Η μοναδική συναυλία που έχω δει, είναι της Καίτης Γαρμπή
Ο Πάνος Κοκκίνης βγαίνει από τη συναυλιακή ντουλάπα του και αποκαλύπτει με θάρρος την αλήθεια.
- 13 ΜΑΡ 2016
“Δεν είναι τόσο ότι σιχαίνομαι τη μουσική, αλλά ότι λατρεύω βάναυσα το σινεμά και την Αμερικάνικη τηλεόραση. Όπως καταλαβαίνεις δεν έχω το χρόνο να είμαι κολλημένος ΚΑΙ με κάτι άλλο”. Αυτή είναι η αγαπημένη δικαιολογία που χρησιμοποιώ όταν κάποιος που εκτιμώ παίρνει χαμπάρι ότι, μουσικά, είμαι Νεάντερταλ (σ.σ. υπάρχει και η περίπτωση Δημητρόπουλου, που προλαβαίνει και τα δυο. Αλλά αυτός είναι βαμπίρ, δεν κοιμάται ποτέ).
Ότι δηλαδή το τελευταίο cd που έχω αγοράσει ήταν το soundtrack στο Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο (και το πρώτο μια κασέτα των New Kids on the Block-τους είχα και αφίσα στο δωμάτιο), δεν έχω ιδέα που πέφτει η Μαλακάσα και όταν τα παιδιά (Ηλίας, Έρρικα, Κωνσταντίνος, Θοδωρής) γράφουν για το savoir vivre της συναυλίας ή τις φυλές του συναυλιακού κοινού κουνάω απλώς το κεφάλι για να μην με πάρουν χαμπάρι. Ναι, όπως η 80χρονη μάνα μου όταν της εξηγώ πως λειτουργεί το taxibeat.
Το χειρότερο από όλα; Ότι η μοναδική συναυλία που έχω πάει στη ζωή μου είναι μια της Γαρμπή, το καλοκαίρι του 2003, σε ένα στάδιο στην Ναύπακτο. Όταν δηλαδή ήμουν 28 ετών.
Ο θρίαμβος της λευκής πλαστικής καρέκλας και του κακού ηχοσυστήματος. Τουλάχιστον τα χοιρινά σουβλάκια που πούλαγαν απέξω ήταν μια χαρά. Βασικά αυτά και τα πόδια της Καίτης ήταν, θυμάμαι, τα δυο πράγματα που με είχαν ενθουσιάσει σε σημείο headbanging.
Εντάξει, θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι χειρότερα. Τόσα καλοκαίρια που έχω περάσει στη Ναύπακτο είναι άξιο απορίας ότι δεν έχουν διασταυρωθεί οι δρόμοι μας π.χ. με τον Γιώργο Μάγκα και το ‘μαγικό’ κλαρίνο του (σ.σ. εκτιμώ τη δεξιοτεχνία του, σιχαίνομαι το όργανο που παίζει-μου προκαλεί ημικρανίες και μόνο που το βλέπω).
Επίσης, για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω κανένα πρόβλημα με την Καιτούλα. Ίσα ίσα που μέχρι και στο Διογένη είχα πάει κάποια στιγμή να την δω (πρώτη φορά που βρέθηκα σε μπουζούκια μετά από μια δεκαετία). Μόνο και μόνο επειδή μου θύμιζε την τότε καψούρα μου και νυν γυναίκα και μητέρα του παιδιού μου.
Ίσως τελικά χρειάζεται να καθίσω στον καναπέ του Irvin (του Yalom, ντε) για να μου εξηγήσει τι είναι αυτό που βρίσκω τόσο αδιάφορο στο να βλέπω μια μπάντα να παίζει live και σε όλη τη διαδικασία της συναυλίας γενικότερα.
Προφανώς σιχαίνομαι τον τόσο κόσμο. Αλλά, ακόμη και όταν ο κόσμος είναι λίγος και εκλεκτός και το location εξαιρετικό, πάντα το focus μου φεύγει αλλού. Όπως εκείνο το φεγγάρι που βρέθηκα καλεσμένος γνωστού brand στο αποστακτήριο του στο Tennessee, να παρακολουθώ με άλλα 90 άτομα μια συναυλία των Kaiser Chiefs (σ.σ. Χρειάστηκε να γκουγκλάρω similar group με τους Coldplay για να θυμηθώ ποιοι ήταν), μέσα σε ένα πανέμορφο σπίτι στην κορυφή ενός λόφου, με το φεγγάρι φόντο και τα αναμμένα τζάκια (μέσα και έξω) να σου βγάζουν τρομερή θαλπωρή.
Αν και δεν το πιάνω αυτό ως συναυλία που πήγα, καθώς, ενώ όλοι οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο ήταν μέσα και τους έβλεπαν, εγώ ήμουν έξω, έτρωγα καναπεδάκια από τους δίσκους που έφερναν οι σερβιτόρες και μιλούσα για τον Elvis με ένα δίμετρο μουσάτο ντόπιο -πρώην βετεράνο του Βιετνάμ- που φορούσε ολόσωμη τζιν φόρμα και ήταν ένας από τους επίσημους ξεναγούς.
Η πιο καλή για μένα εξήγηση είναι ότι πάσχω από ανίατο σύνδρομο συναυλιακής -ή γενικότερα μουσικής- ελλειμματικής προσοχής. Η πιο λογική ότι το μουσικό μου γούστο ήταν και παραμένει για τα μπάζα. Πάντως, αντί να με κράξεις πιο κάτω, θα προτιμούσα να ακούσω για κάποια από τις δικές σου άτυχες στιγμές. Είπαμε, η δημόσια ψυχανάλυση δεν κοστίζει μια.