ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Ο Nick Nolte δεν είναι τυχερός, είναι μαχητής

Ανάμεσα στην υποψηφιότητα Όσκαρ για το “Warrior” και τον ρόλο του στο “Luck” του ΗΒΟ, ο αγαπημένος ηθοποιός μοιάζει να βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα. Είμαστε ενθουσιασμένοι.

Στο επιβλητικό Dorothy Pavillion του Λος Άντζελες, την τελευταία φορά που τα Όσκαρ φιλοξενήθηκαν σε αυτό το χώρο, σύσσωμο το κοινό (αποτελούμενο από επιφανή μέλη της δημιουργικής κοινότητας του Χόλιγουντ) έχει σηκωθεί στο πόδι και χειροκροτά. Δεν πρόκειται απλά για χειροκρότημα ενθουσιασμού. Η κάμερα κόβει στον Γουόρεν Μπίτι και ζουμάρει πάνω του, καθώς ο διάσημος σκηνοθέτης με εμφανώς σφιγμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ενώνει με δύναμη τις παλάμες του, ξανά και ξανά και ξανά, στα όρια του slow clap.

Το Χόλιγουντ εκείνη τη βραδιά δεν χειροκροτά επειδή είναι χαρούμενο. Χειροκροτά ως πολιτική δήλωση.

Στη σκηνή βρίσκεται ο Ελίας Καζάν, ο μέγιστος σκηνοθέτης, που από τα χέρια του Ρόμπερτ Ντε Νίρο και του Μάρτιν Σκορσέζε παραλαμβάνει τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας του. Η βράβευση αυτή είχε πάρει διαστάσεις όχι απλά πολιτικού, αλλά ηθικού ζητήματος, μιας και ο Καζάν στη διάρκεια του Μακαρθισμού είχε βοηθήσει να λήξουν πολλές καριέρες προκειμένου να σωθεί η δική του.

Οι Γουόρεν Μπίτι της βραδιάς (και είναι πολλοί) βαράν παλαμάκια πιο εμφατικά από ποτέ ξεκαθαρίζοντας πως κανένας ξινισμένος ιδεολόγος δε μπορεί να χαλάσει μια τέτοια στιγμή. Ξινός ιδεολόγος σαν τον Ίαν Μακέλεν. Ή σαν τον Εντ Χάρις. Οι οποίοι κοιτούν σιωπηλοί, ακίνητοι τις διαδικασίες, αποφασισμένοι να μη χειροκροτήσουν, να μη δώσουν τη συγκατάθεσή τους για αυτή τη βράβευση.

Η κάμερα γυρνάει στον Νικ Νόλτε, υποψήφιο εκείνη τη βραδιά για τη συγκλονιστική ερμηνεία του στο οικογενειακό δράμα “Οδύνη”. Ο Νόλτε κοιτάει προς τη σκηνή με βλέμμα αυστηρό, τραχύ, αλλά και παγωμένο. Σχεδόν στα όρια του αδιάφορου.

Τα χέρια του είναι σταυρωμένα.

I. Διαδρομή στρωμένη με αλκοόλ

Στις παλιές του φωτογραφίες από τα ‘70s τον βλέπεις πάντα μαζί με ένα κουτάκι μπύρας. Όμως η αθώα μπύρα σύντομα έδωσε τη θέση της σε ναρκωτικές ουσίες.

Η πιο διάσημη εικόνα της καριέρας του δεν είναι από κάποια ταινία, από έναν εκ των φανταστικών ρόλων που έχει παίξει. Είναι εκείνη που μοιάζει να ξέφυγε από κάποια κάφρικη κωμωδία, που όμως είναι δυστυχώς αληθινή, καταδικασμένη να τον ακολουθεί για πάντα. Εκείνη όπου, με ηλεκτρισμένο μαλλί και χαβανέζικο πουκάμισο, κοιτάει τον φακό σα να μην έχει ιδέα τι συμβαίνει γύρω του. Τραβήχτηκε από έναν αστυνομικό ύστερα από μια σύλληψή του πριν μια δεκαετία, το Σεπτέμβριο του 2002, για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ – ακριβώς 10 χρόνια μετά από το εξώφυλλο του People που τον έχριζε, το 1992, ως πιο σέξι άντρα στον κόσμο.

Το “αλκοόλ” από εκείνο το συμβάν προέκυψε τελικά πως ήταν GHB, μια ουσία που ο Νόλτε έπαιρνε για χρόνια, και που δίχως φόβο ή αναστολές παραδέχεται πως θέλει να ξαναπάρει. Εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη, επέστρεφε από μια συνάντηση ανώνυμων αλκοολικών στην οποία δε μπήκε ποτέ.

Το αλκοόλ το είχε ξεκινήσει από μικρός, αλλά ποτέ δε το θεώρησε ως κάτι προβληματικό. Ποτέ δεν το είδε ως εθισμό. Μέχρι που έγινε.

Ο πατέρας του έπαιζε φούτμπολ στο κολλέγιο και ο ίδιος επιχείρησε για ένα μικρό διάστημα να κάνει το ίδιο, αλλά η καριέρα του ως kicker έληξε άδοξα από το Λύκειο κιόλας, μέσα προς τέλης της δεκαετίας του ‘50. (Ο Νόλτε γεννήθηκε στη Νεμπράσκα το Φεβρουάριο του 1941.) Στη διάρκεια μιας προπόνησης πιάστηκε στα πράσα, τι άλλο, να πίνει μπύρα, και κατόπιν του καυγά που ακολούθησε, αποβλήθηκε από το σχολείο.

Μέσα από την καριέρα μοντέλου και έπειτα ηθοποιού που κυνήγησε, οι ουσίες άρχισαν να να γίνονται όλο και πιο περίεργες. Μια φορά είχε λιποθυμήσει στην κεντρική πλατεία του Σαν Φρανσίσκο ύστερα από υπερβολική δόση GHB. Υπήρξαν κάτι περίεργες ορμόνες και κάτι κοκτέιλ βιταμινών, που γενικά τα παίρνει το μισό Λος Άντζελες, αλλά όλοι το παίζουν σοκαρισμένοι όταν κάποιος το παραδέχεται ευθέως.

“Υπάρχει μια κατανόηση στον εθισμό,” εξηγεί. “Απλά μαθαίνεις πράγματα για τον εαυτό σου. Είτε τα πράγματα είναι ζόρικα οπότε αποδράς, είτε γίνεται ένα πείραμα, ένας τρόπος ζωής. Το θέμα με τον εθισμό είναι ότι δεν αισθάνεσαι. Κόβεις τον πόνο, είτε είναι σωματικός είτε ψυχολογικός.”

Στο “Warrior” παίζει τον (καθαρό, πλέον) αλκοολικό πατέρα που προσπαθεί να βοηθήσει τους γιους του να επιβιώσουν, χρόνια αφού τους σακάτεψε τη ζωή. Ο ίδιος ο Νόλτε δεν το έπαιξε ποτέ απόλυτα καθαρός ή μετανιωμένος ή τίποτα από όλες αυτές τις πολιτικώς ορθές σαχλαμάρες. Αλλά σίγουρα, όταν αναφερόμαστε σε έναν τέτοιο ρόλο, ξέρει πολύ τι είναι αυτό για το οποίο μιλάει.

II. Μιλώντας σα να μη σε νοιάζει

Έχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου και δεν μετανιώνω για κανένα από αυτά. Μερικές φορές αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μάθεις.

Αυτό είναι τελικά που κάνει την ιστορία του Νόλτε να ξεχωρίζει. Στο Χόλιγουντ λατρεύουν μια ιστορία επιστροφής από το χείλος της καταστροφής, μια ιστορία εξιλέωσης. Το θέμα είναι πως τον Νόλτε δε μοιάζει να τον ενδιαφέρει καμία εξιλέωση.

Απόλυτα συνειδητοποιημένος απέναντι στον εαυτό του, στις καταχρήσεις του, στην προσωπική του διαδρομή, δε μπήκε ποτέ στη διαδικασία της μιντιακά ενορχηστρωμένης συγγνώμης. Είναι αληθινός, είτε μιλάει για το πώς κάθεται και αναλύει το ίδιο του το αίμα (!) ή για την επίδραση των ουσιών που έπαιρνε, είτε μιλάει για τους ρόλους που αναλαμβάνει.

Στα extras της συλλογής των ταινιών “Superman”, μέσα στην εξαντλητικά πλήρη σειρά από ντοκιμαντέρ μπορεί να ακούσει κανείς τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Ντόνερ να απαριθμεί μια σειρά ηθοποιών που είχαν συζητηθεί για το ρόλο του ανθρώπου από ατσάλι. Ένας εξ αυτών, ο Νόλτε (άγνωστος τότε, σύμφωνα με τις επιθυμίες του σκηνοθέτη για τη μη ανάληψη του ρόλου από διάσημο σταρ), είχε χάσει τη δουλειά όταν δήλωσε (όπως πρόσφατα αποκάλυψε στο περιοδικό GQ) πως ήθελε να παίξει τον Σούπερμαν ως ψυχασθενή.

Όταν πριν λίγα χρόνια ετοιμαζόταν να πρωταγωνιστήσει στο δράμα “Ζήτημα Τιμής” του νεαρού σκηνοθέτη Γκάβιν Ο’ Κόνορ, κόντεψε να τινάξει την παραγωγή στον αέρα αποχωρώντας για δικούς του λόγους, ύστερα από μήνες προετοιμασίας. Σπάνια επιστρέφεις από τέτοια συμβάντα, σπάνια πείθεις τον άλλον να σε εμπιστευτεί ξανά.

(Περισσότερα για αυτό σε λίγο.)

Αυτοκαταστροφικός ακόμα και σε αυτό που είναι η ζωή του, την ηθοποιία δηλαδή. Μια δίοδος προς την αλήθεια για τον ίδιο. Πολλοί το λένε, όμως αυτός το στηρίζει μέσω των δυσκολιών του στην “πραγματική” ζωή. “Ποτέ δεν αισθανόμουν ιδιαίτερα άνετα στην πραγματικότητα,” είχε πει παλιότερα. “Ήταν πάντα κάτι το άβολο για μένα, ενώ όταν ανεβαίνω στη σκηνή απλά νιώθω ελεύθερος. Νιώθω πώς υπάρχει ένα μέρος όπου μπορώ να έχω κάθε πιθανή εμπειρία και να μη νιώθω αμήχανα γι’αυτό.

Εκεί επιστρέφει το όλο θέμα με τον Νόλτε. Αισθάνεται πράγματα, λέει πράγματα, παραδέχεται πράγματα. Πάντα. Παραδέχεται μέχρι και το ότι, προκειμένου να πετύχεις, δεν πρέπει να παραδέχεσαι: “Αποφάσισα κάποτε ότι απλά θα έπρεπε να λέω ψέμματα στον τύπο. Η καλύτερη προσέγγιση στο να μιλάω για την προσωπική μου ζωή θα ήταν να λέω ψέμματα.” Όχι ακριβώς η ιστορία επιστροφής που θέλει το Χόλιγουντ.

Στην εισαγωγή του απαρχαιωμένου προσωπικού του site, θα βρεις να σε υποδέχεται μια εικόνα από το παρελθόν του ηθοποιού. Όχι όμως κάποιο ένδοξο στιγμιότυπο ή κάποια φωτογραφία από αυτές που στέλνουν οι publicists στους δημοσιογράφους. Η εικόνα που σε καλωσορίζει είναι εκείνη από τη σύλληψή του στο Μαλιμπού, τον Σεπτέμβριο του 2002.

III. Ηθοποιάρα

Υπάρχει μια κάθαρση στο να γυρίζεις ταινίες, στην τέχνη,” είχε πει κάποτε. “Στην πραγματικότητα είμαστε όλοι μόνοι. Δε μπορούμε να μπούμε μέσα στην ψυχή του άλλου, να δούμε τον κόσμο όπως αυτός. Ο μόνος τρόπος που έχουμε ώστε να επικοινωνούμε είναι μέσα από λέξεις.

Κι από βλέμματα. Κι από κινήσεις. Ο Νόλτε δεν έκανε ποτέ ταινίες για να γίνει ο γυαλισμένος σούπερ σταρ, εξάλλου αυτό θα ήταν ασυνεπές με το πώς κινείται ως άνθρωπος. Δεν έκανε ταινίες για πάρει Όσκαρ, έστω κι αν θα το ήθελε, έστω κι αν βρέθηκε 3 φορές υποψήφιος.

Όμως είναι ηθοποιάρα.-

Βγάλε τις υποψηφιότητες για Όσκαρ (τρεις από αυτές, για τον “Πρίγκιπα της Παλίρροιας”, την “Οδύνη”, τον “Warrior”), βγάλε την περιστασιακή εμπορική επιτυχία (θυμήσου τις “48 Ώρες” με τον Έντι Μέρφι και το πόσο καυστικά απολαυστική ταινία ήταν όταν βγήκε). Άστα αυτά, δε σημαίνουν τίποτα μπροστά στην αλήθεια των μεγάλων ερμηνειών του.

Ο Νόλτε μου θυμίζει κάποιους από αυτούς τους τραγουδιστές κάτι συγκροτημάτων χαμηλών τόνων, που δε δίνουν μία για το αν παίζουν μπροστά σε μεγάλο κοινό, αλλά αρπάζουν ένα μικρόφωνο με το ένα χέρι (στο άλλο βαστάνε ένα μισογεμάτο ποτήρι ουίσκι), κλείνουν τα μάτια κι αρχίζουν να τραγουδάνε την ψυχή τους.

Έχω πιάσει πάτο,” εξομολογείται ο κατατρεγμένος κλέφτης έργων τέχνης που παίζει ο Νόλτε, σε εκείνη την παραγνωρισμένη ταινιάρα του Νιλ Τζόρνταν “Ο Καλός Κλέφτης”, που νιώθεις να σε τυλίγει και να σε γοητεύει από τη στιγμή που ο Λέοναρντ Κοέν αρθρώνει τις πρώτες λέξεις με τη βαθιά φωνή του, στην αρχή του έργου.

Στον επίσης αδικημένο “Χαλκ” του Ανγκ Λι, εξισορροπούσε τα καρτουνίστικα CGI με δόσεις στυγνής αλήθειας, στο ρόλο του πατέρα του ανθρώπου πίσω από το τέρας. Ή αλλιώς, του πατέρα που δημιούργησε ένα τέρας.

Η “Οδύνη” του Πολ Σρέιντερ δεν είχε βγει καν στην Ελλάδα παρότι ήταν υποψήφια για Όσκαρ Α’ Αντρικού Ρόλου (για τον Νόλτε) και κέρδισε για τον Β’ (για τον Τζέιμς Κόμπερν). Ήμουν μικρός όταν την είδα πρώτη φορά, νομίζω δεν είχα δει ξανά τον Νόλτε σε άλλη ταινία. Ή ίσως μόνο στο “Ακρωτήρι του Φόβου” του Σκορσέζε (τρομερός κι εκεί, αλλά σε άλλη φάση). Είχα ζαλιστεί από αυτό που είδα μπροστά μου. Έπαιζε έναν μπάτσο σε μια μικρή πόλη που βασικά ένιωθε τόσο αποκομμένος από την πραγματικότητα γύρω του που άφησε μια απλή υπόθεση να του γίνει καταστροφική εμμονή.

Οι παραλληλισμοί με τον άνθρωπο πίσω από τον ηθοποιό είναι αδυσώπητοι. Κυρίως γιατί προκύπτει αυτό: Πως μέσα από τους πιο σημαδιακούς του ρόλους, ο ηθοποιός Νόλτε γίνεται ένα με τον πραγματικό Νόλτε. Την αλήθεια τη νιώθεις να ξεχύνεται μέσα από την οθόνη, μέσα σε σύννεφα πόνου και αλκοόλ.

Και μετά το “Warrior”. Αυτό το “Warrior”.

IV. Μαχητής

Είναι η ιστορία δυο αδερφών που μπαίνουν σε ένα πυγμαχικό τουρνουά ο καθένας για να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες, όμως όλα επιστρέφουν σε έναν άνθρωπο: Τον πατέρα τους, που με τις μεθόδους του και τα μεθύσια του έφερε τη ζωή των γιων του στο όριο της καταστροφής. Τώρα είναι καθαρός, και προσπαθεί να μπει ξανά στη ζωή τους – κερδίζοντας τη συγχώρεση ακριβώς επειδή δεν είχε το θράσος να την απαιτήσει.

Ο ρόλος είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του Νόλτε, και όχι τυχαία: Γράφτηκε με αυτόν στο μυαλό.

Κάτι που είναι κάπως περίεργο αν σκεφτείς ποιος έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία. Το όνομά του, Γκάβιν Ο’ Κόνορ. Ναι, ο ίδιος Γκάβιν Ο’Κόνορ που σκηνοθετούσε το “Ζήτημα Τιμής” πριν 3 χρόνια, την ταινία που ο Νόλτε παράτησε – και μαζί με αυτήν, το σκηνοθέτη στα κρύα του λουτρού.

Το όλο σκηνικό (που εξήγησαν οι δυο τους στο GQ) είναι αρκετά συγκινητικό, αλλά καταλήγει όλο σε μια υπόσχεση. Την υπόσχεση που ο Ο’ Κόνορ έβαλε τον Νόλτε να πάρει, ότι δε θα κάνει χρήση στο σετ, την ώρα της δουλειάς. Ο νεαρός σκηνοθέτης πίστευε τόσο πολύ στον Νόλτε (και στο πόσο σωστός ήταν για αυτό το ρόλο, προφανέστατα) ώστε ρίσκαρε την ίδια του την ταινία, ρίσκαρε τη σχέση του με το στούντιο (που δεν ήθελε τον Νόλτε, αναμενόμενα), ρίσκαρε τα πάντα – για έναν άνθρωπο που του είχε ήδη κοστίσει.

Θυμίζει λίγο αυτό που έκανε ο Αρονόφσκι για τον Μίκι Ρουρκ πριν κάποια χρόνια, με τον “Παλαιστή”. Μόνο που ο Ρουρκ είναι το είδος του ανθρώπου που τις αδυναμίες του τις πλάσαρε με έναν όχι ακριβώς αστραφτερό, αλλά σίγουρα Χολιγουντιανό τρόπο. Κάνει πλαστικές, κάνει δηλώσεις, είναι εκκεντρικός, πηδάει εδώ κι εκεί, παίζει σε σίκουελ μπλοκμπαστεριών, δέρνει κόσμο επί σκηνής. Βασικά πληροί όλες τις Χολιγουντιανές προϋποθέσεις του Κακού Παιδιού Σε Comeback.

Ο Νόλτε, όχι. Για τον Νόλτε όλα γυρνάνε στην υπόσχεση που πήρε απέναντι στον Ο’ Κόνορ. “Δεν μπορείς να παίξεις έναν άντρα που είναι χωρίς αλκοόλ 100 μέρες αν πίνεις,” του είπε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.

Ο Νόλτε φυσικά και έπινε, κι απ’όλα έκανε. Απλά όχι την ώρα των γυρισμάτων.

V. Σταυρωμένα χέρια

Στην διάρκεια της τελετής των 71ων Όσκαρ, όση ώρα σχεδόν σύσσωμη η αίθουσα χειροκροτούσε τον Ελίας Καζάν με ξεκομμένο πάθος και φόβο σε ίσα μέρη, ο Νικ Νόλτε είχε τα χέρια του σταυρωμένα. Το Χόλιγουντ έχει δυσκολευτεί πολλά πράγματα να του συγχωρέσει, αλλά αυτό περισσότερο από όλα. (Ο Σκορσέζε ακόμα δεν του μιλάει.)

Τότε ο Νόλτε ήταν υποψήφιος για την “Οδύνη”. Φέτος θα είναι ξανά εκεί, ανάμεσα στα φορέματα, στη λάμψη, τα αστραφτερά χαμόγελα, τα ψυχαναγκαστικά χειροκροτήματα, αυτή τη φορά υποψήφιος για το “Warrior”. Κάνει κι άλλα πράγματα αυτή τη στιγμή, πρωταγωνιστεί στο φανταστικό “Luck” του ΗΒΟ δίπλα στον Ντάστιν Χόφμαν, ενώ για το 2012 ετοιμάζει μισή ντουζίνα ταινίες. Η μία από αυτές είναι το “Company You Keep” του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Η άλλη είναι η “Gangster Squad” με τον Ράιαν Γκόσλινγκ, τον Σον Πεν, την Έμα Στόουν. Καθόλου άσχημα.

Για την ακρίβεια μοιάζει ξαφνικά ο Νόλτε να είναι ξανά στο προσκήνιο, από το πουθενά. Εν έτει 2012, τα media μιλάνε για αυτόν σα να ήταν 2002 και οι φανατικοί του σινεμά σα να ήταν 1992. Αυτό -θα πρέπει να- είναι αρκετή επιβράβευση.

Διότι: Όχι πως έχει καμία σημασία, αλλά Όσκαρ δε θα του δώσουν ποτέ.