REVIEWS

Η 3η σεζόν ‘Black Mirror’ σε προκαλεί να της βάλεις λιγότερα από 5 αστεράκια

Τα νέα επεισόδια της σειράς ανθολογίας sci-fi τρόμου ντεμπουτάρουν στο Netflix κι εμείς γράφουμε για τα επεισόδια καθώς τα βλέπουμε.

Είχαμε ξαναγράψει πριν χρόνια για τους 2 πρώτους κύκλους της σειράς του Charlie Brooker ξεκινώντας, φυσικά, με την διάσημη πλέον παρατήρησή του περί του πώς το ‘Black Mirror’ είναι ιστορίες από ένα “σε λιγάκι από τώρα” μέλλον ή ακόμα κι ένα παρόν όπου κάτι αρχίζει και πηγαίνει χειρότερα.

Είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση σειράς που απέκτησε τεράστια φήμη: Δεν οφείλεται αυτό ούτε στην διαρκή παρουσία της, ούτε στον όγκο επεισοδίων της. Έχουν υπάρξει ως τώρα μόλις 7 επεισόδια, 3 το ‘11, 3 το ‘13 κι ένα σπονδυλωτό Χριστουγεννιάτικο το ‘14. 7 ιστορίες χωρίς κανένα κοινό μεταξύ τους πρόσωπο, κανένα χαρακτήρα που επιστρέφει, καμία αίσθηση κλιμάκωσης ή συνέχειας. Γιατί λοιπόν το ‘Black Mirror’ έχει καταφέρει να αποτελεί τόσο επίκαιρο σημείο συζήτησης, διαρκώς, εδώ και 5 χρόνια;

Η θεματική σίγουρα βοηθάει. Αυτές δεν είναι απλές ιστορίες τρόμου που μιλούν γενικώς για την ανθρώπινη κατάσταση με τον τρόπο που το έκανε το ορίτζιναλ αριστουργηματικό ‘Twilight Zone’. Είναι ένα update της σειράς του Rod Serling αλλά με ματιά ξεκάθαρα στραμμένη στις συνέπειες της ζωής με την τεχνολογία του σήμερα. Και θα έλεγε πως δεν υπάρχει απολύτως κανένα ζήτημα που να απασχολεί τον σημερινό δυτικό πολίτη από την τεχνολογία και τα social media. Όχι σε expert επίπεδο, αλλά σε καθαρά πρακτικό, καθημερινό. Υπάρχουν τεράστιες πληγές στην σημερινή κοινωνία, μα το τεχνολογικό άγχος είναι παρόν σε κάθε μας ενέργεια, σε κάθε μας διάδραση, σε κάθε μας ανάσα, είτε ασυναίσθητα είτε όχι.

Ο Brooker χτύπησε φλέβα δηλαδή, γιατί άρχισε να διηγείται ιστορίες τρόμου που είχαν απόλυτη βάση στο σήμερα δίχως να γράφονται με τη λογική κάποιου γερασμένου σεναριογράφου που θέλει απεγνωσμένα να μιλήσει στα Παιδιά Σήμερα. Ο Brooker δηλώνει πως οι ιστορίες αυτές δεν θέτουν την τεχνολογία ως μπαμπούλα, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος φέρεται αμήχανα κι αδέξια απέναντι σε όλες τις νέες αυτές δυνατότητες. Ο τρόμος στις ιστορίες του, λέει, δεν προέρχεται από την τεχνολογία την ίδια, αλλά από το πώς η τεχνολογία εντείνει κάθε ανθρώπινη πληγή και κάθε μικρή ανηθικότητα.

Είναι ενδιαφέρουσα οπτική έστω κι αν αυτό δεν βγαίνει πάντα προς τα έξω. Επειδή ο Brooker γράφει πρωτίστως concept και έπειτα ανθρώπους γύρω από αυτό, η εστίασή του είτε το θέλει είτε όχι πέφτει πάντα στην Μεγάλη Τεχνολογική Ιδέα. Δεν είναι απόλυτο αυτό, άλλοτε πετυχαίνει διάνα κι άλλοτε όχι. Όταν πετυχαίνει, τα αποτελέσματα είναι ανατριχιαστικά και αξέχαστα, και εκεί οφείλεται η διάρκεια της παρουσίας του ‘Black Mirror’ στη συλλογική μας ματιά. Και είναι, αλήθεια, ένας άνθρωπος με ανοιχτές κεραίες στο τι συμβαίνει και στο γιατί. Το ‘Waldo Moment’ είναι ένα κακό επεισόδιο, αλλά στα γιατί της ανόδου Trump δεν είχε πολύ άδικο. Το ‘White Bear’ και το ‘National Anthem’ είναι από εκείνες τις ιστορίες τρόμου που δεν ξεκολλάνε από μέσα σου με τίποτα και που, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, τις βλέπεις διαρκώς γύρω σου σε μικρά ή μεγάλα σημάδια.

(Το αγαπημένο μου όλων των ως τώρα επεισοδίων είναι το ‘The Entire History of You’ που, όχι τυχαία, δεν έχει γραφτεί από τον Brooker, και είναι το σπάνιο επεισόδιο της σειράς που νιώθεις πως όντως ξεκινάει από ένα βαθιά ανθρώπινο και δεν αφήνει ποτέ το high concept να πάρει πλήρως τον έλεγχο της ιστορίας.)

Το Netflix λοιπόν, που δεν έχει δει ακόμα μπροστά του σειρά μεγάλων streaming αριθμών που να μη θέλησε να κάνει δική του, πήρε το ‘Black Mirror’ από το αγγλικό Channel 4 και παρήγγειλε ένα νέο σετ 12 επεισοδίων. Σε όλο αυτό το ενδιάμεσο διάστημα, οι αναφορές στη σειρά συνέχισαν να πληθαίνουν, ιδίως όταν κάτι δημόσιο συνέβαινε με τρόπο που να έκανε το ‘Black Mirror’ να μοιάζει με προφητεία. Αυτή η πορεία αφήνει τα νέα επεισόδια σε ένα περίεργο μέρος. Πόσο εύκολο είναι εξάλλου, να φαίνεται πως διαρκώς είσαι μπροστά και δεν πατάς απλώς σε τωρινά trends;

Θα το διαπιστώσουμε σταδιακά καθώς βλέπουμε τα νέα επεισόδια. Η 3η σεζόν 6 επεισοδίων έκανε μόλις πρεμιέρα στο Netflix. (Τα υπόλοιπα 6 επεισόδια θα σχηματίσουν την 4η σεζόν.) Καθώς τα βλέπουμε θα προσθέτουμε τη γνώμη μας παρακάτω. Αυτονόητα, ακολουθούν spoilers για τα επεισόδια που συζητάμε.

***

Nosedive

Αν είχα στη διάθεσή μου 6 επεισόδια κι ένα από αυτά το είχε σκηνοθετήσει ο Joe Wright (‘Atonement’, ‘Hanna’, ‘Anna Karenina’) τότε ναι, λογικό, κι εγώ αυτό θα έβαζα πρώτο, εφόσον η σειρά των επεισοδίων ανθολογίας δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία.

Ωστόσο είναι ένα πολύ περίεργο επεισόδιο ως επανεισαγωγή του ‘Black Mirror’ στο κοινό, μέσα κιόλας από ένα νέο μέσο. (Κι όχι μόνο επειδή είναι το δραματικό ριμέικ του MeowMeowBeenz επεισοδίου του ‘Community’ που δεν ξέραμε ότι θέλουμε.) Πολύ απλά, δεν είναι εντελώς ταιριαστό σε τόνο και ουσία με αυτό που κάνει συνήθως ο Brooker. Αρχικά, είναι πανέμορφο κι αυτό πάντα σώζει πολλά πράγματα- ο Wright έχει οπτικοποιήσει έναν πλαστικό κόσμο social λαμπερών φίλτρων σαν κάτι αυθεντικά ενοχλητικό, αλλά χωρίς να μοιάζει απαραιτήτως ψεύτικο. Είναι καλή ισορροπία αυτή, γιατί οι κόσμοι που φαντάζεται το ‘Black Mirror’ πρέπει πάντα να νιώθεις πως είναι αληθινοί. Πως είναι, πιθανώς, ο δικός μας.

Εδώ λοιπόν, η Bryce Dallas Howard παίζει μια κοπέλα που αγωνιά να ανεβάσει τον μέσο όρο κοινωνικής αποδοχής της, κάτι που πλέον οι πάντες έχουν σαν rating δίπλα στο κεφάλι τους μέσα από ένα φίλτρο ματιού που κάνει τον κόσμο να φαίνεται σαν thread σχολίων στο google play. 5 αστεράκια από τον τάδε επειδή “teleio paixnidi!” και 1 από κάποιον ανώνυμο επειδή “ΕΝΤΕΛΩΣ ΜΑΛΑΚΙΑ..” κλπ. Σε αυτή την εκδοχή του κόσμου, τα πάντα κρίνονται βάσει αυτού του rating. Υπάρχουν υπηρεσίες που δεν είναι διαθέσιμες στους χαμηλού ranking, υπάρχουν περιφραγμένες κοινότητες που ανοίγουν μόνο σε 4.5/5 και πάνω. Γενικά το να μη σου βάλει κάποιος 5 θεωρείται πρσβλητικό με τον ίδιο τρόπο που οι φανς μιας ταινίας εξαγριώνονται όταν κάποιος βάλει “μόνο” 3 αστεράκια, ας πούμε. Η Lacie θέλει να γίνει 4.5 (είναι 4.2) και γρήγορα. Φυσικά όλα αρχίζουν να πηγαίνουν κατά διαβόλου, το λέει κι ο τίτλος του επεισοδίου κιόλας, και το γκρεμοτσάκισμα του rating της έρχεται μαζί με μια διογκούμενη αίσθηση απελευθέρωσης. (Σε κάνει να σκέφτεσαι.)

Το βασικό πρόβλημα του επεισοδίου είναι ότι είναι απίστευτα προβλέψιμο από την αρχή ως το τέλος, δεν υπάρχει τίποτα που δεν ξέρεις πως θα συμβεί. Είναι τόσο καλογυρισμένο από τον Wright και παιγμένο από την Bryce Dallas Howard που ποτέ δεν ένιωσα να χάνω το ενδιαφέρον μου κι αυτό από μόνο του σίγουρα είναι αξιοσημείωτο. Όμως δεν αμφιβάλεις ποτέ ούτε για τη διαδρομή, ούτε για το επιμύθιο. Μου έλειψε μια ευρύτερη εξερεύνηση του πώς είναι σχηματισμένη η κοινωνία σε αυτό το σενάριο. Ποιο ρόλο παίζει ας πούμε η τάξη σε όλο αυτό; Είναι κάτι που έχει εξαλειφθεί πλήρως και αντικατασταθεί από αστεράκια; Όσο για το τηλεγραφημένο φινάλε, φυσικά και βρίσκει τη Lacie σε υποψία θριαμβευτικού χαμόγελου καθώς, ξεβρασμένη από το σύστημα κοινωνικής κατάταξης, νιώθει την απελευθέρωση να βρίσει και να φωνάξει.

Και μόνο το ότι το κλείσιμο δείχνει προς κάποιου είδους happy end είναι περίεργο, ειδικά έτσι όπως (δε) στέκεται το επεισόδιο δίπλα στα υπόλοιπα της σειράς. Κι αν η απόδραση από την φρικιαστική αυτή κοινωνική νόρμα σημαίνει μια κάποια απελευθέρωση, πώς αυτό στηρίζει λοιπόν την αποστολή του Brooker να μιλήσει για τα βασικά ανθρώπινα πάθη σε αντίθεση με τη δαιμονοποίηση της τεχνολογίας και της social κοινότητας; Και πάλι λοιπόν, όχι τυχαία, η διαφορά είναι εμφανής όταν o Brooker παραδίδει τη συγγραφική ευθύνη αλλού- το επεισόδιο γράφουν οι Michael Schur (‘The Good Place’) και Rashida Jones. Αρκετά επίπεδο, πολύ όμορφο, εντελώς προβλέψιμο, ασταμάτητα ενδιαφέρον. Καλωσήρθες πίσω, ‘Black Mirror’, αλλά πάμε για κάτι πιο αιχμηρό παρακάτω.

Playtest

Ένα από τα ωραία με το ‘Black Mirror’ είναι το πόσο διαφορετικά πράγματα αρέσουν στον καθένα με αποτέλεσμα να έχεις ακραία διαφορετικές κατατάξεις των επεισοδίων. Έχω ήδη μιλήσει με φίλους που έχουν δει μερικά επεισόδια της 3ης σεζόν και έχω ακούσει από “τέλεια όλα τα πρώτα” μέχρι “ευτυχώς έφτασα στο 4ο γιατί ως τότε μηδέν” κι από “ωραίο το πρώτο, βαρέθηκα στο δεύτερο” μέχρι “προβλέψιμο το πρώτο, τέλειο το δεύτερο”. Φασάρα.

Ενιγουέι, προσωπικά από το πρώτο μισό της σεζόν που έχω ήδη δει, το 2ο επεισόδιο είναι μακράν εκείνο που μου άρεσε περισσότερο. Έχει και πάλι το πρόβλημα του ‘Nosedive’ ως προς το πόσο προβλέψιμο είναι, όμως υπό κάποιες συνθήκες η προβλεψιμότητα μπορεί να λειτουργεί υπέρ μιας ιστορίας. Στο ‘Nosedive’ ας πούμε απλά περίμενα να φτάσουμε εκεί που ήξερα πως θα φτάσουμε. Στο ‘Playtest’ έτρεμα πως θα φτάσουμε εκεί που ήξερα πως θα φτάσουμε.

Αρχικά, ο Brooker, εδώ ξανά στη σόλο συγγραφή, παίρνει την ιδέα της augmented reality και την πηγαίνει στη φυσική της εξέλιξη. Αν αντί να βλέπεις τα Πόκεμον μέσα από την οθόνη, τα βλέπεις όντως γύρω σου; Γενικά είναι κάπως αναπόφευκτο αυτό, νομίζω, όμως οι πόντοι που παίρνει το επεισόδιο έρχονται από το πόσο οργανικά και αποτελεσματικά αυτή η υπόθεση γίνεται αυθεντική ιστορία τρόμου.

Πίσω από την κάμερα ο Dan Trachtenberg του πολύ καλού ‘10 Cloverfield Lane’, παίρνει τον κεντρικό του, αρκετά ανυπόφορο tbh, ήρωα και τον οδηγεί σε ένα απομονωμένο σπίτι φαντασμάτων το οποίο είναι τρομακτικό επειδή σου δηλώνει εξαρχής όχι απλά ότι είναι σπίτι φαντασμάτων, αλλά και υπό ποιες συνθήκες. Υπό το μανδύα του concept της εκτεταμένης πραγματικότητας, που μεταπηδά από το whack-a-mole στο Fear, Itself, ο Brooker κι ο Trachtenberg μας οδηγούν σε μια παγίδα με την πλήρη συγκατάθεσή μας. Όπως ακριβώς λένε στον πρωταγωνιστή τους, έτσι λένε και σε εμάς: Αυτό που θα ακολουθήσει είναι μια στιγμή απομόνωσης με όλους σου τους φόβους. Είσαι σε μια παγίδα οικειοθελώς. Και θα υπάρξουν μπαμπούλες. Δεν είναι ένα τεστ αντίληψης, είναι ένα τεστ αντοχής.

Όταν έσκασε ο μπαμπούλας-bully από το σχολείο εκεί στις σκάλες, κι επειδή ήταν πασιφανές πού πήγαινε όλο αυτό, κι επειδή ήταν 2μιση το βράδυ σε ένα θεοσκότεινο σπίτι που το έβλεπα, κι επειδή κοίταξα πόσο έχει ακόμα κι έλεγε 22 λεπτά, ομολογώ πως το έκοψα στη μέση και το συνέχισα το πρωί. Μπράβο, επεισόδιο, τα κατάφερες! Συν ένα αστεράκι από μένα. (Σόρι, ‘Nosedive’.)

Το γεγονός πως το επεισόδιο αφιερώνει τόσο μεγάλο μέρος του σε βασικά character-building στοιχεία στην αρχή το κάνει προφανές πως τα πάντα θα επιστρέψουν για να στοιχειώσουν τον πρωταγωνιστή, και δεν είναι ίδιαίτερα δύσκολο να μαντέψεις το πώς. (Αν ένα τηλέφωνο δονείται και κάνει παρεμβολές τη στιγμή ακριβώς που κάνει load το Πρόγραμμα Από Την Κόλαση, ξέρεις πως αυτή είναι μια στιγμή στην οποία θα επιστρέψουμε αργότερα, υπό φρικτές συνθήκες.) Τα επίπεδα μπλόφας του τέλους του επεισοδίου είναι φυσικά εξυπνακισμός σε μεγάλο βαθμό, αλλά αυτό δε με πείραξε γιατί το επεισόδιο με είχε προετοιμάσει κατάλληλα. Κι επίσης, πολλά από τα πιο εφετζίδικα ‘Twilight Zone’ επεισόδια λειτουργούσαν με τον ίδιο αποπνικτικά ανατρεπτικό τρόπο στο τέλος, αφαιρώντας κάθε ίχνος ελπίδας και ανθρωπιάς από τις διεργασίες.

Το ότι έχασα κλήση στο κινητό από τη μητέρα μου την ώρα που έγραφα αυτές ακριβώς τις γραμμές, θα το αφήσω ασχολίαστο.

Shut Up and Dance

Αν ως τώρα το περιτριγυρίζαμε τώρα ναι, είμαστε αναμφίβολα σε 100% ‘Black Mirror’ περιοχή. Ο James Watkins (του ‘Eden Lake’) σκηνοθετεί την πιο αναγνωρίσιμα ‘εδώ και τώρα, στον κόσμο γύρω μας’ ιστορία της σεζόν ως τώρα. Νομίζω η σειρά αντλεί πολύ μεγάλο μέρος της γοητείας της από το γεγονός πως μπορεί  αρκετές φορές να τοποθετήσει έναν τεχνο-εφιάλτη ακριβώς στο μέσον του τωρινού μας κόσμου, δίχως καν να τον αλλοιώσει. Στο ‘Shut Up and Dance’ δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα που να μην είναι θεωρητικά δυνατόν να συμβεί τώρα, αύριο. Τι αύριο δηλαδή, χτες. Έχει συμβεί.

Το ζήτημα είναι βέβαια τι κάνουμε με αυτά τα υλικά. Γιατί στην εποχή του fappening και των wikileaks , η άντληση προσωπικών δεδομένων από μια σφαίρα ιδιωτικότητας που φλερτάρει επικίνδυνα με τη δημόσια, δεν είναι κάτι ιδιαίτερα προβοκατόρικο. Όταν συνειδητοποίησα πως αυτό είναι το hook αυτής της ιστορίας, απογοητευτικά, αναρωτήθηκα αν αυτό είναι όλο.

Η ιδέα είναι πως ένας πιτσιρικάς αυνανίζεται στο laptop του και μια μυστηριώδης οργάνωση κρατά το υλικό και τον απειλεί, όπως συμβαίνει -μαθαίνουμε στην πορεία- και με ένα σωρό άλλους ανθρώπους. Άλλη έχει e-mail που την κάνουν να φαίνεται ρατσίστρια. Άλλος έχει ένοχο οικογενειακό μυστικό. Κλπ. Ο πιτσιρικάς, ένας αγχωτικό υποβλητικός Alex Lawther, ακολουθεί τις διαταγές-απειλές των αγνώστων μέχρι τελείας, αλλά δεν υπάρχουν περισσότερα εκεί. Το ‘Shut Up and Dance’ είναι το πρώτο φετινό επεισόιο που νιώθω πως θα κέρδιζε περισσότερο αν είχε τη διάρκεια ενός ημίωρου ‘Twilight Zone’, αντιθέτως εδώ φουσκωμένο στη σχεδόν μία ώρα γίνεται γρήγορα μια αναμενόμενη διαδικασία ως το φινάλε.

Τα ενδιάμεσα επεισόδια που τεντώνουν την αφήγηση συμπεριλαμβάνουν το πέρασμα από την πλοκή του Jerome Flynn του ‘Game of Thrones’, στον οποίο ξεκάθαρα λείπει ο Jaime Lannister. Είναι πολύ στεναχωρημένος. Οι δυο τους οδηγούν σε μια ληστεία, σταματούν σε βενζινάδικο όπου τους φορτώνεται μια γνωστή του Bronn (λυπηθείτε μας) και γενικά σκοτώνουμε χρόνο μέχρι να φτάσουμε στο ζουμί: Μια συνάντηση στο δάσος ανάμεσα στον πιτσιρικά κι έναν άντρα που ομολογεί πως κοίταζε φωτογραφίες μικρών παιδιών. “Πόσο νεαρά;;;” του φωνάζει στην πιο ανατριχιαστική στιγμή του επεισοδίου. Στιγμές αργότερα, όποιοι ή όποιος ή όποια έλεγχε όλους αυτούς τους ανθρώπους τόση ώρα σα μαριονέτες (και χαίρομαι που δεν λάβαμε ούτε κίνητρα ούτε σκοπό για όλο αυτό το τσίρκο) απελευθερώνει κάθε κομμάτι πληροφορίας, καταστρέφοντας τις ζωές όσων απειλούσε, σαν έναν Mr. Robot-εκδικητής.

Μεταξύ αυτών, και το βίντεο που δείχνει πως ο Kenny κοίταζε κι εκείνος μικρά παιδιά. Yikes. Αυτό δεν το είδα να έρχεται.

Εδώ ο Brooker με έπιασε απροετοίμαστο, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν μου άρεσε η απόφασή του. Αφενός, η αποκάλυψη για τον Kenny ήταν μάλλον η πρώτη αυθεντικά ανατριχιαστική (πέραν του “μπου!” επιπέδου του επεισοδίου ‘Playtest’) στιγμή της σεζόν, όμως νιώθω πως υποβαθμίζει το ό,τι ήταν αυτό που επιχειρούσε να πει το επεισόδιο. Φυσικά δε νομίζω πως ο Brooker σκόπευε να κάνει ένα κήρυγμα για τους κινδύνους του e-mail ή του να, δεν ξέρω, κατεβάζεις απρόσεχτος anti-virus. Το επεισόδιο έπαιζε περισσότερο ως μια σπουδή πάνω στην ενοχή. Σε όλη τη διάρκεια το έβρισκα πολύ ενδιαφέρον το πώς ο Kenny βίωνε τέτοιο βαθμό ενοχής ενώ το ‘αμάρτημά’ του ήταν κάτι παντελώς κοινότυπο και φυσικό. Ήταν σαν ο Brooker να επιχειρούσε να πει για το πώς οι κοινωνικές επιταγές προσδιορίζουν την προσωπική ενοχή, και το πώς αυτό το αντιλαμβάνεται διαφορετικά ο καθένας.

Μα με το να αποκαλύπτει τον Kenny ως αληθινό αμαρτωλό, υποσκάπτει ό,τι έφτιαχνε τόση ώρα. Ποιο το νόημα να τιμωρηθούν κατά κάποιο τρόπο άνθρωποι που είχαν όντως, αληθινά, ουσιαστικά, κάτι να κρύψουν; Αυτοί φυσικά και θα ένιωθαν ενοχές. Φυσικά και θα φοβόντουσαν. Φυσικά και θα έτρεχαν να καλυφθούν. Άρα, πού γυρνάμε; Στο κακό και γεμάτο κινδύνους ίντερνετ;

Fair enough, αλλά αυτό θα ήταν ένα εντελώς διαφορετικό επεισόδιο. Το ‘Shut Up and Dance’, έτσι όπως είναι φτιαγμένο, διαθέτει 2-3 αυθεντικά ανατριχιαστικές στιγμές, αλλά σαν σύνολο είναι ένα επεισόδιο δίχως στόχο και αίσθηση της θεματικής του.

San Junipero

“How the hell is this your era?”

Την καταλαβαίνω την Yorkie. Με τα πολλά καταφέρνει να ξαναβρεί την Kelly στο 2002, να παίζει Dance Dance Revolution ακούγοντας Kylie Minogue και απορεί. Ζώντας τη στιγμή των ‘80s εν έτει 2016 δεν είναι δύσκολο να νιώσεις μια περίεργη σύνδεση με τις ηρωίδες του ‘San Junipero’. Είναι σαν η κουλτούρα μας να έχει συλλογικά αποφασίσει πως η πλαστή κινηματογραφική αθωότητα της εποχής εκείνης θα συμβολίζει για πάντα το ασφαλές μέρος στο οποίο θα τρέχουμε να κρυφτούμε όταν ο κόσμος γίνεται δύσκολος.

Η ιδέα ενός ψηφιακού κόσμου για νεκρούς δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο, το έχουμε δει σε παραλλαγές πολλές φορές, από αγγλικό sci-fi μέχρι ελληνικά κόμικς έχουν παίξει τα τελευταία χρόνια με το concept, όμως εδώ ο Brooker ξεφεύγει από την γενική ιδέα ενός άχρονου, ψηφιακού παραδείσου αναζητώντας το safe haven στην νοσταλγική ανάπλαση. Η διαφυγή σε εποχές που έχει ο καθένας συνδέσει μέσα του με έννοιες όπως της ασφάλειας ή την αθωότητας είναι πράγματι μια από τις πιο ισχυρές δυνάμεις της φύσης και φυσικά, ναι ο Παράδεισος δε θα έμοιαζε ποτέ με καταπράσινα λιβάδια σε εξοχές, αλλά για τη γενιά που έκανε φαινόμενο το ‘Stranger Things’ και ήρωα τον Ferris Bueller θα έμοιαζε με ένα νυχτερινό ‘80s κλαμπ, φυσικά.

Το επεισόδιο ξεκινά ανάποδα από ό,τι συνήθως τα ‘Black Mirror’, όχι συστήνοντάς μας ένα concept από έξω και βουτώντας ύστερα μέσα του εξερευνώντας τις συνέπειες μέχρι άκρων. Αλλά ξεναγώντας μας σε μια πρώτου προσώπου βόλτα στον κόσμο αυτό όπου, με το καλημέρα, δεν είναι σαφές τι ακριβώς παρακολουθούμε. Μια καλοδεχούμενη αλλαγή ρυθμού: Κάνοντας το concept σημείο εκκίνησης και βασικής σύνδεσης και παρουσιάζοντάς το όχι ως εξωτερική απειλή αλλά ως μέρος γνωριμίας και σύστασης των κεντρικών μας ηρωίδων, ο Brooker γράφει το δικό του ‘An Entire History of You’. Ένα high concept αισθηματικό sci-fi δράμα για δυο γυναίκες που προσπαθούν να βρουν η μία την άλλη μέσα από (νοητικά, αλλά τι διαφορά έχει) ταξίδια σε μέρη και εποχές, που ανατρέχουν σε ασφαλείς γωνίες της μνήμης για να ξεφύγουν από ό,τι τις κρατάει πίσω. Το “Can you just make this easy for me” είναι όσο αφοπλιστικά ειλικρινές κάλεσμα πάθους και ζωής μπορούσε να έχει υπάρξει.

Η Mackenzie Davis (που σε αυτό το σημείο με κάνει πια να τσαντίζομαι που δε βλέπω ‘Halt and Catch Fire’) είναι φανταστική ως αβέβαιη Yorkie, στις πρώτες τις σκηνές (όπου το επεισόδιο έξυπνα, υπέροχα, δεν προσφέρει κανένα απολύτως context) μοιάζει με ανδροειδές που μαθαίνει πώς να ζει. Τελικά, είναι ένα άνθρωπος που δεν πρόλαβε ποτέ να ζήσει- μέχρι τώρα. Εξίσου καλή η Gugu Mbatha-Raw, μια δύναμη της φύσης ως Kelly, μια γυναίκα που φαίνεται να ζει σα να μην υπάρχει αύριο επειδή, φυσικά, όντως για αυτήν δεν υπάρχει.

Όταν σταδιακά αποκαλύπτεται η πληρης φύσης της ύπαρξης και της σχέσης των δύο γυναικών, αυτό που ως τότε έμοιαζε ως ένα γλυκό παιχνίδι μνήμης, θάρρους και πάθους, μετατρέπεται σε ένα γλυκόπικρο love story που αναρωτιέται τι σημαίνει το να είσαι εδώ, το να έχεις υπάρξει, και -γενικότερα, ας πούμε- από πού έρχεται η ευτυχία. Η σκηνή της νύχτας του γάμου, με το ρολόι να πλησιάζει τις 12 και την Kelly να παραδίδει με το συγκινητικό της μονόλογο την εξήγηση του γιατί δε θέλει την αιώνια ζωή; Με είχε. Εννοώ, σε εκείνο το σημείο με έπεισε. Ούτως ή άλλως μισώ τη νοσταλγία ακριβώς λόγω του πόσο εύκολα σε καταπίνει. Όποτε με ρωτάνε σε ποιο σημείο του παρελθόντος θα ήθελα να ζήσω/ταξιδέψω, πάντα λέω το μέλλον. Η ιδέα του να ζω για πάντα σε κάτι που έχει τελειώσει, μου μοιάζει εφιαλτική.

Όμως ένας εφιάλτης μπορεί να έχει πανέμορφα χρώματα και γνώριμη ζεστασιά και έναν έρωτα που κρατά για πάντα. Η Kelly έχει δίκιο όταν λέει πως δεν θέλει κάτι αιώνιο στο οποίο τίποτα δεν έχει κόστος, μα ταυτόχρονα η υποχώρησή της την τελευταία πιθανή στιγμή είναι εντελώς ανθρώπινη. Ο Brooker, επειδή είναι ο Brooker, δε μπόρεσε να αντισταθεί στον εαυτό του και να κλείσει αντιπαραβάλοντας κάτι προφανές (η συναισθηματικά φορτισμένη ειρωνία του ‘Heaven is a Place on Earth’) μέ κάτι αναμενόμενο (την ψυχρή εξωτερική ματιά της ‘όλα είναι data’ αποθήκης), όμως ό,τι χρειαζόταν το είχε πει ήδη ως τότε.

Το ‘San Junipero’ είναι μια πανέμορφη ερωτική ιστορία για την ελπίδα, τον θάνατο, τις ανθρώπινες συνδέσεις, τις ανθρώπινες αδυναμίες, την ασφάλεια της νοσταλγίας, την παγίδα της νοσταλγίας, και το πώς μπορεί το ίδιο πάθος να μας σπρώχνει μπροστά ή να μας τραβά πίσω. Δεν έχει την άμεσα σοκαριστική υφή των διασημότερων επεισοδίων από τις πρώτες σεζόν της σειράς (‘National Anthem’, ‘White Bear’) αλλά πιστεύω πως ως προσέγγιση και φιλοδοξία είναι πιο πλούσιο από ό,τι άλλο έχει γράψει ο Brooker ως σήμερα.

Men Against Fire

Maximum ‘Black Mirror’ vibes alert!

Δεν το λέω αρνητικά ή θετικά, αλλά αυτό το επεισόδιο όσο πιο πολύ το έβλεπα τόσο πιο γνώριμο μου φαινόταν στο πλαίσιο της σειράς. Μια ζοφερή εκδοχή της κατά τα άλλα πλήρως αναγνωρίσιμης σημερινής μας πραγματικότητας, με μικρές διαφοροποιήσεις που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν πραγματικότητα εδώ και τώρα. Ομοίως με το ‘Shut Up and Dance’ δηλαδή. Κι όπως και σε εκείνο το επεισόδιο, έτσι κι εδώ η εξέλιξη δεν έκρυβε τρομερές εκπλήξεις. Στρατιώτες καλούνται να εξολοθρεύσουν πληθυσμούς επονομαζόμενους ως Roaches, που στο μάτι φαίνονται όσο εχθρικοί ακούγονται. Πρέπει οπωσδήποτε να είναι εχθροί, σωστά;

Άρα προφανώς και οι Roaches είναι κανονικοί άνθρωποι που απλά είχαν την ατυχία να γεννηθούν στη λάθος πλευρά του πολιτισμού. Ο στρατός απλώς μασκαρεύει τον τρόπο που οι στρατιώτες βλέπουν τους ‘απέναντι’, ώστε να αφαιρείται κάθε πιθανή απόχρωση ηθικού ζυγίσματος. Βλέπεις ένα τέρας, πατάς το κουμπί.

Το επεισόδιο είναι αρκετά προβλέψιμο ως προς της θεματική του όσο και προς τον τρόπο που τελικά καταλήγει σε δραματική λύση, όμως αυτό δεν του αφαιρεί απαραιτήτως τη δύναμή του. Είναι μια εξαιρετικά επίκαιρη ιστορία σε μια στιγμή (από τις απάνθρωπα πολλές στην πορεία της Ιστορίας) που πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καν δυσκολία να δουν τους ‘ξένους’ ως τέρατα. Αυτή η sci-fi αλληγορία του Brooker μοιάζει σκληρή αλλά στην πραγματικότητα δεν πλησιάζει καν σε φρίκη την πραγματικότητα.

Σε κάθε περίπτωση, ένα δυνατό επεισόδιο, παρόλο που δεν κρύβει εκπλήξεις κάνοντας μεγάλο μέρος της διάρκειάς του να μοιάζει κάπως φλύαρο. Σε επεισόδια σαν αυτό σκέφτομαι το περσινό Χριστουγεννιάτικο special της σειράς, το οποίο σε μια ώρα και κάτι χώρεσε 3+1 short ιστορίες τεχνο-φρίκης, σε φορμάτ και διάρκεια που πιστεύω πως αναδεικνύει πολύ πιο αποτελεσματικά τις αρετές των σεναρίων του Brooker. Πολλά από τα επεισόδια του ‘Black Mirror’ θα είχαν να κερδίσουν αν είχαν πιο ‘Twilight Zone’ διάρκεια (όχι όλα- αρκετά, όμως) κι ετούτο νιώθω πως είναι ένα από αυτά.

Δυο σημειώσεις ακόμα. Πρώτον: Ariane Labed! Πώς δεν το ξέραμε αυτό ότι έρχεται; Η πρωταγωνίστρια της Αθηνάς Τσαγκάρη και του Γιώργου Λάνθιμου (και σύντομα συμπρωταγωνίστρια του Michael Fassbender) κάνει μια σχετικά σύντομη αλλά ουσιαστική εμφάνιση στο επεισόδιο, τη στιγμή της αποκάλυψης της αλήθειας. Δυνατό.

Επίσης, σχετικά με τη σειρά εμφάνισης των επεισοδίων. Για άσχετους λόγους, είδα πρώτα αυτό και μετά το ‘San Junipero’, όμως η σειρά με την οποία τα έχει τοποθετήσει το Netflix είναι σωστή. Τα ‘Playtest’, ‘Shut Up and Dance’ και ‘Men Against Fire’ είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλα τους αρκετά αναγνωρίσιμα ως εδώ-και-τώρα sci-fi ματιές στον κόμο, και η απόλυτη έκπληξη του ‘San Junipero’ στο ενδιάμεσο (το σπάνιο ‘Black Mirror’ επεισόδιο που δεν τοποθετείς με το καλημέρα σε μια στιγμή ή σε ένα αφηγηματικό ύφος) βοηθάει θεωρώ το ρυθμό θέασης.

Hated in the Nation

Well, τώρα ξέρουμε ποιος πρέπει να γράψει οπωσδήποτε επεισόδιο αν και όταν υπάρξει επόμενη αναβίωση των ‘X-Files’. Ο Charlie Brooker γράφει ένα διπλής διάρκειας επεισόδιο με σημείο εκκίνησης τη δυναμική των Mulder/Scully (μία πράκτορας σκεπτική, η τρομερή Kelly McDonald, η κορυφαία προφορά της παγκόσμιας τηλεόιρασης, και μία πολύ πιο μες στα tech πράγματα, η Faye Marsay, που αν σπας το κεφάλι σου να τη θυμηθείς, είναι η Waif από το ‘Game of Thrones’) αλλά τοποθετημένο σε μια ‘Black Mirror’ εκδοχή της Σκανδιναικής τηλε-νουάρ πραγματικότητας.

Η επιβλητικότητα του setting και η δυναμική των χαρακτήρων παίζει μεγάλο ρόλο στο να μας κρατήσει ένα επεισόδιο ενδεχομένως αχρείαστα μεγάλης διάρκειας όσο και μάλλον εμφανούς πορείας της πλοκής. Μέχρι ενός σημείου δηλαδή, αλλά θα επανέλθω σε αυτό. Η κεντρική ιδέα, όπως και στο ‘Shut Up and Dance’, είναι εντελώς αναγνωρίσιμα σημερινή. Εκείνο μιλούσε για την παραβίαση της online ιδιωτικότητας κι ετούτη για τις οργισμένες μάζες. Και για ρομποτικές μέλισσες-δολοφόνους βέβαια, αλλά αυτό δεν κάνει τον κόσμο του επεισοδίου λιγότερο αναγνωρίσιμο ως δικό μας.

Αυτό που ξεχωρίζει το ‘Hated in the Nation’ και το βάζει ένα σκαλοπάτι παραπάνω από πιθανώς όλα τα επεισόδια της σεζόν (πλην του ‘Sani Junipero’ βέβαια), είναι το ότι πετυχαίνει απόλυτα την αποστολή του Brooker, να μιλήσει για μια ανθρωπότητα ανήμπορη να μη βρει το χειρότερη δυνατή πτυχή σε κάθε εργαλείο που η εξέλιξη μας έχει χαρίσει. Το επεισόδιο, μέσα από την αναμενόμενη πορεία του στην πρώτη μια ώρα και κάτι, καταφέρνει να παρουσιάσει μια ακολουθία από σκηνικά στα οποία οι πάντες αποτυγχάνουν ηθικά. Κι όπως και στο ‘Dance’, υπάρχει ένας τιμωρός που βλέπουμε από ελάχιστα ως καθόλου, εκεί για να αποδώσει δικαιοσύνη, αλλά εδώ σε ένα επίπεδο πολύ πιο ενδιαφέρον δραματουργικά, κάνοντας την ίδια τη μάζα τιμωρό (σε ένα εκπληκτικό τελικό twist που ξεκάθαρα δεν το είδα να έρχεται) κι έπειτα τιμωρώντας την επειδή είχε το ηθικό θράσος να απαιτήσει τιμωρία.

Ναι, μιλάει για το πώς οι online λέξεις μετράνει ή για το πώς τα social εργλεία μπορούν να εντείνουν τις χειρότερες προδιαθέσεις μας, αλλά το επεισόδιο κερδίζει επειδή αυτή η ιστορία ηθικού τρόμου που αφηγείται, λειτουργεί ακόμα κι αν της αφαιρέσεις το sci-fi στοιχείο, σε ένα πολύ βασικό επίπεδο. Δεν είναι μια ιστορία για το πώς η τεχνολογία θα μας αφανίσει, είναι μια ιστορία για το πώς είμαστε έτοιμοι να αλληλοαφανιστούμε.

Και η αντιπαραβολή του online σμήνους με το αόρατο hive mind, με ένα actual φονικό κατευθυνόμενο σμήνος είναι τόσο ξεκαρδιστικά προφανής που ειλικρινά, να σας πω; Τη σέβομαι. Δηλαδή γέλασα, αλλά τη σέβομαι.

Και, ναι, το φινάλε μέ κέρδισε. Προτιμώντας να μας αφήσει στο μέσο  (ή στην αβεβαιότητα;) μιας εν εξελίξει εκδίκησης, που θολώνει ακόμα περισσότερο το μήνυμα, παρά να προσφέρει κάποιο άλλο επιφανειακό twist. Όπως και νά’χει, για τη στιγμή και μόνο που οι μέλισσες στρέφονται ενάντια στους χρήστες του #DeathTo χάσταγκ, και οι σκηνές συνειδητοποίησης της καταδίκης που ακολουθεί, το επεισόδιο αυτό έχει δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Ένα δυνατό φινάλε για μια, φυσιολογικά, άνιση σεζόν, κάπου ανάμεσα στον θυμό και την αποδοχή.

Και τώρα κάποιος να φτιάξει αυτά τα επεισόδια:

*Το ‘Black Mirror’ στρημάρει τώρα στο Netflix.