Βακάρος, Διαμαντόπουλος, Σερβετάς: Οι κραταιές φωνές της Θεσσαλονίκης off the air
Θεσσαλονίκη, συντονίσου! H Μαρίνα Καρπόζηλου άκουσε και μεταφέρει επικές, αυθεντικές ιστορίες ραδιοφώνου από τρεις σπουδαίους ήρωές του.
- 7 ΙΟΥΝ 2016
Σκονισμένο δωμάτιο, κατεβασμένα παντζούρια και ένα πάτωμα γεμάτο διαφόρων λογής εξαρτήματα. Πάνω στο σχολικό γραφείο μία μικρή κονσόλα και δύο μικρόφωνα που αντιστοιχούν σε δύο αναμαλλιασμένα κεφάλια. Το ένα κεφάλι, ο παραγωγός, διέκοψε απότομα την κουβέντα και έκλεισε χωρίς προειδοποίηση τον ήχο. Το δεύτερο κεφάλι, ο καλεσμένος που πρώτη φορά έβγαινε στο ραδιόφωνο, τον κοίταξε αμήχανα. Από μακριά ακουγόταν η βροντερή φωνή του παλιατζή: “Περνάει από τη γειτονιά σας ο Άγγελος, το καλό παιδί. Αλουμίνια, σίδερα, ψυγεία μαζεύω”.
-Αν ακουστεί στον αέρα μπορεί να προδώσει την τοποθεσία μας, εξήγησε ο έμπειρος ραδιοπειρατής. Τα παλιοσίδερα απομακρύνθηκαν, τα μικρόφωνα άνοιξαν ξανά.
“Είμαστε στον αέρα”
(Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Τσακαλίδης/SOOC.photos)
Απομακρυνόμαστε από τον πομπό και ακολουθούμε τα ηχοκύματα που καταλήγουν στο αυτί του Γιάννη Σερβετά. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ‘80, όταν ακόμα η σχέση του με το ραδιόφωνο ήταν καθαρά και μόνο ακροαματική.
“Είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου βράδυ, έχεις ένα μικρό τρανζιστοράκι, με ένα μονό ακουστικό σε χρώμα κίτρινο – λευκό, αυτό που λέμε ισαβέλιο που το έβαζες βαθιά μέσα στο αυτί και άκουγες δέκα – δεκαπέντε πειρατές συντονισμένους στην ίδια συχνότητα να μιλάνε με τεχνικούς όρους για πηνία, για το πόσο μεγάλη κεραία είχαν, για την εμβέλεια τους και με τα πειράγματα και τα υπονοούμενα τους να μην μπορείς να κρατήσεις τα γέλια σου. Να γίνεσαι παρέα μαζί τους χωρίς να γνωρίζεις κανέναν. Εγώ καθόμουν μαγεμένος με τις ώρες και τους άκουγα. Στο τέλος αποχωρούσαν και έμενα να ακούω έναν από αυτούς να μεταδίδει τραγούδια. Και πάντα έλεγα, θα ακούσω ακόμα μια εκφώνηση, θα ακούσω ακόμα ένα τραγούδι και μετά θα κοιμηθώ, και κάπως έτσι ξημερωνόμουν.
Σε μάγευε η φωνή, η άποψη και από εκεί και πέρα η μουσική. Πρώτα είναι η φωνή, μετά η άποψη και μετά έρχεται το δέσιμο με τη φιλία. Οι αναμνήσεις μου δεν πρέπει να διαφέρουν από των υπόλοιπων Θεσσαλονικιών. Είχαμε πολύ δυνατό πειρατικό ραδιόφωνο και μεγάλωσα ακούγοντας όλα τα μουσικά θηρία της εποχής. Αργότερα είχα την χαρά να κάνω παρέα αλλά και εκπομπές μαζί τους. Είναι φοβερό να τους γνωρίζεις μέσα από τις εκπομπές τους, μετά να βρίσκεσαι δίπλα τους και ο θαυμασμός σιγά σιγά να γίνεται φιλία. Έτσι ακριβώς έγινε και με τον Αντώνη Κανάκη που τον άκουγα από παιδί. Παιδί ήταν εκείνος. Εγώ ήμουν μεγαλύτερος. Με τον Αντώνη είχα την χαρά αλλά κυρίως την τύχη να συνεργαστούμε σε πιο μεγάλη ηλικία και να κάνουμε μαζί το δικό μας ραδιόφωνο. Είναι σαν ψέματα”.
Πώς βρέθηκαν όμως όλοι αυτοί οι πιτσιρικάδες να κόβουν βόλτες και να στήνουν πηγαδάκια στα FM της Θεσσαλονίκης; Αναζητώντας την άκρη του ραδιοφωνικού νήματος και με τη βοήθεια του Στέφανου Διαμαντόπουλου, ταξιδεύουμε ακόμα πιο πίσω στον χρόνο “στο ’74 – ’75, κοντά στη λήξη της δικτατορίας όπου η χώρα βρίσκεται σε μια σχεδόν τριτοκοσμική κατάσταση. Σε εκείνη τη περίοδο υπάρχουν ήδη ερασιτέχνες στα μεσαία, αλλά είναι ένα χόμπι και ένα παιχνίδι επικοινωνίας λίγο περιφερειακό. Κάποιοι βγαίνουν δηλαδή στα μεσαία και κάνουν εκπομπές ή συνομιλούν μεταξύ τους όπως τα σι-μπι.
Υπάρχει δηλαδή από τη δεκαετία του ’60 ένα ενδιαφέρον από παιδιά που ασχολούνται με ηλεκτρονικά για να κάνουν παράνομους πειρατικούς σταθμούς. Στις μέρες του Πολυτεχνείου παίρνει άλλη διάσταση. Ας μην ξεχνάμε πως λειτούργησαν 2-3 ραδιοφωνικοί σταθμοί με βασικό βέβαια των Αθηνών, υπήρξε όμως εκπομπή και στη Θεσσαλονίκη”.
Ο πομπός του Πολυτεχνείου έχει θεωρηθεί δικαίως ως επικοινωνιακή πρωτοτυπία των Ελλήνων φοιτητών. Ο δημοσιογράφος Γιάννης Φάτσης στα πέντε χρόνια από την εξέγερση είχε γράψει στην εφημερίδα Το Βήμα: “Ούτε το Μάη του ’68 υπήρξε κάτι ανάλογο με αυτό που σκεφτήκατε εσείς, να λειτουργήσετε το σταθμό του Πολυτεχνείου. Έτσι σχολίασαν τη λειτουργία αυτού του σταθμού οι Γάλλοι πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Παρισιού απευθυνόμενοι στους Έλληνες φοιτητές που εναντιώθηκαν στη Χούντα το Νοέμβρη του ’73 για να παρατηρήσουν, αν είχαμε κάνει εμείς κάτι τέτοιο, θα είχαμε αναστατώσει 10 φορές πιο πολύ το Παρίσι”.
Ο Στέφανος Διαμαντόπουλος μας μεταφέρει το κλίμα της περιόδου που ακολούθησε και εξηγεί πώς τον οδήγησε στις πρώτες πειρατικές του απόπειρες:
“Στα 17 μου, στα όρια της Μεταπολίτευσης, μέσα από την ακρόαση ραδιοφωνικών σταθμών του εξωτερικού στα βραχέα και τα μεσαία που επέλεγαν οι γονείς μου για να ενημερωθούν ζω τη μαγεία του ραδιοφώνου. Ακούγαμε BBC και Deutsche Welle καθώς στη χώρα δεν υπήρχε ελεύθερη ενημέρωση. Αυτή η εικόνα του ραδιοφώνου και την επικοινωνίας για μένα ήταν κάτι μαγικό. Με επηρέασε καθοριστικά, λειτούργησε σαν ένα μικρόβιο. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο είχα έναν φίλο ο οποίος κάνει έναν πειρατικό σταθμό, αρχίσαμε να κάνουμε σαν πιτσιρικάδες κάποιες εκπομπές τα βράδια, μέσα σε 1,5-2 χρόνια το μετακίνησα στα FM και χτίζω το ’76 τον πρώτο μου πομπό. Βρίσκω απλά πράγματα για τον εξοπλισμό, ο,τι διαθέτει ο καθένας εξ ημών δανειζόμενος. Επειδή με ενδιέφερε το ραδιόφωνο άρχισα να ασχολούμαι με τα ηλεκτρονικά. Δεν φανταζόμασταν πως θα πάμε σε ιδιωτική ραδιοφωνία.
Το ερασιτεχνικό και πειρατικό μας κομμάτι, που για μένα ξεκινάει από το ’75 –‘76 έως το ’86 στην αυγή της ελεύθερης ραδιοφωνίας, είναι σχεδόν μια δεκαετία. Σε αυτήν τη δεκαετία ενώ μεγαλώνω, ονειρεύομαι και ερωτεύομαι παράλληλα κάνω εκπομπές στα FM. Το ραδιόφωνο εκείνη την περίοδο ήταν πεζοδρόμιο, εργαστήριο, πλάκα, συνομιλίες, εκπομπούλες, αγόρια και κορίτσια της εποχής που ακούν και λίγο διαφορετική μουσική. Εμείς επειδή θέλαμε να πετάξουμε στον έξω κόσμο, σε μια Ελλάδα περίκλειστη, ρουφούσαμε ο,τιδήποτε ερχόταν απ’έξω ως κάτι προοδευτικό, εξελιγμένο και προσπαθούσαμε να το ενσωματώσουμε. Άλλοτε μιμούμενοι πράγματα, άλλοτε αντιγράφοντας και άλλοτε φτιάχνοντας τη δική μας γραμμή σιγά σιγά καθώς η χώρα βγήκε από τη δικτατορία και οι δίαυλοι επικοινωνίας άρχισαν να αυξάνονται. Μέχρι τότε ήταν όλες μεμονωμένες ενέργειες, συλλογικές γίνονται από το ’86 και μετά. Βγαίναμε έξω συναντιόμασταν, ήμασταν ομοϊδεάτες και είχαμε την τρέλα μας”.
Έχοντας κατά νου πως το ραδιόφωνο, όπως και η τηλεόραση, ήταν αποκλειστικά κρατική υπόθεση εύκολα αντιλαμβανόμαστε την πολιτική λειτουργία του πειρατικού ραδιοφώνου: όχι πολιτική με τη στενή έννοια, αλλά ως μια έμπρακτη αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία, στη μουσική. Η ανασυγκρότηση του εναλλακτικού ραδιοφώνου της Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του 1970-1980 συνδέεται με καταλήψεις στέγης, φανζίν, πρωτοβουλίες, νέα κοινωνικά κινήματα. Αυτό το στίγμα είναι εμφανές σε περιπτώσεις όπως τα αναρχικά Ράδιο Ουτοπία και Ράδιο Κιβωτός. Το πειρατικό ραδιόφωνο όμως δεν περιορίζεται στην πολιτική και κοινωνική του ταυτότητα, αλλά εξελίσσεται και αγκαλιάζει πολλές και διαφορετικές ανάγκες -τόσες όσες και τα είδη μουσικής που εκπέμπει: από λαϊκά και καψουροτράγουδα που το κρατικό ραδιόφωνο επιδεικτικά αγνοεί, μέχρι τα τελευταία hits του εξωτερικού.
Ο Σωτήρης Βακάρος, που ξεκίνησε το δικό του ταξίδι ως ραδιοφωνικός παραγωγός το ’89 μας ξεναγεί στις δικές του αναμνήσεις και μας συστήνει στο επόμενο στάδιο, αυτό της ελεύθερης ραδιοφωνίας, των δισκογραφικών, των parties και των διαφημίσεων: “Ως ακροατής έχω δύο βιώματα από το ραδιόφωνο της δεκαετίας του ’80. Της Ελλάδας και της Αμερικής. Το πειρατικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης ήταν εξαιρετικό. Ωραίοι άνθρωποι, φοβερές φωνές, και μεράκι. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ για μια ωρίτσα τουλάχιστον τους άκουγα και τους απολάμβανα. Όταν ήμουν στην Αμερική άκουγα το επαγγελματικό ραδιόφωνο που με σημάδεψε. Ξεκίνησα στο Πανόραμα όπου έκανα ηχογραφήσεις και αναγκάστηκα να φύγω γιατί παρακαλούσα να μου δώσουν έστω και μια ώρα την εβδομάδα, αλλά το πρόγραμμα ήταν φουλ και δεν με εμπιστεύονταν. Μετακόμισα στον FM 100 &101 μεταμεσονύχτιες ώρες. Μετά τις 2 το βράδυ, αλλά εγώ είμαι πολύ χαρούμενος γιατί είχα τη δική μου ζώνη. Έκανα μουσικές εκπομπές και άρχισα σιγά σιγά να γνωρίζω τα πατήματά μου. Δεν γνώριζα ούτε την κονσόλα ούτε τα ακουστικά. Ήμουν ένας ακροατής που άρχισα να μαζεύω εμπειρίες”.
Ακροατής, αλλά και ιδιοκτήτης bar, ήταν ο Γιάννης Σερβετάς πριν ανακαλύψει τα ακουστικά του παραγωγού. “Μέχρι το ’91 είχα πάει σε 2-3 φίλους που ήταν πειρατές και τους είχα παρακολουθήσει από κοντά, αλλά ούτε που το είχα σκεφτεί πως μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Απλά τους κοιτούσα μαγεμένος με ανοιχτό το στόμα. Το ’91 όμως ανοίγω ένα bar στη Θεσσαλονίκη και ένα παιδί που έπαιζε μουσική στο μαγαζί μου, μου λέει με τρόπο πως έχει ένα πειρατικό ραδιόφωνο, το Μουσικό Club. Εκπέμπει από Συκιές και μου προτείνει να κάνουμε ένα διαφημιστικό: δύο ώρες θα μιλάμε, θα λέμε και για το μαγαζί, θα παίζουμε μουσικές και θα δίνουμε προσκλήσεις για να έρθει ο κόσμος να πιει ποτό κτλ. Είναι η πρώτη φορά λοιπόν που κάθομαι σε μια καρέκλα και φοράω ακουστικά στα αυτιά. Με το που άκουσα τη φωνή μου ήμουν 99% σίγουρος πως αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου: να ασχοληθώ με το ραδιόφωνο. Ήταν ένα δίωρο απολαυστικό για μένα, αλλά και για όσους το ακούσανε. Από τότε δεν σταμάτησα να μιλάω στο ραδιόφωνο. Ο Νίκος Παπαδόπουλος, γιατί για αυτόν μιλάμε, μαζί με τον Γιάννη Δουδουλάκη που είχαν το Μουσικό Club που μετέπειτα έγινε Club Fm μου κάνανε επαγγελματική πρόταση κατευθείαν”.
Παλεύοντας με τα ραδιοκύματα
Με το δάχτυλο να μετράει τα δευτερόλεπτα πάνω από το REC και τις εκκλήσεις στον Θεό του ραδιοφώνου για να μην μιλήσει ο παραγωγός πάνω στο τραγούδι, ώστε να μπορείς να το παίζεις ξανά και ξανά μετά την τελευταία αποφώνηση. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’90 και κάθε μαθητής που σέβεται τον εαυτό του έχει ένα ραδιοκασετόφωνο και μια στοίβα με παλιές ή άδειες κασέτες πάνω στις οποίες γράφει τραγούδια απευθείας από το ραδιόφωνο. “Φυσικά και μιλούσαμε πάνω στα νέα τραγούδια”, γελάει ο Σωτήρης Βακάρος, “το κάναμε για να μας ηχογραφούν και να μας ακούνε”.
Έχει προηγηθεί το πέρασμα στην ελεύθερη ραδιοφωνία το 1989, παράλληλα με την απελευθέρωση των καναλιών, βάζοντας τέλος στις συνωμοτικές διαδικασίες και τα εμπνευσμένα ψευδώνυμα. Ο Γιάννης Σερβετάς μας εξηγεί τι σημαίνει στην πράξη αυτή η μετάβαση: “Φεύγουμε από το παράνομο ραδιόφωνο -όπου αλλού είναι το τηλέφωνο και οι παραγωγοί έχουν ψευδώνυμα, γιατί πρέπει να είσαι εντελώς χαζός για να δώσεις το πραγματικό σου όνομα στον αέρα- και πλέον ο κόσμος βγαίνει με το επίθετό του, δεν χρησιμοποιεί δηλαδή ονόματα όπως Αυγερινός, Πράσινος ή ο Όμορφος. Αρχίζουν και οι εταιρείες να στέλνουν δίσκους για να προωθήσουν το προϊόν τους και αλλάζει το ραδιόφωνο. Αλλά στην ουσία όσο και να αλλάξει πάντα μένει το ίδιο, η ψυχή μιλάει. Ο άνθρωπος που κάνει την εκπομπή και αυτοί που την ακούνε”.
Ο Στέφανος Διαμαντόπουλος γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει να δίνεις τα στοιχεία σου στον αέρα στην εποχή της πειρατείας, πριν δηλαδή το ’86: “Ακόμα θυμάμαι το πρώτο τηλέφωνο που έδινα στις εκπομπές. Διακινδυνεύοντας βέβαια να μας εντοπίσουν, αν και νομίζω πως λίγο πολύ και οι Αρχές ήξεραν πως το χόμπι ορισμένων νέων παιδιών είναι μεν ενοχλητικό και παράνομο, αλλά δεν είναι και κάτι πολύ σοβαρό ώστε να ασχοληθούμε με αυτό. Άρχισε λοιπόν το τηλέφωνο του σπιτιού μου να χτυπάει και ήταν βέβαια συγκλονιστικό για μένα γιατί άλλο να φαντάζεσαι πως σε ακούνε και άλλο να το διαπιστώνεις. Η σχολική κοινότητα ήταν αυτή που επί το πλείστον μας άκουγε. Έχω βρει το όνομα μου γραμμένο σε θρανία, έχω πάρει μηνύματα από χέρι σε χέρι και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς”.
Οι μαθητές εξάλλου είναι αυτοί που λίγα χρόνια αργότερα θα ξημεροβραδιάζονται ανάμεσα από τηλέφωνα και ραδιόφωνα, ώστε να “πετύχουν” γραμμή στον αγαπημένο τους ραδιοφωνικό παραγωγό. Τρανταχτή η περίπτωση του Σωτήρη Βακάρου που σε ρόλο DrRuth έδινε συμβουλές σε απορίες ερωτικού περιεχομένου και όχι μόνο. “Στα lovephones από το ’92 έως το ‘99 έπαιρναν τηλέφωνο και έλεγαν τα ερωτικά τους προβλήματα. Μας έλεγαν τις απορίες τους και εμείς απαντούσαμε ως φίλοι, όχι ως γιατροί. Οι περισσότεροι είχαν σοβαρά θέματα και δεν είχε καθόλου πλάκα. Εμείς προσπαθούσαμε να ελαφρύνουμε το κλίμα και τη διάθεσή τους, να τους εξηγήσουμε πως ό,τι έχει να κάνει με την αγάπη και τον έρωτα πρέπει να το πάρεις στην πλάκα, χωρίς όμως να υποτιμήσουμε τον προβληματισμό τους.
Πρέπει να έχουμε αποτρέψει 3-4 αυτοκτονίες. Ήταν πολύ λεπτή η θέση μας και έπρεπε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του παιδιού που μας έπαιρνε τηλέφωνο, να μας νιώσει φιλαράκι του και όχι πως τον κοροϊδεύουμε. Επειδή κάναμε ραδιόφωνο τα παιδιά μας κοιτούσαν σαν θεούς. Από το πιο απλό από το ότι μας έδιναν κρυφά ραντεβού οι γονείς και μας ζητούσαν βοήθεια, όπως να μεσολαβήσουμε για να διαβάσουν, μέχρι και σοβαρά προβλήματα που είχαν ορισμένα παιδιά και μας τα εμπιστεύονταν. Εκεί ναι, νιώθαμε τεράστια ευθύνη. Έρχονταν και από τις εκπομπές να μας δουν από κοντά, μπορεί να είχαμε μέχρι και 150 άτομα στο studio. Στον ΑΝΤ1 μια περίοδο είχε εγκατασταθεί και κλούβα κάτω από τον σταθμό”.
Ο μυστηριακός χαρακτήρας του ραδιοφώνου έχει ως πυρήνα του τη μορφή του παραγωγού. Γνωρίζοντας μόνο τη φωνή του είμαστε ελεύθεροι να πλάσουμε στο μυαλό μας την υπόλοιπη εικόνα όπως μας βολεύει. Ή τουλάχιστον, είχαμε αυτή τη δυνατότητα μέχρι και την προηγούμενη δεκαετία. Ο Γιάννης Σερβετάς θυμάται και τα parties που διοργάνωναν τα ραδιόφωνα τη δεκαετία του ’90 όπου πέρα από τη διασκέδαση γινόταν και τα αποκαλυπτήρια:
“Ερχόταν ο κόσμος να μας γνωρίσει και περίμεναν τον ραδιοφωνικό παραγωγό όπως τον είχαν πλάσει στο μυαλό τους. Η φαντασία είναι φοβερή και τρομερή. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν και social media -δεν ήξεραν πώς είναι τα μούτρα σου οπότε έβλεπα πολλές φορές αγόρια και κορίτσια να “γκρεμίζονται” γιατί περίμεναν να δουν τον πρίγκιπα με το άσπρο άλογο και αντί για αυτόν έβλεπαν εμένα…
Παράλληλα τη δεκαετία του ’90 γίνονται και άλλα πράγματα στον χώρο του ραδιοφώνου. Για παράδειγμα, το 1993 χτυπάει το τηλέφωνό μου από μια εταιρεία της Θεσσαλονίκης, την Paramount, η οποία ηχογραφούσε ραδιοφωνικούς παραγωγούς, έκανε 80-100 κόπιες και τις έστελνε σε όλη την Ελλάδα. Στη συνέχεια καταλήξαμε να στέλνουμε εκπομπές σε όλον τον πλανήτη, όπου υπήρχαν Έλληνες. Ήταν ηχογραφήσεις που γίνονταν για παράδειγμα το καλοκαίρι για τα Χριστούγεννα, οπότε δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για καιρό, πολιτική ή κίνηση, έπρεπε να έχουμε πιο ανοιχτό ορίζοντα. Ήταν μια καλή εκπαίδευση. Και μετά την Paramount ήρθε το Ράδιο Θεσσαλονίκη. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα και το αγάπησα αυτό το ραδιόφωνο. Εκεί ήμουν στην απογευματινή ζώνη. Στα τόσα χρόνια που κάνω ραδιόφωνο δεν υπάρχει πλέον ώρα της ημέρας –ή της νύχτας- που δεν έχω περάσει, έχω κάνει όλον τον κύκλο”.
Η κάθε ζώνη έχει και τις συνήθειες της, και όπως λέει ο Σωτήρης Βακάρος στις αρχές του ‘90 μόνο οι πρωινοί ήταν φασαριόζοι: “Το ραδιόφωνο μέχρι τότε ήταν ήσυχο και ρομαντικό. Αυτοί που έκαναν λίγο φασαρία ήταν οι πρωινές εκπομπές με τα πολιτικά. Εγώ ήθελα να κάνω φασαρία με τη συμμετοχή του κόσμου. Τηλέφωνα στον “αέρα”, αφιερώσεις, κόντρες, αθλητικά, χαβαλές, διαγωνισμοί. Δημιουργήθηκε έτσι ένας χαμός που έδωσε ζωντάνια σε όλη την πόλη. Μετά άρχισαν να με διεκδικούν από άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς, γιατί όποιος είχε τα βραδινά νούμερα έπαιρνε και τα πρωινά. Το ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης πάντα πρωτοπορούσε. Έρχονταν από την Αθήνα να δούνε τι μουσικές παίζαμε, πώς το κάναμε, πώς τα λέγαμε. Ήταν φυσικό επακόλουθο: οι παρέες, τα μπαράκια, οι δρόμοι, οι μπάντες, όλο αυτό που αποτελούσε τη μουσική σκηνή της πόλης μεταφέρθηκε και στο ραδιόφωνο”.
Ράδιο Θεσσαλονίκη, Rock Radio και Imagine
Και τους τρεις παραγωγούς / ιδιοκτήτες ραδιοφώνων τους συναντήσαμε στο δεύτερο σπίτι τους, δηλαδή στους σταθμούς τους. Τους παρακολουθώ να φορούν τα ακουστικά τους και να χάνονται πίσω από μικρόφωνα και κονσόλες.
Όση ώρα μιλούσαμε με τον Στέφανο Διαμαντόπουλο ένιωθα πως τον στερούσα από την ομάδα του, που είτε περίμεναν ανυπόμονα να τελειώσουμε ή έστω να κάνουμε κάποια παύση για να τον ρωτήσουν σχετικά με το πρόγραμμα και τις ειδήσεις που ανεβαίνουν στο site του Ράδιο Θεσσαλονίκη. Παράλληλα το τηλέφωνό του δεν σταματούσε να χτυπάει. Δεν χρειαζόταν όμως να επαναλάβω τις ερωτήσεις ή να του επισημάνω πού είχαμε μείνει, θυμόταν ακριβώς:
“Σταδιακά η χώρα εξελίσσεται. Το ’86 αρχίζει να συζητιέται το θέμα της ελεύθερης ραδιοφωνίας και αποφασίζουμε τότε με τον Λευτέρη (Μαρόγλου) και έναν ακόμα φίλο να φτιάξουμε το Ράδιο Θεσσαλονίκη. Μέχρι τότε κάναμε ο καθένας εκπομπές από το σπίτι του. Νοικιάζουμε έναν χώρο και βάζουμε και μηχανήματα. Ξεκινάμε 18ωρες εκπομπές την ημέρα, ενώ ακόμα δουλεύαμε. Παίρνουμε και μερικούς πιτσιρικάδες να κάνουν εκπομπές. Ταυτόχρονα με εμάς υπάρχουν και 2-3 ακόμα συλλογικές προσπάθειες, όπως το Πανόραμα και ο Μουσικός Δίαυλος, επίσης από παλιούς πειρατές που μαζεύουν τις δυνάμεις τους για να ξεκινήσουν. Τον Οκτώβριο του ’87 μαθαίνουμε ότι ανεβαίνει ραδιογωνιόμετρο από την Αθήνα γιατί η κατάσταση στο πειρατικό έχει γίνει αχαλίνωτη. Κλείνουν τότε όλοι οι πειρατικοί στη Θεσσαλονίκη γιατί φοβήθηκαν, και ανοιχτοί μείναμε μόνο εμείς.
Ένα πρωί μιας Δευτέρας, 19 του μηνός, με παίρνει τηλέφωνο ο πρωινός και μου λέει ήρθε η Ασφάλεια. Είχαμε οργανώσει το πώς θα αντιδρούσαμε σε αυτό το ενδεχόμενο, ποιος θα αναλάβει την ευθύνη και τι θα κάνουν οι υπόλοιποι. Πράγματι, πήγα, ανέλαβα την ευθύνη και μου ζήτησαν να κατεβάσω τα μηχανήματα, αρνήθηκα και τους ακολούθησα στο Αυτόφωρο. Είχαμε συνεννοηθεί να ανοίξουμε άλλον πομπό σε άλλη συχνότητα. Πράγματι, ο Λευτέρης ανοίγει και καλεί τον κόσμο σε διαμαρτυρία. Με το που βραδιάζει μαζεύονται περίπου 2.500 άτομα στην Αγίας Σοφίας. Ακολουθεί διαμαρτυρία στο Α.Τ. της Σβώλου και έρχονται και παραδίδονται και ο Λευτέρης με τον Γιώργο. Ορίστηκε δικάσιμος και το βράδυ μας άφησαν ελεύθερους. Μας έμαθε έτσι όλος ο κόσμος, έγινε πολιτικό θέμα. Από το ’87 έως το ’88, ενόψει ελεύθερης ραδιοφωνίας ψάχναμε να δούμε τη θα κάνουμε. Τότε συζητήσαμε διάφορες προτάσεις, μεταξύ αυτών του Γιώργου Κουρή που τότε είχε την Αυριανή και μας πρότεινε να κάνουμε δύο ραδιόφωνα, ένα στην Αθήνα και ένα στη Θεσσαλονίκη. Και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη μας δίνει την πλειοψηφία των μετοχών του ραδιοφώνου, το 51%. Έτσι διαλέξαμε αυτή τη λύση, γιατί λεφτά δεν είχαμε, δυνατότητες άλλες δεν είχαμε, κανείς δεν μας ήξερε πέρα από τους πιτσιρικάδες και όσοι μας έμαθαν από τη σύλληψη”.
Μας διακόπτουν για μια έκτακτη είδηση και χωρίς δεύτερη σκέψη ο Στέφανος Διαμαντόπουλος σηκώνεται και μπαίνει ξανά στο studio, ενώ λίγο νωρίτερα έχει κάνει αποφώνηση και έχει χαιρετίσει. Μας φωνάζει να μπούμε μέσα και τον παρακολουθούμε να βγαίνει ξανά στον αέρα.
Το προηγούμενο βράδυ είχαμε συναντήσει τον Σωτήρη Βακάρο στον RockRadio 104,7. Στους τοίχους φωτογραφίες με τον ίδιο χαμογελαστό δίπλα σε θρύλους της ροκ. Robert Smith, Ian Anderson, Ian Gillan, Liam Gallagher, Nick Cave, Phil Collins είναι μόνο μερικοί από τους μόνιμους κατοίκους του studio της Κούσκουρα.
“Το RockRadio το ξεκίνησα το 1999. Ήμουν 29 ετών, είχα διάφορες προτάσεις και έπρεπε ή να μετακομίσω στην Αθήνα ή να παραμείνω Θεσσαλονίκη. Τότε συνέβαιναν τρελά σκηνικά. Τετάρτη βράδυ είχε έρθει ο Κυριακού με τη Βουγιουκλάκη, τη Νόρα Βαλσάμη και την Έλενα Ναθαήλ και μου είχε πει πως ο Πολυχρονίου φεύγει από το 21:00-23:00. Τελικά δεν συμφωνήσαμε, είχα ζητήσει να ακούγομαι από τα ραδιόφωνα του ΑΝΤ1 σε όλη την Ελλάδα, άσκησαν βέτο από την πρωινή ζώνη και έτσι αποφάσισα πως δεν θα πάω πουθενά. Όταν τρέχεις, κάνεις εκπομπές στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, παίζεις μουσική στα μαγαζιά, δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται γύρω σου. Νιώθεις πως έχεις επιτυχία, αλλά δεν συνειδητοποιείς το μέγεθος. Καλύτερα που δεν το πιάναμε, μπορεί τότε να χάναμε και το μυαλό μας.
Έχω κάνει κανονικά εκπομπή με τηλεφωνήματα μέσα από το Παλαί Ντε Σπορ με 7.000 άτομα, σε ημιτελικό που έπαιζε ο ΠΑΟΚ, σε διπλό λεωφορείο μπροστά στην ΔΕΘ, στον δρόμο, σε beachbar, όπου μπορείς να φανταστείς. Η διοίκηση άκουγε τις προτάσεις μας και ό,τι τους άρεσε το έκαναν. Έχω ζήσει πολύ ωραίες καταστάσεις στο ραδιόφωνο και νιώθω πολύ ευλογημένος και τυχερός. Δεν έχω σταματήσει καθόλου, 28 χρόνια σερί κάνω εκπομπές”.
Τον παρακολουθώ να σηκώνεται, να χαιρετάει περαστικούς που έρχονται για μια καλησπέρα, να απαντάει τηλέφωνα, να οργανώνει την επόμενη συνέντευξη και ταυτόχρονα να μιλάει στο μικρόφωνο, να φτιάχνει επί τόπου τη λίστα του και να με ενθαρρύνει να του κάνω ερωτήσεις. Διακοπή για διαφημίσεις. Πόσο έχει αλλάξει άραγε στο πρακτικό κομμάτι η διαδικασία παραγωγής μιας εκπομπής;
“Τις διαφημίσεις μας τις έστελναν με κασέτες. Παίζαμε μουσική με βινύλια, ενώ υπήρχαν και οι μπομπίνες. Το κάθε ραδιόφωνο χρειαζόταν ένα διαμέρισμα. Ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο ήταν το studio που ήταν οι δίσκοι, οι κασέτες και η κονσόλα. Υπήρχαν τα καρτ που έβαζες και γυρνούσε μόνο του. Τα βραδινά πρόγραμμα έπαιζαν με βιντεοκασέτες. Δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα τα CD. Όλα ήταν χειροκίνητα.
Δεν προλάβαινες να ανάψεις τσιγάρο. Κάθε μέρα πήγαινα με ένα δεύτερο T-shirt στις εκπομπές γιατί όλη την ώρα ήμουν σε κίνηση και μέχρι να τελειώσω γινόμουν μούσκεμα. Για να κάνεις μια εκπομπή ήσουν σαν τον ταξιδιώτη, κουβαλούσες τους δίσκους σου. Ο σταθμός είχε μεν δίσκους, αλλά άντε ψάξε μέσα σε 2.000-3.000 να βρεις αυτό που θέλεις. Οπότε τα ετοίμαζα από το σπίτι. Είχα μια διπλή βαλίτσα με 30 δίσκους συλλογών που σου δίνανε τη δυνατότητα να έχεις τραγούδια από πολλούς καλλιτεχνών και μετά διάφορα best καλλιτεχνών. Οι δισκογραφικές επηρέαζαν όλη τη μουσική σκηνή. Έδιναν δωρεάν δίσκους σε παραγωγούς, του έλεγαν: “σου έχω ετοιμάσει αυτό το πακετάκι”. Οπότε οι παραγωγοί έκαναν μια γύρα στα γραφεία εδώ στη Θεσσαλονίκη και μπορεί και μια φορά τον μήνα να κατέβαιναν και Αθήνα, ώστε να μας γνωρίζουν και από κοντά, ο Πετρίδης, ο Πολυχρονίου και να μας δώσουν φρέσκο υλικό. Τα καινούργια τα βινύλια αυτοί τα είχαν, από εκεί μαθαίναμε τις νέες κυκλοφορίες. Ενημερωνόμασταν βέβαια και από ξένα περιοδικά, αγόραζε ένας και τα μοιραζόμασταν μεταξύ μας.
Το πλεονέκτημα του ελληνικού ραδιοφώνου είναι πως δεν λειτουργούσε με playlist. Από τη στιγμή που πάει αυτό χάθηκε και ο αυθορμητισμός. Για αυτό και εμείς στον Rockradio λειτουργούμε χωρίς λίστες”.
Η βαλίτσα του παραγωγού ήταν αναπόσπαστο κομμάτι και για τον Γιάννη Σερβετά.
“Πάντα κουβαλούσα μαζί μου δίσκους και ακουστικά. Τώρα είναι πιο απλά. Επίσης είχα ένα βιβλίο όπου έγραφα τα πάντα. Από το «καλημέρα» μέχρι και το «γεια σας». Ακόμα τα έχω κρατημένα αυτά τα βιβλία και αν τα βάλω το ένα πάνω στο άλλο με περνάν στο μπόι. Τα έγραφα για να μάθω να φρενάρω. Δεν άλλαξε τίποτα, ακόμα συνεχίζω και γράφω, για να θυμάμαι”.
Είμαστε στο φιλόξενο studioτου Imagine. Μου δείχνει το κινητό του όπου έχει γραμμένη όλη την εκπομπή. Πηγαίνει πίσω στις σημειώσεις και βλέπω πως αυτό ισχύει και για όλες τις περασμένες ημέρες. “Μπορεί βέβαια να μην χρησιμοποιήσω τίποτα. Το κάνω για δύο λόγους: πρώτον για να είμαι εγώ καλά με τον εαυτό μου, γιατί δείχνω σεβασμό στον ακροατή που θα κάτσει να ακούσει εμένα αντί για κάποιον άλλον, και δεύτερον γιατί με βοηθάει και σε άλλες δουλειές, όπως στο Ημερολόγιο. Μου αρέσει πολύ να γράφω”.
Μας εξηγεί πως την ώρα που σκέφτεται την εκπομπή της επόμενης μέρας θέλει να μεταφερθεί στη στιγμή που θα φορέσει τα ακουστικά και να την ξεκινήσει ευθύς αμέσως. “Αγαπάω πάρα πολύ το ραδιόφωνο. Τόσο πολύ, που αν ήξερε η γυναίκα μου πόσο το αγαπούσα θα με είχε χωρίσει χρόνια τώρα. Είναι έρωτας κανονικός, είναι ανάγκη. Την προηγούμενη μέρα ετοιμάζω την εκπομπή και σκέφτομαι, να μπορούσα τώρα να είμαι εκεί να τα πω. Αν δεν ήταν ο Αντώνης Κανάκης, τον οποίο ευχαριστώ θερμά, δεν θα γινόταν ποτέ ο Imagine. Αυτός επέμενε πάρα πολύ, εγώ ήμουν φοβισμένος, αλλά η επιμονή του και το πάθος του με «ψήσανε» και βγήκε σε καλό. Ακόμα είμαστε σε μια πειρατική φάση, από την άποψη πως δεν έχουμε μικρή playlist, δεν παίζουμε συγκεκριμένα τραγούδια, είμαστε πιο ανοιχτοί. Το πηγαίνουμε όπως μας άρεσε το ραδιόφωνο από παλιά γι’ αυτό και ο Imagine 89,7 είναι «το ραδιόφωνο όπως το φαντάστηκες”.
Ακολουθούν οι δικές σας αφιερώσεις
Σήμερα η συμμετοχή του κοινού στο ραδιόφωνο είναι αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας του, καθώς ολόκληρα είδη, όπως το αθλητικό ραδιόφωνο, βασίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις παρεμβάσεις των ακροατών τους. Ο “εκδημοκρατισμός” του ραδιοφώνου όμως δεν ήταν μία αυτονόητη εξέλιξη, αντιθέτως, αποτελεί ένα κομβικό σημείο στην ιστορία του.
Ο Στέφανος Διαμαντόπουλος μας εξηγεί πως “εμείς βγάλαμε γραμμές τηλεφωνικές στον αέρα όταν οι άλλοι το θεωρούσαν υποτιμητικό να μιλάει όποιος να ‘ναι στο ραδιόφωνο”
Ο Σωτήρης Βακάρος αποκωδικοποιεί αυτήν την ανάγκη: “Ο κόσμος ήθελε να βγει και να ακουστεί. Να σου μιλήσουν, να ακουστεί το όνομά τους, να κάνουν μια αφιέρωση στην κοπέλα ή το αγόρι τους. Να νιώσουν πως συμμετέχουν. Και μετά την επόμενη μέρα όλοι οι φίλοι τους ασχολούνταν με αυτό”.
Η συζήτηση πηγαίνει αναπόφευκτα στο τηλεφώνημα που καθιέρωσε το κεφάτο nicknameτου “Βάθος Βάρος και Βακάρος”. “Μια μέρα το ‘92 ή ‘93 βγήκε στον αέρα μια κοπέλα η οποία μου είπε «είσαι ένα παιδί με πολύ βάθος», «και με βάρος» συμπληρώνω εγώ «και Βακάρος!», λέει αυτή. Ε, και εκεί έμεινε το 3 βήτα. Μετά από κάποια χρόνια σταμάτησα να το χρησιμοποιώ και υιοθέτησα το JoJo από έναν καλό φίλο, Αμερικανό παραγωγό, που δεν δίνει το πραγματικό του όνομα και χρησιμοποιεί το JoJo για λόγους ασφαλείας. Έτσι μου πρότεινε να έχω και εγώ το ίδιο, ώστε να τον θυμάμαι και παράλληλα να κάνω τον κόσμο να αναρωτιέται από πού βγαίνει”.
Πλέον όμως δεν ακούμε τόσες πολλές αφιερώσεις, σωστά Γιάννη Σερβετά;
“Έχει πλάκα να στείλει κάποιος για αφιέρωση και όταν το κάνει τη μεταδίδουμε με μεγάλη χαρά, αλλά δεν στέλνουν συχνά. Είναι πιο εύκολο να στείλει ένα emoticon στο κινητό της απευθείας και να της πει ότι την αγαπάει, απ’ ότι να το πει σε μένα και να το πω εγώ στον αέρα. Όχι βέβαια ότι δεν γίνεται. Μέχρι και προτάσεις γάμου έχουμε κάνει από το μικρόφωνο”.
Του ζητάω να θυμηθεί κάποια φάρσα που να ξεχωρίζει και αν και φοβήθηκα πως θα μου πει πως δεν μπορεί να ξεχωρίσει, σχεδόν αμέσως αποκρίθηκε: “Στις φάρσες εκείνης της περιόδου ξεχωρίζω την εποχή που ήμασταν με τον συγχωρεμένο τον Παναγιώτη Σιμπόνη, που του οφείλω πολλά, στο Ράδιο Θεσσαλονίκη. Ήταν μίμος και κάναμε αδιανόητες φάρσες. Ένα πρωινό είχαμε πάρει τηλέφωνο τον Στέλιο Παπαθεμελή και καθώς του έκανα συνέντευξη κατέβαζα το μικρόφωνό του και ανέβαζα του Σιμπόνη που μιλούσε ακριβώς το ίδιο. Ρωτούσα «και τώρα πώς είστε μες στο αυτοκίνητο;» και απαντούσε ο Παναγιώτης ως Παπαθεμελής: «πώς να ‘μαι; Είμαι όρθιος, έχω βάλει και σε μια λεκανίτσα με νερό και αλάτι τα πόδια μου γιατί οδηγώ όρθιος που δεν φτάνω τα πετάλια».
Ο κόσμος εκείνη την μέρα υπέφερε από τα γέλια. Θυμάμαι με πήρε τότε τηλέφωνο ο Παπαθεμελής και με ρώτησε: «βρε παιδάκι μου, τι είπατε για μένα και όποιος με βλέπει στον δρόμο γελάει;». Τεράστιο ταλέντο ο Παναγιώτης Σιμπόνης. Σε πιο πρόσφατες θυμάμαι όταν με τον Κανάκη πήραμε την κυρία Μπουλούμπαση, που περίμενε τον γιο της με άδεια από τον στρατό και της ανακοίνωσα προσποιούμενος τον Στρατηγό του, όλο χαρά, πως ο γιος της θα πάει στο Αφγανιστάν, θα τρώει αφγανόπιτες και στο αεροδρόμιο έπρεπε να χρησιμοποιήσει τον κωδικό Ασπροδόντης. Μετά από 20 λεπτά και αφού έχουμε πει τα απίστευτα, ο Αντώνης με ξεψυχισμένη φωνή είπε στην κυρία “Κυρία Μπουλούμπαση θα μπορούσαμε να μείνουμε για πάντα και να μιλάμε μαζί στο τηλέφωνο αλλά δυστυχώς πρέπει να κλείσουμε γιατί έχουμε εκπομπή”. Τότε είχαμε το Ράδιο Αρβύλα απόγευμα. Δόξα τω Θεώ, δεν πεθάναμε εκείνη την ημέρα. Έχω να πω ότι τόσα χρόνια γελάσαμε, γελάμε και ελπίζω να γελάμε με το φίλο-συνεργάτη-συνεταίρο αδερφό Αντώνη Κανάκη για πολλά χρόνια ακόμα”.
Don’t go away, it will get loud
Ρωτάω τον Στέφανο Διαμαντόπουλο αν θεωρεί πως η ανάγκη του κόσμου παραμένει η ίδια, από τότε που ως πειρατής έδωσε για πρώτη φορά τον αριθμό του τηλεφώνου του στον αέρα μέχρι και σήμερα. “Νομίζω πως ναι. Υπάρχει δίψα όχι πληροφορίας, αλλά επικοινωνίας. Η πληροφορία είναι κάτι που έχει συμβεί κάποιος το βάζει κάπου για να το δει ο κόσμος. Η επικοινωνία είναι παίρνεις, δίνεις, διαμορφώνεις, αλλάζεις, ξαναγυρνάς και το σπρώχνεις ξανά ως πληροφορία. Η επικοινωνία έχει τη λειτουργία μιας κοινότητας ανθρώπων όπου ο ένας μεταδίδει στον άλλον για να μπορέσουν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο ή να τον αλλάξουν. Μερικές φορές σε λάθος κατεύθυνση αλλά είναι επικοινωνία. Νομίζω πια ότι αυτό είναι το κομμάτι που υπηρετώ, την επικοινωνία και όχι το πληροφοριακό”.
Ο Γιάννης Σερβετάς, λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας κάνει τη δική του σύγκριση ανάμεσα στο ραδιόφωνο του ’80 και το σημερινό. “Κατά την ταπεινή μου άποψη το ραδιόφωνο είναι πιο δυνατό τώρα απ’ότι το ’80. Εμείς που ήμασταν νέοι τότε το αγαπήσαμε, ήταν όμως παραγκωνισμένο. Όταν βγήκε η τηλεόραση το ισοπέδωσε, ενώ για μένα είναι ο βασιλιάς της ενημέρωσης και της χαράς. Μακράν. Είναι η παρέα στον άρρωστο. Υπάρχουν θάλαμοι νοσοκομείων που μπορεί να μην έχουν τηλεοράσεις, όλοι όμως έχουν ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Ο μαθητής που ξενυχτάει και διαβάζει. Ο σκοπός που φυλάει τα σύνορα. Ο ψαράς που βγαίνει αξημέρωτα για το μεροκάματο. Το ραδιόφωνο είναι η παρέα”.
Ενώ έχουμε σηκωθεί και χαιρετιόμαστε ο Σωτήρης Βακάρο ςμε έκανε να ψάχνω ξανά το REC καθώς μέσα σε λίγες φράσεις μου έδωσε να καταλάβω τι σημαίνει “ραδιοφωνατζής”: “Αυτή τη στιγμή προσπαθούμε, σε πολύ δύσκολους καιρούς να κρατήσουμε τον Rock Radio δηλαδή το σπίτι μας, όρθιο. Το να υπάρχεις πλέον είναι επιτυχία. Είδαμε ραδιόφωνα της πόλης μας, μεγαθήρια, να κλείνουν και αυτό είναι πολύ λυπηρό. Εμείς, οι υγιείς ραδιοφωνατζήδες δεν θέλουμε να κλείσει κανένα ραδιόφωνο. Και ας είναι ο εχθρός μας. Όποιος αγαπάει και ασχολείται με το ραδιόφωνο για μένα είναι αδερφός και ας μην μιλιόμαστε καν. Έχουμε όμως κάτι κοινό στην πορεία μας, αγαπάμε το ίδιο πράμα. Τον σέβομαι και ελπίζω να με σέβεται και αυτός”.
Από τους ερασιτέχνες των μεσαίων μέχρι τα επαγγελματικά ραδιόφωνα με τα σύγχρονα studio, η απόσταση μοιάζει τεράστια. Στην πραγματικότητα, οι διαφορές εντοπίζονται περισσότερο στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που πλαισιώνουν την κάθε εποχή -και κατ’ επέκταση το ραδιόφωνο της- παρά στην ουσία της σχέσης μεταξύ παραγωγών και ακροατών. Η ανάγκη για επικοινωνία, συντροφικότητα και αλληλεπίδραση έχει μείνει το ίδιο αμείωτη, ακριβώς όπως ο ενθουσιασμός μας όταν πετυχαίνουμε κατά τύχη το αγαπημένο μας τραγούδι.
Όσο εμείς ανεβάζουμε την ένταση και παραμένουμε συντονισμένοι, τόσο τα μικρόφωνα και τα ακουστικά θα είναι εκεί, μπροστά από μικρότερες ή μεγαλύτερες κονσόλες που στέκονται πλέον αγέρωχες απέναντι στις φωνές του κάθε παλιατζή.