Eurokinissi
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο παντοτινός μικρός μας Ήρωας

To κείμενο με το οποίο ο Θανάσης Κρεκούκιας αποχαιρέτησε τον ποιητή της Κυψέλης, Λουκιανό Κηλαηδόνη.

Το κείμενο του Θανάση Κρεκούκια δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 8 Φεβρουαρίου 2017 και αναδημοσιεύεται σήμερα 7/2/2024 με τη συμπλήρωση 7 χρόνων από τον θάνατο του Λουκιανού Κηλαηδόνη.  

Είχα πάρει τηλέφωνο τον Λουκιανό την περασμένη άνοιξη [σ.σ. Άνοιξη 2016] για να τον φέρω στα μουσικά ταξίδια, αλλά μου είχε απαντήσει “φίλε μου, ειλικρινά τα έχω βαρεθεί όλα αυτά, δεν έχω καμία όρεξη να τραβιέμαι, αλλά όποτε μπορέσεις, έλα από εδώ να πούμε όσες ιστορίες θέλεις”. Τον ξαναπήρα τον Νοέμβριο του ’16, με θυμήθηκε και μου είπε “είμαι άρρωστος Θανάση, άσε να περάσει λίγος καιρός να συνέλθω και τα ξαναλέμε”.

Δεν ήταν γραφτό τελικά να συναντηθούμε, αλλά δεν στεναχωριέμαι γι’ αυτό. Όσο απέραντη και αν είναι η θλίψη για τον θάνατό του, αυτό που τελικά μένει είναι η ασύνορη τρυφερότητα της μουσικής του, η πλεγμένη με αγιόκλημα και γιασεμιά εκφραστική φωνή του και όλες εκείνες οι νύχτες με φεγγάρι που θα στέκονται πάντα πεισματικά όμορφες, απέναντι στα καλύτερά μας χρόνια που θα περνούν και που δεν θα ξαναρθούν…

Ο ποιητής της Κυψέλης δεν είναι πια μαζί μας, όμως φρόντισε να μας αφήσει ατελείωτες εικόνες και παρτιτούρες, μέσα από τις οποίες θα τον θυμόμαστε για πάντα. Τα ασημένια μαλλιά του να ανεμίζουν πάνω από τα πλήκτρα του πιάνου, το παιχνιδιάρικο βλέμμα του κάθε που τραγουδούσε τους υπέροχους στίχους του, εκείνους που καυτηρίασαν με κάθε πιθανό τρόπο τα κακά και τα στραβά της μεταπολίτευσης, η μοναδική του ικανότητα να σατιρίζει καθημερινές στιγμές και συνήθειες του Νεοέλληνα στέλνοντας μηνύματα προς κάθε ενδιαφερόμενο, η καθαρότητα της πολιτικής του σαφήνειας στις δυο αριστουργηματικές συνεργασίες του με τον Γιάννη Νεγρεπόντη, τα Μικροαστικά και τα Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας, καθώς και η απέραντη αγάπη του στην παλιά ελληνική μουσική, από τις επτανησιακές καντάδες και τα παιδικά τραγούδια μέχρι τα ρεμπέτικα και το ελαφρό τραγούδι.

Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο για να μη βγει νεκρολογία το κείμενο, δεν θα ταίριαζε στον φτωχό και μόνο κάου μπόι που δεν θα σταματήσει ποτέ να καλπάζει με την Ντόλυ του, ζεσταίνοντας και χρωματίζοντας την γκρίζα μας καθημερινότητα, κάθε φορά που θα ακούγονται οι νότες κάποιου τραγουδιού του. Το πιάνο του, συνέχεια της ίδιας της ύπαρξής του, πότε βελούδινα μελαγχολικό και πότε ενθουσιαστικά ξεσηκωτικό, θα συνεχίσει να μας προσκαλεί άλλοτε στις νύχτες καταστροφής και άλλοτε στον ύμνο των μαύρων σκυλιών. Άλλοτε σε αέρινα βαλς και άλλοτε σε ρυθμικά εμβατήρια, για να στροβιλιζόμαστε χωρίς τέλος στα πιο όμορφα πάρτυ, εκείνα που μόνο ο Λούκυ μπόρεσε να πραγματοποιήσει με τόση μαγεία, είτε στην παρτιτούρα, είτε στη Βουλιαγμένη.

Έτσι κι αλλιώς, μήπως κάθε ζωντανή του εμφάνιση δεν ήταν μια γιορτή, από την οποία κανείς δεν ήθελε να φύγει, αν πρώτα δεν είχε κατεβάσει τουλάχιστον ένα μπουκάλι ρούμι κι ας ήταν κλειδωμένος μέσα σε ένα βαθύ μπουντρούμι;

Ο Λουκιανός με αυτό το τόσο χαρακτηριστικό επίθετο που θαρρείς γεννήθηκε ειδικά γι’ αυτόν, ήταν συνώνυμο της ευγένειας, της χαράς και της απλότητας. Στη συμπεριφορά του, στους στίχους του, στις εμφανίσεις του, παντού. Μια γλυκύτατη φιγούρα που σου έδινε την αίσθηση ότι δεν θα φύγει ποτέ, ότι θα είναι για πάντα μαζί μας, απλά και μόνο για να μας θυμίζει ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε, με τον πιο ευθύ, με τον πιο γλυκόπικρο τρόπο.

Ερωτευμένος με τα fuckin’ fifties της εφηβείας του και την Αθήνα του τότε, η παλέτα του ήταν γεμάτη από ρυθμούς και μουσικές όλου του κόσμου, δοσμένα όλα αυτά με τον πιο σκερτσόζικο τρόπο, αλλά και με μια αίσθηση κρυφής μελαγχολίας για όσα ζούσε γύρω του, όταν οι γειτονιές της Κυψέλης εξαφανίστηκαν και η αγαπημένη του συνοικία πνίγηκε στις πολυκατοικίες. Η μεγάλη του κληρονομιά είναι το αμέτρητο πλήθος των τραγουδιών του που όλοι ανεξαιρέτως γνωρίζουν και σιγοψιθυρίζουν όποτε τα ακούνε. Είναι αυτή όμως και η υπέροχη μουσική του δικαίωση όλα αυτά τα χρόνια.

Με τα αγαπημένα του λευκά ρούχα. © Κώστας Κατωμέρης/Eurokinissi

Οι μελωδίες του, μετέτρεψαν τα πλήκτρα του πιάνου σε πραγματικό βελούδο, ταιριάζοντας ακόρντα με μια μοναδική ικανότητα να προσελκύει την απόλυτη αφοσίωση του κοινού του, το οποίο ένιωθε την ανάγκη να γίνει μέρος της όλης ενορχήστρωσης με έναν παρεΐστικο και άμεσο τρόπο που θα ζήλευαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες.

Ο Λούκυ υπήρξε ο μικρός μας Ήρωας, η παρηγοριά μας, το αποκούμπι μας, η καβάντζα μας κι ας γνωρίζαμε ότι στην πραγματικότητα ήταν ο αληθινός καθρέφτης της κοινωνίας μας. Αυτός στον οποίο όμως όταν στεκόμασταν μπροστά, δεν σκύβαμε το κεφάλι από ντροπή, αντίθετα χαμογελούσαμε αναγνωρίζοντας τα χίλια του δίκια. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη υπόσχεση που μπορούμε να δώσουμε όλοι εμείς που αγαπήσαμε τον Λουκιανό και τα τραγούδια του. Ότι θα συνεχίσουμε να κοιτάζουμε κατάματα αυτόν τον καθρέφτη, για να προχωρήσουμε προς τα μπροστά με κουράγιο και κέφι, κλείνοντας πονηρά το μάτι στην ανάμνηση του ευγενικού του προσώπου.

Έχουν τα τραγούδια του Κηλαηδόνη το χαρακτηριστικό αυτό που διακρίνει τους συνθέτες εκείνους που αγαπήθηκαν από όλο τον κόσμο. Ακούς τις πρώτες νότες και αμέσως αναγνωρίζεις όχι μόνο ποια είναι η μελωδία, αλλά θυμάσαι αυτόματα και τα λόγια. Και το κυριότερο, θέλεις να τραγουδήσεις. Όμως ακόμα και αν το δοκιμάσουμε αντίστροφα, είμαι σίγουρος ότι στον Λούκυ λειτουργεί είτε έτσι, είτε αλλιώς, με την ίδια ευκολία. Γιατί σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν έφυγε, άφησε πίσω του για όλους εμάς όλα αυτά: Αρχίζει το ματς, αδειάσαν οι δρόμοι, η ώρα ζυγώνει, αρχίζει το ματς…Μη μου πεις για σένανε μέσα σε τούτο το χαμό, κάπου μοιάζουμε εμείς οι δυο…Περπατώ μες στους δρόμους της Αθήνας ξανά, τις βραδιές της και τα δειλινά…Μα εσύ παντρεύτηκες, νοικοκυρεύτηκες, με λίγα λόγια έγινες μαντάμ…Στοιχεία ταυτότητος, επώνυμον Φιλίππου, όνομα Παναγιώτης, Πάνος…Κι όλα τα κορίτσια που ‘χα γκόμενες, τώρα είν’ όλο βίτσια και πίνουν μόνο νες…Εγώ κορίτσι μου γλυκό έχω εσένα αντί γι’ αυτά τα μεγαλεία, τα παλάτια, τα λεφτά…

Καταπληκτικός πιανίστας, υπέροχος ερμηνευτής. © Κώστας Mάντζιαρης/Eurokinissi
Ӵ飬鼴�᰼ �󵭡� �ĩﭽ󯵠ӡ⢼𯵫ﵠꡩ �˯�� ʧ롧伭笠󴯠ʧ𪘀ᴱﬠ󴧭 ˜񩳡. (EUROKINISSI // ʙӔS ͔́ƉQǓ)

 

Και ακόμα περισσότερα: Λοιπόν που λες το πρόβλημα δεν είναι το να μπεις, είναι που σου την έχουνε στημένη μόλις βγεις…Αν κοιμηθώ νωρίς, θα σηκωθώ νωρίς, θα ξεκινήσω νωρίς και θα παρκάρω νωρίς…Ντόνα Μαντόνα γλυκιά Κεφαλονίτισσα, ντόνα Μαντόνα με πίκρανες πολύ…Δεν είμαι τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό, είμαι ένα ζώον δηλαδή κανονικό…Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση…Στα ξενύχτια λέμε ναι και στις τρέλες λέμε ναι…Κοίτα να με θυμάσαι, όσο μακριά μου θα ‘σαι, μια που καλά το ξέρεις σ’ αγαπώ…Τα ‘φτιαξε ο Μηνάς με την Ανέτα, που τα ‘χε με τον Δήμο τον τρελό…Πρώτα βρίσκουμε τα λόγια με μεγάλη προσοχή, μια που κι άλλοι γράφουν χρόνια κι ίσως τα ‘χουνε πει…Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη, είναι η νύχτα ζεστή…Και περνούσε η ώρα και νιώθαμε καλά, πιο καλά, πιο καλά, πιο καλά…Θέλω ένα βράδυ να κάνω ένα πάρτι, πάρτι από εκείνα τα παλιά…Πάρε μια δυνατή μοτοσικλέτα, πάρε αν θες και το κορίτσι σου μαζί…Ετούτη τη νύχτα μπορεί να πεθάνω και για ό,τι γίνει θα φταις εσύ…

Όμως πέρα από όλα αυτά τα γνωστά, τα μαγικά και θαυμαστά, τον Λούκυ θα τον θυμόμαστε και για τη γροθιά που έριξε μαζί με τον Γιάννη Νεγρεπόντη στον μικροαστισμό της ελληνικής κοινωνίας το 1973, λίγο πριν εξαφανιστούν τα σκοτάδια της δικτατορίας με τα Μικροαστικά (αλλά και με τα Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας που κυκλοφόρησαν έναν χρόνο αργότερα). Αυτοί οι δυο υπέροχοι κύκλοι κοινωνικοπολιτικών τραγουδιών, αμφότεροι σε στίχους του Νεγρεπόντη και σύνθεση του Λουκιανού, περιέγραψαν για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια τους “ήσυχους νοικοκυραίους” που λούφαξαν στη Χούντα και καθένας απ’ αυτούς κατέληξε από “κολλήγα γιος, αστός και καθεστώς” με τη μεταπολίτευση. Δυστυχώς είναι μάλλον άγνωστοι δίσκοι στους νεότερους, όμως θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί χθες για σήμερα, διαχρονικοί και επίκαιροι όσο ποτέ. Νομίζω πως όσοι τους έχουν ακούσει, θα δικαιολογήσουν τη μικρή, ξεχωριστή αυτή αναφορά.

Γιάννης Νεγρεπόντης και Λουκιανός Κηλαηδόνης.

 

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης σημάδεψε με τη μουσική και τους στίχους του μια ολόκληρη εποχή. Δεν καβάλησε καλάμια, δεν εξαργύρωσε με λάθος τρόπους την αγάπη του κόσμου, δεν παρασύρθηκε σε όσα φωτογράφισε στα τραγούδια του, αντίθετα, είχε μια πορεία φωτεινή και κρυστάλλινη σαν τα αγαπημένα του πνευστά, παίζοντας πάντα για τη ζωή και τους ανθρώπους, με τρυφερότητα, με γλυκύτητα, με ζωντάνια, με αρμονία ψυχής και παιξίματος, με συνέπεια στα πιστεύω του και ειλικρίνεια απέναντι στο κοινό του.

Ο Λούκυ ομόρφυνε τόσο πολύ την καρδιά μας, που δεν γίνεται να μην μας λείψει. Αλλά κάθε φορά που θα συμβαίνει αυτό, θα στρέφουμε το βλέμμα ψηλά και θα βλέπουμε το αερόστατο με το οποίο ανέβηκε στον ουρανό για να συνεχίσει το πάρτι με την παλιοπαρέα του. Και τα καλοκαίρια, στα θερινά σινεμά, θα χαρίζουμε πάντα μια κρυφή σκέψη στον υπέροχο κάου μπόι που μας μίλησε για τα καλύτερα χρόνια μας που φεύγουν ώρα με την ώρα βιαστικά. Όσο για μένα, θα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία τη Βουλιαγμένη του ’83 και την Κυπαρισσία του ’99, τις δυο πιο ξεχωριστές βραδιές που τον είδα ζωντανά. Μικρέ μου Ήρωα, “εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω. Μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα”…

* Επιτρέψτε μου να αφιερώσω το κείμενο στον Ηλία Ευταξία και τον Γιάννη Φιλέρη, που αγάπησαν αληθινά τον Λουκιανό, καθώς και στον Παναγιώτη Κούρβα, με τον οποίο παίξαμε μαζί χιλιάδες φορές τα τραγούδια του.

Το Πάρτι στη Βουλιαγμένη (25/7/1983).

 

Απόσπασμα από συναυλία του Κηλαηδόνη το 1982 στον Λυκαβηττό

Ακούγονται τραγούδια από τους δίσκους Μικροαστικά, Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου μπόι, Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας.