Ο Johnny Βαβούρας δεν βολεύτηκε ποτέ στο καβούκι του
Μια χειμαρρώδης συζήτηση για την Αμερική του ‘50, τις μπύρες με τον Lemmy, τη μιζέρια της ελληνικής μουσικής και τη στάση της ζωής του.
- 7 ΙΟΥΛ 2017
Δεν έχει σημασία από πού τον ξέρεις τον Johnny Βαβούρα. Μπορεί να τον έχεις δει σε κάποια ταινία του Νίκου Ζερβού, σε κάποιο σκετς με τον Ζουγανέλη και τον Μπουλά ή σε μία από τις συμμετοχές του σε ελληνικές σειρές.
Μπορεί πάλι να τον έχεις δει σε κάποια συναυλία, είτε με τους ‘Vavoura Band’ οι οποίοι μετράνε πλέον 41(!) χρόνια ζωής, είτε με το σχήμα με το οποίο του αρέσει να διασκευάζει τα αγαπημένα του ξένα κομμάτια, τους Cadillacs.
Ή απλά, να τον έχεις πετύχει να ξεδιπλώνει το ταπεραμέντο του ως καλεσμένος σε κάποια εκπομπή, εκτοξεύοντας αστείες αλλά πάντα αληθινές ατάκες, με την χαρακτηριστική αμερικάνικη προφορά του.
Σε όποια από τις παραπάνω περιστάσεις κι αν έχει τύχει να τον γνωρίσεις, είμαι βέβαιος για δύο πράγματα. Πρώτον ότι η μία φορά ήταν αρκετή για να σου καρφωθεί στο μυαλό η εικόνα και η περσόνα του Johnny και δεύτερον ότι μονολόγησες από μέσα σου ΄τι τρελός τύπος είναι αυτός’.
Είναι πολλά πράγματα ο Johnny Βαβούρας. Ναι, ίσως είναι και λίγο -με την καλή έννοια- τρελός. Όταν μας υποδέχθηκε πάντως στο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή, σε έναν κήπο με παλιά αμερικάνικα τζιπ, μηχανές, ξύλινες κατασκευές, πυκνή βλάστηση και χελώνες, σιγουρεύτηκα ότι η συζήτηση που θα ακολουθούσε στο υπόγειο, εκεί όπου βρίσκεται το στούντιο του μουσικού, δεν θα είναι καθόλου βαρετή.
Και πράγματι, τα είχε όλα. Μουσική, αλήθειες, παραδοχές, τρέλα και μπόλικη αμερικάνικη προφορά.
Τα χρόνια στην Αμερική του ρατσισμού
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Η αμερικάνικη προφορά έχει πάντως την εξήγησή της. Πατέρας μετανάστης και μεγάλωμα σε μια Αμερική, αρκετά διαφορετική από τη σημερινή. Το timing όμως ήταν ιδανικό για άλλους, πιο μουσικούς λόγους.
“Γεννήθηκα στην Αμερική σε μια μικρή κωμόπολη, την New Philadelphia του Ohio, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε επίσημα το rock n’ roll, το 1955. Πηγαίνοντας λοιπόν στο εστιατόριο του πατέρα μου, ο οποίος ήταν Έλληνας μετανάστης, άκουγα όλα αυτά τα παλιά τα rock n’ roll, blues, μπαλάντες της εποχής και εντυπώθηκαν πολύ βαθιά στον εγκέφαλό μου. Τα τραγουδούσα συνεχώς, έβγαιναν μπροστά μου παρ’ ότι είχα κι άλλες μουσικές επιρροές στην πορεία, Beatles, Cat Stevens, ανακάλυψα τον Jimi Hendrix, τους Doors, τον Joe Cocker και τον Santana τους οποίους μετά από πολλά χρόνια γνώρισα κιόλας. Τον Hendrix δεν τον γνώρισα γιατί πέθανε, έχασε ο άνθρωπος, έπρεπε να με γνωρίσει, θα μου έσπαγε την κιθάρα στο κεφάλι”.
“Στις Η.Π.Α έμεινα μέχρι 7 χρονών, έχω πολλές εικόνες από εκείνα τα χρόνια. Η Αμερική του ‘50, εκτός απ’ τον μακαρθισμό και τον αντικομμουνισμό είχε και έντονο ρατσισμό κατά των μαύρων, θυμάμαι τους γείτονες να βάζουν χέρι στον πατέρα μου επειδή έβαζε μαύρους στο εστιατόριο. Ρατσισμός υπάρχει ακόμα, ειδικά στο Νότο, αλλά εκείνα τα χρόνια τον είχα ζήσει κιόλας”.
“Στα 7 μου, ήρθαμε στην Ελλάδα και εγκατασταθήκαμε στην Αγία Παρασκευή στο χώρο που μένω ακόμα. Πάντα τραγουδούσα, από μωράκι έλεγα και ελληνικά τραγούδια και αμερικάνικα. Στην οικογένεια κανένας δεν ήταν μουσικός, ο πατέρας μου όμως είχε καλλιτεχνική φλέβα, ήταν ποιητής και συγγραφέας, έγραφε βιβλία αλλά και σε εφημερίδες, στον Εθνικό Κήρυκα της Νέας Υόρκης και στα Κορινθιακά Χρονικά, ήταν και δάσκαλος στην ελληνική κοινότητα του Kent στο Ohio, για να μην ξεχάσουν τα ελληνόπουλα την μητρική τους γλώσσα. Όταν έγινα 12, πήρε μια κιθάρα ο γείτονάς μου ο Θόδωρος και άρχισα να τη σκαλίζω κι εγώ. Την πήγα καλά τη δουλειά και τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς μου πήρε ο πατέρας μου μια ακουστική, ένα καυσόξυλο που το μετέτρεψα μόνος μου σε ηλεκτρική αργότερα”.
“Στα 16, πήρα από το φίλο μου τον Νίκο τον Μαυρογένη μια ηλεκτρική κιθάρα 12χορδη Yamaha, πολύ καλή. Ήδη είχα κάνει κάποια συγκροτήματα, εγώ πάντα έμπλεκα με μεγαλύτερους, πήγαινα και σε αμερικάνικο σχολείο, το ACS, γιατί ήθελε ο πατέρας μου να πάρω την καλύτερη δυνατή παιδεία, ήταν από τους τελευταίους που πίστευε στο αμερικάνικο όνειρο, το οποίο εγώ θεωρώ μεγάλο παραμύθι. Υπήρχε κάποτε, ο πατέρας μου που είχε γεννηθεί τον προ-προηγούμενο αιώνα το είχε ζήσει, το θέμα είναι ότι αυτό τελείωσε όμως”.
Όταν ξαναπήγα στο Kent στα 17 για να σπουδάσω, ήταν μια Αμερική γεμάτη ναρκωτικά, αλητεία, πιστόλια, τσαμπουκάδες. Δεν μου έκατσε καθόλου, στα 20 σηκώθηκα κι έφυγα κι ήταν η πιο σωστή κίνηση που έκανα στη ζωή μου
Από το Μοναστηράκι στην τηλεόραση
Το κεφάλαιο Η.Π.Α. έκλεισε για πάντα, το αμερικάνικο όνειρο δεν υπήρξε ποτέ και ο Johnny επιστρέφει στην Ελλάδα. Δεν του πήρε παρά μερικά χρόνια για να εξαπλώσει το πληθωρικό του ταλέντο προς όλες τις κατευθύνσεις, αφήνοντας το δικό του στίγμα.
“Όταν γύρισα στην Ελλάδα έκανα αρχικά διάφορες δουλειές του ποδαριού. Ήμουν πωλητής σ’ ένα μαγαζί με ρούχα στο Μοναστηράκι, στο οποίο μετά λόγω αγγλικών και λόγω της ικανότητας που είχα να πουλάω, μπήκα συνέταιρος. Το πτυχίο μου ήταν πάνω σε bussines και marketing, άλλο αν δεν το χρησιμοποίησα ποτέ. Τότε βρήκα τον Γιάννη τον Δρόλαπα, εκείνος έπαιζε κιθάρα, εγώ μπάσο, κάναμε την ‘Vavoura Band’ και φέτος κλείσαμε 40 χρόνια από την πρώτη μας εμφάνιση και 41 από τη δημιουργία μας”.
“Η μπάντα πήγε πολύ καλά, κάναμε μουσικές για 6 ταινίες, δίσκους, άπειρες συναυλίες στα πιο απίθανα μέρη κι είμαστε ακόμα φίλοι με τον Γιάννη, έχουμε περάσει εκπληκτικά όλα αυτά τα χρόνια. Συναυλίες επεισοδιακές, με γκάζια, με φασαρίες. Έχουμε γεμίσει το Σπόρτινγκ και το Παλλάς χωρίς να έχουμε βγάλει καν δίσκο. Δίψαγε ο κόσμος για μουσική. Κάναμε κοινές συναυλίες με την Σίγμα Φαίη, με τον Πουλικάκο, τον Σταύρο Λογαρίδη, τα στέκια μας ήταν το Skylab και το Tiffanys στην Πλάκα”.
“Το ΄80 γνώρισα τον Δημήτρη Αρβανίτη. Μας άκουσε που παίζαμε ethnic, γιατί στο σπίτι άκουγα από μικρός λόγω του πατέρα μου και πολλά παραδοσιακά δημοτικά, ηπειρώτικα και θρακιώτικα, μοιρολόγια, σκάρους. Τάσο Χαλκιά ακούω από 2 χρονών. Ακούγοντας Socrates και Aphrodite’s Child, οι οποίοι είχαν κάνει μερικές πολύ δυνατές απόπειρες να χρησιμοποιήσουν αυτά τα στοιχεία μέσα στα κομμάτια τους, μας άρεσε σαν άποψη και το πήγαμε ένα βήμα παραπέρα, προς το δικό μας γούστο και κατεύθυνση. Πήγε πολύ καλά αυτό, βγάλαμε ένα CD που λέγεται ‘ethnic’ και έχει τα καλύτερα από τα soundtrack μας και τώρα ετοιμαζόμαστε να το βγάλουμε και σε βινύλιο”.
“Γράφοντας μουσική για μια ταινία του Αρβανίτη, πήγα μαζί του και στη Σαντορίνη όπου επειδή είμαι και φωτογράφος, βοήθησα με την κάμερα να τραβήξουμε. Πήραμε δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, ενθουσιάστηκα και ανέβηκα και την επόμενη χρονιά στο Φεστιβάλ για χαβαλέ”.
Εκεί γνώρισα τον Νίκο Ζερβό, ο οποίος μου είπε ότι γουστάρει αυτό που κάνω με την μπάντα και θέλει να παίξω σε μια ταινία του. Είπα ναι και έπαιξα στο ‘Σουβλίστε τους’, τον ‘Δράκο των Εξαρχείων’ και σ΄όλες τις ταινίες του Ζερβού εκτός από 2-3 γιατί ήμασταν τσακωμένοι
“Τα Κουφώματα ήταν για μένα από τις καλύτερες κωμικές και σατιρικές εκπομπές, δυστυχώς όμως τα κάναμε σε μια Πασοκική Ελλάδα που ήταν δύσκολο γι΄ αυτούς που ήταν στα κανάλια να πιάσουν το χιούμορ. Τυχαία την πήραμε με μέσον με τον Ζερβό την εκπομπή, είχαμε στείλει άλλα 8 κόνσπεπτ, που δεν τα πήραν ποτέ. Μετά συνέχισε μόνος του ο Γιάννης ο Ζουγανέλης στο MEGA παραποιώντας λίγο τα Κουφώματα, όχι με την ίδια επιτυχία όμως. Με κάλεσε μετά να κάνουμε ξανά κάτι μαζί αλλά δεν δούλεψε γιατί αυτά είναι ομαδικές δουλειές, πίσω από τα Κουφώματα ήταν μια ομάδα, δεν γίνεται να τα κάνεις όλα μόνος σου. Οι περισσότεροι στο χώρο μας είναι μονομανείς, θέλουν να τα κάνουν όλα. Αυτό δεν γίνεται, χρειάζεται συνεργασία, είσαι όσο καλός είσαι η ομάδα σου. Είναι αλυσίδα, αν σπάσει ένας κρίκος, όσο μικρός κι αν είναι, θα χαλάσει”.
“Παράλληλα, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 είχα γνωρίσει τον Δημήτρη Κερασιώτη που είχε την εταιρεία ‘Happening’. Φοβερός τύπος, δαιμόνιος, ήταν παραγωγός αλλά είχε κι ένα τουριστικό γραφείο κι έφερνε φραγκάτους Νοτιοκορεάτες τουρίστες στην Ελλάδα, άνοιξε το εστιατόριο το ‘Far East’ και το μαγαζί ‘Happening’ με τα βινύλια, το καλύτερο δισκοπωλείο στην Ελλάδα τότε. Μου πρότεινε να κάνουμε συναυλίες και μια μέρα με ρώτησε γιατί δεν έχουμε βγάλει ποτέ δίσκο. Του απάντησα ότι δεν μας ήθελαν οι πολυεθνικές γιατί είχαμε ξένο στίχο, τόσο τους έκοβε, ήθελαν ελληνικό ροκ”.
“Εμένα το ελληνικό ροκ δεν μου αρέσει ιδιαίτερα, ενέργεια έχει αλλά τον στίχο τον θεωρώ λίγο δυστυχισμένο και κακόμοιρο, όλοι έχουν ένα πρόβλημα και θέλουν να πεθάνουν. Με χαλάει αυτό λίγο, είμαι πιο αισιόδοξος. Μαζί με τον Δημήτρη δημιουργήσαμε την Happening Records, εγώ έβαλα το τεχνικό κομμάτι, βγάλαμε καμιά δεκαριά single από φίλους και γνωστούς, μέσα σ’ αυτούς ήμουν κι εγώ, το πρώτο που βγάλαμε ήταν το ‘HP 1001’ και η συλλογή ‘Happening 82’ που είχε μέσα δύο δικά μας κομμάτια, με δική μου παραγωγή και επιμέλεια. Κάναμε διάφορα μαζί, soundtracks, παίζαμε και με τη μπάντα σε ταινίες”.
Οι ζωντανοί θρύλοι και τα σκουπίδια της ελληνικής παραγωγής
Οι ιστορίες του Johnny Βαβούρα θα μπορούσαν από μόνες τους να γεμίσουν μια μουσική εγκυκλοπαίδεια. Όταν αρχίζει να θυμάται τις μεγάλες μορφές με τις οποίες έχει δουλέψει και να αραδιάζει ονόματα, εσύ απλά τον ακούς με προσοχή.
“Το ‘80 αρχίσαμε με τον Κερασιώτη να φέρνουμε ξένα γκρουπς και καλλιτέχνες, φέραμε τον Ian Gillan, τον Rory Gallagher και πάρα πολλούς ακόμη, έχω δουλέψει με τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου. Ο Κερασιώτης ήταν διευθυντής παραγωγής και σε κάποιους έκανα ηχοληψία. Ταυτόχρονα, γνώρισε την Μαρία Φαραντούρη και με έβαλε ηχολήπτη της. Κάναμε μια περιοδεία σε όλη την Ελλάδα το 1984, σε αρχαία θέατρα, διπλές συναυλίες με Μίκη Θεοδωράκη, είχα την μεγάλη τύχη να γνωρίσω και τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, τους εκτίμησα και τους δύο και ιδιαίτερα τον Χατζιδάκι γιατί είμαι πολύ της μελωδίας εγώ. Δεν μου φαίνεται, με θεωρούν όλοι παλιοροκά αλλά είμαι ένας γλυκούλης, συναισθηματικούλης και ευαισθητούλης”.
“Άρχισα να πηγαίνω εξωτερικό με Φαραντούρη – Θεοδωράκη, έκανα ήχο στο ‘Olympia’ στο Παρίσι, στο ‘Albert Hall’ στο Λονδίνο, μέχρι Αυστραλία φτάσαμε και με τη Μαρία Δημητριάδη, τον Πέτρο Πανδή, τον Γιάννη Θωμόπουλο, εξαιρετικά άτομα όλοι τους. Έχω δουλέψει ακόμη με τον Peter Gabriel, με τον κλασικό κιθαρίστα τον John Williams των Sky, τον Peter Hammill, τον Joe Cocker, τον Santana”.
“Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν συμπαθέστατοι, είχαν μια ποιότητα, ωραία άποψη για τα πράγματα, ταξιδεμένοι. Μερικοί ήταν και παπάρες βέβαια, με κάποιους απογοητεύτηκα, αλλά το θέμα είναι ότι ήταν καλοί μουσικοί σχεδόν όλοι, είχαν γράψει ιστορία. Παράξενος ήταν ο Chuck Berry, ήμουν ηχολήπτης του, ήρθαν, έπαιξαν χάλια, είχαν πλακωθεί στα joints και τα αλκοόλια κι ο τύπος δεν μίλαγε σε κανέναν, δεν μιλήσαμε ποτέ. Ήθελε να δει την Αθήνα, του είχαμε νοικιάσει μια αμαξάρα και ακολουθούσε το αυτοκίνητο του οδηγού, δεν ήθελε κανέναν άλλον στο αμάξι του”.
O James Brown ήταν συμπαθητικός αλλά ιδιόρρυθμος. Πολύ ωραίος τύπος, όπως κι ο Eric Burdon. Ο Miles Davis δεν μίλαγε σε κανέναν. Φοβερά παιδιά ήταν κι οι Iron Maiden, οι Motörhead. Με τον Lemmy είχα γυρίσει όλη την Αθήνα με το 2CV, τον έχω πάει στο Rock n’ Roll, στο Όμπρε, κάθε φορά βγαίναμε για μπύρες, ήταν και γαμώ τα παιδιά, άνετος. Μπήκε σ’ ένα 2CV του ‘63, στα παπάρια του όμως, πέρναγε ωραία
“Η τελευταία που δούλεψα ήταν η Dionne Wawick, μεγάλη φωνή. Φοβερός τύπος κι ο Cohen, αλλά ο καλύτερος ήταν ο Rory Gallagher. Σεμνός, ταπεινός, προσγειωμένος, ένα απλό παιδί, working class”.
“Ροκ παπάρες είναι οι δικοί μας. Θα σου δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Έχω δουλέψει με πάρα πολλούς αξιόλογους Έλληνες μουσικούς της εποχής, γενικά μια χαρά ήταν, αλλά στο βαθμό του Έλληνα καλλιτέχνη. Δεν είχαν όμως ούτε την ακτινοβολία, ούτε την αίγλη, αλλά ούτε και την ταπεινότητα, την σεμνότητα και την απλότητα των ξένων που γνώρισα. Δεν μπορώ να κάνω σύγκριση, ο Έλληνας έχει μια ψιλομιζέρια, είναι πολύ λίγοι που είναι χαλαροί και άνετοι”.
“Θετικά θα ξεχώριζα τον Μάνο Χατζιδάκι, είχε ένα επίπεδο και μια ποιότητα εκπληκτική. Ήταν ο απλός άνθρωπος, άνετος. Κι ο Θεοδωράκης ήταν ωραίος αλλά ανάλογα με τη διάθεσή του. Η Φαραντούρη έχει τρομερό χιούμορ όταν έχει κέφια, δεν παίζεται. Ο Λουκιανός ήταν τρομερός τύπος, είχε μια έμφυτη γλυκιά αυτοκαταστροφή, ήταν των άκρων και των καταχρήσεων. Ευφυέαστος, είχε εκπληκτική μνήμη, φοβερός γνώστης του κινηματογράφου, της αμερικάνικης σχολής και στη μουσική, του άρεσε η country πολύ. Ιδιαίτερα εκτιμώ και τον Κώστα Χατζή, άνθρωπος με ήθος, με χιούμορ, καλλιτέχνης που έχει άστρο, κάτι που ελάχιστοι έχουν. Έχω συνεργαστεί και με παλιούς ρεμπέτες, τον Τάκη Μπίνη, τον Κώστα Καπλάνη και την ‘Άννα Χρυσάφη”.
“Τα τελευταία 30 χρόνια, ως ελληνική μουσική σκηνή, όπως και σε πολλές χώρες, δεν έχουμε την πρωτιά, αλλά είμαστε από τους πρώτους που βγάζουμε τραγούδια ευρείας κατανάλωσης που είναι σκουπίδια. Πέρα από κάποιους ανθρώπους που κάνουν δουλειά βέβαια, θα πω μερικά ονόματα στην τύχη. Εκτιμώ αφάνταστα τον Βαγγέλη Γερμανό, έχει κάνει έναν δίσκο, ‘Τα μπαράκια’ που είναι σταθμός στην ελληνική δισκογραφία. Ο Ορφέας Περίδης, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Ασλανίδου, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Νίκος Αντύπας προσπαθούν να κρατήσουν μια ποιότητα”.
“Δυστυχώς όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών της ελληνικής δισκογραφίας είναι σλόγκαν, σκουπίδια. Παίρνουν μια λέξη ‘άσε με’, ΄χέσε με’ και κάνουν ένα τραγούδι με τρεις λέξεις. Ούτε ιστορία, ούτε νόημα, ούτε να σε πάει κάπου. Με τα τραγούδια ρε φίλε κλείνεις τα μάτια και φτιάχνεις μια εικόνα. Όταν έγραφε ο Σουγιούλ τραγούδια, το ‘Ας ερχόσουν για λίγο’ ας πούμε, ζωγραφίζει μια εικόνα πόνου, θλίψης και μοναξιάς η οποία είναι μοναδική. Αυτό για να το κάνεις σε πέντε γραμμές πρέπει να είσαι πολύ μάγκας. Ή σε πιο πρόσφατα παραδείγματα. Είμαι μεγάλος φαν του Σταμάτη Κόκκοτα γιατί είχε φωνάρα και τόλμησε σε μια εποχή χούντας να αφήσει το μαλλί για να κάνει την πλάκα του και να περάσει και καλά. Έξω καρδιά, ραλίστας, έχει πει εκπληκτικά τραγούδια, όπως ‘Ο τρελός’ του Γιάννη Σπανού, σε στίχο Λευτέρη Παπαδόπουλου. Μιλάει για ένα τύπο που είναι τρελαμένος με την αγαπημένη του και την κυνηγάει. Μέσα σε 2,5 λεπτά που κρατάει το τραγούδι έχεις μια ολόκληρη ιστορία, κάτι που δεν θα το βρεις σε κανένα απ’ τα καινούρια τα λαϊκά. Τα τελευταία χρόνια είναι κάτι παπάρες, κάτι φραγκοφονιάδες που κλείνονται σ’ ένα στούντιο και κλέβουν από παντού, κυρίως από τον εαυτό τους και γράφουν όλες αυτές τις μαλακίες που τραγουδάνε τα καινούρια ονόματα. Τα top ονόματα τα λαϊκά, που έχουν πει κάποια όντως καλά τραγούδια, δεν πιάνουν ούτε στο ελάχιστο την ποιότητα των τραγουδιών της δεκαετίας του ‘50 και του ‘60, της Μοσχολιού, του Κόκκοτα, του Ζαμπέτα, του Καρρά. Γι’ αυτό φταίει όλη η οπισθοχώρηση και η φθορά των αξιών και των ηθών, είναι το εύκολο. Τι είναι πιο υγιεινό, ένα μήλο ή μια πάστα; Το μήλο. Το μήλο όμως πρέπει να το καθαρίσεις, να το κόψεις και να το μασήσεις, την πάστα την χλαπακιάζεις, όλοι θα πάνε εκεί, στο εύκολο κι αυτό γίνεται σε όλα τα επίπεδα. Ήμουν πριν 2 χρόνια στο καράβι στα Κουφονήσια κι είχε ένα καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα κι όλοι ήταν στο κινητό. Αποβλάκωση πλήρης”.
“Ντρέπομαι για τους πολιτικούς”
Η παραγωγή σκουπιδιών δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα αρκετών Ελλήνων καλλιτεχνών σύμφωνα με τον Johnny Βαβούρα, ο οποίος πήρε φόρα και δεν σταματάει με τίποτα, παρά μόνο για να αλλάξει στάση στο κάπως άβολο σκαμπό που καθόμαστε. Μόλις καθίσει λίγο πιο άνετα, από το στόμα του δεν θα γλιτώσουν ούτε οι πολιτικοί.
“Θεωρώ ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μιλάει για τον εαυτό του, είναι τόσοι αυτοί που μπορούν να μιλήσουν για μένα, να πουν τι έχω κάνει καλά και τι όχι. Αν με ρωτήσεις τι έχω να πω για τον εαυτό μου, κάνοντας έναν απολογισμό σεμνά και ταπεινά, είναι ότι υπηρέτησα την ελληνική ξενόγλωσση ροκ σκηνή με συνέπεια και συνέχεια. Είμαι ενεργός 41 χρόνια στην Ελλάδα, δεν το ‘στριψα ούτε πολιτικά, ούτε πήγα να κολλήσω σε κόμματα ή πολιτικούς για να πάρω δουλειές, όπως έκαναν πολλοί συνάδελφοι και βρέθηκαν με πολλά φράγκα και επιδοτήσεις σε θέσεις. Είναι οι γνωστοί αυτοί που λυμαίνονται τα φεστιβάλ και τις συναυλίες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ζουν με τον απόηχο των επιτυχιών που έκαναν πριν 30-40 χρόνια, είναι στείροι και ευνουχισμένοι καλλιτεχνικά, δεν έχουν βγάλει κάτι καινούριο. Γι’ αυτό χαίρομαι τον Γιάννη τον Δρόλαπα και τους ‘Vavoura Band’ γιατί συνέχεια δημιουργούμε, γράφουμε, κάνουμε 2 καινούριους δίσκους μέσα στο 2017 μόνο και είμαστε κι οι δύο πάνω από 60 χρονών”.
“Ο καλλιτέχνης πρέπει να ασχολείται με αυτό που κάνει, όχι να κάνει βαρύγδουπες πολιτικές δηλώσεις. Έχουμε ανησυχίες, αλλά μου τη σπάνε διάφοροι Μαϊντανέληδες και Μαϊντανίνηδες. Πρέπει να είμαστε ταπεινοί και να λέμε κάτι όταν έχουμε κάτι να πούμε. Η δουλειά μας δεν είναι να είμαστε πολιτικοί αναλυτές, ούτε να κρίνουμε τα πάντα για να έχουμε ένα μικρόφωνο απλά και μόνο για να φαινόμαστε. Στην επικαιρότητα πρέπει να είσαι με το έργο σου”.
“Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, θεωρώ τους πολιτικούς ένα φιντάνι ανθρώπων για το οποίο ντρέπομαι και δεν θα ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική ποτέ. Ασχολήθηκα για δύο μήνες στα τοπικά εδώ ως υποψήφιος για να κάνω καλύτερη την περιοχή μου και τα παράτησα, δεν τους μπορώ, δεν γίνεται. Αλλάζουμε με την μουσική μας τον τόπο. Καλύτερα να βγεις μία φορά το χρόνο και να πεις πέντε φράσεις με ουσία παρά να βγαίνεις κάθε βδομάδα και να κάνεις δηλώσεις από εδώ κι από εκεί. Όταν γερνάς πρέπει κάποιοι να σε μαζεύουν για να μην λες μαλακίες και να βουτάς τη γλώσσα στο μυαλό σου γιατί είναι κρίμα ένα έργο τόσων ετών να διαλυθεί από μια άστοχη δήλωση. Όλοι θα κάνουν ένα λάθος κάποια στιγμή και σε περιμένουν με το δάχτυλο στη σκανδάλη για να σε αποδομήσουν, γιατί δεν έχουν τι άλλο να κάνουν, έτσι είναι το σύστημα”.
Γι’ αυτό εγώ βγαίνω να μιλήσω όταν έχω κάτι να πω, κι έχω να πω γι’ αυτά που έκανα και γι’ αυτά που θα κάνω
“Στη ζωή δεν υπάρχει rewind”
Παρατηρώντας τον Johnny Βαβούρα να διηγείται και να περιγράφει τις δεκάδες ασχολίες του, απ’ την ηχοληψία μέχρι την επισκευή ποδηλάτων, καταλαβαίνεις ένα πράγμα: πως έχει βρει το νόημα και τον τρόπο να είναι ευτυχισμένος, χωρίς να αγχώνεται για τα περιττά.
“Χαίρομαι γιατί είμαι ενεργός σε όλα, είμαι αθλητικός, κάνω ποδήλατο κάθε μέρα, κάνω κανόε-καγιάκ, ιστιοπλοΐα, ασχολούμαι με τον κήπο μου. Φτιάχνω τα πάντα, ό,τι έχει σχέση με κατασκευές, σε λογικά πλαίσια βέβαια. Ξύλο, πέτρα, υδραυλικά, ηλεκτρικά, βαψίματα, ανακατασκευές αυτοκινήτων και ποδηλάτων. Έχω 75 ποδήλατα και μαζί με έναν φίλο είχαμε 45 αμερικάνικα αυτοκίνητα, τα οποία τα πουλήσαμε”
“Πάντα είχα την τάση να ασχολούμαι με τεχνικά θέματα, από μικρός. Έχω φτιάξει σταθμούς δικούς μου, στα 15 είχα πειρατικό σταθμό, ήμουν φίρμα ως ‘Radio BSK’, μετά ήμουν για 5,5 χρόνια και στον Αθήνα 9,84 ως παραγωγός. Πάντα μου άρεσε να φτιάχνω πράγματα μόνος μου, να μην πετάω τίποτα, να κάνω ανακύκλωση πριν μαθευτούν όλα αυτά και είναι κρίμα σε μια χώρα που έχει τόσο ήλιο και τόση ενέργεια, να μην κυριαρχούν η ηλιακή και η αιολική ενέργεια και να υπάρχει αδράνεια για οικονομικούς λόγους και συμφέροντα ή για δήθεν λόγους αισθητικής”.
“Η συμβουλή που έχω δώσει, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου, είναι ότι μπορείς να ζήσεις με πολλά, μπορείς να ζήσεις και με λίγα, αρκεί να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Αυτός που στο χρήμα είναι καλά κι όταν δεν έχει λεφτά στην τσέπη πάει να πεθάνει, έχει κάποιο πρόβλημα, δεν τα έχει βρει με τον εαυτό του και δεν έχει ανακαλύψει το νόημα της ζωής”.
“Προσπαθώ να πρωτοτυπώ, να μην κάνω ό,τι κάνουν όλοι οι άλλοι, πρώτα απ’ όλα για να μην βαριέμαι εγώ. Ο λόγος που γνώρισα τον Ζερβό και άλλαξε όλη μου η ζωή κινηματογραφικά σαν ηθοποιός, είναι επειδή δεν μου αρέσει ποτέ να πηγαίνω κάπου απ’ τον ίδιο δρόμο, δεν θέλω να επαναλαμβάνω τη διαδρομή μου. Είμαι έτσι σε όλη μου τη ζωή, θέλω πάντα να κάνω κάτι καινούριο, γι’ αυτό δεν έκανα και ποτέ θέατρο, το βαριέμαι αφόρητα, ελάχιστες φορές έχω περάσει καλά στο θέατρο κι έχω πάει από υποχρέωση. Είμαι του σινεμά, κάναμε το πλάνο, τελειώσαμε, πάμε παρακάτω. Ακόμα και στα live, αλλάζουμε τα τραγούδια μας, τα διασκευάζουμε, δεν παίζουμε συνέχεια τα ίδια”.
“Το παιδί μου το συμβουλεύω να παίρνει φύση, εικόνες και ήχους, να μυρίζει τον αέρα, να ασχολείται με τον κήπο, να μιλάει, να περπατάει και να αθλείται, να συζητάει και να μαθαίνει, να παίρνει γνώση, να μην ενημερώνεται από το διαδίκτυο μόνο, να ανοίγει και κανένα βιβλίο, να κάνει μια κουβέντα. Να έχει ποιότητα και ήθος και να κοιτάει μπροστά. Λείπει το ήθος”.