεται τίποτα σωστά‘, του φώναξε και με ύφος στα λεγα κοίταξε τον συνομήλικό του. ‘Δεν μπορώ να περιμένω άλλο έχω περιμένει πολύ στη ζωή μου,τα παράπονά σας στο κράτος και σε αυτούς που πάτε και ψηφίζετε‘ του είπε και του έδειξε το τέλος της ουράς. Η κυρία μέσα από τον γκισέ προς απογοήτευση του μεγάλου κυρίου, φώναξε το νεαρό. Του υπέγραψε το χαρτί και του είπε πού πρέπει να πάει για να πάρει μία σφραγίδα που χρειαζόταν. Τότε, έγινε το εξής απίθανο. Ο νεαρός έβαλε τις φωνές.

Στην κυρία.

Την κυρία που τον εξυπηρέτησε παραβλέποντας τον κανονισμό της σειράς. Την κυρία που του εξήγησε τι άλλο πρέπει να κάνει για να μην βρει πάλι εμπόδια και να γίνει η δουλειά του. ‘Θα με τρελάνετε. Και άλλη υπογραφή; Και από πού πρέπει να την πάρω είπαμε;‘ της είπε ουρλιάζοντας. Τα νεύρα του ήταν ξεκάθαρα σπασμένα. Και χωρίς να είμαι εκεί να δω όλη του την πορεία στην υπηρεσία είμαι σχεδόν σίγουρη ότι η συγκεκριμένη κυρία, δεν του έφταιγε σε τίποτα. Το αντίθετο θα έλεγα. Παρόλα αυτά, της συμπεριφέρθηκε τουλάχιστον ανάγωγα. Και αλήθεια δεν καταλαβαίνω το γιατί.

 

Ωστόσο και αλήθεια τώρα, η κυρία δεν είναι η εκπρόσωπος της γραφειοκρατίας. Μία υπάλληλος είναι. Ή τουλάχιστον εμένα, με υπάλληλος μου έμοιαζε.

Όταν η σειρά μας επανήλθε στη φυσιολογική της ησυχία, ήρθε και η σειρά της κυρίας που βρισκόταν μπροστά μου. Με ύφος 100 καρδιναλίων (δεν υπερβάλλω) πλησίασε στον  γκισέ, έβαλε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και είπε στην κυρία της άλλης πλευράς: ‘Σας παρακαλώ οτιδήποτε κάνετε θέλω να μου το δείχνετε για να μην κάνετε κανένα λάθος‘. Η κυρία δεν μίλησε. Μετά από πέντε λεπτά πιάνου στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, ρώτησε κάτι για μία ρύθμιση. Αν θέλει να πληρώνεται μία οφειλή από τον τάδε λογαριασμό. Ποιος είδε την κυρία με την κολόνια και δεν τη φοβήθηκε. ‘Πόσο δύσκολο σας είναι να κάνετε μία δουλειά. Σας είπα να μην παίρνετε πρωτοβουλίες και να μου δείχνετε τι κάνετε. Πόσο δύσκολο είναι να το καταλάβετε αυτό‘ της φώναξε ενώ εγώ σκεφτόμουν ότι πέρα από κακή κολόνια έχει και τρομερά κακούς τρόπους.

Από την άλλη πλευρά ήρθε η ήρεμη απάντηση: ‘Εντάξει, θέλετε να το δείτε τώρα;‘ Το διάβασε γρήγορα και με το ίδιο ύφος και καμία συγνώμη, της είπε ένα ‘Ναι είμαστε εντάξει‘ και απομακρύνθηκε προς το ταμείο απέναντι.

Πλησίασα στο γκισέ και είπα καλημέρα. Πρέπει να ήταν η πρώτη καλημέρα που άκουσε στους δέκα ανθρώπους.

~~~

Οι δημόσιες υπηρεσίες σίγουρα δεν είναι αυτό που λέμε ‘υγιείς’. Έχουν πολλά προβλήματα σε πολλά επίπεδα. Πολλά ‘ντάξει μωρέ δεν βαριέσαι‘ δεκαετιών στοιβαγμένα πάνω στην πλάτη ανθρώπων που ίσως και να μη βαριούνται τόσο όσο προστάζει το προαναφερθέν σε προηγούμενες παραγράφους ‘σύστημα’. Αδιαμφισβήτητα υπάρχουν εκείνοι που το κάνουν, και μάλιστα αρκετά εριστικά. Όμως σήμερα αποφάσισα να μην ασχοληθώ με αυτούς. Όχι μόνο γιατί ούτως ή άλλως όλοι με αυτούς ασχολούνται (αρνητικά μεν αλλά ασχολούνται) αλλά γιατί αλήθεια πρέπει κάπου κάπως κάποτε να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία του φταίνε οι άλλοι και να κοιτάξουμε την δική μας καμπούρα.

 

Οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από τον γκισέ, στην άλλη πλευρά δηλαδή, δουλεύουν. Έχουν υποστεί μειώσεις στους μισθούς τους (αλήθεια δεν με νοιάζει αν είναι οι ίδιες ή μεγαλύτερες ή μικρότερες με τις αντίστοιχες δικές μας, επιτέλους ας βγούμε από αυτό το τριπάκι του ξεβολέματος των άλλων) πληρώνουν φόρους, έχουν οικογένεια και γενικά δεν είναι αντικείμενα. Ούτε σάκοι του μποξ.

 

Και επιτέλους, μπορεί κάποιος να μου πει πότε και από ποιον μπήκε αυτή τη διαχωριστική γραμμή;