Άκης Τσοχατζόπουλος, το όπιο του λαού
Όταν οι ένοχοι παραείναι πολλοί για να τιμωρηθούν, την πληρώνει πάντα ο περισσότερο απρόσεκτος.
- 6 ΝΟΕ 2017
Αν πεις ότι ο Άκης Τσοχατζόπουλος βρίσκεται στη φυλακή για τις μίζες στα εξοπλιστικά είναι σαν να ισχυρίζεσαι ότι ο Αντόνιο Κόντε βρισκόταν στην πιο καίρια θέση μέσα στην περιοχή, γι’ αυτό και ισοφάρισε τον Ολυμπιακό στον προημιτελικό του Champions League το 1999. Ισχύουν και τα δύο, αλλά δεν είναι οι βασικοί λόγοι.
Οι μίζες για τα εξοπλιστικά είναι σαφώς λόγος για φυλάκιση. Όμως, είναι ήσσονος σημασίας σε ό,τι αφορά το λόγο που ο Άκης Τσοχατζόπουλος μπήκε και ξαναμπήκε στη φυλακή. Διανύοντας τις τελευταίες μέρες της δικής του Πομπηίας, στα 78 χρόνια ζωής, η απορία έρχεται αβίαστα και με ειλικρίνεια που δεν υπονοεί κάτι για νοημοσύνη: ξέρει σε ποια εποχή βρίσκεται ο πρώην ισχυρός άντρας του ΠΑΣΟΚ;
Η Ελλάδα πρωθυπουργούς συνήθως δεν αγγίζει, εκτός αν είναι υπηρεσιακοί. Όλοι οι πρωθυπουργοί στη χώρα έχουν μείνει ατιμώρητοι, είτε έχουν κάνει κάτι ή όχι. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος έχασε μία σημαντική ευκαιρία να γίνει πρωθυπουργός το 1996, στις εκλογές που έκανε το ΠΑΣΟΚ αφ’ ης στιγμής του θανάτου του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν το γκράντε φαβορί και στην καλύτερη φάση του. Ήταν μόλις 57 χρόνων και είχε γυναίκα και ερωμένη, μόλις στα 32.
Στην Ελλάδα της αληθινής στιλιστικής υποκουλτούρας και του μιξ του βλαχομπαρόκ με τον αμερικανισμό, με την απαραίτητη δόση της βαλκανικής φύσης, ο Άκης μετρούσε. Υπνωτισμένος, πήγε στις εκλογές με τη σιγουριά ότι θα ήταν ο μέλλων πρωθυπουργός. Στον πρώτο γύρο πήρε 53 ψήφους, ακριβώς όσους και ο Κώστας Σημίτης. Στο δεύτερο, η έκπληξη ολοκληρώθηκε. Ο Σημίτης πήρε 86 ψήφους, 11 περισσότερους από τον Τσοχατζόπουλο. Και ήταν εκείνο ακριβώς το βράδυ της 30ης Ιουνίου του 1996 που οδήγησε τον Τσοχατζόπουλο στις πύλες των κατοπινών γραμμένων της ειμαρμένης του. Εκείνο το βράδυ που, επειδή τον ακολουθούσε η στάμπα του παπανδρεϊκού, δεν μπορούσε να θεωρήσει κάτι απολύτως φυσιολογικό ότι, με το θάνατο του ανθρώπου που χάρισε τον προσδιορισμό, εξαφανίστηκε ακαριαία η ίδια η επιρροή του. Τι στο καλό; Ο Ανδρέας είχε πεθάνει ακριβώς μία εβδομάδα πριν -και το πένθος έπρεπε να είναι απροσδιόριστο.
Ο Τσοχατζόπουλος κατάλαβε αυτό: Ότι η επιρροή του Ανδρέα ήταν τόσο ισχυρή, που θα έμπαινε ο αυτόματος πιλότος. Μόνο που η επιρροή ενός προσώπου που δεν υπάρχει πια χρειάζεται χρόνο για να εγκατασταθεί. Ο Τσοχατζόπουλος δεν το είδε. Ο Σημίτης, που ο ρόλος του ήταν του εκσυγχρονιστή, αποδεσμευμένος από την πασοκοσύνη αλλά με υπογεγραμμένη τη σειρά ιεραρχίας τού έκλεψε την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ. Και αυτό, ακόμα και αν δεν δημιούργησε μύρια όσα προβλήματα στον Άκη Τσοχατζόπουλο, τουναντίον, γέννησε με λοβοτομή τις πιθανότητες τιμωρίας του.
Αυτό και το γεγονός ότι το πνεύμα της εποχής αναγκαστικά άλλαξε. Και άπαξ το Ζeitgeist αλλάζει, το πρώτο πράγμα που ζητάει είναι τον ψεύτη του προηγούμενου χρονικού πλαισίου. Δε θέλει να είναι κάποιος, συγκεκριμένος, αλλά να παρουσιαστεί η οντότητα που να πληροί μόνο μερικές προϋποθέσεις. Πάνω στη διαφοροποίηση, ο Τσοχατζόπουλος ήταν τέλειο θύμα.
Ας μη νομίζουμε ότι δεν έχει ξανασυμβεί. Ότι όλη η αμαρτωλή διάσταση της Ελλάδος ήταν σε συνεννόηση με το λαό της ή, ακόμα χειρότερα, σε συμμετοχή. Αυτό το δεύτερο δεν θα έπρεπε να μπει κάποιο κεφάλι στον ντορβά για να αποδειχθεί η μη ύπαρξή του. Επί 190 χρόνια ύπαρξης ελληνικού κράτους, Τσοχατζόπουλος δεν είναι μόνο ένας. Υπήρξαν αρκετοί. Το ζητούμενο και η αιτία της δικής του φυλάκισης ήταν η εξής: έπρεπε να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν ικανοποιήθηκε μόνο για το έργο, αλλά και για το πρόσωπο. Η πολιτική μερικές φορές αδικείται. Χωρίς να θεωρείται εύκολο να ασχοληθεί κάποιος με αυτή, το νόημα έχει ξεφύγει προ πολλού από τις ικανότητες, στις πάμπολλες περιπτώσεις που ένας αξιωματικός (που διατηρεί, δηλαδή, αξίωμα) ολισθαίνει στο δρόμο της υλικής αμαρτίας, που η οντότητα πρέπει να διαθέτει για να ασχοληθεί με εκείνη. Κάποιες φορές απλώς αρκεί να έχεις στήσει τον ιστό σου σε μία κοινότητα λίγων ανθρώπων, που θα μπορείς να τους κοροϊδεύεις για αρκετό καιρό. Και μετά, όταν αθροίσεις τις κοινότητες, μπορείς να φτάσεις σε ένα σύνολο ανθρώπων τόσο πολύ, που θα μπορείς να το κοροϊδεύεις για λίγο καιρό.
Αλλά επ’ ουδενί μπορείς εξαρχής να κοροϊδεύεις πολλούς ανθρώπους για πολύ καιρό.
Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Τσοχατζόπουλου, όχι επειδή εξαρχής δεν ήταν στο λαό κατανοητό ότι οι τζιριτζάντζουλες (σικ) συνέβαιναν και ότι η διαφάνεια ήταν ευσεβής (μη) πόθος, αλλά επειδή πού και πού κάτι πρέπει να του δίνεις. Είναι αρχαίο κόλπο να επικαλείσαι τη σωτηρία της μάζας για να πετύχεις το στόχο σου, να υπόσχεσαι από χίμαιρες μέχρι κάποια αμφιλεγόμενα πράγματα, αλλά σπανίως πρέπει να τον κάνεις να αισθάνεται καλά. Του δίνεις, λοιπόν, κάποιον, ο οποίος δεν είναι ότι έχει προκαλέσει το κοινό αίσθημα περισσότερο από άλλους, μπορεί να τύχει αλλά δεν είναι ο κανόνας, αλλά που είναι πιο ευάλωτος από τους άλλους.
Τούτη η ιστορία κρατά από το λιντσάρισμα του Κωνσταντίνου και την εκτέλεση του Γεώργιου Μαυρομιχάλη μέχρι το μαχαίρωμα από τζογαδόρο του Θεόδωρου Δεληγιάννη, που δε σεβάστηκε το ιστορικό επώνυμό του, χρησιμοποιώντας το ως προμετωπίδα για τις οικονομικές πομπές του με κορωνίδα την άνευ ορίου και αισχύνης ζητιανιά στις Μεγάλες Δυνάμεις, του κύριου υπαίτιου για τη χρεωκοπία της Ελλάδας το 1893, την οποία επωμίστηκε καθ’ ολοκληρία ο καημένος ο Χαρίλαος Τρικούπης, που πέθανε από το σαράκι του ένα χρόνο αφού έφυγε από την Ελλάδα για τις Κάννες, με μία φράση, “Δυστυχώς επτωχεύσαμεν”, που είναι αμφίβολο ότι την είπε και, έπειτα, το ‘αριστούργημα’ του ηδονισμού του λαϊκού αισθήματος, της εκτέλεσης των φταιχτών για τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά όχι και εκείνων που συνδέθηκαν με το μεγαλοϊδεατισμό.
Κάποιοι από τους δωσίλογους της Κατοχής τη σκαπούλαραν, για να επιστρέψουν κουνάμενοι σινάμενοι στο πολιτικό παλκοσένικο αργότερα. Όλα κι όλα, όταν κάποιος μπορεί να σε καθιστά περήφανο, ακόμα και αν η προσγείωση είναι άγαρμπη, αυτό που ο ίδιος αξίζει δεν είναι η τιμωρία του. Λαγοί στην πολιτική κούρσα έχουν υπάρξει πολλοί και κάπου κάπου εγείρουν αξιώσεις ασύμβατες για το ρόλο που καλούνται να παίξουν.
Ο Τσοχατζόπουλος υπήρξε απρόσεκτος. Είναι κλασική περίπτωση ‘σερσέ λα φαμ’, με την ξεδιάντροπη αγορά του αρχοντικού στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, που αποκλείεται να την έκανε αν ήταν μόνος του ή αν βρισκόταν σε μακροχρόνιο γάμο. Ήταν μία κίνηση του στυλ “να πα να γαμηθούν”, φράση την οποία πολύ δύσκολα εκστόμισε ο ίδιος ο υπουργός του ΠΑΣΟΚ, αλλά πιθανώς προήλθε από χείλη θηλυκά και δάχτυλα με το ίδιο αποτύπωμα που είχαν εκείνα που έκαναν χειρονομία στους δημοσιογράφους. Κι ενώ οι δημοσιογράφοι κατοπτρίζουν την αδημονία του ίδιου του πλήθους για τιμωρία και ίντριγκα, μία εικόνα-αισθητικό ισοδύναμο του πλήθους που μαζευόταν γύρω από την κρεμάλα για να δει την εκτέλεση, υπάρχει η αίσθηση ότι τόσο ο Τσοχατζόπουλος όσο και ο περίγυρός του είχαν τρομερή δυσκολία να καταλάβουν ότι το ανγκστ του παρόντος είναι καθ’ όλα διαφορετικό από εκείνο του παρελθόντος.
Και, εν τέλει, μόνο η Δεξιά δεν έχει φτάσει στο σημείο να πρέπει να λογοδοτεί τόσο συχνά όσο (θα έπρεπε να) κάνουν οι κυβερνήσεις των άφθονων ηθικών πλεονεκτημάτων. Μπορεί, βεβαίως, να ενεργεί μαζί τους, με τη συγκατάθεσή τους, άνθρωποί της να ευνοούνται κινούμενοι εμπορικά στο παρασκήνιο, αλλά επειδή κρίνεται πολύ αυστηρά ως κυβέρνηση, περιφέροντας μαζί της ένα σχεδόν μυθοπλαστικό αυταρχισμό (τα περισσότερα κόμματα δεν έχουν ταυτότητα), της είναι πολύ δύσκολο να διατάσσει νομοσχέδια που κλονίζουν και φέρνουν φλεγόμενη αντιπολιτευτική γραμμή.
Αυτήν τη στιγμή ξετυλίγεται ο μίτος μίας νέας ιστορίας Τσοχατζόπουλου, ο οποίος δεν θα έχει ξετυλιχθεί οριστικά παρά μόνο κάπου σε ένα όχι τόσο σύντομο μέλλον. Τέσσερα χρόνια είναι πολλά και οι τιμωρίες, μικρές. Δεν έχει προκύψει κάποια Ιφιγένεια. Αλλά όπως ο Τσοχατζόπουλος, 20 χρόνια πριν, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έφτανε κάποια στιγμή που θα τιμωρούνταν, επειδή η δύναμή του δεν του επέτρεπε να διαβάσει τα ψιλά γράμματα του επισυναπτόμενου συμβολαίου του με την κοινωνική πραγματικότητα, έτσι και κάποιος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να φανταστεί ότι σε 10, 15, 20 χρόνια από τώρα, όταν θα συνεχίσουν να μη γίνονται ανεκτά κάποια πράγματα, αλλά συμβαίνουν, μέσα από το γεγονός ότι δεν θα τα αφήνουμε να γίνονται ανεκτά, κάποιος θα πρέπει να πληρώσει. Όχι επειδή η χώρα είναι ένα μπουρδέλο, σε αυτό άλλωστε η πολιτική σκηνή έχει ευθύνη παρόμοια, ποσοστιαία, με τον ίδιο τον κόσμο, που πάσχει από έλλειψη συναίσθησης, αλλά διότι θα έχει φτάσει η ώρα να ικανοποιηθεί ξανά το λαϊκό αίσθημα, το οποίο, δυστυχώς, μόνο με τη δικτατορία είναι ζωντανό, μια και οι μονάρχες χρειάζονται τα κατώτερα στρώματα της πυραμίδας ώστε να παραμένουν μονάρχες. Δεν έχουν βρεθεί οι άνθρωποι που θα παραμείνουν άτεγκτοι και, όσο η γεύση της εξουσίας είναι γλυκιά, δεν θα βρίσκονται. Οπότε, θα γεννιούνται Τσοχατζόπουλοι, ένας τη φορά, ένας από όλους.
Ο πιο τσαπατσούλης και απρόσεκτος από όλους στον τρόπο που θα διαχειριστεί τη λαμογιά του.