Ακίνδυνε Γκίκα, πώς είναι να είσαι ο ήρωας των παιδικών μας χρόνων;
Μιλήσαμε με μια απ’ τις πιο διάσημες φωνές της χώρας για τον Λάιονο, το κάστρο του Τακέσι, τις μεταγλωττίσεις, το θέατρο και τον Αλέξη Τσίπρα.
- 20 ΟΚΤ 2016
Κάθε φορά που παίρνω τηλέφωνο ένα πρόσωπο που με ενδιαφέρει να ζητήσω σε συνέντευξη, αισθάνομαι λίγο (άντε, μεταξύ μας είμαστε, πολύ) μαγκωμένος. Αρχικά έχω άγχος για το πως θα υποδεχτεί την πρότασή μου αλλά και για το αν τελικά θα πει το ‘ναι’ για να κάνουμε το θέμα.
Κάπως έτσι αισθανόμουν πριν καλέσω για πρώτη φορά και τον Ακίνδυνο Γκίκα. Μέχρι που σήκωσε το τηλέφωνο κι άκουσα τη φωνή του. Μια φωνή τόσο γνώριμη και χαρακτηριστική που με έκανε να νιώθω ότι μιλάω σε κάποιον που γνωρίζω χρόνια. Εντάξει, δεν θα σου πω ψέμματα, για λίγο έκλεισα και τα μάτια μου για να νομίζω ότι μιλάω στον Λάιονο. Τόσο γραφικός.
Η φωνή του Ακίνδυνου Γκίκα βλέπεις, έχει μεγαλώσει και συνεχίζει να μεγαλώνει γενιές μικρών παιδιών που παρακολουθούν τα παιδικά στα οποία ‘πρωταγωνιστεί’. Ο ίδιος, όχι μόνο δεν ενοχλείται που έχει τόσο πολύ ταυτιστεί με τους παιδικούς μας ήρωες, αντίθετα, το αντιμετωπίζει με χαρά, τιμή αλλά και τεράστια ευθύνη.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, αφού αποδέχθηκε αμέσως με χαρά την πρόταση για τη συνέντευξη, είχα στο μυαλό μου ότι επιτέλους θα γνωρίσω μια απ’ τις φωνές που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια.
Μετά τη συνέντευξη όμως, συνειδητοποίησα ότι ο Ακίνδυνος Γκίκας είναι πολλά περισσότερο από μια αγαπητή κι αναγνωρίσιμη φωνή. Είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει κι υπηρετεί την τέχνη του με ταπεινότητα και σεβασμό από πολλά μετερίζια και κυρίως έχει ισχυρή άποψη, την οποία δεν φοβάται να μοιραστεί. Α, και είναι όσο ευγενικός και καλόκαρδος τον φανταζόσουν.
Λάιονο, συγγνώμη, αλλά ίσως ο Ακίνδυνος τελικά να είναι πιο κουλ από σένα.
Μεγαλώνοντας μέσα στα καμαρίνια
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Πολύ πριν τις μεταγλωττίσεις, πολύ πριν τα χρόνια των σπουδών στο Εθνικό, ο Ακίνδυνος είχε την ευκαιρία να μεγαλώσει ανάμεσα σε θεατράνθρωπους. Ο πατέρας του Νικηφόρος βλέπεις, ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός της γενιάς του, κι έτσι η ένταξη του Ακίνδυνου στον καλλιτεχνικό κόσμο, ήρθε με απόλυτη φυσικότητα.
“Η καλλιτεχνική μου ενασχόληση ξεκίνησε απ’ τη μέρα που γεννήθηκα. Μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, στα καμαρίνια, άλλωστε όχι μόνο ο πατέρας μου αλλά κι η δεύτερη γυναίκα του, η Τιτίκα Βλαχοπούλου, με την οποία πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, ήταν ηθοποιοί. Ήταν και διαφορετικά τότε τα χρόνια, ο πατέρας μου ήθελε να με έχει από κοντά, μεγάλωσα στα χρόνια της δικτατορίας κι ήταν περίεργο να με αφήσει, ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι με αποτέλεσμα όποτε δεν είχα σχολείο να περνάω την ώρα μου παίζοντας με τους ηθοποιούς και τα αντικείμενα των παραστάσεων”. Επομένως, το ενδεχόμενο να ακολουθήσει διαφορετική πορεία στη ζωή του δεν υπήρξε ούτε καν σαν σκέψη;
“Δεν νομίζω ότι θα έκανα κάτι άλλο στη ζωή μου, το έχω ξαναπεί αυτό και το εννοώ: θα έκανα ό,τι ονειρεύεται να κάνει κάθε αγοράκι. Όλα θέλουν δηλαδή να γίνουν καλλιτέχνες, λες και θα ζήσουν ποτέ απ’ αυτό, ή να γίνουν πιλότοι. Πιλότος δεν έγινα, δεν θα μπορούσα ποτέ να αντέξω την πειθαρχία μιας στρατιωτικής σχολής και οι ιδιωτικές σχολές που υπάρχουν στο Λονδίνο κόστιζαν κάτι εκατομμύρια δραχμές εκείνη την εποχή, οπότε δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα”. Αφού δεν μπόρεσε να δοκιμάσει τις τύχες του στους αιθέρες, το θέατρο ήταν μονόδρομος.
Πριν απ’ το Εθνικό, η ενασχόλησή μου με το θέατρο ξεκίνησε στη Δευτέρα και την Τρίτη Λυκείου, όπου σκηνοθετούσα κι έπαιζα σε παραστάσεις. Επέλεξα κάποια παιδιά απ’ το σχολείο και κάναμε δύο παραστάσεις στο ασκητικό θέατρο του Κωνσταντίνου του Μάριου
Χάνοντας τον πατέρα του σε μικρή ηλικία, αισθάνθηκε κι ένα βάρος παραπάνω, αυτό της συνέχισης του έργου και της κληρονομιάς του; “Πορεύτηκα από τότε μόνος μου, με τα όνειρά μου κι όλα τα εφόδια που μου άφησε ο πατέρας μου. Το έργο και τη δουλειά του πατέρα μου αισθάνομαι πως θα σε κοροϊδέψω αν σου πω ότι θα μπορούσα να τα συνεχίσω. Εκείνος ήταν ένας εξαιρετικός κατά γενική ομολογία ηθοποιός, ένας πολύ καλός άνθρωπος, θα ήθελα πολύ να του μοιάσω. Το σπίτι μας ήταν λίγο κέντρο διερχομένων, τον ξυπνούσανε συνάδελφοι και καθόταν σε μια πολυθρόνα που είχε φτιάξει μόνος του απ’ τα σκουπίδια, άναβε το τσιγάρο του και επί ώρες μιλούσε δίνοντας συμβουλές, πάντα όμως ξεκινώντας με τη λέξη νομίζω”.
Απ’ το Εθνικό στον τρελό κόσμο των μεταγλωττίσεων
Απ’ τα καμαρίνια ως παιδάκι στα χρόνια της Χούντας, στις σχολικές παραστάσεις κι από εκεί στο Εθνικό. Μια παράξενη, αλλά όμορφη διαδρομή, η οποία δεν άργησε να αποκτήσει την πρώτη της παράκαμψη.
“Σπούδασα στο Εθνικό, απ’ όπου και αποφοίτησα ως αριστούχος. Ήταν να μείνω εκεί, τότε ήταν Δημόσιο το Εθνικό και τους αριστούχους τους προσλάμβανε αμέσως, εγώ όμως αρνήθηκα και πήγα με τον Γιώργο τον Μιχαηλίδη. Βλέπεις στο Εθνικό θα έπρεπε να περάσω από ‘κοντάρι’, να παίξω πολλούς μικρούς ρόλους μέχρι να έρθει η σειρά μου. Ο Μιχαηλίδης με είδε στις εξετάσεις μου, και μου πρότεινε να παίξω τον Σεβαστιανό στην ‘Τρικυμία’ του Σαίξπηρ, στο Ανοιχτό Θέατρο, ένα απ’ τα πιο καλτ θέατρα της εποχής, ήταν τιμή μου και αποδέχτηκα την πρόσκληση αμέσως, παραμένοντας εκεί για 7 χρόνια”. Και οι μεταγλωττίσεις, πώς προέκυψαν;
“Η επαφή μου με το Ανοιχτό Θέατρο, έφερε αμέσως και τις μεταγλωττίσεις, αφού απ’ τις πρώτες ημέρες μου εκεί, γνώρισα τον Σπύρο τον Μπιμπίλα. Έκανα φωνές και μιμήσεις, τους έκανα διάφορες πλάκες στα καμαρίνια κι ειδικά στον Μηνά Χατζησάββα με τον οποίο μοιραζόμασταν το καμαρίνι αλλά και στην Καριοφυλλιά Καραμπέτη. Με τσίμπησε λοιπόν ο Σπύρος και με πήγε στην ΕΡΤ να με ακούσουν. Εκεί γνώρισα τον Γιώργο τον Πρωτοπαππά, μπήκα στα Στρουμφάκια κι από τότε είμαι στη μεταγλώττιση”. Μια εμπειρία σίγουρα διαφορετική. Αλήθεια, πώς είναι να είσαι πίσω απ’ το μικρόφωνο, παριστάνοντας μία ότι είσαι ο Λάιονο, μία ότι είσαι Στρουμφάκι και μία ένα χταπόδι; Τι χρειάζεται, πέρα από καλή προετοιμασία;
“Δεν απαιτεί καμία προετοιμασία, τίποτα. Θέλει συγκέντρωση, θέλει τρέλα, παράνοια θα έλεγα. Όταν σου λένε να μπεις στο ρόλο του Οθέλλο, ξέρεις ότι έχεις έναν άνθρωπο απέναντί σου. Όταν θα μπεις σ’ ένα καρτούν που πέφτει απ’ τον εξηκοστό όροφο, κάνει ‘πουφ’, σηκώνεται, σκουπίζεται και συνεχίζει να περπατάει, πώς μπορείς να μπεις στο ρόλο; Θέλει τρέλα, τρέλα, τρέλα, είναι ένα υπέροχο πράγμα το οποίο με κρατάει ακόμη παιδί. Αυτό λέω σε όσους μπαίνουν τώρα στις μεταγλωττίσεις, να μην το αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρά , αν δεν αφεθείς στην τρέλα, δεν μπορείς να μπεις στη λογική της. Αυτό είναι η μεταγλώττιση για μένα”. Περίμενε ποτέ ότι η διαδρομή του στην μεταγλώττιση θα είναι τόσο μακρά και πετυχημένη;
“Δεν το περίμενα ποτέ. Έκανα από πολύ νωρίς πολύ θέατρο και πολλή τηλεόραση, ήμουν από τους τυχερούς που πρόλαβα την ΕΡΤ, έπαιξα σε σίριαλ τόσο εκεί όσο και τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης. Κάποια στιγμή, επειδή ακριβώς είχα τη μεταγλώττιση και δεν ήθελα να μπω σ’ αυτό το παραμύθι της αναγνωρισιμότητας και του ξεπουλήματος κάποιων δικών μου, μπορεί και χαζών ιδεών, απομακρύνθηκα απ’ την τηλεόραση και επικεντρώθηκα στη μεταγλώττιση”. Αυτή την αναγνωρισιμότητα την περίμενε; Πώς την υποδέχεται;
“Η μεταγλώττιση μου έδωσε και μου δίνει πολύ καλά λεφτά και την ευχαριστώ, μ’ έχει κάνει ευτυχισμένο στη ζωή μου, αλλά το μόνο πράγμα που δεν πίστευα ποτέ είναι ότι θα γίνω αναγνωρίσιμος απ’ αυτήν. Δεν με ενδιέφερε, το είχα ξεχάσει. Έκανα πολύ, αυτό συνέβη, μεγάλωσα 3 γενιές και προλαβαίνω να μεγαλώσω άλλες 1-2. Δεν το περίμενα, ίσως να έκανα καλά τη δουλειά μου, έγινε βέβαια κι η σχετική πλύση εγκεφάλου, όταν σε κάθε αποφώνηση, την οποία μάλιστα συνήθως έκανα εγώ, άκουγες ‘πήραν μέρος οι ηθοποιοί’ και πρώτο τ’ όνομά μου, ε σου μένει”. Απ’ όλους αυτούς τους ρόλους, τις τόσες διαφορετικές φωνές, ξεχωρίζει κάποια;
Μεγαλώνοντας, ανακαλύπτω ότι μου άρεσε πολύ να κάνω τον Λάιονο απ’ τους Θάντερκατς, ήμουν 25 χρονών τότε κι ήταν κι ο πιο αναγνωρίσιμος στους πιτσιρικάδες. Κάθε ρόλος όμως, κι ο Κάπτεν Πλάνετ, κι ο Μάιτι Μαξ και τόσοι ακόμα που δεν θυμάμαι, μιλάμε για 12ωρα κάθε μέρα κλεισμένος μέσα σ’ ένα στούντιο και σειρές που ερχόντουσαν ανά πεντάδες. Ούτε που ήξερα τι θα γράψω, απλά μου το έφερναν κι έγραφα. 3 ώρες Λάιονο, 3 ώρες Police Academy, 3 ώρες Κάπτεν Πλάνετ και 3 ώρες Transformers. Αγάπησα όλους τους ρόλους, και τους μεγάλους και τους μικρούς. Ζεις σε μια τρέλα
Σε εκείνο το σημείο, σκέφτηκα να του ζητήσω να μου κάνει λίγο τον Λάιονο, για να νιώσω κι εγώ πάλι λίγο παιδί. Τελικά κατάφερα να κρατήσω τον Κωνσταντίνο της παιδικής μου ηλικίας ήσυχο κι απλά να τον ρωτήσω αν του ζητάνε ποτέ να κάνει τις φωνές. “Συνέχεια κι αισθάνομαι σαν juke box. Δεν το κάνω όμως, αισθάνομαι και λίγο άσχημα, λιγάκι ντρέπομαι κιόλας”.
Πάλι καλά που δεν το ζήτησα λοιπόν. Πώς είναι όμως να είσαι ένας σταρ σε ηλικίες τόσο ευαίσθητες όπως είναι οι παιδικές;
Είναι τρελή ευθύνη, έμπαινα μέσα στο σούπερ μάρκετ κι ένιωθα 30 ζευγάρια μάτια να με παρακολουθούν κρυφά, γιατί ντρεπόντουσαν κιόλας. Θα σου πω και μια ιστορία που με έκανε από τότε να προσέχω και να καταπιέζομαι, ενώ γενικά έχω μάθει να εκφράζομαι ελεύθερα κι έντονα πολλές φορές. Οδηγούσα στο ποτάμι κι είχε κίνηση και αρχίζω να βρίζω. Ανοίγει λοιπόν το παράθυρο μια κυρία από το δίπλα αυτοκίνητο και μου λέει ‘Ακίνδυνε, εσείς μιλάτε έτσι μπροστά στο παιδί;’ Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί
Περισσότερα από 20 χρόνια στις μεταγλωττίσεις, 25 χρόνια παντρεμένος, ο Ακίνδυνος είναι φαν της σταθερότητας; “Δεν ξέρω αν είμαι της σταθερότητας, νομίζω πως απλά με την πάροδο του χρόνου έμαθα να αναγνωρίζω αυτά που μου δόθηκαν. Δεν κατακτάμε πράγματα, μας δίδονται κι από εκεί και πέρα, ανάλογα με το σεβασμό που έχουμε, τα κερδίζουμε ή τα χάνουμε”. Μιας και είμαστε στα χωράφια της μεταγλώττισης, ως μεγάλος φαν του σούπερ καλτ Κάστρου του Τακέσι, δεν θα μπορούσα να μην το φέρω στην κουβέντα. Ο Ακίνδυνος αμέσως χαμογελά.
“Τακέσι Κιτάνο, μαζί με τον Κουροσάβα θεωρείται απ’ τους μεγαλύτερους σκηνοθέτης της Ιαπωνίας, έχει κάνει εξαιρετικές δουλειές, υψηλοτάτου επιπέδου. Έφτιαξε λοιπόν σε ένα στούντιο θεματικό πάρκο κι αφού ανακάλυψε ότι πιάνει στον κόσμο, έγινε σειρά, την οποία μάλιστα πήρε κάποια στιγμή το BBC κι έγινε της μουρλής με αποτέλεσμα να καταλήξει στον ΣΚΑΪ. Μαζί με τον αγαπημένο μου, τον Κώστα Παπαγεωργίου, βλέπαμε και σχολιάζαμε εκείνη την ώρα, δεν υπήρχε κείμενο, αυτοσχεδιάζαμε, βάζαμε τα αστεία μας. Ξέραμε απλά τους ήρωες. Περνάγαμε πάρα πολύ ωραία στο στούντιο, ρίχναμε τρελό γέλιο στο στούντιο της οικογένειας Σοφιανού, στην οποία οφείλω πάρα πολλά, όπως και στον Σπύρο Μπιμπίλα, τον Τάσο Μασμανίδη και τον Γιώργο Μιχαηλίδη”. Του ζητάω να σταθεί λίγο παραπάνω σ’ έναν άνθρωπο για τον οποίο έχουν γραφτεί πολλά, τον Σπύρο Μπιμπίλα:
Τον Σπύρο τον αγαπώ πάρα πολύ, του χρωστάω ό,τι έχω κάνει στην μεταγλώττιση. Όταν μάλιστα του το είπα, και τον ρώτησα πώς μπορώ να τον ξεπληρώσω, μου είπε απλά να βάλω άλλους τρεις στη μεταγλώττιση. Είναι ένα σπάνιο πλάσμα για το χώρο μας κι αν εμείς ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε ηθοποιοί, γιατί δεν ποιούμε ήθος, ο Σπύρος είναι ηθοποιός, ποιεί ήθος, ομορφαίνει τον κλάδο μας, θα τρέξει δίπλα σε όλους, θα βοηθήσει, θα στηρίξει, με μεγάλη χαρά κι ενέργεια. Είναι λαμπρό παράδειγμα, θα έπρεπε το ήθος του να διδάσκεται στις δραματικές σχολές
Η σκηνοθεσία κι ο πάτος της ιδιωτικής τηλεόρασης
Η ενασχόληση με την μεταγλώττιση δεν σημαίνει πως ο Ακίνδυνος Γκίκας εγκατέλειψε το αγαπημένο του θέατρο. Άλλωστε, και μετά το Λύκειο, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Εθνικό, συνέχισε τις σκηνοθετικές του απόπειρες.
“Μετά το Λύκειο, η δεύτερη επαφή μου με τη σκηνοθεσία ήρθε στο δεύτερο έτος των σπουδών μου στο Εθνικό. Επειδή ζούσα μόνος μου κι έπρεπε να βγάλω τα προς το ζην, μαζευτήκαμε μια ομάδα απ’ το έτος μου κι ανεβάσαμε τα Στρουμφάκια στον κινηματογράφο Άλεξ στο Γουδί. Είχα κάνει ένα ταξίδι στο Βέλγιο κι έφερα το κόμικ, το οποίο τότε δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Πήγε πάρα πολύ καλά”. Η επόμενη σκηνοθετική απόπειρα πάντως, άργησε αρκετά: “Η επόμενη ήρθε πολύ αργότερα, έκανα το αγροτικό μου σ’ ένα σχολείο στα Βριλήσσια, όπου ανεβάζαμε παραστάσεις με παιδιά Τρίτης ως Έκτης δημοτικού. Μετά για άλλα τρία χρόνια φτιάξαμε θεατρική ομάδα στο τμήμα της Ιατρικής κι ανεβάζαμε παραστάσεις. Δεν επρόκειτο για διδασκαλία, αλλά για θέατρο. Δοκιμαζόμουν ως σκηνοθέτης. Αν έψηνα έναν φοιτητή που δεν τον νοιάζει να κάνει πρόβες και να παίξει, ήξερα μετά τι να προσέξω και στον επαγγελματία. Σκηνοθέτης βέβαια έγινα πολύ πιο νωρίς στην μεταγλώττιση, όπου διάλεγα τους ηθοποιούς κι ήρθε και στο θέατρο”. Ο τρόπος που αναφέρεται στο θέατρο, δείχνει ότι το αγαπάει πολύ:
“Οι Έλληνες είμαστε ηθοποιοί του θεάτρου. Δεν έχουμε ούτε την τηλεόραση, ούτε τον κινηματογράφο που πουλάει σ’ όλο τον κόσμο. Αντίθετα, το θέατρό μάς πουλάει σ’ όλο τον κόσμο. Εμείς τους δείξαμε τι είναι το θέατρο, έξω μας σέβονται περισσότερο απ’ ότι σεβόμαστε εμείς τον πολιτισμό μας. Η μεγάλη μου αγάπη είναι το θέατρο, να κοντραριστώ με κάποιους ρόλους έξω από μένα, για δύο ώρες πάνω στη σκηνή να νιώσω αυτή τη σύμβαση. Όλα τα αγαπώ όμως γιατί είναι κομμάτι της δουλειάς μου”. Και την τηλεόραση, την οποία εγκατέλειψε νωρίς; Πώς κρίνει αλήθεια όσα τραγελαφικά συμβαίνουν σήμερα στην ιδιωτική τηλεόραση;
“Ήταν γνωστά όλα αυτά, άλλο αν πουλούσαμε στον κόσμο πως τα ιδιωτικά κανάλια ήταν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Όλοι γνωρίζαμε το παιχνίδι εξουσίας που παιζόταν. Η ιδιωτική τηλεόραση για μένα έδωσε μόνο τα πρώτα 10 χρόνια. Μετά διέλυσε στην κυριολεξία την ελληνική κοινωνία, δεν προσέφερε κανένα πολιτιστικό ή εκπαιδευτικό γεγονός, υποβίβασε τον ελληνικό λαό. Όλα χρειάζονται, όμως είχαμε φτάσει στο σημείο όλοι οι σταθμοί να παίζουν τα ίδια, δεν υπήρχαν διαφορετικές επιλογές, υπήρχε ένας συναγωνισμός του ίδιου, αναπαρήγαγαν σκουπίδια, σε μια προσπάθεια να δούνε ποιος θα φτάσει πιο βαθιά στον πάτο. Η τηλεόραση πρέπει να εκπαιδεύει, δεν γίνεται να είναι μόνο σκουπίδια και προπαγάνδα. Έπειτα, κατέστρεψε εργασιακά όλους τους κλάδους οι οποίοι ζούσαν μέσα απ’ αυτήν, σεναριογράφοι, τεχνικοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί”. Όσο για το ζήτημα των αδειών:
Αυτή η εικοσαετία της επίπλαστης ευημερίας ήταν τραγική για τον τόπο. Η αδειόδοτηση των καναλιών, έγινε με λάθος τρόπο, δεν θα έπρεπε να υπάρχει περιορισμός. Όχι ότι χρειαζόμαστε περισσότερα από 4 κανάλια, μην τρελαθούμε, στη Νιγηρία και τη Ζιμπάμπουε, γιατί σε αυτό το επίπεδο βρισκόμαστε, δεν έχει περισσότερα. Παρ’ όλα αυτά, ας ήταν απεριόριστος ο αριθμός, μ’ ένα σωστό και τίμημα και έλεγχο από εκεί και πέρα. Όποιος δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα, τέλος. Αυτές θα έπρεπε να είναι οι αρμοδιότητες του ΕΣΡ κι όχι να ανοίγει συζητήσεις για το αν η σάτιρα πρέπει να έχει μέτρο
Αν δεχόταν μια καλή πρόταση, θα επέστρεφε στην τηλεόραση, ή αυτή η πόρτα έχει κλείσει για τα καλά; “Πολύ δύσκολα, στο εξωτερικό βέβαια θα έπαιζα άνετα, είμαι μανιώδης φαν, βλέπω καμιά 40αρια ξένες σειρές. Και αμερικάνικες και γαλλικές και ιταλικές, αγγλικές. Οι Ιταλοί έχουν κάνει πρόσφατα για παράδειγμα μια συγκλονιστική σειρά η οποία είναι γυρισμένη στη Νάπολη και μιλάει για την Κόζα Νόστρα και τα μυστικά της. Εξαιρετικά γυρίσματα κι υπέροχοι ηθοποιοί. Θα μπορούσαμε άνετα να κάνουμε αντίστοιχο κι εδώ, αλλά προτιμάμε τα καραγκιοζιλίκια. Υποβιβάζουμε τους πάντες, τους άνδρες, τους γυναίκες, τους γκέι. Απορώ πως η κοινότητα των ομοφυλοφίλων δεν έχει ξεσηκωθεί μ’ αυτό το κοροϊδιλίκι και την ξεφτίλα της ελληνικής τηλεόρασης που τους παρουσιάζει μ’ αυτόν τον γελοίο τρόπο, σαν καρικατούρες. Στο εξωτερικό υπάρχει σεβασμός, μέτρο, όπως θα έπρεπε να είναι και στη ζωή. Είμαστε στο 2016, είμαστε μια ανεκτική κοινωνία, μαθαίνουμε γρήγορα, δεν γίνεται να υπάρχει ρατσισμός”.
Η κρίση ταυτότητας κι ο συστημικός Τσίπρας
Ακούγοντας τον Ακίνδυνο να αναφέρεται στα κακώς κείμενα της τηλεόρασης και της κοινωνίας γενικότερα, δεν ήθελε και πολύ να καταλάβω ότι έχει λόγο κι άποψη για όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας. Θεωρεί ότι οι ηθοποιοί, οι οποίοι έχουν και μια ευκαιρία παραπάνω για δημόσιο λόγο, πρέπει να αναλαμβάνουν και λίγο το έργο της αφύπνισης της κοινωνίας;
“Κοίτα να δεις, εγώ μεγάλωσα μαζί με σπουδαίους ηθοποιούς. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω. Βασίλης Διαμαντόπουλος, Γιώργος Λαζάνης, Ρένη Πιττακή, Μάγια Λυμπεροπούλου, Λευτέρης Βογιατζής, Δημήτρης Πιατάς, Ρήγας Αξελός, Αλέξης Σταυράκης. Οι ηθοποιοί τότε ήταν δεμένοι, αγαπημένοι, δεν υπήρχε ο σημερινός ανταγωνισμός, ήταν παρέες, κάνανε αντίσταση, διαπαιδαγωγούσαν όμως, δεν ξεσήκωναν χωρίς λόγο τους ανθρώπους, αλλά με ουσία. Προσπαθούσαν να δείξουν τι είναι χούντα, δικτατορία. Και τώρα το ζούμε, απλούστατα δεν ξέρουμε πώς να το μεταφράσουμε. Τότε ήταν γνωστά αυτά, υπήρχαν πολλές δικτατορίες στον κόσμο, ένας γενικός αναβρασμός”. Και σήμερα;
“Τώρα περνάμε κρίση ταυτότητας, λες ότι είσαι αριστερός κι έχεις δεξιές πεποιθήσεις, δεν υπάρχουν ιδεολογίες. Την ημέρα που έσβησε ο κομμουνισμός, μαζί του έσβησε κι ο καπιταλισμός, απλώς ο δεύτερος έχει μια φοβερή ικανότητα να επιβιώνει στην πτώση του. Να νομίζεις ότι υπάρχει όσο χάνεται. Χρειαζόμαστε κάτι καινούριο ιδεολογικά, το οικονομικό σύστημα έχει πάψει να είναι ανθρωποκεντρικό, τα κράτη δεν είναι εταιρείες κι οι άνθρωποι δεν είναι εργαζόμενοι. Χρειάζεται κοινωνική πρόνοια, παιδεία. Κάτι κάνουμε λάθος”. Ο ίδιος θα συμμετείχε ενεργά στα κοινά, ως ένας αγαπητός άνθρωπος της τέχνης που έχει πράγματα να πει; Γελάει πριν καν τελειώσω τη φράση μου.
“Δεν πιστεύω στους ανθρώπους της τέχνης, όλοι τέχνη κάνουν, ακόμη κι ο υδραυλικός, αρκεί να αγαπάει αυτό που κάνει. Πιστεύω πολύ στους νέους. Αυτοί που έχουν μεγαλώσει, έχουν μια τάση να τα καπελώνουν όλα κι εγώ αυτούς τους ανθρώπους τους φοβάμαι. Αν θέλουν να αναλάβουν οι νέοι και να έχουν ως συμβουλάτορες τους μεγαλύτερους, χωρίς όμως να τους δώσουν εξουσία, τότε ναι, θα ήμουν μαζί τους και μάλιστα πολύ ενεργά. Θα ήθελα έναν ακτιβιστή πιτσιρικά να αναλάβει τον Δήμο Αθηναίων και να πει ότι η Πανεπιστημίου θα γίνει πεζόδρομος”. Κι ο Τσίπρας ως πιτσιρικάς στον Δήμο Αθηναίων ξεκίνησε πάντως.
Κι ο Τσίπρας μέσα στο σύστημα μεγάλωσε όμως, θέλω ακτιβιστές, ανθρώπους που δεν ξέρουν από πολιτική. Οι εκτός συστήματος μόνο μπορούν να φτιάξουν ένα νέο σύστημα. Δεν μπορώ άλλο αυτό με τις φοιτητικές παρατάξεις, όλα είναι κομματικοποιημένα στη ζωή μας. Επειδή έχω υπάρξει και γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, συνδικαλιστής με λίγα λόγια, δεν έλεγα ποτέ ‘με έβγαλε αυτή η παράταξη’, ήμουν γραμματέας όλων των ηθοποιών. Δυστυχώς όμως, αυτό κάνουμε όλα αυτά τα χρόνια, μοιραζόμαστε σε Ολυμπιακούς-Παναθηναϊκούς, ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ, αριστερός-δεξιός, φτάνει πια
Τα βιβλία μέσα στο μυαλό του κι ο Αριστοφάνης
Κλείνοντας, ζητάω απ’ τον Ακίνδυνο να μου αποκαλύψει τα μελλοντικά του πλάνα.
“Θεατρικά είναι τα πλάνα μου, η μεταγλώττιση τρέχει, αν και περισσότερο σκηνοθετώ πλέον εκεί. Έπαιξα βέβαια πρόσφατα στο ‘Ψάχνοντας τη Ντόρι’ μετά από καιρό, έκανα το χταπόδι. Περιμένω να δω τι θα έρθει και όλη μου η θεατρική ψυχή έχει πέσει στην νέα ομάδα που φτιάξαμε. Έκλεισε μετά από 3 χρόνια τον κύκλο της η ομάδα ‘Θα Δούμε’ και τώρα ξεκίνησε τον κύκλο της το ‘Open Theater’, η τελευταία ομάδα στην οποία θα συμμετάσχω ως ιδρυτικό μέλος. Θα ανεβάσουμε τον ‘Χαρτοπαίκτη’ κι αυτό που μπορώ να πω είναι πως θα μπούμε υπό την αιγίδα του ιδρύματος Κακογιάννη, κάτι που μας τιμάει ιδιαίτερα. Ακόμη, έχουμε προτείνει στο φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου το καλοκαίρι να ανεβάσουμε την ‘Ειρήνη’, σεβόμενοι απόλυτα το κείμενο του Αριστοφάνη”. Θα τον δούμε σύντομα και στο ιστορικό αρχαίο θέατρο δηλαδή; “Η αρχαία Επίδαυρος είναι ένα όνειρο για μένα, την αγαπώ πολύ, όμως σαν σκηνοθέτης θέλω να δοκιμαστώ πρώτα εδώ, πριν περάσω στο βαρύ πυροβολικό, να με αποδεχτεί περισσότερος κόσμος σε μικρότερους χώρους κι αν ο κόσμος δώσει το ΟΚ, το επόμενο βήμα θα είναι η Επίδαυρος”. Σκοπεύει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του γράφοντας;
“Σενάρια δεν γράφω, δεν θέλω να μπαίνω σε χωράφια άλλων, υπάρχουν πολλοί που το κάνουν καλύτερα από μένα. Το να γράψω όμως μυθιστορήματα είναι το αμέσως επόμενο πλάνο μου, έχω ήδη στο μυαλό μου 3-4 βιβλία, απλά θεωρώ πως παρόλο που έκλεισα μισό αιώνα ύπαρξης πάνω στον πλανήτη, ακόμα είμαι μικρός για να τα εξιστορήσω. Υπάρχουν μέσα μου ολοκληρωμένα, θα έρθουν και στο χαρτί. Ακόμη, σε λίγες μέρες θα βγει στον αερά το νέο πρόγραμμα του Toc-Radio, της συνεργασίας δηλαδή του Θεάτρου των Αλλαγών με το Stage Radio, εκεί όπου θα συνεχίσω να κάνω εκπομπή κάθε Δευτέρα και Τετάρτη βράδυ τα μεσάνυχτα, ενώ στο ζωντανό πρόγραμμα θα κάνουν εκπομπή πολλοί καθηγητές και μαθητές, μιλώντας για θέατρο κι όχι μόνο”.