REVIEWS

Η απάντηση του Night Manager στο πόσο είναι ‘τόσο όσο’

Τελικά λατρεύουμε το 'Night Manager' γιατί λατρεύουμε τις βρετανικές -μασίφ- μίνι σειρές, γατί βλέπαμε πολλά Τζέιμς Μποντ μικροί, ή απλά γιατί μας αρέσουν τα 'τόσο όσο';

Ωραία αφού μείναμε μόνοι μας να παραδεχτούμε φωναχτά ότι εμάς που μας αρέσουν οι σειρές, μας αρέσουν ιδιαιτέρως οι μίνι σειρές. Όπως το ‘Luther’, ή το ‘The People v. O.J. Simpson: American Crime Story’. Προφανώς γιατί αυτό το μίνι έχει κάτι το ιδιαίτερο-ξέρω-γω, που ενδεχομένως προέρχεται (ξανά ξερω-γω) από έναν κοντό τύπο που κάποτε είπε ότι τα “ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρό μπουκάλι”. Μπορεί να ήταν και ο Αστερίξ, δεν θυμάμαι. Από εκεί ξεκίνησαν όλα και γράφτηκε αυτός ο συνδυασμός στην μητρική μας και έμεινε χαραγμένος όπως το μίλκο-τυρόπιτα, το Μαματζιόλας-Μπαλογιάννης και το Κέλι-Μπρέντα. Ό,τι “μίνι” σημαίνει “καλό”. Για σκέψου:

Μίνι κρουασανάκια.

Μίνι Κούπερ.

Μίνι Μάους. Ποια Ντέιζι τώρα, ποια Κλάραμπελ, ποια Όλιβ και ποια Βίλμα;

Μίνι φούστα.

I rest my case.

Έτσι και με τις μίνι-σειρές. Είναι σειρές (που μας αρέσουν) είναι και μίνι. Ειδικά, δε, αν φέρουν και την υπογραφή του BBC, σημαίνει ότι είναι ‘βαριές σαν μολύβι’, χορταστικές και πρέπει να τις δεις. Το “Night Manager”, λοιπόν, είναι η ιστορία ενός αποφοίτου τουριστικών επαγγελμάτων, ο οποίος μικρός έβλεπε πολλά ‘Τζέιμς Μποντ’. Ο διαφορετικός τίτλος θα μπορούσε να είναι “Κάποιος Δεν Πρόσεχε στον Σχολικό Επαγγελματικό Προσανατολισμό και Πέταγε Σαΐτες”, ή “Ποτέ Μη Λες Ποτέ: πάντα υπάρχει χρόνος να γίνεις κατάσκοπος”. Ή “Ζεις Μονάχα Δυο Φορές: Τη μια ως ξενοδοχοϋπάλληλος και την άλλη ως ο υπερκατάσκοπος των πέντε ηπείρων”. Ή… μπορώ να το κάνω αυτό όλη μέρα, μην με δοκιμάζετε.

 

Σοβαρά τώρα, πολύ καλό. Γιατί έχει από όλα. Και πολιτική ίντριγκα και διεθνές εμπόριο όπλων και τον τύπο που απλά δεν μπορεί να πει όχι στη γκόμενα του εχθρού του. Η πρώτη σκηνή ξεκινάει με Κάιρο και τον υπεύθυνο νυχτερινής βάρδιας του ξενοδοχείου να “παίρνει αυτό το check-in πολύ προσωπικά”. (όταν το πληκτρολογούσα και έκανα τη φωνή του τύπου στα τρέιλερ ήταν πιο αστείο, ορκίζομαι). Από εκεί και πέρα το πράμα πάει μόνο του. Όπως συμβαίνει στο πράμα όταν αυτό έχει τέτοιο βλέμμα και τέτοια πόδια. Ακόμη και κατάσκοπο θα σε κάνει.

Ο τύπος που έπαιζε τον Λόκι (Tom Hiddleston) -ευτυχώς κουρεύτηκε- από εκεί που είχε μετακομίσει στις Ελβετικές Άλπεις και προσπαθεί να κάνει τον χρόνο να σταματήσει να κινείται με τη βαρετή ζωή του, βάζει αμέτι μου χαμέτι μου να σταματήσει τον “χειρότερο άνθρωπο στον κόσμο”, που δεν είναι άλλος από αυτόν (Hugh Laurie). Ναι, αυτόν έπαιζε τον ‘Dr. House’, ο οποίος για όλους εμάς είναι αυτός που έπαιζε τον Γεώργιο τον Δ’ στο ‘BlackAdder’, τη σειρά που μας έμαθε το Seven-X και το τι είναι αστείο.

Το ‘Night Manager’ στερείται τις υπερβολές του τζειμσμποντικού σύμπαντος, αλλά κρατά τα δυνατά του χαρακτηριστικά: ωραίες γυναίκες, υπέροχα τοπία/σπίτια/ξενοδοχεία και πολυτελή αξεσουάρ όπως ιδιωτικά αεροπλάνα. Λονδίνο, Μαγιόρκα, Κωνσταντινούπολη, Βαγδάτη, ένα τσιγάρο δρόμος. Όσο για την υπόθεση; Απαγορεύονται τα spoilers, οπότε ας αρκεστώ να πω ότι έχει να κάνει με ξενοδοχεία και όπλα. Και MI6. Και FBI. Και την διεφθαρμένη αιγυπτιακή αστυνομία.

Το γενικότερο πνεύμα και κατά τη γνώμη μου μυστικό της επιτυχίας είναι ο δείκτης “τόσο όσο πρέπει”. Δηλαδή, ο Hiddleston είναι όσο κουλ πρέπει. Και όσο σκληρός πρέπει. Βγαλμένος από το πατροπαράδοτο φλεγματικό καλούπι, έχοντας πέσει από μικρός στη χύτρα με τα γαλλικά και το πιάνο. Τόσο καλός που ήταν και υποψήφιος για Emmy A’ Ανδρικού σε μίνι σειρά. Μεταξύ άλλων υποψηφιοτήτων, δηλαδή, προεξέχουσας της περίπτωσης της Δανέζας Susanne Bier, που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας.

Εξαιρετική σκηνοθεσία. Δυνατό σενάριο. Ατάκες που σκίζουν τον αέρα. Είτε είναι γυαλισμένες από καθώς πρέπει τρόπους, είτε πετυχαίνουν ψαχνό όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Corky, με τη γλώσσα που τσακίζει κόκκαλα. Το στόμα του θα έπρεπε να βρίσκεται στον κατάλογο του “Ropper” με τα όπλα προς πώληση, γιατί πυροβολεί κατά ριπάς. Λογικό αν σκεφτείς ότι στην περίπτωση του, μιλάει τόσο αυτός, όσο και το αλκοόλ.

 

Εδώ οι ήρωες έχουν αμφιβολίες. Είναι βουτηγμένοι στον ρεαλισμό, επειδή ακριβώς η υπόθεση βασίστηκε σε βιβλίο, το οποίο έγραψε o David Cornwell, που είναι και συγγραφέας και κατάσκοπος. Εξ ου και τα γερά πατήματα της σειράς στην πραγματικότητα, έστω κι αν αυτή μεταφέρθηκε στην “Αραβική Άνοιξη” και στο Ιράκ. Μέσα στους τοίχους της σουίτας των ακριβών ξενοδοχείων, των διαδρόμων των Μυστικών Υπηρεσιών και των πανάκριβων θερέτρων οι πρωταγωνιστές βάλλονται από μυστικά και φόβους. Ακόμη και ο κακός της υπόθεσης είναι όσο κακός πρέπει, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να γίνει καρικατούρα ή έστω η καρτουνίστικη εκδοχή του Σταύρο Μπλόφελντ. Καμία σχέση. Ακόμη και η πράκτορας που κινεί τα νήματα είναι μια 40άρα (ελπίζω – αλλιώς μεγαλοδείχνει επικίνδυνα) έγκυος με σοβαρά συζυγικά προβλήματα. Reality check. In. Check-in δηλαδή. Επειδή αφορά ξενοδοχεία. Καλό;

Έχει δράμα, έχει αγωνία, έχει χιτσκοκικό-γκρανγκινιολικό φινάλε, έχει σκηνές που κάνουν το σάλιο σου να κολλήσει στο λαρύγγι, όπως η περιγραφή της “ημέρας αθλητισμού” στο Ιράκ. Μικρό spoiler: το επεισόδιο με το ταξίδι στην έρημο είναι εξαιρετικό. Συναγωνίζεται το τελευταίο, που όπως και να το κάνουμε είναι το πιο αβανταδόρικο, γιατί βάζει τη σειρά σε διαδικασία “νέμεσις”. Αφού πρώτα στρώσει το κρεβάτι, τακτοποιήσει τα λουλούδια και ανοίξει το θερμοσίφωνο.

Α ναι! Η σειρά έχει έχει και α υ τ ή ν.

Έκανα ότι τάχα την ξέχασα. Μου ‘παν ότι το μυστικό είναι να κάνεις τον δύσκολο.

Μέσα σ’ όλα το ‘Night Manager’ ανοίγει τα συρτάρια της παρασκηνιακής πολιτικής που αφορά τις διεθνείς σχέσεις και τις μυστικές επιχειρήσεις, ρίχνοντας παράλληλα τη γνωστή πασιέντζα αναφορικά με τους undercover τύπους που ακροβατούν μεταξύ του πραγματικού τους εαυτού και της ταυτότητας που υποδύονται. Είναι; Δεν είναι; Νομίζω πως είναι; Ή μήπως τελικά δεν είναι; Ειδικά σε ότι αφορά τον Τζόναθαν Πάιν (Hiddleston), εκεί είναι όλο το ζουμί, σ’ αυτή την κρίση ταυτότητας. Λογικό αν σκεφτείς ότι κατά τη διάρκεια της σειράς αποκτά περισσότερα ονόματα και από τον Αλέξη ή Θανάση ή Δημήτρη του ‘Ρετιρέ’.

Όσο πληκτρολογώ καταλήγω στο γιατί μας αρέσουν τόσο πολύ οι μίνι-σειρές. Γιατί έχουν αρχή, μέση και τέλος. Αυτό είναι που λείπει ή καλύτερα χάνεται στο δρόμο, από πολλές σειρές , που αλλιώς ξεκινούν, αλλιώς πορεύονται (για να γεμίσουν επεισόδια) και ένας Θεός ξέρει που θα καταλήξουν. Εδώ δεν ξέρουν οι ίδιοι που τις σκαρφίστηκαν καλά καλά. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει τίποτα από αυτά. Η σειρά είναι μεστή σαν πουτίγκα από το Έσεξ. Πάει πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά, διαγράφοντας έναν ωραίο κύκλο. ΟΚ, οι κύκλοι δεν έχουν αρχή, ούτε τέλος, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ.