ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Λάμπρος Φισφής έχει σωθεί από πραγματικό ναυάγιο

Και έχει τα κότσια να ανεβάσει τη δική του επιθεώρηση. Σιγά μην κώλωνε να πατήσει το Rec.

Πόσες φορές έχει ακούσει στη ζωή του το απίθανα άβολο “Κάνε μας να γελάσουμε”; Τι συνέβη όταν ναυάγησε σε ένα κανάλι του Άμστερνταμ; Πώς του έχει φερθεί η τηλεόραση και πώς η τηλεόραση σε αυτόν; Περνάει το ελληνικό stand-up την καλύτερη φάση του; Πρέπει να υποφέρει το κοινό κάτω από τη σκηνή με τα πειράγματα των κωμικών; Ο Λάμπρος Φισφής είχε όλες τις απαντήσεις στο Rec του περασμένου Σαββάτου στο Ραδιόφωνο 247 (10/6).

(φωτογραφία: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

“Για τους πιο πολλούς stand-up comedians της δικής μου γενιάς (σ.σ. η μύηση στο stand-up) γίνεται με μια κασέτα του Έντι Μέρφι, σε μια εποχή που δεν υπήρχε το ίντερνετ ή το Youtube ή η δυνατότητα να ‘κατεβάσεις’. Έχω την εντύπωση ότι αυτή η κασέτα ήταν μία στην Ελλάδα και πήγε σε όλα τα βίντεο κλαμπ της Ελλάδας. Το ‘Raw’ του Έντι Μέρφι. Όταν το είδα, δεν είχα ιδέα τι είναι αυτό. Δεν είχα ξαναδεί μονόλογο ανθρώπου που να με κάνει να γελάσω τόσο. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι τόσο αστείο στη ζωή μου”.

“Μετά το στρατιωτικό, φεύγω από την Ελλάδα. Για μένα, όταν τέλειωσα το στρατιωτικό, ήταν η φάση ότι ‘αυτή τη χώρα δεν θέλω να την ξαναδώ’. Είναι σαν να σου λένε, πάρε όλα τα κακά της χώρας για έναν χρόνο και ζήσ’ τα. Και τα καλά βέβαια, γιατί υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας. Για τους Αθηναίους ειδικά (σ.σ. ο στρατός) είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να γνωρίσεις την Ελλάδα”.

“Ήμουν στη βάση υποβρυχίων στη Σαλαμίνα, το οποίο ακούγεται καταπληκτικό βύσμα τύπου ‘Αθηναίος στη Σαλαμίνα’, αλλά είναι η χειρότερη μετάθεση που μπορείς να πάρεις στη Σαλαμίνα. Έτσι ήταν το εισαγωγικό όταν έφτασα εκεί. ‘Καλύτερα να ήσουν σε μια βραχονησίδα παρά εδώ”. ‘

“Πάω στην Ολλανδία, αλλά χωρίς κάποιο σχέδιο. Πήγα να δουλέψω και να πάρω εμπειρίες. Πολλές φορές, φεύγοντας από τη χώρα σου, όταν δεν σε ξέρει κανείς, σου έρχεται πιο εύκολο να κάνεις πράγματα που φοβόσουν να κάνεις κι εκεί ξεκίνησα τα πρώτα βήματα στο stand-up comedy”.

“Η βάρκα έρχεται ως μία από τις πολλές δουλειές που είχα στην Ολλανδία. Ήμουν τα πάντα. Ό,τι μπορείς να φανταστείς, το ‘χω κάνει για να μπορέσω να συντηρήσω το χόμπι μου. Είχα μια βάρκα που έκανα ξεναγήσεις στα κανάλια του Άμστερνταμ. Από τις πιο ωραίες δουλειές που έχω κάνει. Με το που πατάς σε μια βάρκα, παίρνουν όλα μια άλλη βαρύτητα. Εκτός αν ανοίξει μια τρύπα στον πάτο αυτής της βάρκας και αρχίσει να πετάει ένας πίδακας από νερό μέχρι τα δύο μέτρα και βουλιάζεις. Μου συνέβη και ήταν σκηνικό καρτούν. Άρχισε να πετάει ο πίδακας και ήμουν με το δάχτυλο στην τρύπα για να μην μπαίνουν νερά, ώσπου κάποιος έφερε κάτι που θα ονομάσω τσιμεντότσιχλα για να την κλείσουμε και να μη βουλιάξει η βάρκα”.

“Η αναγέννηση του ελληνικού stand-up από το 2009-10 βασίζεται στην άλλη λογική, στα πρότυπα του εξωτερικού. Αυτή είναι η διαφορά αντίληψης. Έμαθα το stand-up στο εξωτερικό, με τα πρότυπα του εξωτερικού και για παράδειγμα, όταν γύρισα και μιλούσα με παιδιά του χώρου, τους έλεγα ότι θέλουμε 6-8 γέλια το λεπτό. Αυτά τα τεχνικά, τα laughs per mintue (lpm), μπαίνοντας στο μυαλό των Ελλήνων κωμικών, έκαναν τη διαφορά”.

“Η ρετσινιά του stand-up, ότι ‘θα πάμε εκεί και θα μας ρεζιλέψουν’, πάλι με προσπάθεια και πειθαρχία, προσπαθήσαμε να το διώξουμε. Για πολύ καιρό παίζαμε με τέταρτο τοίχο, σαν να μην υπάρχουν, σαν να μην τους βλέπουν, για να νιώσει ο κόσμος άνετα. Εξάλλου, το μεγαλύτερο ποσοστό των αστείων που λέγονται στο stand-up είναι αυτοσαρκαστικά, εσένα κράζεις. Αν ο άλλος ταυτιστεί και πει ‘έτσι είμαι’, μια χαρά, δεν πειράζει”.

“Αντικειμενικά, νομίζω πως ο Louis CK είναι ο κωμικός της δεκαετίας στην Αμερική. Δεν είναι ο δικός μου αγαπημένος, τον λατρεύω, γελάω πάρα πολύ, αλλά δεν είναι ο δικός μου αγαπημένος. Γελάω με όλους, και τους βλέπω και τους θαυμάζω και εμπνέομαι. Αλλά μ’ αρέσει πάρα πολύ η κωμωδία που έχει να κάνει με τα καθημερινά πράματα, αυτή μου ταιριάζει. Ακόμα γελάω με τον Seinfeld, δεν μπορώ να μη λατρέψω το πόσο καλά δομημένα είναι τα αστεία του”.