ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Τρεις σουρεάλ παραμονές πρωτοχρονιάς

Ένας δημοσιογράφος του Oneman θυμάται τρεις παραμονές πρωτοχρονιάς στο εξωτερικό. Οκ, τη μια δεν τη θυμάται καθόλου, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία!

Μόλις πριν λίγα 24ωρα έγραψα στο Oneman αυτό! Και επειδή αυτά δεν ήταν λόγια του αέρα, αλλά χαρακτηρίζονται από απόλυτη συνέπεια θεωρίας-πράξης στην πορεία των 50 μου χρόνων, ακολουθεί το σημερινό κείμενο. “Έχεις καμία ωραία ιστορία από παραμονές πρωτοχρονιάς που να θέλεις να γράψεις;” με ρώτησε πριν λίγες μέρες ο διευθυντής του site. Μεταξύ μας, αυτό που πρέπει να σκεφτόταν, λογικά ήταν το εξής: “Τόσες μαλακίες έχεις κάνει στη ζωή σου, δεν μπορεί, κάποια θα έγινε παραμονή πρωτοχρονιάς”. Και δεν είχε άδικο. Όχι μόνο μία, αλλά πολλές. Και για να μην ξεφύγει σε έκταση το κείμενο, είπα να αρκεστώ στις τρεις που έχουν λάβει χώρα εκτός Ελλάδας. Έχω περάσει σαφώς περισσότερες στο εξωτερικό, αλλά αυτή η τριάδα σίγουρα ξεχωρίζει. Η πρώτη το 1984 στη Βρέμη, στη Γερμανία. Την οποία και δεν θυμάμαι. Οι άλλες δυο το 1993 και το 1994, αμφότερες στο Παρίσι, αλλά όχι έτσι όπως θα μπορούσε να τις φανταστεί κάποιος φυσιολογικός άνθρωπος.

Βασικά, είναι και οι τρεις για τα πανηγύρια, ή για να ακριβολογώ, εγώ ήμουν για τα πανηγύρια. Από την άλλη, αν δεν ήμουν για τα πανηγύρια, δεν θα είχα να γράψω κάτι για να το διαβάσετε. Οπότε, ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ‘πτήσεις και οινοπνεύματα’, αλλά αν θέλουμε να το πάμε με χρονική σειρά, θα ξεκινήσουμε με τα οινοπνεύματα. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι γυρνάμε πίσω, στο 1984 και τη Δυτική – τότε – Γερμανία.

1. Λίλιενταλ, Γερμανία, 31/12/1984

Λοιπόν, ήταν Δεκέμβρης του 1984, είχα τελειώσει πριν λίγους μήνες το σχολείο, ήμουν πλέον δόκιμος ακαδημαϊκός πολίτης, αφού είχα μπει στη Γερμανική Φιλολογία (άλλου παπά ευαγγέλιο το ότι πάτησα εκεί τέσσερα χρόνια αργότερα) και αποφάσισα μαζί με την ξαδερφούλα μου τη Βούλα και την κοινή μας φίλη τη Χαρά, να κάνουμε ένα – το πρώτο μας στο εξωτερικό – ταξίδι στη Γερμανία, όπου μας είχαν προσκαλέσει κατ’ επανάληψη οι φίλοι μας από το Λίλιενταλ, μια μικρή πόλη λίγο έξω από τη Βρέμη. Τους φίλους αυτούς τους είχαμε γνωρίσει στον Μάραθο, αφού κάθε καλοκαίρι κατέβαιναν καραβάνια σε ένα δικό τους κάμπινγκ λίγο έξω από το χωριό, προερχόμενοι όλοι από το κέντρο νεότητας του Λίλιενταλ. Οι αρχηγοί αυτών των γκρουπ, Κλάους (κοινωνιολόγος) και Χάικο (βοηθός του) ήταν εκείνοι που θα μας φιλοξενούσαν στα σπίτια τους.

Στο τραίνο για τη Γερμανία, μαζί με τη Βούλα. Όχι, το καπέλο δεν ήταν δικό μου, αλλά μιας Γιουγκοσλάβας που έμεινε κάποιες ώρες στο κουπέ μας.

Μετά από ένα επεισοδιακό ταξίδι με το τραίνο, διάρκειας περίπου 20 ωρών, μέσα από την – ενωμένη ακόμα τότε – Γιουγκοσλαβία, με αποκορύφωμα τον Σέρβο ελεγκτή, ο οποίος μας ρώτησε καμιά εικοσαριά φορές “βζα ες”, που σήμαινε “βίζα έχεις;”, αν και εμείς άλλο καταλάβαμε, περάσαμε στην Αυστρία και φτάσαμε στο Μόναχο, από όπου μας μάζεψε ο Κλάους και μέσα σε μια νύχτα διασχίσαμε με το αυτοκίνητό του ολόκληρη τη Γερμανία, από νότο προς βορρά. Τρεις μέρες αργότερα, την παραμονή των Χριστουγέννων, ξυπνήσαμε με τα πάντα κάτασπρα! Από εκείνη τη μέρα μέχρι που επέστρεψα στην Ελλάδα, στις 18 Γενάρη, δεν σταμάτησε να χιονίζει, ενώ οι θερμοκρασία κυμάνθηκε από -16 μέχρι και -25. Πέσαμε, βλέπετε, στον χειρότερο χειμώνα των τότε τελευταίων πενήντα χρόνων. Εκεί, τις πρώτες μέρες είχα γίνει το νούμερο της πόλης με μια γκόμενα, την Αντρέα, που είχα γνωρίσει στο χωριό, είχαμε κάνει φάση και όταν πήγα να την συναντήσω εκεί, σε ένα μπαρ, με περίμενε με τον γκόμενό της!

Έπνιξα τον καημό μου για αρκετά 24ωρα στον Βόσπορο και σε αρκετά καφάσια μπύρες Beck’s, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι δεν γινόταν να περάσω όλο το ταξίδι ρετάλι στα πατώματα, κάθε βράδυ δαυλί, για να μην το πω αλλιώς. Έτσι λοιπόν, προς μεγάλη χαρά της Βούλας και της Χαράς, που είχαν βαρεθεί να δίνουν εξηγήσεις στους Γερμανούς φίλους μας για το χάλι μου, αλλά και να με ανεβοκατεβάζουν κόπανο, άρχισα να συμπεριφέρομαι, τηρουμένων των αναλογιών, σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Έκανα φυσικά τις παπαριές μου, αλλά τουλάχιστον ήμουν νηφάλιος. Κάπως έτσι, φτάσαμε στην παραμονή της πρωτοχρονιάς. Το σχέδιο είχε ως εξής: πρώτα θα τρώγαμε νωρίς το βραδάκι στο σπίτι του Κλάους, μετά θα πηγαίναμε στο κέντρο νεότητας όπου θα συγκεντρωνόταν όλη η παρέα, καμιά εικοσαριά άτομα, για να αλλάξουμε τον χρόνο και μετά θα βγαίναμε τσάρκα στα μπαρ και τις ντισκοτέκ για να γίνουμε ντίρλα ένεκα της περίστασης.

Το δείπνο την παραμονή της πρωτοχρονιάς στο σπίτι του Κλάους. Η Βούλα στα αριστερά, ο Κλάους δεξιά μου με την αφάνα και τα γυαλιά.

Πράγματι, όπως βλέπετε και στη φωτογραφία, περιδρομιάσαμε όπως έπρεπε και αργότερα συναντηθήκαμε με τους υπόλοιπους στο κέντρο νεότητας. Εκεί υπήρχε ένας τεράστιος χώρος αναψυχής, αλλά επειδή ήμασταν λίγοι και εκλεκτοί, ανεβήκαμε στη σοφίτα, όπου βρισκόταν το γραφείο του Κλάους. Αράξαμε όλοι, θυμάμαι, πάνω στη μοκέτα και το κρασί άρχισε να ρέει άφθονο. Κατά τις έντεκα και, δεν ξέρω πώς, αλλά ένας φίρικας Γερμανός είχε αρχίσει να μου κάνει μια ηλίθια πλακίτσα του στιλ μην πίνεις πολύ γιατί πάλι θα σε μαζεύουμε και τέτοια. Του χαμογέλασα στην αρχή, τον αγριοκοίταξα μετά, αλλά εκείνος συνέχισε το βιολί βιολάκι. “Δεν το αντέχεις, άστο καλύτερα, αφού δε σε πάει, σε πίνει”, μέχρι που δεν άντεξα και του είπα: “Ζωντόβολο αντέχω δέκα φορές περισσότερο ξύδι από σένα”. “Θανάση όχι”, ακούστηκαν με μια φωνή Βούλα και Χαρά. “Κορίτσια μην ανησυχείτε, τον έχω για πλάκα”, απάντησα και οι δυο τους έκρυψαν τα πρόσωπά τους με τις παλάμες τους.

Στο μεταξύ, η αντιπαράθεση είχε προσελκύσει και το ενδιαφέρον της υπόλοιπης παρέας και οι δηλώσεις έδιναν και έπαιρναν. “Λέγε ρε Φριτς, τι θες να πιω; Ένα καφάσι μπύρες; Δυο;”, είχα περάσει στην αντεπίθεση. Ο Φριτς (που δεν τον έλεγαν έτσι, αλλά άντε τώρα τρέχα γύρευε να θυμάμαι πώς τον έλεγαν μετά από 32 χρόνια) με κοίταξε με σαρδόνιο χαμόγελο και μου είπε: “Όχι μπύρες φιλαράκι, κρασί”. Και έπιασε μια μπουκάλα σφραγισμένη, μου την έδειξε και συμπλήρωσε: “Είναι 11 και μισή. Στοίχημα δυο τέτοια μπουκάλια (ήταν άριστης ποιότητας, από την κάβα του Κλάους) ότι δεν το καταφέρνεις πριν την αλλαγή του χρόνου”. Λέγοντας αυτά, ακούμπησε τον οίνο μπροστά μου, μαζί με ένα ποτήρι. Η απάντηση σταμάτησε κάθε συζήτηση στον χώρο. “Ποια μεσάνυχτα; Δεν χρειάζομαι ποτήρι, θα το πιω άσπρο πάτο ΤΩΡΑ”. Η ξαδέρφη μου δεν άντεξε: “Μα καλά, είσαι τόσο μαλάκας; Ρεζίλι θα γίνουμε πάλι!” Όμως εγώ είχα πάρει την απόφασή μου. Θα έδειχνα στον Φριτς ότι των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά, αλλά η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει!

Στη σοφίτα του Κλάους, νηφάλιος, πριν αρχίσει η κόντρα με τον Φριτς.

Με τελετουργικές κινήσεις άνοιξα το κρασί με το τιρμπουσόν, κοίταξα την ομήγυρη και το σήκωσα ψηλά. Έγειρα προς τα πίσω το κεφάλι μου και άρχισα να καταπίνω γουλιές, τη μια μετά την άλλη. Γκλου, γκλου, γκλου…γκλου, άσπρος πάτος! Το γύρισα ανάποδα για του λόγου το αληθές και ο Φριτς είχε φρίξει. Το ίδιο και οι υπόλοιποι. Μέσα σε ένα λεπτό οι είκοσι παρευρισκόμενοι έγιναν σαράντα, μετά ογδόντα και μετά δεν θυμάμαι τίποτα άλλο! Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, το ρολόι έδειχνε περασμένες δύο, τα φώτα στο δωμάτιο ήταν κλειστά εκτός από ένα μικρό λαμπατέρ στο γραφείο και δεν υπήρχε ψυχή, εκτός από τον Κλάους. Από όσα έμαθα από τον ίδιο τον Κλάους, αλλά και από τους υπόλοιπους την επόμενη μέρα, κάνα δυο λεπτά μετά την κατάποση, λιποθύμησα (με την καλή έννοια). Έπεσα στη μοκέτα και άρχισα να ροχαλίζω σαν τη βαλκυρία Μπρύνχιλντρ. Ο χρόνος άλλαξε, φιλιά, προπόσεις, γέλια, γλέντια και τα συναφή, αλλά εγώ φυσικά δεν πήρα χαμπάρι. Κατά τη μία έφυγαν όλοι για τις τσάρκες και έμεινε ο φουκαράς ο Κλάους να με προσέχει μην πάθω τίποτα.

Τελικά ευτυχώς απέφυγα κακά συναπαντήματα, αλλά όταν ανασηκώθηκα από τη μοκέτα, η σοφίτα γύριζε. Ο άγιος Κλάους μου έδωσε ένα περίεργο κοκτέιλ που ετοίμασε με ασπιρίνες και κάτι άλλα μυστήρια, το κατέβασα μονορούφι και λίγο μετά άρχισα να συνέρχομαι. Όχι σπουδαία πράγματα, απλά η σοφίτα σταμάτησε να γυρίζει και μπόρεσα να κεντράρω στον φίλο μου, ο οποίος κούναγε το κεφάλι του απελπισμένος για την κατάντια-κατάληξη της πρωτοχρονιάς του. Με απέραντη κατανόηση και στοργή, άπλωσε ένα sleeping bag στη μοκέτα και μου είπε: “Κοιμήσου κι άλλο, δεν είσαι για να μετακινείσαι ακόμα”. Πράγματι, την έπεσα και ξύπνησα ξανά στις 6, όταν επέστρεψαν η Βούλα, η Χαρά και μερικοί ακόμα. Γυρίσαμε στο σπίτι του Κλάους, ο οποίος έφτιαξε πρωινό, έφαγα, συνήλθα τελείως και κοιμήθηκα ένα απολαυστικό οχτάωρο επιπλέον. Όταν σηκώθηκα, ήμουν έτοιμος να κατακτήσω και πάλι τον κόσμο. “Πού είναι ο Φριτς;” ρώτησα και εισέπραξα τετραπλό φάσκελο από τις δυο Ελληνίδες. Ο Φριτς, όμως, εμφανίστηκε την επόμενη μέρα στο κέντρο νεότητας, με δυο μπουκάλια παραμάσχαλα, τα οποία μου έδωσε “πληρώνοντας” το στοίχημα και μου ευχήθηκε χαμογελαστός καλή χρονιά και καλά μυαλά!

2. Αεροδρόμιο Roissy, Παρίσι, 31/12/1993

Εννιά χρόνια αργότερα, η αφεντιά μου είχε εγκατασταθεί στην Ισπανία. Ήταν το ξεκίνημα της δεύτερης – και μεγάλης – περιόδου στην Ιβηρική (το πρώτο το 1990) και έμενα στη Σαλαμάνκα. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα είχαν αριβάρει από την Αθήνα τρεις καλοί μου φίλοι, ο Νίκος, ο Γιώργος και ο Τέο. Τους είχα φιλοξενήσει όχι στο δικό μου σπίτι (όπου δεν υπήρχε χώρος γιατί είχα τρεις ακόμα συγκάτοικους), αλλά στο δωμάτιο μιας πρώην συμμαθήτριάς των δυο (!), η οποία έμενε σε ένα καταπληκτικό διαμέρισμα δίπλα στην Πλάθα Μαγιόρ, επίσης με συγκάτοικους και είχε γυρίσει στην Ελλάδα για τις γιορτές. Είχαμε μείνει εκεί λοιπόν για λίγες μέρες, χυμένοι σε τέσσερα στρώματα που υπήρχαν στους τέσσερις τοίχους του τεράστιου ομολογουμένως δωματίου και απόλυτα παραδομένοι στα ξύδια και τα μαροκάνια (ας είναι καλά ο Μαρτσένα, ο δικός μου συγκάτοικος, τσιγγάνος κιθαρίστας του φλαμένκο, που πηγαινοερχόταν στο Αλχεθίρας και έφερνε τα καλύτερα κέρατα). Κάποια στιγμή ο Νίκος γύρισε στην Αθήνα και μείναμε οι τρεις μας που φύγαμε για τη Σεβίλλη για να κάνουμε εκεί Χριστούγεννα.

Φωτογραφίες από τις δυο παραμονές πρωτοχρονιάς στο Παρίσι, δυστυχώς δεν υπάρχουν. Αυτή την έβαλα, γιατί είναι τραβηγμένη το καλοκαίρι του 1994 στη Σεβίλλη, ανάμεσα δηλαδή στις δυο ταρζανιές. Νομίζω ότι εγώ και το κούτσουρο δεξιά, αποδίδουν σωστά τον απαραίτητο συμβολισμό. Στο τέλος του κειμένου είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσετε.

Εκεί τραβιόμουνα εγώ με την Μάρτα, μια Ισπανίδα που είχαμε γνωρίσει το περασμένο καλοκαίρι σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών και με τη βοήθειά της βρήκαμε στέγη, αποφεύγοντας τα περιττά έξοδα στα ξενοδοχεία. Μείναμε στο διαμέρισμα του παππού μιας κολλητής της, της Μπλάνκα, ο οποίος παππούς δεν ήταν καλά ο καημένος και τον είχαν πάρει οι γονείς της Μπλάνκα στο σπίτι τους για να τον φροντίζουν. Ήμασταν στον δωδέκατο όροφο μιας πολυκατοικίας, ακριβώς απέναντι από την Σάντα Χούστα, τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Περάσαμε αρχοντικά, παραλίγο βέβαια να βάλουμε κατά λάθος φωτιά στο σπίτι του παππού, ενώ γλυτώσαμε στο τσακ το ξυλοφόρτωμα από τους καθολικούς στον Καθεδρικό Ναό, όταν στη λειτουργία των Χριστουγέννων μας είχαν πιάσει και τους τρεις νευρικά γέλια και κλαίγαμε με λυγμούς για ώρα. Κάτι καλό είχαμε πιει πριν πάμε, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Είχε και καλή ακουστική και ακουγόμασταν σε όλο το σύστημα. Μας αγριοκοίταζαν, μερικοί μας την είπαν κιόλας, αλλά τελικά φύγαμε ακέραιοι. Δεν γλυτώσαμε φυσικά το κράξιμο από την Μάρτα και τη φίλη της, την Εστρέγια, που μας στόλισαν με διάφορα όχι και τόσο χριστουγεννιάτικα.

Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, τα παιδιά έφυγαν για την Ελλάδα στις 27 του Δεκέμβρη κι εγώ έμεινα στη Σεβίλλη. Είχα αποφασίσει ότι θα έκανα πρωτοχρονιά εκεί. Συνέχισα να μένω στο σπίτι του παππού, έτσι κι αλλιώς στη Σαλαμάνκα δεν υπήρχε ψυχή ούτε από συγκάτοικους ούτε από φίλους, αφού είχαν φύγει όλοι για τα χωριά/πόλεις τους και τις οικογένειές τους. Στις 28 συνειδητοποίησα ότι η Μάρτα δεν θα μπορούσε να φύγει από το σπίτι της την παραμονή, επειδή οι δικοί της θα διοργάνωναν μια γιορτή στο σπίτι τους με πολλούς καλεσμένους. “Να πάμε να πάρεις ένα πουκάμισο και ένα σακάκι, πώς θα σε παρουσιάσω έτσι στον ξένο κόσμο;” άρχισε η Μαρτίτα κι εμένα άρχισαν να ανάβουν τα λαμπάκια σα χριστουγεννιάτικο δέντρο. “Δεν έχω καμία όρεξη να έρθω σπίτι σου και να κάνω αλλαγή με τους φλώρους φίλους του πατέρα σου”, της αντιγύρισα, “θα μείνω στο σπίτι του παππού και τα λέμε την επόμενη”. “Ούτε να το σκέφτεσαι, δεν θα περάσω εγώ όλο το βράδυ εξηγώντας στον κόσμο γιατί δεν ήρθες”. “Να τους πεις ότι θα είμαι στον Καθεδρικό κάνοντας τρεις χιλιάδες μετάνοιες γιατί αμάρτησα τα Χριστούγεννα”, πρότεινα πολύ ευγενικά, αλλά δε μάσησε.

Air France, ο μόνιμος πρωτοχρονιάτικος εφιάλτης μου.

Την επόμενη λοιπόν, πήγαμε στο El Corte Inglés, ένα πολυκατάστημα και πήραμε τα δέοντα. Στο σπίτι του παππού, εν τω μεταξύ, στις αρκετές ώρες που ήμουν μόνος μου, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να φτιάξω ‘οχυρωματικά έργα’ (έτσι ονομάζω τις προμήθειες για μια σωστή αρχιδοκρέμαση) και να περάσω μάνα κατσάνα όπως λέμε και στο χωριό μου, την παραμονή, αντί να τρέχω στο σπίτι του ντον Ενρίκε (ο μπαμπάς της Μάρτα) για να δω πολιτικούς μηχανικούς που στον ελεύθερο χρόνο τους συζητούσαν για το ποιος είχε το μεγαλύτερο εξοχικό στο Ματαλασκάνιας ή για το πόσο άχρηστος ήταν ο Φελίπε Γκονθάλεθ. Ντυμένοι όλοι με πουκάμισα που είχαν ραμμένα πάνω τα αρχικά τους. Αυτά συλλογιζόμουν (sic) και έπαιρνα ανάποδες. Στις 30 του μήνα δεν συναντήθηκα καθόλου με την Μάρτα, γιατί είχε πάει με τη μαμά της για τα ψώνια. Στις 31 το πρωί ξύπνησα με μια πολύ μαλακισμένη διάθεση. Έφτιαξα έναν καφέ και στο δεύτερο τσιγάρο μου ήρθε η έμπνευση: “Δεν πάτε να γαμηθείτε όλοι μαζί κωλόφλωροι, θα πάω στην Αθήνα!” Κατέβηκα αμέσως στο δρόμο ενθουσιασμένος με την ιδέα μου και μπήκα στο πρώτο γραφείο ταξιδιών.

“Δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα κύριε”. “Κεριά και λιβάνια”, σκέφτηκα από μέσα μου και συνέχισα. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα, δεκατέσσερα, όλοι το ίδιο, δεν υπήρχε τίποτα για Αθήνα, ήταν όλα κλεισμένα. Κάποια στιγμή, σε ένα ακόμα γραφείο που μπήκα να ρωτήσω, μου είπε η τύπισσα: “Κύριε είστε πολύ τυχερός, βλέπω μια θέση ελεύθερη από Μαδρίτη για Παρίσι απόψε το βράδυ”. “Και τί να πάω να κάνω στο Παρίσι;” “Είναι ο μοναδικός τρόπος για να πετάξετε στην Αθήνα. Απόψε θα πάτε στο Παρίσι και αύριο το πρωί, στις 9 θα συνεχίσετε για Αθήνα. Απλά πείτε μου τώρα, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να εξαφανιστεί και αυτή”! Ήταν τελείως ψυχρή, οπότε τελείως ψυχρά απάντησα κι εγώ: “Αν υπάρχει θέση και στο Παρίσι-Αθήνα, κλείστε το αμέσως”. “Βεβαίως και υπάρχει, μισό λεπτό να τσεκάρω και το AVE (το τραίνο που θα με πήγαινε από τη Σεβίλλη στη Μαδρίτη). Ναι, οκ, έχει θέση και εδώ, τα κλείνω και τα τρία, είστε έτοιμος, περάστε στο ταμείο και καλό σας ταξίδι”. Πήγα στο ταμείο, πλήρωσα και επέστρεψα στο σπίτι του παππού. Όταν κάθισα, τότε συνειδητοποίησα για πρώτη φορά την προοπτική που ανοιγόταν μπροστά μου. Θα έκανα παραμονή πρωτοχρονιάς σε αεροδρόμιο. “Μήπως είμαι μαλάκας;”, αναρωτήθηκα και μια φωνή από μέσα μου με προσγείωσε απότομα: “Το σωστό ερώτημα είναι πόσο μαλάκας είσαι”…

Πολύ ή λίγο, η ουσία είναι ότι λίγες ώρες αργότερα έμπαινα στο AVE, με την Μάρτα που είχε έρθει να με αποχαιρετήσει, να μου χώνει μπινελίκια και στις 8.30 το βράδυ βρισκόμουν πλέον στο αεροπλάνο της Air France, το οποίο μιάμιση ώρα μετά προσγειώθηκε στο Roissy, δηλαδή το αεροδρόμιο ‘Σαρλ ντε Γκολ’. Κατέβηκα, μπήκα στην αίθουσα τράνζιτ και άρχισα να χαζεύω τον κόσμο που πηγαινοερχόταν και όσο περνούσαν τα λεπτά, όλο και λιγόστευε. Στις 11 είχαν εξαφανιστεί όλοι οι επιβάτες και είχαν επίσης ολοκληρωθεί οι απογειώσεις και οι προσγειώσεις. Οι τελευταίοι υπάλληλοι του αεροδρομίου έγιναν και εκείνοι άφαντοι και στις 11.30 ήμουν ολότελα μόνος μέσα σε μια απέραντη αίθουσα, στην οποία είχαν απομείνει ένα θλιβερό ημίφως και ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μια του άκρη. “Μπράβο κυρ μπαγλαμά”, σκέφτηκα, “ωραία τα κατάφερες”. Από την άλλη βέβαια, ένιωθα μέσα μου και την έξαψη της μαλακίας, τον θρίαμβο που νιώθεις όταν κάνεις κάτι που ελάχιστοι στον κόσμο έχουν κάνει και μάλιστα ηθελημένα. Μ΄αυτά και με τ’ άλλα, έφτασαν μεσάνυχτα, άλλαξε ο χρόνος. δεν υπήρχαν και κινητά τότε να μιλήσεις με κάποιον, οπότε φόρεσα τα ακουστικά, ξάπλωσα και άρχισα ν’ ακούω μουσική.

Αυτό το απόκομμα είναι το μοναδικό που σώζεται από τις δυο παραμονές πρωτοχρονιάς στο Σαρλ ντε Γκολ. Δεν έχω ιδέα ποιας από τις δυο χρονιές είναι, δεν παύει όμως να αποτελεί κειμήλιο!

Γύρω στις 12.30 πέρασαν δυο σεκιουριτάδες που προφανώς έκαναν τη βάρδια τους και τον έλεγχο. Μόλις με είδαν, γούρλωσαν τα μάτια, άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους και αμέσως εξαφανίστηκαν με γρήγορο βήμα. Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψαν και με πλησίασαν με κάτι τεράστια χαμόγελα. Άρχισαν τα μεσιέ και τα γαλλικά, τους εξήγησα ότι δεν καταλαβαίνω γρι και αμέσως μου πρόσφεραν ένα πλαστικό δισκάκι με γλυκά και ένα μικρό ατομικό μπουκαλάκι σαμπάνιας! Τους ευχαρίστησα και έφυγαν, σίγουροι ότι είχαν κάνει την καλή πράξη της ημέρας, ή μάλλον πιο σωστά, της νύχτας. Έφαγα τα γλυκά, ήπια την σαμπάνια στην υγειά τους και την ξανάπεσα. Με ξύπνησαν οι πρώτοι θόρυβοι γύρω στις 5. Ήταν οι καθαρίστριες και σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται και άλλοι υπάλληλοι. Το αεροδρόμιο άρχισε να αποκτά και πάλι ζωή, άνοιξε και το μπαρ, ήπια δυο-τρεις καφέδες με κάτι κρουασάν για να στανιάρω και τελικά στις 9 απογειώθηκε και πάλι η Air France, αυτή τη φορά με προορισμό την Αθήνα. Φτάσαμε στο Ελληνικό, πήρα ένα ταξί και στη μία και κάτι το μεσημέρι έφτασα στο Παγκράτι, στο σπίτι των γονιών μου. Εδώ να αναφέρω ότι δεν τους είχα πει το παραμικρό, ήθελα να κάνω έκπληξη. Και πραγματικά ήταν υπέροχο, γιατί όταν μπήκα, κάθονταν στο γιορτινό τραπέζι μαζί με τις θείες μου. Αγκαλιές, φιλιά, ευτυχία! Και μια σιωπηρή υπόσχεση μέσα μου, ότι δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Δε χρειάστηκε να περάσουν περισσότεροι από 12 μήνες και….

3. Αεροδρόμιο Roissy, Παρίσι, 31/12/1994. Το δις εξαμαρτείν…

Να ‘χαμε να λέγαμε τελικά οι υποσχέσεις. Είναι πού θα σε χτυπήσει τελικά. Και άμα στη δώσει κατακέφαλα, δεν υπάρχει σωτηρία. Εδώ θα τα πω τροχάδην, γιατί μάλλον θα έχετε ήδη βαρεθεί. Έναν χρόνο αργότερα λοιπόν, είχαν αλλάξει αρκετά πράγματα, ένα από τα βασικότερα ήταν ότι πλέον είχα φύγει από τη Σαλαμάνκα και έμενα στη Σεβίλλη. Με τρεις εκπληκτικούς συγκάτοικους, τον Χιού από την Ιρλανδία, τον Μαξ από τη Γαλλία και τον Πέδρο από την Πουέμπλα δε λος Ινφάντες, ένα χωριό έξω από τη Σεβίλλη. Ήμασταν και οι τέσσερις αχώριστοι, ο ένας πιο τρελοκομείο από τον άλλο, οι γείτονες μας φώναζαν ‘λος χίπις δε Τριάνα’. Κάποια μέρα σίγουρα θα γράψω για εκείνη την εκπληκτική χρονιά που συγκατοικήσαμε για να γελάσει ο κάθε πικραμένος. Έφτασαν λοιπόν οι γιορτές και πρώτος έφυγε για την Λιόν ο Μάκης (έτσι τον φώναζα τον Μαξ και του έμεινε), για να περάσει Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά με την οικογένεια. Ακολούθησε ο Χιου που την έκανε για το Κορκ, στην φάρμα των δικών του και τελευταίος ολοκλήρωσε το προσκύνημα ο Πέδρο.

Το αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκολ τη νύχτα…

Έμεινα λοιπόν μόνος σαν την καλαμιά στον κάμπο για να περάσω τις γιορτές και να περιμένω την επιστροφή των ασώτων. Εντάξει, υπήρχε πάντα η Μάρτα, αλλά στο σπίτι επικρατούσε αχώνευτη ερημιά, σε αντίθεση με την αρβάλα που κάναμε καθημερινά με την τριάδα. Η δικιά μου σαν να το ήξερε, με ρώτησε. “Μήπως θέλεις να πας στην Αθήνα για να είσαι με τους δικούς σου και τους φίλους σου; Μόνο μην το αποφασίσεις πάλι τελευταία στιγμή. Αν ξεμείνεις πάλι σε κανένα αεροδρόμιο, θα σε βρω και θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο”. Λες και το ήξερε. Εγώ βέβαια, βράχος. Όχι, δεν πάω πουθενά, φέτος θέλω να κάνω πρωτοχρονιά στη Σεβίλλη, να δω πώς είναι, τί κάνετε. Πέρασαν τα Χριστούγεννα, είχα μαραζώσει μέσα στο διαμέρισμα. Αλλά μυαλό μηδέν. Έφτασε 30 Δεκέμβρη, μέχρι και ψώνια πήγα να κάνω στο σούπερ μάρκετ για να έχω προμήθειες. Και σαν να επαναλαμβανόταν η ίδια φάρσα, στις 31 ξύπνησα με μια τελείως μαλακισμένη διάθεση. Σας θυμίζει κάτι; Όπως και να ‘χει, μετά τον καφέ και το δεύτερο τσιγάρο, έφυγα σαν σίφουνας από το σπίτι και ξανάρχισα το ίδιο βιολί στα γραφεία ταξιδιών.

Οι απαντήσεις καρμπόν οι περσινές. “Όχι κύριε, είναι όλα κλεισμένα”. Και η λύση προέκυψε ίδια και απαράλλαχτη όπως έναν χρόνο νωρίτερα. “Ξέρετε, υπάρχει μια θέση από Μαδρίτη για Παρίσι, θα διανυκτερεύσετε εκεί και αύριο το πρωί θα πετάξετε για Αθήνα”. Μου ερχόταν να πάρω φόρα και να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Αντί όμως να κάνω μεταβολή και να φύγω τρέχοντας, είπα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ναι στον εφιάλτη του δρόμου με τις λεύκες. Πήρα το εισιτήριο, έκανα την ίδια διαδρομή με το AVE, πέταξα με την Air France στο Παρίσι, έφτασα στην ίδια αίθουσα (με περισσότερες προμήθειες αυτή τη φορά), είδα τον κόσμο να εξαφανίζεται σιγά-σιγά και όσο και αν δεν το πιστέψετε, δυο άλλοι σεκιουριτάδες αντέδρασαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Γλυκά και σαμπάνια! Μετά walkman, ύπνος, ξύπνιος με τις καθαρίστριες, καφέ, κρουασάν, αεροπλάνο, Ανατολικός αερολιμένας, ταξί, σπίτι, έκπληξη, στο τραπέζι ξανά οι γονείς και οι θείες μου, να κάνουν τον σταυρό τους αυτή τη φορά, “πάει το παιδάκι, το έχασε τελείως”, αλλά καμία υπόσχεση για το μέλλον από τη μεριά μου, αφού αυτό που είχε συμβεί για δυο συνεχόμενες χρονιές, πολύ αμφιβάλλω αν έχει προηγούμενο. Ευτυχώς δηλαδή που υπάρχουν οι φίλοι μου και μπορούν να το επιβεβαιώσουν, αλλιώς θα νομίζετε ότι είμαι κανένας παθολογικός δράκος που περιφέρω τις φλόγες μου δεξιά και αριστερά.

Ηθικό δίδαγμα: Αν ποτέ βρεθείτε στην Ισπανία ως μόνιμοι κάτοικοι και σας πιάσει νοσταλγία να γυρίσετε τις γιορτές στο σπίτι σας, κάντε το όσο ο Δεκέμβρης θα μετράει με 2 μπροστά. Άμα μπει το 3, τότε φασκελοκουκούλωστα που έλεγε και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Φασκελοκουκούλωστα και μακριά από γραφεία ταξιδιών, γιατί η παγίδα της Air France καθόλου απίθανο να παραμονεύει ακόμα. Καλή χρονιά να έχετε, με τους αγαπημένους σας και μακριά από αεροδρόμια!