Ο μύθος του Gianni Agnelli
Ακριβώς 15 χρόνια μετά τον θάνατό του, o Zastro σκιαγραφεί το προφίλ του Avvocato, του ανθρώπου που θαυμάζεται στην Ιταλία ακόμη και μετά θάνατον.
- 24 ΙΑΝ 2018
Τον βάπτισαν Giovanni, πήρε το βαρύ όνομα του παππού του, ιδρυτή της FIAT και μέλους της ιταλικής Γερουσίας, όλοι όμως τον φώναζαν Gianni ή Avvocato. Καλαίσθητος, με έμφυτη κομψότητα και απαράμιλλο στυλ, (πολύ) πλούσιος, λάτρης των σπορ και της τέχνης, γυναικάς και αμφιλεγόμενος. Υπήρξε η πιο αντιπροσωπευτική φιγούρα επιτυχημένου Ιταλού επιχειρηματία παγκοσμίως, ένας βασιλιάς χωρίς στέμμα όπως του άρεσε να τον αποκαλούν.
Ο Gianni Agnelli γεννήθηκε στο Τορίνο στις 12 Μαρτίου του 1921, δεύτερος από τα επτά παιδιά του Edoardo και της γαλαζοαίματης Virginia Bourbon del Monte. Ο πατέρας του βρήκε τραγικό θάνατο σε αεροπορικό δυστύχημα το 1935, όταν o Gianni ήταν μόλις 14 χρονών και αυτό τον οδήγησε να σφυρηλατήσει μια πολύ στενή σχέση με τον παππού του, σχέση που έμεινε στιβαρή και αναλλοίωτη ακόμα και τα πολύ δύσκολα χρόνια που η Virginia ερωτεύτηκε τον δημοσιογράφο Curzio Malaparte και ζήτησε την αποκλειστική επιμέλεια των επτά παιδιών από τον παντοδύναμο (πρώην) πεθερό της.
Ο σκληρός Giovanni συναίνεσε μόνον μετά την έγγραφη υπόσχεση ότι η πρώην κυρία Agnelli δεν θα ξαναπαντρευτεί, την οδήγησε στην υπογραφή μιας πολύ ισχυρής σύμβασης το 1937, γεμάτης με υποχρεώσεις, ρήτρες και αδιέξοδα. Η Virginia πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, το 1945 σε ένα τροχαίο, την ίδια χρονιά πέθανε και ο Γερουσιαστής και παντοδύναμος Agnelli. O Gianni στα 24 είχε μείνει μόνος με τ’ αδέλφια του. Και μια αυτοκρατορία που αναζητούσε το μονάρχη της.
Το πηδάλιο της FIAT (Fabbrica Italiana Automobili Torino) δεν το ακούμπησε για παραπάνω από μια εικοσαετία, τον κολοσσό τον οδήγησε ο Vittorio Valletta, ένα πρώην διευθυντικό στέλεχος εξαιρετικών ικανοτήτων και μεγάλης οξύνοιας, εκείνος που ουσιαστικά διέσωσε την εταιρεία και αφού έβαλε τα ισχυρά θεμέλια, την οδήγησε στην τεράστια ανάπτυξη της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Ο Gianni είχε λάβει απλώς το τιμητικό αξίωμα του ‘υψηλού αντιπροσώπου’ της FIAT, η βασική του ενασχόληση ήταν η προεδρία της Juventus, της ποδοσφαιρικής ομάδας που του κληρονόμησε ο πατέρας του.
Στην πραγματικότητα, ο Gianni ακολούθησε κατά γράμμα τη συμβουλή του παππου του, ο οποίος τον είχε πείσει να περάσει τα νεανικά του χρόνια ‘ελεύθερος’, μακριά από τις σκοτούρες και τα προβλήματα της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας στη γείτονα. Ο Gianni υπάκουσε παρότι είχε στα χέρια του το πτυχίο της νομικής από το πανεπιστήμιο του Τορίνο και είχε όλα τα εχέγγυα επιτυχίας. Είχε επιλέξει από νωρίς το δικό του δρόμο, είχε καταταγεί στο 1ο σύνταγμα στρατού ‘Nizza Cavalleria’ σε πολύ νεαρή ηλικία, ήθελε να ζήσει απενοχοποιημένα τη ζωή που δεν έζησαν οι πρόγονοί του.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια απόλαυσε την ελευθερία του, έζησε τα καλύτερά του χρόνια ταξιδεύοντας, ξοδεύοντας, κάνοντας κοσμική ζωή και (πολλές) παρασπονδίες. Γνώρισε και μπήκε στο διεθνές jet set, σύναψε σχέσεις με ηθοποιούς, πρίγκιπες, πολιτικούς, προσωπικότητες απ’ όλον τον κόσμο. Έφτασε να γίνει στενός φίλος του John Fitzgerald Kennedy, να διασκεδάζει μαζί του στη Νέα Υόρκη πριν και οι δυο πάρουν επί της ουσίας το μέλλον του λαού στα χέρια τους. Το 1953 παντρεύτηκε ‘επειδή έπρεπε’ την πριγκίπισσα Marella Caracciolo di Castagneto, γάμο που δεν σεβάστηκε ιδιωτικά ποτέ του, έκανε μαζί της δυο παιδιά τον Edoardo και τη Margherita. Ο πρωτότοκος πέθανε υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες – πιθανότατα αυτοκτόνησε – στα 46 του χρόνια το 2001 μέσα σε ένα FIAT Croma στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Τορίνο με τη Σαβόνα και η Margherita παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της, παντρεύτηκε πρώτα τον Iταλοαμερικανό συγγραφέα Alain Elkann (με τον οποίο έκανε τρία παιδιά: τον John Jacob που τον φωνάζουν Jaki και σήμερα οδηγεί τον όμιλο επιχειρήσεων, τον εκκεντρικό Lapo και την αφανή Ginevra) και κατόπιν το Ρώσο ευγενή Serge de Pahlen, με τον οποίο έκανε ακόμη πέντε παιδιά.
(με τον γιο του, Edoardo)
Ο Gianni Agnelli επέστρεψε εσπευσμένα στη βάση του Τορίνο στα τέλη του 1966, σε μια εποχή που λίγο μετά άλλαξε την Ευρώπη (Μάης ’68) και στην Ιταλία ονομάστηκε ‘καυτό φθινόπωρο’. Ήταν η εποχή που η ιταλική οικονομία ξαναβρέθηκε στα σχοινιά και η κοινωνία έβραζε. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της FIAT και κατά συνέπεια της οικογένειας Agnelli, ήταν οι ανανεώσεις συμβάσεων των μεταλλεργατών – που μετά από απεργίες μακράς διαρκείας υπέγραψαν τις νέες αμαρτωλές Σ.Σ.Ε. το 1970 – και δευτερευόντως τα ζητήματα βιομηχανικής πολιτικής με βάση το σχεδιασμό Valletta.
Η άνθιση της FIAT τις προηγούμενες δεκαετίες είχε οδηγήσει το Valletta σε ανοίγματα και από αέρος και από θαλάσσης. Ο Gianni πήρε τηΝ πολύ σκληρή απόφαση να πουλήσει μετοχές των εταιριών παραγωγής αεροσκαφών και υποβρυχίων, να επικεντρωθεί στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και να μετατρέψει τη FIAT σε παγκόσμιο σημείο αναφοράς στην αγορά αυτοκινήτου. Η FIAT αγοράζει τη Ferrari και τη Lancia, με τη ρευστοποίηση των μετοχών ανοίγει μονάδες στην Πολωνία, την Ισπανία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Τουρκία, γίνεται δυναμικά παγκόσμιος παίκτης σε μια αγορά που ήλεγχαν Γερμανοί, Αμερικανοί, Γάλλοι και Άγγλοι.
Το 1974 εξελέγη πρόεδρος της Confindustria (ο δικός μας ΣΕΒ), ως ηγετική φιγούρα της νέας εποχής, θέση που διατήρησε μόνο για μια διετία επειδή εκτέλεσε στο ακέραιο την αποστολή του και επανήλθε η κρίση. Μόνο η FIAT απολύει 14000 ανθρώπους, οι συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα είναι σφοδρότατες, απέναντι στον Avvocato δεν είναι μόνο οι εργάτες και τα συνδικάτα, αλλά και το ίδιο το Κομουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας. Οι πύλες στο Mirafiori, του εργοστασίου στο Τορίνο, είναι αποκλεισμένες για 35 ολόκληρες μέρες, 14 Οκτώβρη του ’80 πρωτοστατούντος του Enrico Berlinguer, 40 χιλιάδες άνθρωποι συγκροτούν μια από τις μεγαλύτερες και ιστορικότερες πορείες του εργατικού κινήματος.
Ο υπό τρομακτική πίεση Agnelli κάνει έναν ιστορικό ελιγμό, αναστέλλει τις απολύσεις και θέτει 23 χιλιάδες εργαζόμενους σε αργία μετ’ αποδοχών. Είναι μια πύρρειος νίκη για τα συνδικάτα και μια ευλογημένη ήττα για τον Agnelli. Τα χέρια του Avvocato έχουν λυθεί, μαζί με τον Cesare Romiti σχεδιάζουν την αντεπίθεση της FIAT σε διεθνές επίπεδο, μετατρέπουν ένα ‘εργοστάσιο’ όπως συνήθιζε να λέει, σε εταιρεία συμμετοχών με συμφέροντα που δεν περιορίζονταν στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ο όμιλος αφού εξαγοράζει και την Alfa Romeo, κάνει – επιτυχημένα – ανοίγματα στον τομέα των εκδόσεων, της ασφάλισης, των κατασκευών. Η δεκαετία του ’80 γίνεται η πιο επιτυχημένη στην ιστορία του ομίλου, ο Agnelli ανακηρύσσεται σε εξέχουσα φυσιογνωμία παγκοσμίως, ξαναφτιάχνει το προφίλ του, πλασάρεται σαν εστεμμένος βασιλιάς και η εικόνα του γίνεται συνώνυμο του στυλ. Οι ιδιομορφίες του, το στυλιζαρισμένο σταχτί μαλλί χτενισμένο προς τα πίσω, το ρολόι πάνω από το μανίκι στο πουκάμισο, η φινέτσα, τα κομψά μπλέιζερ, ακόμα και το γαλλόφωνο ψεύδισμα στο ‘ρο’ γίνονται παραδείγματα προς μίμηση, σε μια εποχή που κυριαρχούν οι γιάπις και το μοντέλο ‘Gordon Gekko’. Δίνει συνεντεύξεις στα σημαντικότερα έντυπα και ΜΜΕ της υφηλίου, είναι ένας αυθάδης αριστοκράτης αλλά με ευγένεια, κάνει κριτική σε όλους, χαρακτηρίζει πολιτικούς, επιχειρηματίες, ποδοσφαιριστές (ακόμα και δικούς του), φίλους και εχθρούς. Ο Gianni Agnelli είναι άτρωτος.
Το 1991, ο Πρόεδρος της ιταλικής Δημοκρατίας Francesco Cossiga τον χρίζει Γερουσιαστή εφ’ όρου ζωής, την ύψιστη τιμητική θέση για οποιοδήποτε μη εκλεγμένο πρόσωπο στην Ιταλία. Το 1996, με συμπληρωμένα 75 χρόνια ζωής, παραδίδει τη σκυτάλη του ημιθανούς πρώην κολοσσού FIAT στον μέχρι πρότινος διευθύνοντα σύμβουλο Cesare Romiti, τον οποίο θα διαδεχθεί τρία χρόνια αργότερα ο Paolo Fresco. Στην πραγματικότητα, ο Avvocato απλώς περιμένει να περάσει ο καιρός και να ενηλικιωθεί ο ανιψιός του Giovanni-Alberto που τον φώναζε Giovannino και είχε σαν γιο του. Η μοίρα όμως καραδοκεί και φέρει ένα ακόμα πλήγμα στην οικογένεια. Ο Giovannino πεθαίνει το 1997 από έναν όγκο στον εγκέφαλο που δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν οι καλύτεροι γιατροί σε όλον τον κόσμο.
Πικραμένος και αποκαμωμένος, δίνει το δαχτυλίδι της διαδοχής στον John Elkann, τον πρωτότοκο της κόρης του, Margherita. O ίδιος αποσύρεται, απομονώνεται, επιλέγει ελάχιστες δημόσιες εμφανίσεις, προσπαθεί να σώσει το μύθο του που για την Ιταλία είναι τεράστιος. Στις 24 Ιανουαρίου του 2003, πεθαίνει στο χειμερινό ησυχαστήριό του, στη Villa Frescot, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Η κηδεία του στον καθεδρικό ναό του Τορίνο θα μεταδοθεί ζωντανά από τη RAI, παρίσταται χιλιάδες κόσμος, κλαίνε ακόμη και άνθρωποι που δεν τον γνώρισαν ποτέ. Στον τάφο του στο ιδιωτικό κοιμητήριο της οικογένειας στην Villar Perosa, οι άνθρωποι αφήνουν ακόμα και σήμερα λουλούδια και σημειώματα.
Έτσι είναι φτιαγμένοι οι Ιταλοί, στην αρχή προσπαθούν να σε κοροϊδέψουν, αλλά εάν εσύ τους κοροϊδέψεις καλύτερα, παραδέχονται την ανωτερότητά σου και επιδεικνύουν ζηλευτό ραγιαδισμό.
Ο Gianni Agnelli πέρασε στην ιστορία σαν βασιλιάς και δοξάζεται, όχι για όσα έδωσε στην Ιταλία, αλλά γι’ αυτά που πήρε και με τον τρόπο που τα πήρε. Πιθανόν οι περισσότεροι να έζησαν το ‘όνειρο’ μέσω του Avvocato, θα ήθελαν όλοι να είναι γόνοι και κληρονόμοι μιας αυτοκρατορίας, θα έδιναν την ψυχή τους για να ξεκινούσαν κι εκείνοι να δουλεύουν στα 45, να γίνουν πρόεδροι του Συλλόγου Βιομηχάνων μετά από μυστική συμφωνία με τα συνδικάτα για να περάσει ο νέος κατώτατος μισθός, θα φούσκωναν σαν παγώνια την ημέρα που ο Προεδρος της Δημοκρατίας τους ανακήρυξε Γερουσιαστές για πάντα.
Έχει κι άλλα μη προβεβλημένα επιτεύγματα ο Agnelli, έχτισε φερ’ ειπείν το μουσείο Palazzo Grassi στη Βενετία και κατόπιν το γκρέμισε σε μια νύχτα για ένα καπρίτσιο, παρέδωσε μια FIAT πνιγμένη στα χρέη για να τη σώσει η ιταλική κυβέρνηση και ο αδερφός του ο Umberto μαζί με το Sergio Marchionne, αγαπούσε να απατά τη γυναίκα του, ήταν εθισμένος στην κοκαΐνη, ήταν υπεράνω του νόμου όταν έτρεχε με 300 χιλιόμετρα στον αυτοκινητόδρομο του Τορίνο με τη Ferrari του. Ακόμα και στο σκάνδαλο Calciopolis που κατέστρεψε τη Juventus, το όνομά του έμεινε έξω, ανέγγιχτο, σαν να μην ήταν ποτέ ο ιδιοκτήτης και δεν ήξερε τίποτα.
(με τον αδερφό του, Umberto)
Τίποτα δεν έχει σημασία μπροστά στην εικόνα που αποφάσισε ο κόσμος και τα media γι’ αυτόν. Τον θαύμαζαν εν ζωή και θα θαυμάζεται και μετά θάνατον επειδή η εικόνα του ήταν τόσο ψηλά και τόσο προστατευμένη που δεν μπορούσε να την αγγίξει κανείς. Αγαπούσε την τέχνη χωρίς να περιορίζεται στα τετριμμένα των πλουσίων, καταλάβαινε και τη μοντέρνα εκδοχή της, θεωρούσε όλων των ειδών τις τέχνες ύψιστη αρετή, υπήρξε ευγενής, φιλικός στους δημοσιογράφους, ανεχόταν και ‘προστάτευε’ τους κομμουνιστές την εποχή που όλη η υπόλοιπη Ιταλία τους είχε στήσει στον τοίχο, θεωρούσε ‘φυσιολογικό’ το φασισμό για όλους τους ανθρώπους της εποχής του, αλλά “αντιπαθούσε τους ηγέτες του”, κριτίκαρε πάντα το γκουβέρνο επειδή αυτό καταπράυνε το λαϊκό αίσθημα, έβαζε στο στόχαστρο πολιτικούς – φίλους και αντιπάλους – κι εκείνοι στριμώχνονταν να βγουν μια φωτογραφία μαζί του, να βρεθούν έστω στο ίδιο πλάνο.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν μετράει, εκείνο που μένει είναι το απαράμιλλο στυλ, το σκαμμένο πρόσωπο με τα λακκάκια, η κομψότητα, το πουλόβερ στους ώμους πάνω στο τικ ξύλο του ιστιοφόρου, τα μανικετόκουμπα, τα φουλάρια, τα σταυρωτά σακάκια με τη μαρινιέρα από μέσα και το ρολόι πάνω από το μανίκι. Έτσι είναι οι μύθοι, αυτή είναι η τεράστια δύναμη της εικόνας που ξεπερνά ακόμα και τα πεπραγμένα ή μη μιας ολόκληρης ζωής. Τις περισσότερες φορές δεν έχει σημασία η πραγματικότητα, αλλά αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια.
(κεντρική φωτογραφία: AP Photos/Gianni Foggia)