ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Reality check: David Bowie, εις το επανιδείν

Ξέροντας ότι δεν φτάνει μια ζωή για να γράψεις για τις ζωές του David Bowie που δραπέτευσε πριν λίγο από τα καθ' ημάς, ένας δημοσιογράφος χάνεται στην προσωπική του πιο ιδιαίτερη στιγμή με τη μουσική του TWD.

Το Facebook έχει γεμίσει με χιλιάδες κεράκια που ακτινοβολούν υπό τον ήχο των τραγουδιών του David Bowie, που πέθανε δυο μέρες μετά τα 69α γενέθλιά του νικημένος από τον καρκίνο. Περισσότερο -νομίζω- κι απ’ όσο είδαμε να συμβαίνει με το θάνατο του Lemmy, το πένθος είναι καθολικό, αλλά αρκετά πιο γλυκό από τις προάλλες.

Το κλίμα το πρωί της 28ης Δεκεμβρίου ήταν ένα πιο βραχνό “Όχι ρε φίλε, πέθανε ο Lemmy ναούμε”. Το κλίμα το πρωί της 11ης Ιανουαρίου είναι “Όχι ρε, πώς την πατήσαμε έτσι, και τώρα τι κάνουμε;”. Κατά τ’ άλλα, δεν χρειάζεται να συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια και να μετράμε ποιος έχει μεγαλύτερη τη στεναχώρια. Απλά το θέμα με τον Bowie είναι ότι περίμενες πως δεν θα πεθάνει ποτέ.

 

Στο γενικότερο κλίμα των κεριών και των λουλουδιών που αφήνουμε στους τοίχους μας γι’ αυτόν, είτε με τη μορφή τραγουδιού είτε αλλάζοντας την cover photo στα προφίλ μας, διάλεξα να γράψω για την πιο συγκεκριμένη στιγμή μου με τη μουσική του Bowie. Για το ‘Reality’ του 2003. Όχι γιατί ο τίτλος του δίσκου μοιάζει σήμερα με ανώμαλη προσγείωση (το ‘Blackstar’, που κυκλοφόρησε δυο μέρες πριν πεθάνει, μοιάζει περισσότερο), αλλά γιατί τον άκουσα στα 20, μεγαλώνοντας, την ώρα που συνέβαινε, την ώρα που ήθελε να μας πει αυτό που ήθελε να μας πει.

Ή αυτό που ήθελε να μας πει ο Jonathan Richman. Ότι για παράδειγμα κανείς δεν τόλμησε να πει μαλάκα τον Πικάσο.

 

Κι εμένα το αγαπημένο μου από Bowie είναι το Starman το οποίο, αν είχε μιλιά το Facebook, θα τραγουδούσε σήμερα άμα τη στιγμή του λογκίν σου. Δυστυχώς όμως δεν ήμουν εκεί, δεν είχα χέρια, αυτιά και πόδια για να ζήσω το ‘Starman’ τη στιγμή του. Αλλά παραμένει το αγαπημένο μου από Bowie.

Σε μια υποθετική, προσωπική best-of λίστα με τα τραγούδια του, θα βρεις το αγαπημένο μου απ’ το ‘Reality’, το ‘Fall Dog Bombs the Moon’, μετά το 20. Βασικά μετά το 30.

Αλλά δεν πάει πάντα έτσι. Την ώρα που έβγαζα το cd από τη θήκη, οι φίλοι, οι γονείς και οποιοσδήποτε θα με αναγνώριζε στο δρόμο και θα έλεγε γεια, βρισκόταν γεμάτα δύο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Το δωμάτιό μου δεν είχε τηλεόραση, δεν είχε ίντερνετ, δεν είχε βιβλία στη βιβλιοθήκη. Από πράγματα που μπορείς να βάλεις στην πρίζα είχα μόνο ένα λάπτοπ. Από cd που μπορούσα να βάλω στο drive του λάπτοπ είχα δύο. Κάτι από Ξύλινα Σπαθιά και το ‘Reality’ του Bowie που αγόρασα το ίδιο πρωί από ένα δισκάδικο στο κέντρο του Λουντ, μιας πραγματικής φοιτητούπολης στο σουηδικό νότο στην οποία έζησα το πιο μελαγχολικό εράζμους που ζήστηκε σε χώρα της Συνθήκης του Σένγκεν.

Νωρίτερα το πρωί, είχα αφήσει την πιο μεγάλη βαλίτσα που κουβάλησα ποτέ στο καινούργιο μου σπίτι (σ.σ. σπίτι—>ένα δωμάτιο που χώραγε με το ζόρι άλλο ένα στρώμα δίπλα απ’ το κρεβάτι) και είχα βγει για να ψωνίσω τα απαραίτητα. Γύρισα με το ‘Reality’, μια φραντζόλα μαύρο ψωμί -αυτό βρήκα στο σουπερμάρκετ, αυτό πήρα- και μια μαρμελάδα φράουλα.

Με τον καιρό, το ‘Reality’ έγινε το ξυπνητήρι μου. Το έβαζα από την αρχή, έμπαινε το ‘New Killer Star’ με τις λοξές του κιθάρες και το σαν-τύπος-που-μόλις-αποφάσισε-να-χωρίσει αποφασισμένο ριφ του και μετά έριχνα νερό στη μούρη μου. Το “Don’t ever say I’m ready, I’m ready, I’m ready / I’ll never say I’m better, I’m better, I’m better” το έλεγε ξεκάθαρα για μένα, ήμουν σε απαράδεκτη κατάσταση.

Και μετά νεράκι. Ο φάιβ-φουτ-θρι Πάμπλο Πικάσο με τη σπανιόλικη εισαγωγή, το Never Get Old (το ‘πε και το ‘κανε), το She’ll Drive the Big Car πιο μετά, το Days, το συγκλονιστικό και ταμάμ με τη διάθεσή μου τότε Fall Dog Bombs the Moon, το Reality πριν το τέλος και το σαν να μην τρέχει τίποτα πιανιστικό Bring Me the Disco King.

Το Reality είναι από τους ελάχιστους δίσκους που ακούω από την αρχή ως το τέλος χωρίς skip και άλματα κατά βούληση. Τον άκουσα τόσες φορές που σφράγισε τον Bowie ως τον ξανθό τύπο με το ατημέλητο μαλλί στο εξώφυλλο του δίσκου. Προφανώς νέο. Πάντα. (Παρεμπιπτόντως, μπράβο σε όσους λιώνετε -συνειδητά, όχι το ‘βαλα και το άφησα να παίζει- έναν δίσκο από την αρχή ως το τέλος, με σημειώσεις, με σκέψεις, με επαναλήψεις. Σας θαυμάζω όπως θαυμάζει κανείς τη ζωγραφική του Μποτιτσέλι).

Όπως είχε σχολιάσει το Launch, το Reality είναι εύκολα ένας από τους πιο συναισθηματικά διάφανους δίσκους που ακούσαμε από τον Bowie. Άλλωστε, μετά την κυκλοφορία του ‘Reality’, θα περιμέναμε δέκα χρόνια για τον επόμενο δίσκο του Thin White Duke, το The Next Day του 2013.

Παρ’ όλα τα Starman και τα Man Who Sold The World και τα Space Oddity, η πρώτη αναφορά μου σε κάθε πρόταση που έχει μέσα Bowie είναι το Reality. Ο καθείς με τα κολλήματά του φαντάζομαι.

 

Θα συμφωνείς πάντως ότι σε μια τόσο λυπητερή μέρα, το Reality είναι τόσο επίκαιρο όσο και άσχετο ταυτόχρονα. Επίκαιρο, γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα, πεθαίνουν και οι Bowie. Παντελώς άσχετο, γιατί ο Bowie δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Και ό,τι δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα δεν πεθαίνει, μην λέμε πράγματα που ξέρει όλος ο κόσμος.

“Wanna be here and I wanna be there

Living just like you, living just like me

Forever”

Τίποτα λιγότερο από forever.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:

David Bowie, the man who sold the world

20 ετών, μόνος, στη Σουηδία, για πολύ, η Πρώτη Μέρα