ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

O Bobby Damore είναι ένας ρεμπέτης από το Τέξας

Τα ελληνικά που ξέρει είναι οι στίχοι του Μάρκου Βαμβακάρη και, συνήθως, ρίχνει τις πενιές του στην Ερμού.

Τον Bobby Damore τον γνώρισα πριν χρόνια σε μια παρέα από μουσικούς του Ωδείου Αθηνών. Εκείνος πήγαινε και δεν πήγαινε στα μαθήματα, αλλά άμα ήθελες τον έβρισκες κάθε μέρα κοντά στην Καπνικαρέα, μαζί με την ‘Αναστασία’ (το μπουζούκι του) να παίζει ρεμπέτικα. Κάθε ταξίμι και καημός, κάθε ρε-λα-ρε και μια άλλη ιστορία.

Δύσκολα όμως θα βρεις σαν αυτή του Bobby. Και Έλληνας και Αμερικάνος, γεννημένος στο Ohio και μεγαλωμένος στο Texas, o Bobby ή Μπάμπης όπως τον φωνάζει ο ‘δρόμος’ ανακάλυψε το κάρμα του στο ρεμπέτικο. Εδώ και λίγες μέρες επέστρεψε στην Αθήνα μετά από την Κωνσταντινούπολη, καθώς λόγω της ελληνικής κρίσης είχε ανταλλάξει την Ερμού με την Istiklal. Δίνει οδηγίες στον φίλο Νίκο Κυριαζή που βάζει εξοπλισμό και σπίτι για να γυρίσει ο Μπάμπης τα δικά του μουσικά video: “Νο, its starts with a G chord”. Και ξεκινάει να παίζει το ‘M’ έκαψες τσαχπίνα μου’, του Μάρκου.

Πριν τον αφήσω να σας αφηγηθεί την ξεχωριστή ιστορία του – αυτή την κινηματογραφική απεικόνιση του πιο μεταμοντέρνου κουτσαβάκη – θέλω να σας περιγράψω τις δύο μου αγαπημένες σκηνές από την γνωριμία μου με τον Bobby:

1) Σε ορεινό χωριό της Εύβοιας που έχει βρεθεί για ρεμπέτικο γλέντι σε τσιπουράδικο, ο κοινοτάρχης μας βλέπει με όργανα στην πλάτη σε μια πολιτιστική εκδήλωση (αναπαράσταση κουμιώτικου γάμου) στο σχολείο του χωριού, και ρωτάει: “θέλετε να μας παίξετε κάτι μετά για να χορέψει ο κόσμος”; O Bobby απαντάει ειλικρινώς: “Sorry my friend, but I only play χασικλίδικα. There will be no dancing”.

2) Μελετάει ένα καινούργιο τραγούδι που βρήκε. Γράφει νότες και από δίπλα στίχους. Ανοίγει το Google Translate και ψάχνει λέξη-λέξη. Είναι φανερό ότι δεν βρίσκει κάτι που θέλει και δεν διστάζει: “Κωστής, what’ s the meaning of ‘Ζουρλοπενεμένης γέννα’; I can’t find it”.

 

Καλώς μας ήρθες πίσω Bobby Damore αλιανάρη.

~~~

“Γεννήθηκα στο Ohio και μεγάλωσα στο Denton, μια μικρή πόλη κοντά στο Dallas του Texas. Εκεί τελείωσα το σχολείο και ξεκίνησα να σπουδάζω πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του North Texas, αλλά δεν τελείωσα ποτέ τις σπουδές μου.

Ήρθα στην Αθήνα για πρώτη φορά όταν ήμουν 16 χρονών. Ήταν το 1999 και ήρθα ένα καλοκαίρι με τον καλύτερό μου φίλο από το σχολείο και την γιαγιά μου που είναι Ελληνίδα. Κάτσαμε συνολικά ένα μήνα, τις περισσότερες μέρες στην Αθήνα. Τότε αγόρασα και το μπουζούκι μου. Σε ένα οργανοποιείο στα Εξάρχεια που δεν ξέρω αν υπάρχει πια. Ποτέ στην ζωή μου δεν έχω εντυπωσιαστεί τόσο, όσο από την πρώτη εικόνα που είχα για την Αθήνα. Ξέρεις όταν πολλοί ακούνε ‘Αμερικάνος’ σκέφτονται τις μεγάλες πόλεις και τις ανέσεις και όλα όσα βλέπουν στον κινηματογράφο. Για εμένα όμως δεν ήταν καθόλου έτσι. Μεγάλωσα σε μια πολύ μικρή επαρχιακή πόλη στο Τέξας. Δεν είχα καθόλου παραστάσεις από μεγάλες πόλεις και το μητροπολιτικό σκηνικό. Έτσι, η Αθήνα είναι η πρώτη ουσιαστικά μεγάλη πόλη που επισκέπτομαι.

Δεν είδα δει ποτέ κάτι τέτοιο. Ιστορία παντού, πυκνότητα πληθυσμού που με τρέλαινε, γιατί το Texas είναι εξαιρετικά απλωμένο από αυτή την άποψη. Σκέψου ότι ακόμα και ο ηλεκτρικός μου έκανε τεράστια εντύπωση. Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου την ερωτεύτηκα την Αθήνα. Ίσως, αυτό που με κέρδισε πιο πολύ ήταν το πόσο ανοικτός μου φάνηκε ο κόσμος. Μου μίλαγαν όλοι εύκολα, με αγκάλιαζαν, επικοινωνούσαν πραγματικά.

Η αλήθεια είναι ότι η μητέρα μου με μεγάλωσε με ιστορίες για την Ελλάδα. Μου έλεγε συνέχεια “Bobby είσαι Έλληνας”. Έτσι μου έμαθε να σκέφτομαι. Τα αδέρφια μου έχουν μια πιο ασαφή εικόνα της ελληνικής τους καταγωγής. Αντίθετα, εγώ σαν έφηβος ενθουσιαζόμουν με την ιδέα. Έψαχνα, διάβαζα, ήθελα να μάθω. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το ενδεχόμενο. Και όσο διάβαζα ελληνική ιστορία, τόσο περισσότερο εμπνεόμουν. Ακόμα με εμπνέει όταν μιλάω για την ελληνική μου καταγωγή. Νιώθω Ελληνοαμερικάνος. Και δεν το λέω εννοώντας ότι είμαι μισός Αμερικάνος και μισός Έλληνας. Νιώθω ότι είμαι και τα δύο ταυτόχρονα. Το λέω σε πολλούς Έλληνες αυτό, αλλά με κοιτάνε περίεργα.

Δεν ήξερα καθόλου για το ρεμπέτικο. Είχα μια εικόνα της ελληνικής μουσικής από τα πανηγύρια των Ελλήνων στο Dallas. Δηλαδή από τις ετήσιες γιορτές των Ελλήνων στην Ορθόδοξη εκκλησία του Dallas. Εκεί που βαφτίστηκα και εγώ Ορθόδοξος. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά ελληνική μουσική. Παραδοσιακά και μοντέρνα, mainstream μπουζούκια. Τα χόρευαν θείοι και θείες και έκαναν κέφι. Πάριος, Ζαγοραίος, Μπιθικώτσης. Ωραία ακούσματα, απλά ένιωθα μέσα μου ότι υπήρχαν και καλύτερα.  

Στα 19 μου ξαναγύρισα στην Ελλάδα. Όλο το διάστημα από το πρώτο μου ταξίδι, έψαχνα συνεχώς και διάβαζα για την Ελλάδα. Τότε όμως το διαδίκτυο δεν είναι όπως σήμερα. Δεν μπορούσες να βρεις ό,τι ακριβώς ήθελες. Ένιωθα λοιπόν έντονα ότι ψάχνω να βρω κάτι, αλλά δεν ήξερα τι. Είχα ένα ένστικτο ότι υπάρχει κάτι σχετικό με την Ελλάδα που θα με εντυπωσιάσει. Ό,τι και να άκουγα μου φαινόταν ότι αντιγράφει κάτι. Ήθελα κάτι πιο αυθεντικό, πιο παλιό, όμως δεν μπορούσα να το βρω. Και έτσι με αφορμή το δεύτερο ταξίδι μου στην Ελλάδα είχα στο μυαλό μου ότι θα πάρω την πληροφορία που θέλω από τους ανθρώπους. Η γιαγιά μου έχει ακόμα ένα σπίτι στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη. Έκανα λοιπόν παρέα με πέντε παιδιά, περίεργους τύπους. Ήταν στην ηλικία μου, τους έλεγαν και τους πέντε ‘Νίκο’ και μετά από πολύ λίγο καιρό ανακάλυψα ότι ήταν χρήστες ηρωίνης. Εγώ, τους έκανα παρέα γιατί ήθελα να γνωρίσω Έλληνες, αλλά δεν είχα καταλάβει ότι υπήρχε τέτοιο πρόβλημα. Ήταν καλοί μαζί μου και σε μια βόλτα μας σκέφτηκα να τους ζητήσω μια λίστα από τους αγαπημένους τους μπουζουξήδες. Σε αυτή την λίστα, από έναν απ’ τους ‘Νίκους’, είδα για πρώτη φορά γραμμένα τα ονόματα του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βασίλη Τσιτσάνη.

Μην νομίζεις όμως ότι δεν μου πήρε καιρό εν τέλει για να τους ακούσω. Πήγαινα σε όλα τα δισκοπωλεία της τότε εποχής και τους ζήταγα Μάρκο και Τσιτσάνη όμως για κάποιο λόγο – ίσως επειδή με έβλεπαν ξένο και τους μίλαγα αγγλικά – δεν μου έδιναν αυθεντικές εκτελέσεις, αλλά σύγχρονες εκτελέσεις άλλων μπουζουξήδων που έπαιζαν τα τραγούδια τους. Το καταλάβαινα όμως. Έλεγα στον εαυτό μου ‘δεν μπορεί να είναι αυτό’. Γύρναγα πίσω και έλεγα στους πωλητές στα δισκοπωλεία ‘θέλω τους ίδιους να παίζουν’. Τα πρώτα CD που πήρα ήταν Compiliation δίσκοι του Μάρκου και του Τσιτσάνη. Θυμάμαι, του Τσιτσάνη δεν είχε τραγούδια από εγγραφές σε 78άρια. Οι ηχογραφήσεις ήταν από την δεκαετία του 1950. Όμως στο CD του Μάρκου τα μισά τραγούδια ήταν από 78άρια, και τα υπόλοιπα από 35άρια. Αυτό ήταν. Είχα ακούσει τη Φραγκοσυριανή από εκτέλεση του Μπιθικώτση. Δεν είχα εντυπωσιαστεί. Και σε εκείνο το CD το πρώτο τραγούδι ήταν η αυθεντική Φραγκοσυριανή από την εκτέλεση το μπουζούκι του Μάρκου το 1935. Μου φάνηκε τόσο περίεργο, τόσο εξωγήινο άκουσμα που δεν καταλάβαινα τίποτα. Όχι μόνο τα λόγια, αλλά και τον ήχο. Ο πιο διαφορετικός ήχος που είχα ακούσει ποτέ. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα, αλλά το αγάπησα.

Όσο πιο πολύ το άκουγα, τόσο πιο πολύ μου άρεσε. Παθιάστηκα. Γύρισα πίσω στις ΗΠΑ και το έβαζα σε όλους τους φίλους μου. Στο Denton υπάρχει μια μεγάλη μουσική παράδοση, πολλοί άνθρωποι ασχολούνται με την μουσική – φυσικά μιλάμε για τελείως διαφορετική σκηνή (jazz, blues, country). Θυμάμαι λοιπόν ότι πολλοί από τους φίλους μου είχαν μια ίδια με εμένα αντιμετώπιση και με τα 78άρια της jazz. Αυτή την αίσθηση του εξωγήινου ήχου που δεν καταλαβαίνεις και πολλά αλλά σου αρέσει. Εγώ όμως άκουγα Μάρκο. Συνέχιζα να το ακούω με μανία. Ξανά και ξανά. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Το έβαζα στους φίλους μου και μου έλεγαν ‘τι είναι αυτό που ακούς;’ και τους απάνταγα ‘μα είναι τόσο τέλειο’. Από εκεί το ένα έφερε το άλλο.

Αγόραζα οnline δίσκους, έψαξα για την δισκογραφία που ήξερα ότι θα μου αρέσει. Τότε είναι που στο βάθος του δωματίου μου συνειδητοποίησα και την ύπαρξη από εκείνο του μπουζούκι που είχα αγοράσει από την πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα. Ευτυχώς, χωρίς να ξέρω καθόλου γιατί, ήταν τρίχορδο. Άκουγα και προσπαθούσα να γρατζουνίσω. Καταλάβαινα σιγά σιγά τα μοτίβα. Τα ταξίμια. Το σύστημα, τις κλίμακες. Μαζί, διάβαζα την ιστορία του ρεμπέτικου. Βρήκα και ένα βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου την ‘Ρεμπετολογία’ στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μου και το μελέτησα διεξοδικά.

 

Σαν φοιτητής έζησα για τρία χρόνια εκεί στο Austin του Texas. Εκεί έδωσα και την πρώτη μου συναυλία με μπουζούκι. Δεν ήξερα να παίζω κανένα τραγούδι, μόνο κλίμακες και ταξίμια και ήταν κάτι σαν αυτοσχεδιασμός. Όταν έγινα 23 έφυγα από το Austin και έζησα για τέσσερα χρόνια στη Νέα Υόρκη. Εκεί συνέχισα πολύ έντονα την μελέτη για το ρεμπέτικο. Άρχιζα να παίζω πιο συχνά μπροστά σε κόσμο. Όχι μόνο στο δρόμο, αλλά και σε μαγαζιά. Στο μετρό. Συνειδητοποίησα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Να παίζω ρεμπέτικο.   

Το 2008 αποφάσισα να έρθω μόνιμα στην Αθήνα. Στην Αμερική είχα ένα ρεπερτόριο περίπου 50 τραγούδια. Όμως με το που ήρθα εδώ τα μάθαινα με πολύ μεγάλη ευκολία. Με βοήθησαν οι άνθρωποι, η γλώσσα και η τεχνολογία γιατί μπορούσα να ψάξω και να μεταφράσω πολλές λέξεις. Έμεινα στο σπίτι που έχει η γιαγιά μου στην Κυψέλη και πέρασα πέντε υπέροχα χρόνια εδώ. Σκέψου, ότι τον πρώτο μου χρόνο στην Αθήνα υπήρχαν μέρες που μάζευα περίπου 60 ευρώ παίζοντας πέντε ώρες στην Ερμού. Όμως, έρχεται η κρίση και αλλάζουν πολύ τα πράγματα.

Ελληνικά δεν σπούδασα ποτέ πριν έρθω στην Αθήνα. Για να σου πω την αλήθεια, ούτε στην Αθήνα μελέτησα πολύ την γλώσσα. Απλά ζώντας εδώ έμαθα κάποια πράγματα. Τα περισσότερα τα έμαθα μέσα από το ρεμπέτικο. Γιατί ακούω και λέξη λέξη προσπαθώ να καταλάβω τι λέει το τραγούδι. Ξέρεις εγώ δεν είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που πρέπει να ξέρουν όλες τις λέξεις για να τους αρέσει ένα τραγούδι. Πάω πολύ με το συναίσθημα. Σε όλη μου την ζωή αυτό προσπαθώ να με καθοδηγεί. Δες ας πούμε για παράδειγμα, όταν ήμουν μικρός άκουγα πολύ Nirvana. Ο Cobain στην Αμερική έχει μια φήμη ότι τραγουδάει με τρόπο που δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει και ακόμα και αν πιάσεις τις λέξεις σε πολλά τραγούδια αναρωτιέσαι ‘τι σκατά θέλει να πει;’. Αλλά σ’ αρέσει. Το συναίσθημα είναι πάντα εκεί και εγώ με αυτό συνδέομαι. Σε οποιοδήποτε τραγούδι, σε οποιαδήποτε γλώσσα. Έτσι, με τα ρεμπέτικα άρχισα να ‘αισθάνομαι’ το νόημα του κάθε τραγουδιού. Ακόμα και αν δεν ήξερα τι λένε όλοι οι στίχοι. Ένιωθα και καταλάβαινα αν είναι ερωτικό τραγούδι ή χαρούμενο τραγούδι ή τραγούδι που αφορά τις πιο λούμπεν δραστηριότητες. Ελάχιστες φορές έπεσα έξω σε αυτό. Το συναίσθημα δεν πέφτει ποτέ έξω.

Όμως ναι μελετώντας τα τραγούδια έμαθα κάποια ελληνικά και πλέον μπορώ να μιλήσω λίγο και να συνεννοηθώ. Βέβαια όπως καταλαβαίνεις αυτό επηρεάζει πολύ τα ελληνικά που έχω μάθει. Πολλοί Έλληνες μου λένε συχνά ‘αυτό δεν το λέμε πια’ ή ‘τι είπες’; Αρκετοί μου λένε ότι μιλάω σα νησιώτης, ειδικά αναφορικά με το πώς προφέρω το λάμδα και το γιώτα. Ίσως επειδή έχω ακούσει και τραγουδήσει πολύ Μάρκο Βαμβακάρη, τι να πω; Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια είχα μια κοπέλα που με ρώταγε πολλά πράγματα και ήταν λίγο πιεστική. Σε έναν μικρό καυγά μας της είχα πει έτσι κάπως θυμωμένος ‘τι σε μέλλει εσένα’; – ξέρεις από το τραγούδι – και εκείνη έβαλε τα γέλια. Μου είπε Bobby με ρώτησες ‘τι με μέλλει;’ Δεν το λέμε αυτό. ‘Νοιάζει’ να λες. Τι σε νοιάζει εσένα;’. Οπότε έστω κι έτσι μαθαίνω.

 

Επέστρεψα από την Κωνσταντινούπολη μόλις πριν από μια εβδομάδα. Τώρα σκοπός μου είναι να κάνω τα χαρτιά μου, να πάρω επίσημα την υπηκοότητα και να ζήσω πάλι εδώ στην Αθήνα. Ελπίζω να βρω και μια κανονική δουλειά γιατί ο δρόμος δεν έχει καλό μεροκάματο. Εντάξει, δεν λέω ότι δεν θα ξαναπάω να παίξω στην Ερμού, αλλά δεν φτάνουν τα λεφτά για ζεις. Γι’ αυτό είμαι εδώ στο σπίτι/studio του φίλου μου Νίκου. Πήρα το μπουζούκι μου, την ‘Αναστασία’ (το ονόμασα έτσι από μια πολύ όμορφη γυναίκα που είχα γνωρίσει) και ήρθα για  να γυρίσω μια σειρά από video μήπως με δει κανένας μαγαζάτορας. Ή έτσι έστω να ανανεώσω αυτά που υπάρχουν στο youtube για μένα. Αισθάνομαι ότι τα χρόνια που έμεινα στην Κωνσταντινούπολη έμαθα να παίζω καλύτερα.

Η ‘Πόλη’ ήρθε στην ζωή μου το 2012 λίγο πολύ εξαιτίας της ελληνικής κρίσης. Είχα πάει μικρός, είχα πάει και όταν ήρθα για μόνιμα στην Ελλάδα για λίγους μήνες το καλοκαίρι του 2009. Άλλη εικόνα είχα σχηματίσει για την Πόλη και εντελώς άλλη έχω τώρα. Έφυγα, από την Αθήνα το 2012 γιατί έψαχνα μια πόλη που θα μου επέτρεπε να ζω παίζοντας ρεμπέτικο και αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, είχα καλό εισόδημα κάνοντας μαθήματα αγγλικών σε Τούρκους. Μου αρέσει και η Τουρκική ανατολίτικη μουσική. ‘Ζειμπέκ’, μικρασιάτικα. Όμως, πλέον έχει αλλάξει πολύ. Πολύ βια, τρομοκρατία, το καθεστώς Ερντογάν, ειδικά μετά το πραξικόπημα, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Μέρα την μέρα η Τουρκία γίνεται χειρότερο μέρος και πολύ δύσκολο για έναν ξένο να μείνει εκεί μόνιμα”.