LONGREADS

Έξω από το ΝΑΤΟ, μέσα στο Μαντζάτο: Κάποτε υπήρχε ένα μπαρ που έγινε σύνθημα

Το 1999, τα Γιάννενα έχασαν ένα μπαρ, αλλά κέρδισαν έναν μύθο.

Disclaimer no1: Αυτό δεν είναι ένα ακόμα κείμενο με στόχο να αποδείξει το πόσο ωραία ήταν να ενηλικιώνεσαι σε μια ελληνική επαρχία στα ’90s. Δεν ήταν πιο αθώα, ρομαντικά, καλύτερα ή χειρότερα. Ήταν απλά μία άλλη δεκαετία -τελεία. Απλά, μερικοί από εμάς είχαν την τύχη να περάσουν την εφηβεία και την ενηλικίωση τους σε ένα από τα θρυλικότερα μπαρ της χώρας που, όσο εξωπραγματικό και αν ακούγεται, βρισκόταν σε μία στοά στο κέντρο των Ιωαννίνων.

Disclaimer no2: Δεν ήμουν μία από αυτούς.

“Σάββατο βράδυ… Θέλει πολύ κόπο για να πας στη μπάρα στο βάθος, πρέπει να περάσεις ανάμεσα από όλο αυτόν τον κόσμο στον διάδρομο και να χαιρετίσεις τουλάχιστον τους μισούς. Ο dj στη θέση του, περιτριγυρισμένος από τις μυημένες groupies να δέχεται παραγγελιές. Με ένα νεύμα και σκαστό χαμόγελο, κάνει την αλλαγή που ξεσηκώνει το μαγαζί… Ο Manu Chao είναι Γιαννιώτης”, Ηρακλής Κιτσώνας, μαθητής / θαμώνας

Τα καινούργια μου Dr. Martens ήταν ενοχλητικά πολύ μαύρα, δηλαδή χωρίς χτυπήματα, ξεθωριάσματα ή γρατσουνιές. Είχα δει κάποια παιδιά του Λυκείου να βαράνε τα δικά τους στον τοίχο, ώστε να ‘παλιώσουν’, εγώ όμως δεν πήγαινα στο Λύκειο, ήμουν Α’ Γυμνασίου και το να χτυπήσω τα καινούργια μου παπούτσια στον τοίχο μου φαινόταν το λιγότερο βίαιο. Στη σχολική ζωή άλλωστε, το Γυμνάσιο από το Λύκειο το χωρίζει μία άβυσσος εμπειριών και ελευθεριών και μπορεί σχεδόν όλοι να φορούσαμε ξεβαμμένο Levi’s 501 και μαύρο Fruit of the loom φούτερ –ή κάποια απομίμηση των παραπάνω- οι ομοιότητες μας όμως μάλλον τελείωναν εκεί. Και ίσως η μεγαλύτερη διαφορά μας, πέρα από το ότι τα δικά τους τζιν είχαν δεκάδες σκισίματα, ήταν πως η δική μου σαββατιάτικη έξοδος περιελάμβανε σινεμά και τα νεοφερμένα τότε Wendy’s, ενώ η δική τους είχε ως επίκεντρο το Μαντζάτο, στο οποίο βρέθηκα μία και μόνο φορά, ψάχνοντας τον αδερφό μιας φίλης.

[Behind the scenes: Όταν ανακοίνωσα στον αρχισυντάκτη μου πως ο τίτλος του επόμενου άρθρου μου θα είναι ‘Έξω από το ΝΑΤΟ, μέσα στο Μαντζάτο’, χωρίς να του δώσω καμία άλλη πληροφορία, με ρώτησε αν το Μαντζάτο είναι μαγαζί. Απρόθυμα απάντησα: “Ναι, που έκλεισε όμως το 1999”. Και τότε με ρώτησε: “Ααα. ΟΚ. Και γιατί το γράφουμε;”.

Το ερώτημα του ήταν λογικό και αναμενόμενο. Ακόμα όμως και αν το περίμενα, ο κέρσορας έμεινε να αναβοσβήνει για αρκετά δευτερόλεπτα πριν επιχειρήσω να απαντήσω. Πώς να εξηγήσω σε κάποιον που μεγάλωσε στην Αθήνα τι ακριβώς ήταν το Μαντζάτο και τι σήμαινε για μία επαρχιακή πόλη; Και τι νόημα έχει να γράψω σε ένα μη τοπικό σάιτ για την καθημερινότητα μιας γενιάς που εγώ την παρακολούθησα μάλλον από τα μετόπισθεν;

“Ήταν ένα μαγαζί θρύλος των Ιωαννίνων, έγινε σύνθημα, βιβλίο, ήταν το επίκεντρο της δεκαετίας ’80 – ’90. Live, χαμός”.

Η ασαφής μου απάντηση με βοήθησε και πήρα το ΟΚ, αν και ένας προσεκτικός αναγνώστης θα διέκρινε πως παρέλειψα να του αναφέρω πως εγώ η ίδια δεν ήπια εκεί ούτε έναν ρημαδοφραπέ. Τέλεια. Ας αρχίσουμε τώρα να ξεδιπλώνουμε την ιστορία, εντοπίζοντας τους πρωταγωνιστές]

Όπως και κάθε αφήγηση που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και το ξεκίνημα του Μαντζάτο δεν θα μπορούσε παρά να θυμίζει μια κινηματογραφική μεταφορά του αξιώματος “την ιστορία γράφουν οι παρέες”. Ο Σπύρος Βλέτσας, ένας εκ των τριών ιδιοκτητών του αναλαμβάνει τις εξηγήσεις: “Ήμασταν μια παρέα, Γιαννιώτες, που φύγαμε για σπουδές, στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Επιστρέφοντας στα Γιάννενα, στα 20κάτι μας, ανακαλύψαμε πως τα μαγαζιά της πόλης μας δεν μας ικανοποιούσαν”. Ο Ντισραέλι φέρεται να έχει πει πως “όταν θέλω να διαβάσω ένα βιβλίο, γράφω ένα”, γιατί αυτό να μην εφαρμοστεί και στη λογική ενός μπαρ; Μάλλον κάπως έτσι σκέφτηκε ο Σπύρος και η παρέα του, καθώς μεταξύ σοβαρού και αστείου άρχισαν να εξετάζουν την ιδέα.

“Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να  προβλέψουμε πως στήναμε ένα μαγαζί που στο μέλλον θα είχε σημασία για τις ζωές άλλων ανθρώπων. Ο χώρος που στεγάστηκε το Μαντζάτο είχε δουλέψει και στο παρελθόν ως μπαρ, ήμασταν όμως τυχεροί γιατί εκείνη την περίοδο ήταν ξενοίκιαστος. Ήδη από την αρχή το μαγαζί είχε ανταπόκριση. Εμείς από την πλευρά μας κάθε χρόνο το ανανεώναμε, κάναμε αλλαγές και ανακαινίσεις. Μέσα σε 2-3 χρόνια πλέον ο κόσμος ανταποκρινόταν πολύ θερμά, αλλά και το ίδιο γινόταν όλο και καλύτερο. Σχεδόν κάθε μέρα προέκυπτε και ένα πάρτι. Δεν είναι μόνο πως φέρναμε καινούργιες προτάσεις για τα δεδομένα της πόλης, αλλά και πως πολλά πράγματα και μουσικές ξεκίνησαν σε πανελλαδικό επίπεδο από το Μαντζάτο. Για παράδειγμα οι Mano Negra αγαπήθηκαν πρώτα στα Γιάννενα και μετά στην υπόλοιπη Ελλάδα”.

Κάπου εδώ να διευκρινίσουμε πως το ‘μαντζάτο’ στα παλιά ηπειρώτικα σπίτια ήταν το καθιστικό. Προσοχή, δεν ήταν το σαλόνι που είχε μια πιο ‘επίσημη’ χροιά, ήταν εκείνο το δωμάτιο που αποτελούσε το κέντρο του σπιτιού, ο χώρος που μαζευόταν η οικογένεια και οι πιο κοντινοί φίλοι. 

Το Μαντζάτο λοιπόν ήταν το επίκεντρο μιας εφηβείας και της ενηλικίωσης μίας γενιάς που μεγάλωνε στα Γιάννενα λίγο πριν εμφανιστεί, το ευρώ και η φρενίτιδα του millenium.

Ο Ηρακλής εξηγεί πως “το Μαντζάτο όπως το έζησα στα ‘90s ήταν ένας τόπος ξεχωριστός. Συνδύαζε την οικεία εικόνα ενός Ηπειρώτικου σπιτιού με τις πρόσφατες μνήμες ενός παρελθόντος περιθωριακών θαμώνων και ροκ εξορκισμών – άρα ό,τι πιο ενδιαφέρον για έναν έφηβο. Η εξέλιξή του σε must στέκι για όλους τους μαθητές και φοιτητές της πόλης προέκυψε μάλλον επειδή ταυτιζόταν με το πνεύμα της εποχής χωρίς να υπερβάλει. Ο κόσμος φαίνεται πως έψαχνε την αίσθηση της ζεστής παρέας και την συμμετοχή στις ιδιαιτερότητες μιας κοινής κουλτούρας”.

Για να μπούμε λίγο περισσότερο στο κλίμα της εποχής, αρκεί να σκεφτούμε πως τα ’90s ήταν η δεκαετία που η μαθητική και φοιτητική κοινότητα σημαδεύτηκε από τα γεγονότα του 1990-1991. Οι σχολικές καταλήψεις της εποχής ξεκίνησαν αυτή τη φορά από την επαρχία και συγκεκριμένα από την Κρήτη και στη συνέχεια την Κέρκυρα, για να εξαπλωθούν αργότερα, κυρίως μέσω των εφημερίδων, σε ολόκληρη την χώρα. Η δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα, τον Ιανουάριο του ‘91 μέσα σε σχολικό συγκρότημα της Πάτρας και οι αλυσιδωτές κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις που οδήγησαν στην παραίτηση του τότε υπουργού Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλο, δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο το κλίμα των Ιωαννίνων.

Το Μακεδονικό, το σύντομο ανέκδοτο που άκουγε στη φράση ‘η Βουλή των Εφήβων’,  οι απεργίες εκπαιδευτικών του ’97, η μεταρρύθμισης Αρσένη, ο διαγωνισμός ΑΣΕΠ, το μόνο σίγουρο είναι πως η δεκαετία του ’90 δεν ήταν καθόλου βαρετή για την εκπαιδευτική κοινότητα, ούτε όμως για τις καφετέριες και τα μπαρ την κάθε πόλης, καθώς όπως σχολιάζει και ο Ηρακλής ήταν ταυτόχρονα χώροι εκτόνωσης αλλά και σημεία ζύμωσης σε επίπεδο συλλογικής οργάνωσης μαθητών και στήριξης επιμέρους δράσεων. 

“Παρόλο που δεν υπήρχε έντονη πολιτικοποίηση στα σχολεία, από το ’89 και μετά τις πρώτες αντιδράσεις στα σχέδια του υπουργού Παιδείας (σ.σ. του Β. Κοντογιαννόπουλου), μονιμοποιήθηκε η τάση των καταλήψεων στα Λύκεια. Η συνεννόηση γινόταν συνήθως από τους επικεφαλής ψιθυριστά στο ημίφως ενός κλειστού γυμναστηρίου φορώντας Dr. Martens, ζιβάγκο και fly jacket ή στα φωναχτά στο πάρτι που διοργάνωνε το Γ2 στο Μαντζάτο την Πέμπτη στις 9μμ. Το εμπνευσμένο σύνθημα της εποχής που παρότρυνε να βγούμε τότε από το ΝΑΤΟ και να μπούμε στο Μαντζάτο, απλά εξέφραζε την ανάγκη της νεολαίας να απομακρυνθεί από την μαζικοποίηση και τις επεβεβλημένες ιδεολογίες και να πορευτεί συνειδητά προς κάτι το διαφορετικό αλλά ταυτόχρονα γνώριμο. Γιατί το Μαντζάτο ήμασταν εμείς”.

Ο Γιώργος, που ήρθε το ‘93 από την Αθήνα στα Γιάννενα ως φοιτητής, εξηγεί πως το Μαντζάτο δεν βρισκόταν πολιτικά κάπου συγκεκριμένα “αλλά οι μαθητές που πρωτοστατούσαν στις κινητοποιήσεις, εκεί πήγαιναν. Παράλληλα, λόγω της εναλλακτικότητας του χώρου το προτιμούσε η φοιτητιώσα αριστερά. Δηλαδή, τις παραμονές των φοιτητικών εκλογών στο μαγαζί γινόταν σκοτωμός. Ουσιαστικά ήταν το μοναδικό μαγαζί όπου μπορούσε να πάει ένας ‘κανονικός’ άνθρωπος 20 χρονών. Οι μη κανονικοί πηγαίναμε κ στο Fuzz κ το Foxy. Το Μαντζάτο ηταν το μόνο μαγαζί της εποχής που διέφερε πραγματικά από τα υπόλοιπα στην πόλη. Νωρίτερα υπήρχε το Drugstore αλλά το Μαντζάτο ήταν το πρώτο που εμπορευματοποίησε σοβαρά το ‘εναλλακτικό’ στην πόλη, σχετικά αθώα ακόμα τότε. Μεσημέρι απόγευμα μαθητοκοσμος, βράδυ φοιτητές κ εναλλακτικό γενικά κοινό λόγω στησίματος του μαγαζιού και ενίοτε, μουσικής”.

“Εκείνη την εποχή, η νύχτα είχε κάτι το θρυλικό”

Το ρόλο που έπαιξε το Μαντζάτο στις ζωές των μαθητών και των φοιτητών που πέρασαν από εκεί, το αποδεικνύει και το αντίστοιχο group στο Facebook, που παρότι έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από το θρυλικό εκείνο ξημέρωμα που οι πόρτες του έκλεισαν για πάντα, οι φωτογραφίες κι τα νοσταλγικά ποστ συνεχίζουν να διαμοιράζονται με ενθουσιασμό μεταξύ των μελών. Ο Ηρακλής Κίτσωνας, ο ένας εκ των δύο διαχειριστών με επιβεβαιώνει όταν του λέω πως το Μαντζάτο δεν ήταν μαγαζί για τους μαθητές του Γυμνασίου και εξιστορεί στις δικές του αναμνήσεις από το Λύκειο:

“Το φθινόπωρο της Α’ Λυκείου ήταν για τους περισσότερους φορτωμένο με το βάρος των εξετάσεων Αγγλικών Lower αλλά και με μεγάλη προσμονή για την μετέπειτα περίοδο σχετικής χαλάρωσης καθώς δεν είχαμε ακόμη φροντιστήρια Δέσμης. Έτσι, με μόνο διάβασμα αυτό του σχολείου, υπήρχε αρκετός χρόνος για να χαρούμε τον αθλητισμό και τις βόλτες στην πόλη. Τα φλερτ του Γυμνασίου εξελίχθηκαν στους πρώτους έρωτες και το πάρκο στα Λιθαρίτσια γέμιζε από νεαρά ζευγαράκια αγκαζέ και με παγωτό από το Διεθνές στο άλλο χέρι. Τότε πρέπει να άρχισε και η γνωριμία με το Μαντζάτο – έρωτας με την πρώτη φραπεδιά.

Ως γνήσια τέκνα του μπασκετικού έπους του ’87, η δική μου γενιά είχε τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου (Γιαννιώτης βλέπεις) και τα άλλα παιδιά ως απόλυτα πρότυπα. Οι μπασκέτες στη Λιμνοπούλα αλλά και σε όλα τα σχολεία ολημερίς τρανταζόταν από τις φωνές και τις ντρίμπλες της πορτοκαλί μπάλας και η μόδα επέβαλλε αθλητικά μποτάκια με λυμένα κορδόνια και φαρδιά μπουφάν. Οι ομάδες της πόλης, όπως ο ΑΓΣΙ και η ΓΕΙ, ήταν πόλος έλξης για όλους τους λάτρεις του σπορ και τα τμήματα υποδομής έβγαλαν μια σπουδαία φουρνιά παιχτών που αγωνίστηκε μέχρι και στις πρώτες εθνικές κατηγορίες. Ήταν αυτονόητο πως για όλα τα κατορθώματα θα υπήρχε αργότερα ακριβής αναπαράσταση και εκτενής αντιπαράθεση στα έξω τραπεζάκια στο Μαντζάτο.

Με την πίεση να αυξάνεται από την Β’ Λυκείου και μετά, αυξήθηκε αντίστοιχα και η διάθεση για τσάρκες στα πιο γνωστά μαγαζιά της εποχής – με τις εκάστοτε μαθητικές παρέες να συνδράμουν στον μύθο της νυχτερινής διασκέδασης. Το Σαββατόβραδο στο Μαντζάτο ήταν ιερή παράδοση. Υπήρχαν φορές που μετά από ολοήμερη μελέτη, βρισκόμασταν στη γνώριμη ξύλινη μπάρα τα μεσάνυχτα μέχρι τις 2-3πμ, κοιμόμασταν μερικές ώρες και γράφαμε διαγώνισμα στο φροντιστήριο του Γιώργου Μηνά στις 8πμ. Μια τέτοια βραδιά κάποιος παράφρασε το γνωστό τραγούδι από τους Λαθρεπιβάτες και γεννήθηκε η ιστορική ατάκα ‘Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε, να πάμε κατευθείαν στου Μηνά!’ Και το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι μετά το διαγώνισμα πάλι Μαντζάτο πηγαίναμε για Κυριακάτικο πρωινό καφέ, απαλλαγμένοι από το άγχος έστω και για λίγο. Και βέβαια, όταν η κοπάνα ήταν η μόνη λύση να διαχειριστεί κανείς την βαρεμάρα ή την έλλειψη προετοιμασίας, στο Μαντζάτο ήταν πάντα εύκολο να μοιραστούν οι όποιες ενοχές και να ξεχαστεί κάνεις στη μουσική…”

Μπάσκετ, φροντιστήρια, φλερτ και φραπές για τους μαθητές, ενώ αντίστοιχα εξεταστικές, παρατάξεις και ποτά, για τους φοιτητές.

Ο Σπύρος Δούβαλής, dj του μαγαζιού χαρακτηρίζει το Μαντζάτο ως το ναός της νύχτας. “Ως μαθητές είχαμε μπει μόνο κάνα δυο φορές και είχαμε πάει κατ’ ευθείαν στο πιο απομακρυσμένο δωμάτιο, (το δωμάτιο με τα ρολόγια το λέγαμε) για να κρυφτούμε μην αρχίσουν να μας κοροϊδεύουν. Από εκεί πίναμε κάνα ποτό στα κρυφά, ακούγαμε νέες μουσικές που μας φαινόταν μαγικές και χαζεύαμε την Πάτρα πίσω από το μπαρ που όλοι την είχαμε ψιλοερωτευτεί. Το Μαντζάτο ήταν το μπαρ που δεν συμβιβάστηκε ποτέ. Έζησε όλη την εποχή του punk και πέτυχε την καλύτερη εποχή της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής η οποία ταίριαξε απόλυτα με την αυθεντικότητα του.

Εκείνη την εποχή, η νύχτα είχε κάτι το θρυλικό και δεν ήταν η δική μας ιδέα λόγω της νεανικότητας μας. Έτσι μεταφερόταν από τους θαμώνες του. Δεν λειτουργούσε με πρόγραμμα και με στεγανά του ντε και καλά σήμερα θα κάνουμε παρτυ. Ήταν απρόβλεπτη. Μπορεί να έβγαινες για ένα χαλαρό ποτό και να κατέληγες να πας μετά από δύο εικοσιτετράωρα σπίτι σου. Αυτά τα πράγματα δε γίνονται σήμερα γιατί η νύχτα απλά δεν έχει την ίδια δυναμική”.

Ο Απόστολος Βλάχος, barman του μαγαζιού τα τελευταία 2 χρόνια (1997-1999) εξηγεί πως η επιτυχία του μαγαζιού ήταν το επισκεπτόταν οι πάντες: Μικροί, μεγάλοι, περιθωριοποιημένοι, επώνυμοι, τραγουδιστές και ηθοποιοί που περνούσαν από την πόλη, ενώ συμφωνεί με Σπύρο για τον αυθορμητισμό της κάθε βάρδιας: “Μπορούσε ανά πάσα στιγμή, εκεί που η νύχτα φαινόταν ήσυχη και όλοι μας νομίζαμε πως θα φύγουμε νωρίς, ξαφνικά να γέμιζε το μαγαζί και να ξεκίναγε το πάρτι”.

Με όποιον μίλησα για το Μαντζάτο, όλοι μου ανέφεραν τα αποκριάτικα πάρτι του, καθώς ήταν η πάγια κατάληξη μετά την καθιερωμένη βόλτα στις ‘τζαμάλες’ (φωτιές) της πόλης. Ο Σπύρος σχολίασε πως ήταν τόση η ένταση και το κέφι σε αυτά τα πάρτι που δεν ήταν λίγες οι χρονιές που φοβήθηκαν πως μπορούσε να καταρρεύσει μέχρι και το κτήριο. 

Παίζουν οι Πυξ Λαξ live στο σαλόνι σου

“Κυριακή πρωί… Το γνώριμο τρίξιμο από τις διπλές πόρτες. Το μαγαζί και πάλι αναγεννημένο μετά το πάρτι του Σαββάτου, γυαλιστερό ξύλο παντού και άπλετο φως να μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα της αυλής στα δεξιά. Το πάνω δωματιάκι είναι άδειο – άλλωστε το προτιμούν συνήθως τα φρέσκα ζευγαράκια για τσαχπινιές και τα παλαιότερα για τσακωμούς. Στα αριστερά, ο ενιαίος χώρος που κάποτε ήταν τρία δωμάτια, τώρα διάσπαρτος με τραπέζια και καρέκλες από καφέ καρυδιά. Το booth του dj είναι κενό, προφανώς κοιμάται. Στη γωνία στο μπαρ στο βάθος, ο Κώστας παίζει σκακι με τον «Ξανθό». Ένας νες και ένας φραπές σε αντίστοιχη διάταξη. Τραβάω ένα σκαμπό και κάθομαι παραδίπλα, με το ΚΛΙΚ ανά χείρας”, Ηρακλής, μαθητής / θαμώνας

Μετά το ’93 το μαγαζί που μέχρι τότε λειτουργούσε ως μπαρ άρχισε να ανοίγει και πρωί, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν και τα live. Οι Πυξ Λαξ ή ο Σαββόπουλος, Μάλαμας, Ιωαννίδης, Διάφανα Κρίνα. Ο Σπύρος Βλέτσας εξηγεί πως υπήρχε μια αμεσότητα με τον κόσμο, “και στους καλλιτέχνες άρεσε αυτή η επαφή, παρά τις τεχνικές δυσκολίες, καθώς το μαγαζί είχε πολλά χωρίσματα”. Αλλά όπως εξηγεί και ο Ηρακλής και για τους θαμώνες η ατμόσφαιρα “στα μοναδικά για τα δεδομένα της επαρχίας live που διοργάνωνε ήταν ανεπανάληπτη διότι ο ενιαίος χώρος με τα μικρά δωμάτια σου έδιναν την αίσθηση ότι πραγματοποιείται ένα παιδικό σου όνειρο: παίζουν οι Πυξ Λαξ στο σαλόνι σου. Και φυσικά θυμάμαι τη συγκεκριμένη ιστορική συναυλία των Πυξ Λαξ: Δευτέρα 7 Απριλίου 1997.

Η πολυμελής μπάντα έχει στριμωχτεί στο κεντρικό δωμάτιο και οι θαμώνες σαν τα ποντίκια έχουν σκαρφαλώσει ακόμη και στα εσωτερικά παράθυρα. Μετά από την αρχική αμηχανία τους και αφού παίξανε κάποιες από τις πιο γνωστές επιτυχίες για να ζεσταθούμε κι εμείς κι εκείνοι, είναι φανερό ότι η διάθεσή τους είναι πλέον πιο χαλαρή και οριακά σκανδαλιάρικη. Ο Ξυδούς έχει πάρει μπαγκέτα από τον ντράμερ και κάνει τον μαέστρο, o Στόκας πειράζει τη μαλλούρα του άλλου κιθαρίστα γιατί θα πήγαινε για κούρεμα λόγω στρατού και ο Πλιάτσικας βρίσκει ευκαιρία να μας ‘στείλει’. Παίζουν το ‘Knocking on Heaven’s Door’ και μετά το δεύτερο ρεφρέν συνεχίζουν για λίγο τη μουσική χωρίς λόγια… Και μπαίνει ο Πλιάτσικας πάντα στον ίδιο ρυθμό ‘…κι αν σε πειράζει ξέχασε το… δεν σου ζητώ απλοχεριά… μα όταν αλλάζει… ο καιρός… πως με πονάει… του ΝΤΑΒΑΤΖΗ σου… του νταβατζή σου.. του νταβατζη σου η μαχαιριά!’

Εννοείται ότι το συνεχίσαμε όλοι μαζί, γιατί ο Σφακιανάκης ήταν στα φόρτε του τότε. Αλλά και τα ροκ συγκροτήματα της πόλης, ιδίως τα νεανικά και εναλλακτικά, είχαν συχνά την ευκαιρία να ανέβουν στη σκηνή και να ζήσουν τον δικό τους μύθο μπροστά σε ένα κοινό που έδειχνε μόνο συμπάθεια. Άλλωστε η ροκ μουσική, με έμφαση στην ανεξάρτητη και εναλλακτική σκηνή, ήταν ο κοινός μας παρονομαστής και αν δεν ήσουν λάτρης δεν θα περνούσες τις ώρες, τους μήνες και μια εφηβεία ολόκληρη εκεί. Δεν θα σε έκρινε αυστηρά κανείς για αυτά που φορούσες αλλά ένιωθες πάντα πιο άνετα με μπότες Βέρμαχτ δίπατες (τουλάχιστον!) και δερμάτινο τζάκετ Perfecto”.

Κάνοντας όμως ένα flash forward, ας ακούσουμε το τραγούδι που έγραψαν οι Πυξ Λαξ ειδικά για το Μαντζάτο και κυκλοφόρησε δύο χρονιά μετά το κλείσιμο του μαγαζιού:

 

Το Μαντζάτο άλλωστε, εκτός από σύνθημα και τραγούδι έγινε και τίτλος ενός, μάλλον αδιάφορου, βιβλίου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Επιστρέφοντας όμως στις μουσικές αναμνήσεις, ο Σπύρος Δούβαλης από την πλευρά του θυμάται πως “η πρώτη φορά που έπαιξα ως dj βράδυ (γιατί αυτό ήταν που μετρούσε, το βράδυ) μουσική στο Μαντζάτο ήταν κάπου το 1993 και ήταν αρκετά επεισοδιακή. Μέχρι εκείνο το βράδυ έπαιζα μόνο απογεύματα στην ώρα του καφέ. Τότε με ειδοποιούν ότι έκλεψαν το μηχανάκι του παιδιού που θα έπαιζε το βράδυ και δεν υπήρχε αντικαταστάτης. Περιττό να σου που ότι μου κόπηκαν και τα δυο τα πόδια. Μετά όμως το δεύτερο ποτό τα ξέχασα όλα. Ήταν πραγματικά μια απο τι πιο ομορφες βραδιες της ζωής μου. Σαν πρώτη βραδιά κινήθηκα εκ του ασφαλούς με Smiths, Cure, Violent Femmes, Stone Roses, Farm, κοκ”.

Το τελευταίο πάρτι

Ο αστικός μύθος θέλει στο τελευταίο βράδυ του μαγαζιού, αφού έχει κυκλοφορήσει και το σχετικό flyer που ανακοινώνει πως το Μαντζάτο κλείνει και καλεί τον κόσμο του σε ένα τελευταίο πάρτι, εκεί κοντά στο ξημέρωμα οι θαμώνες να ‘γκρεμίζουν’ μόνοι τους τον εσωτερικό χώρο, κάνοντας το δικό τους κλείσιμο. Ρωτάω σχετικά τον Σπύρο Βλέτσα, που με διαβεβαιώνει πως πρόκειται ακριβώς για αυτό: για έναν αστικό μύθο. “Ωραίο μύθο όμως”, σχολιάζω. Γελάει, “τις πρώτες πρωινές ώρες έσπασαν κάποια ποτήρια, αυτό ήταν”.

Ανατρέχω στον Απόστολο και ζητάω τη δική του διήγηση:

“Το τελευταίο πάρτι… Χαραγμένο σε όλους όσοι έμειναν μέχρι το πρωί. Δέχτηκα την πρόσκληση του Σπύρου αφού είχα πλέον φύγει και είχα ξεκινήσει δική μου δουλειά. Ένα τελευταίο πάρτι. Όσοι ‘παλιοί’ θέλαμε να πάμε για ένα τελευταίο βράδυ να δουλέψουμε. Ήμουν στο κεντρικό bar με τον Βαγγέλη, -τον πιο παλιό barman, χαρακτηριστική φιγούρα του μαγαζιού. Ξεκινήσαμε, η ατμόσφαιρα βαριά. Ήμασταν όλοι εκεί, εκεί που μεγαλώσαμε, εκεί που ερωτευτήκαμε, εκεί που γλεντήσαμε. Στο μαγαζί που σήμαινε τόσα πολλά, όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλους όσοι έζησαν έστω και για λίγο στα Γιάννενα. Περνούσε λοιπόν η ώρα, η ατμόσφαιρα άρχισε να ελαφραίνει. Κάποια στιγμή όλοι μας είχαμε γίνει ένα: Παλιοί, καινούργιοι, ξεχασμένοι…  χορός και αγαπημένες μουσικές. Προς το τέλος ποτήρια, μπουκάλια, τασάκια,  ήταν όλα έξω. Κανένας σερβιτόρος δεν νοιαζόταν για να τα μαζέψει,  στο μπαρ γυρνούσαν μόνο τα απαραίτητα ώστε να μπορούσαμε να βάλουμε σε κάποιον καινούργιο της παρέας ποτό. Το πρώτο φως της ημέρας μας βρήκε με το μαγαζί γεμάτο. Και εκεί, στο τέλος, ένας από τους ιδιοκτήτες που είχε γίνει εδώ και ώρα dj, έβαλε το τελευταίο τραγούδι. ‘Με αεροπλάνα και βαπόρια’ ανάβοντας ταυτόχρονα όλα τα φώτα του μαγαζιού.

Σιωπή. Άλλοι κοιτούσαν χαμηλά, άλλοι είχαν το βλέμμα τους στους τοίχους, ξέροντας πως τους αντικρίζουν για τελευταία φορά. Και ξαφνικά ακούγεται ένα ποτήρι να σπάει. Και μετά από μερικά δευτερόλεπτα και ένα δεύτερο, αμέσως ένα τρίτο και για όσο ακουγόταν η μουσική Σωτηρία Μπέλλου έσπαγαν τα πάντα. Μπουκάλια, ποτήρια, τασάκια. Όλοι κοιταζόμασταν βουρκωμένοι, ενώ μερικοί έκλαιγαν κιόλας. Και όταν το σπάσιμο τελείωσε, όλοι αγκαλιαστήκαμε. Στα βουβά. Φιλιόμασταν λες και φεύγαμε για κάπου μακριά. Μείναμε στο μαγαζί για αρκετή ώρα, μέχρι να φύγει και ο τελευταίος. Ο καθένας με το αναμνηστικό του. Ο,τι υπήρχε κρεμασμένο στον τοίχο. Κάδρα και αφίσες που στον καθέναν έναν από εμάς αντιπροσώπευαν τη νιότη του, την ανεμελιά του”. 

Και κάπως έτσι το Μαντζάτο πέρασε στην αθανασία, καθώς οι διηγήσεις και οι αναμνήσεις από τους καφέδες, τις βραδιές και τα ξημερώματά του μένουν ζωντανές έως σήμερα. “Η τέχνη να είσαι πάντα νέος”, ήταν ένα από τα slogan του μαγαζιού και τελικά φαίνεται πως το μυστικό (και) αυτής της τέχνης είναι να αποχωρείς όσο ακόμα είσαι στην κορυφή. Το Μαντζάτο δεν λείπει μόνο σε όσους το έζησαν στο έπακρο, ούτε μόνο σε αυτούς που δάκρυσαν εκείνο το βράδυ. Λείπει από όλους όσοι ακόμα ψάχνουν στα στενά των Ιωαννίνων ένα σημείο αναφοράς, ένα μέρος επιστροφής και έναρξης μαζί. Λείπει από αυτούς που έχουν φύγει, αλλά θέλουν όταν γυρίζουν να ξέρουν πως εκεί θα είναι για πάντα το σπίτι τους, που μπορεί να ζει πλέον τη δική του ζωή, κρατάει όμως ένα δωμάτιο, ή έστω μια γωνιά, τόση ζεστή και οικεία ώστε να μπορεί να ονομάζεται μαντζάτο. 

“Σάββατο βράδυ: Οι συνήθεις ύποπτοι από νωρίς στη θέση τους να κρατανε μια ψαγμένη μπύρα από τις πολλές που είχε να προσφέρει το Μαντζάτο. Ψάχνω το φιλαράκι από τα παλιά που πρόσφατα έπιασε δουλεια στο πανω μπαρ. “Θα μου βρεις κανενα ποστερ απο την συναυλία τις προάλλες;” – “Περίμενέ με όταν σχολάσω από την πίσω μεριά, στην αυλή. Σου έχω κάτι καλύτερο…”, Ηρακλής, μαθητής / θαμώνας