New Adventures In Hi-Fi 2.17: Elbow, τσάι και συμπάθεια
Elbow: Η καλύτερη μπάντα για να μπεις στα –άντα και να πίνεις τσάι. Κακό είναι; Μαζί οι υπόλοιπες αξιοσημείωτες κυκλοφορίες του 15ήμερου.
- 11 ΦΕΒ 2017
Κι επειδή όλο το μουσικό επιτελείο του PopCode βρίσκεται σε φρενήρης ρυθμούς Grammy Awards, ξέρατε ότι δίνουν συνολικά 84 βραβεία; ΟΓΔΟΝΤΑΤΕΣΣΕΡΑ. Φαντάσου να σου έρθει πρόσκληση για την τελετή και μετά να ανακαλύψεις ότι πρέπει να κάτσεις να παρακολουθήσεις 84 απονομές!
Elbow – Little Fictions (Polydor)
Οι Elbow δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Είναι η ίδια μπάντα ακόμα. Με ένα υγιή (βρετανικό) τρόπο. Δεν έγιναν ποτέ πανηγυρτζήδες σαν τους Coldplay, αλλά ούτε και προόδευσαν τρομερά όπως οι Radiohead. Έχουν κρατήσει ένα σοβαρό επίπεδο στις κυκλοφορίες τους και έχουν δικό τους ήχο και είναι πάντα προσεκτικοί στη χρήση των εγχόρδων που συνηθίζουν να έχουν. Εδώ η πρώτη διαφορά που ακούμε είναι διακριτική ρυθμικότητα των κομματιών, παρά την αποχώρηση του Richard Jupp από τα drums (μετά από 25 χρόνια). Το κενό του έχει κατά κάποιο τρόπο γεμίσει με περισσότερα πλήκτρα και με πολύ παραπάνω από την χαρακτηριστική φωνή του Guy Garvey. Οι κιθάρες εξακολουθούν να είναι χαμηλωμένες, λες και θέλουν να αποδείξουν ότι γίνεται και χωρίς αυτές. Παράλληλα το Little Fictions, συνολικά εκπέμπει ένα ρομαντισμό (κι ας σχολιάζει το Brexit στο “K2”), αφού κατά τη δημιουργία του ο Garvey ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε.
Άχρηστη Πληροφορία 1: όχι όμως πιο άχρηστη από το σπιρτόκουτο που συμπεριλαμβάνει η Deluxe Edition του Little Fictions. Εκτός κι αν έχουν στο μυαλό τους ότι «σε περίπτωση που δεν σου αρέσει ο δίσκος, βάλτου φωτιά και κάψτον».
(ψιλό)Άχρηστη Πληροφορία 2: o Richard Jupp αποχώρησε μεταξύ άλλων, για να αφοσιωθεί στη σχολή για drummers που έχει φτιάξει.
Άχρηστη Πληροφορία 3: ξέρω ότι δεν ενδιαφέρουν κανέναν οι προσωπικές μου εμπειρίες, πόσο μάλλον όταν δεν είναι καν εμπειρίες. Αλλά θα πω ότι είχα κλάψει με μαύρο δάκρυ το 2001 ενώ περνούσα τυχαία από το Καλλιμάρμαρο κι έβλεπα τα πούλμαν να γεμίσουν με κόσμο για να πάνε στο Λαύριο, σε ένα φεστιβάλ που ούτε καν θυμάμαι ποιο, στο οποίο έπαιζαν οι Elbow που μόλις είχαν βγάλει το εκπληκτικό ντεμπούτο τους Asleep In The Back και που δεν είχα φράγκο για να πάω. Ακόμα ψάχνω ανάμεσα στους γνωστούς μου να βρω κάποιον που να είχε πάει.
Άχρηστη Απορία: η εταιρία που ηχογραφούσαν από το βραβευμένο Seldom Seen Kid μέχρι το The Take Off… λεγόταν Fiction Records. Τώρα έφυγαν από εκεί και πήγαν στην Polydor και το άλμπουμ λέγεται Little Fictions. Μισοκλείνω τα μάτια σαν τον Fry και το σκέφτομαι λίγο.
Moon Duo – Occult Architecture Vol.1 (Sacred Bones)
Κάθε φορά που βγάζουν δίσκο, σκέφτομαι το ίδιο ακριβώς πράγμα. Για πόσο ακόμα δεν θα βαριέμαι να ακούω τα ατελείωτα τζαμαρίσματα αυτού του ντουέτου. Η Sanae Yamada να γεμίζει με τα πλήκτρα της, το κιθαριστικό κολαστήριο του Ripley Johnson, πάνω σε motoric beats από τα δημιουργικότατα drums του John Jeffrey (που στη live εκδοχή τους όπως έχουμε δει και στα μέρη μας ήδη 2- ή τρεις;- φορές, είναι προηχογραφημένα). Σαν ένας τρελαμένος Neil Young, σε ένα στούντιο μαζί με τους Neu!, υπό τις οδηγίες (ή τις ουσίες) του Sonic Boom (Spacemen 3). Η Yamada ή έχει εκπαιδευτεί καλύτερα στο synthesizer της, ή απλά βρίσκεται σε πολύ καλύτερη φόρμα και κάθε κομμάτι ακούγεται σα να ηχογραφήθηκε σε μια σκοτεινή σπηλιά με ομίχλη και υγρασία. Ο Johnson αυτή τη φορά εμπιστεύεται τη φωνή του, όπως εμπιστεύεται και την κιθάρα του.
Οι Moon Duo είναι πλέον πιο δραστήριοι κι από την κανονική μπάντα του Johnson. Οι Wooden Shjips από το ’07 μέχρι σήμερα έχουν 4 άλμπουμ, ενώ οι Moon Duo με πρώτο άλμπουμ το ’10 μετράνε ήδη πέντε.
Άχρηστη Πληροφορία: όπως είναι κατανοητό από τον τίτλο, το άλμπουμ θα έχει και vol.2 αφού το υλικό ήταν αρκετό για διπλό άλμπουμ, που όμως δεν ήθελαν να το κυκλοφορήσουν έτσι.
Άχρηστη Πληροφορία: Εδώ μπορείς να τσεκάρεις κι άλλα artworks του Jay Shaw, που έχει αναλάβει τα εξώφυλλα στα δύο τελευταία τους άλμπουμ.
Japandroids – Near To The Wild Heart Of Life (Anti-)
Λοιπόν, ας τα βάλουμε κάτω. Οι White Stripes πάπαλα, αν και ήταν μόνο ο Jack White με την ανάπηρη την ό,τι-του-ήταν Meg στα drums να κάνει τα βασικά. Οι Black Keys δεν είναι πια ντουέτο, αλλά υπερπαραγωγή. Οι No Age πνίγονται σε μια κουταλιά θόρυβο. Οι Sleigh Bells, ΟΚ, αλλά είναι για να παίζουν σε επίδειξη μόδας του Karl Lagerfeld και δεν το λέω υποτιμητικά. Οι Death From Above, αν και μπάσο-drums ήταν απλώς άτυχοι. Ε και τέλος οι The Kills. Μα σοβαρά τώρα; Οι The Kills; Χου κέαρζ!
Άρα τι μένει; Το καλύτερο power duo των τελευταίων ετών με τρεις στις τρεις δισκάρες. Αυτό το ντουέτο από τον Καναδά κατάφερε να βγει από το γκαράζ του και να γράφει ύπουλα anthemic rock τραγούδια, χωρίς όμως να καρφώνεται και να προσπαθεί να τραβήξει περισσότερα βλέμματα για να γεμίσει όντως στάδια. Κάνουν περισσότερη φασαρία από τους Ramones, αλλά φαίνεται ότι αγαπούν και τους Walkmen ή τους The Hold Steady.
Cabbage – Young, Dumb And Full Of… (Skeleton Key)
Να αρχίσουμε τώρα τις υποθέσεις σχετικά με το τι μπορεί να είναι γεμάτοι αυτοί οι νέοι και βλαμμένοι; Είναι νομίζω αυτονόητο, ας μη γίνει χυδαίο το κείμενο. Ένας λόγος παραπάνω για τους Cabbage με το αηδιαστικό εξώφυλλο, με μια grammar soup χυμένη πάνω σε ένα αντρικό στήθος. Τους παρακολουθώ κάμποσο καιρό, μέχρι να βγει αυτό εδώ το ντεμπούτο τους. Πέντε Βρετανοί πιτσιρικάδες, λεχρίτες (με όποια πιθανή έννοια), κοπρολάγνοι (δηλώνουν επηρεασμένοι από τον GG Alin!), και σαματατζίδες.
Παρόλο λοιπόν που η επικινδυνότητα της ηλικίας τους το προστάζει, δεν προσπαθούν να μοιάσουν στους Sex Pistols, αλλά φέρνουν περισσότερο σε Buzzcocks και Magazine. Που και που μάλιστα δανείζονται και λίγο μουσικό προσανατολισμό από Television. Έχουν punk attitude, post-punk παιδεία, αλλά παραμένουν indie παιδιά. Εν ολίγοις, παραδόξως φαίνεται να μην τους έχουν κυριεύσει ολοκληρωτικά οι νεανικές τους καύλες. Λες μέσα στη εφηβική τους αφέλεια, όντως να ξέρουν τι κάνουν, όταν για παράδειγμα τραγουδούν στο σχεδόν country-rock “Free Steven Avery (wrong America)”, «death to Donald Trump»; Πάντως έχουν σίγουρα πλάκα όταν διασκευάζουν το “These boots are made for walkin’”.
Demdike Stare – Wonderland (Modern Love)
Από το 2009 που κυκλοφόρησε η πρώτη τους δουλειά, αυτή είναι η πρώτη φορά που μπορεί κανείς να τους εντάξει σε ένα mainstream πλαίσιο χωρίς τον κίνδυνο να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Τα τρία πρώτα τους άλμπουμ, παρότι σπουδαία έργα, απαιτούσαν πολύ μεγάλη προσοχή και αφοσίωση αν ήθελες να μπεις στον κόσμο τους. Ένα τρομακτικό, κινηματογραφικό κόσμο, με απόκοσμους ήχους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που τους ζήτησε η Xan (κόρη του John) Cassavetes, για την ταινία τρόμου, Kiss Of The Damned, τα κομμάτια “Suspicious drone” και “The stars are moving”. Ελπίζω βέβαια να ήταν τυχαίο ότι συμπεριλήφθηκαν στο soundtrack το “Joe” με τον Nicolas Cage, με τα “Forest of evil” και “Kommunion”.
Στο Wonderland ο Miles Whittaker και ο Sean Canty, διαλέγουν έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Το δρόμο, που ο Whittaker τουλάχιστον, έχει περπατήσει στο πρόσφατο παρελθόν με τον Andy Stott όταν έφτιαχναν techno breaks ως Millie & Andrea. Συνθέσεις με ξεκάθαρα αρχή, μέση και τέλος, που εστιάζουν στις δυνατότητες που τους δίνει η γενικότερη ηλεκτρονική dancefloor μουσική, παιγμένη με ένα τρόπο που μπορεί να αγγίξει ακόμα και techno-φοβικούς.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ