AP Images
LONGREADS

Μακεδονία: Μια περιπέτεια στο όνομα μιας ονομασίας

Μια ιστορική αναδρομή στο Μακεδονικό ζήτημα. Για να γνωρίζουμε τα πολιτικά γεγονότα και τις εθνικές φαντασιώσεις που μας έφτασαν ως εδώ.

Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας: ΠΓΔΜ. Πέντε λέξεις. Πέντε αθώες λέξεις κι ένα ακρωνύμιο που περικλείουν ολόκληρο το πρόβλημα. Υπάρχει πέρα από τα τσιτάτα για το Μέγα Αλέξανδρο και τον αρχαίο μακεδονικο πολιτισμό έστω ένα ψήγμα συναίσθησης της σημασίας και του ιστορικού των ‘Σκοπίων’ όπως μαθαμε να τα λέμε (μόνο) εμείς; Έχουμε υπ’ όψιν μας τα ιστορικά στοιχεία; Ένα κράτος που δεν υπάρχει πια, μια δημοκρατία μη αναγνωρισμένη απ’ όλους, ένα τοπωνύμιο που διαχρονικά γεννούσε ένα από τα πιο σύνθετα και περίπλοκα προβλήματα των Βαλκανίων. Κραυγές, συλλαλητήρια, υπερβολές, αλυτρωτισμοί, πιθανά δημοψηφίσματα, ημιμάθεια και αμάθεια συνθέτουν ένα πολύ επικίνδυνο cocktail πολιτικών και εθνικών αντεγκλήσεων από ανθρώπους που στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν γνωρίζουν γιατί φωνάζουν, για ποιον λόγο διαμαρτύρονται.

Λόγω της στρατηγικής της θέσης και σημασίας, το κομμάτι του αρχαίου βασιλείου της Μακεδονίας που ονομαζόταν Παιονία, βρίσκεται στο επίκεντρο των εδαφικών διεκδικήσεων των διαφόρων κρατών της περιοχής από τον 19ο αιώνα. Προκάλεσε δυο συγκρούσεις μεταξύ του 1912-13, ακόμη πιο έντονες εντάσεις μεταξύ των δυο παγκοσμίων πολέμων και με την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 ανακαλύψαμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Το χρονικό που ακολουθεί προσπαθεί να υπενθυμίσει τις ιστορικές αναφορές, να εντοπίσει το σημειολογικό χαρακτήρα του ζητήματος, επιχειρεί να κατανοήσει τις θέσεις που εξέφρασαν οι χώρες που συμμετείχαν στη διαμάχη πλην ημών – Αλβανία, Σερβία και Βουλγαρία – και να καταδείξει τις συνέπειες που είχαν στην πολιτική και στρατιωτική ισορροπία της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας τα περιφερειακά γεγονότα του γειτονικού Κοσόβου.

AP Photo

(Ιούνιος 2011, Η σχεδιάστρια Valentina Stefanovska επιβλέπει την τοποθέτηση του Αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων. AP Photo / Dragan Perkovski)

Ο όρος ‘Μακεδονία’ κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας στα Βαλκάνια δεν αφορούσε ένα κράτος ή μια συγκεκριμένη πολιτική οντότητα, αλλά μια ιστορική περιοχή της οποίας τα όρια προσδιορίζονταν νότια στο Αιγαίο, δυτικά στη λίμνη Οχρίδα, ανατολικά στον ποταμό Mesta (Νέστος) στα και βόρεια στην οροσειρά Sar Planina. Σε οθωμανική κατοχή από τον 14ο αιώνα, η μακεδονική γη είχε περίπου την ίδια τύχη με τις όμορες περιοχές, δεν ασκείτο αποτελεσματικός έλεγχος και οι συνθήκες διαβίωσης άγγιζαν απλώς το ανεκτό. Παρόμοια κατάσταση εξακολούθησε και μετά την απελευθέρωση όταν ουσιαστικά έπεσε στα χέρια των τοπικών διαχειριστών των οποίων οι μέθοδοι ήταν συχνά δεσποτικές και αυταρχικές. Οι πρώτες επιπτώσεις στην περιοχή εκδηλώθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα λόγω της εθνικής αφύπνισης της Σερβίας και των υπολοίπων βαλκανικών λαών, με την Ελλάδα τότε σε μια κατάσταση limbo λόγω των 400 ετών σκοταδισμού. Η στρατηγική και κυρίως η οικονομική σημασία της περιοχής, ενέπλεξαν ακόμη και την τσαρική Ρωσία σε εξουσιαστικές βλέψεις, την ίδια στιγμή που η κραταιά Αυστρία σκόπευε να περάσει έναν σιδηρόδρομο για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη και έτσι να επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή. Υπό το φόβο των Αυστριακών, η ρωσική κυβέρνηση συνηγορεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878 στη γέννηση μιας ‘Μεγάλης Βουλγαρίας’, η οποία θα είχε υπό την κατοχή της όλα τα εδάφη των ορίων της Μακεδονίας, ωστόσο το ρωσικό σχέδιο αποτρέπεται.

Σχεδόν σύσσωμη η ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία αποδοκιμάζει και ανατρέπει το ρωσικό σχέδιο και με τη συνθήκη του Βερολίνου η περιοχή παραμένει στο ασαφές πλαίσιο της οθωμανικής κυριαρχίας. Προκύπτει το εξής παράδοξο, με Βουλγαρία, Ελλάδα και Σερβία να εντάσσουν στο εκπαιδευτικό τους σύστημα τη δική τους ιστορική εκδοχή με απώτερο σκοπό την προστασία των όποιων δικαιωμάτων τους, όταν και όποτε το θέμα ξανατεθεί επί τάπητος. Είναι η δεύτερη φορά που το πρόβλημα κρύβεται και πάλι κάτω από το χαλί με τον καθένα να διεκδικεί κομμάτι από την ιστορία ικανοποιώντας το εσωτερικό ακροατήριο και παραπέμποντας το ζήτημα στις καλένδες. Η αδυναμία προσδιορισμού της εθνοτικής σύνθεσης παρέμεινε αβέβαιη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι απογραφές πληθυσμού που διενεργήθηκαν ήταν το λιγότερο χαλκευμένες και η συστηματική προπαγανδιστική πολιτική οδηγεί στη γέννηση της VMRO το 1893 στη Resana. Πρόκειται για την εθνικιστική επαναστατική οργάνωση των Σκοπίων, η οποία επιβιώνει μέχρι σήμερα και εκείνη την εποχή διασπάστηκε σε εκείνους που τάχθηκαν υπέρ της ένωσης με τη Βουλγαρία και τους αυτονομιστές, οπαδούς της λεγόμενης αυτοδιάθεσης. Βία, φανατισμός, εξεγέρσεις, συμπεριφορές που σε συνδυασμό με την ανέχεια οδήγησαν σε παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και επιβεβλημένες πολιτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Με το σχέδιο Mürzsteg το 1905, το έδαφος της πΓΔΜ χωρίζεται σε πέντε τομείς, καθένας υπό την υψηλή εποπτεία διαφορετικής χώρας.

Η ιδέα των δυτικοευρωπαίων ναυαγεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οι συγκρούσεις και το έκρυθμο του πράγματος οδηγούν στους οδυνηρούς βαλκανικούς πολέμους, θεμελιώδες σημείο καμπής και διαμόρφωσης της μετέπειτα ιστορίας. Η Τουρκία ηττάται, παραχωρεί με τη συνθήκη του Λονδίνου το Μάιο του 1913 τα εδάφη της και το πόκερ ολοκληρώνεται με τη δημιουργία της ανεξάρτητης Αλβανίας (προκειμένου να αποφευχθεί η είσοδος της Σερβίας στην Αδριατική) και τη συντριβή της άλλοτε συμμάχου Βουλγαρίας μετέπειτα. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου χωρίζει τη Μακεδονία στα τρία: στη Σερβία το κεντρικό τμημα ‘η Μακεδονία του Βαρδάρη’, στη Βουλγαρία το μικρό τμήμα της ‘Μακεδονίας του Πιρίν’ και σε εμάς η ‘Μακεδονία του Αιγαίου’. Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων και της Βουλγαρίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε άγγιξε ούτε τροποποίησε τον εδαφικό διαχωρισμό, ουδέποτε υπήρξε ή γεννήθηκε θέμα ιστορικής αποκατάστασης και για μια ακόμη φορά, το ζήτημα κρύφτηκε κάτω από το χαλί.

Eurokinissi

(Δεκέμβριος 1992, Το Πεδίο του Άρεως πλημμυρισμένο από κόσμο στο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό. Eurokinissi / Γιάννης Παναγόπουλος)

Το μεσοδιάστημα των δυο Παγκοσμίων Πολέμων και τα γεγονότα των ετών μετά τους Πολέμους, είναι ζωτικής σημασίας για ολόκληρα τα Βαλκάνια, πολλώ δε για το ζήτημα της Μακεδονίας. Η ρήξη Τίτο και Στάλιν το 1948 και οι πολύ ευαίσθητες σχέσεις Γιουγκοσλαβίας και Σοβιετικής Ένωσης, επανέφεραν στην επιφάνεια το καλά κρυμμένο πρόβλημα. Η Βουλγαρία που ποτέ δεν εγκατέλειψε το σχέδιο οικειοποίησης της Μακεδονίας, έκανε λόγο για ένωση με το Πιρίν, στο οποίο συστημικά από τη δεκαετία του ’20 και του ’30 είχε θρέψει το σπόρο για επανασύσταση και αναβίωση της VMRO με ένοπλες δραστηριότητες χρηματοδοτούμενες κρυφά από την κυβέρνηση και τους εθνικιστικούς κύκλους της Σόφιας. Οι πολλές και απανωτές τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γιουγκοσλαβία από την VMRO, τη μετέτρεψαν σε κεντρικό πολιτικό παίκτη και ρυθμιστή των εξελίξεων και δίχως τις εσωτερικές έριδες και εν τέλει τη διάσπαση, ουδείς θα ήταν σε θέση να προβλέψει την κατάληξη των πραγμάτων. Οι ίδιες οι βουλγαρικές αρχές καταλήγουν στην πολύ δύσκολη απόφαση να άρουν τη στήριξη στην οργάνωση και το χαλί ξαναφουσκώνει.

Την ίδια εποχή, στο δικό μας κομμάτι, τη ‘Μακεδονία του Αιγαίου’, λαμβάνει χώρα η πρώτη απογραφή του διασυμμαχικού καθεστώτος και σύμφωνα με τα στοιχεία πέρα από τους 200 χιλιάδες Έλληνες, στην περιοχή υπάρχουν 600 χιλιάδες Σλάβοι, 300 χιλιάδες Τούρκοι και 100 χιλιάδες Εβραίοι. Με τη συνθήκη του Neuilly το 1919, όσοι κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν ‘βουλγαρικής συνείδησης’ προσέφυγαν στη Βουλγαρία και οι αντίστοιχοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Μακεδονία. Η Μικρασιατική Καταστροφή το ‘22 επιτάχυνε τις πληθυσμιακές αλλαγές και με την ανταλλαγή πληθυσμών του ’23-24 και την πολύκροτη συνθήκη της Λωζάνης, η Μακεδονία είχε πλέον ομογενοποιηθεί πληθυσμιακά με τους Έλληνες να ξεπερνούν το 88% του πληθυσμού. Με την πάροδο των ετών και κρυπτόμενη πίσω από το νέο ενωμένο σλαβικό κράτος, η ελληνική πλευρά εναπόθεσε τις ελπίδες της για επίλυση στην πρόθεση του Τίτο να ‘σερβοποιήσει’ τη Μακεδονία του Βαρδάρη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ο Γιόζιπ Μπροζ ‘Τίτο’ μέσω της κατανομής της γεωργικής γης, αλλά και της εσωτερικής μετανάστευσης, μετέφερε πλήθη Σέρβων στην περιοχή με στόχο να απομακρύνει Αλβανούς και Τούρκους προς τις χώρες καταγωγής τους.

Κι ενώ όλα κυλούσαν βάσει σχεδίου, στον απόηχο της ήττας των δυνάμεων του άξονα τον Αύγουστο του ‘44 ο Τίτο αποφάσισε να διακηρύξει την ‘Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας’ στο πλαίσιο της νέας σοσιαλιστικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Η κίνηση παραμένει ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες, ήταν ίσως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου δημιουργίας μιας βαλκανικής συνομοσπονδίας με σκοπό να επανενώσει τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία, δηλαδή μιας ακόμη υπερδύναμης. Αναγνωρίζοντας την ύπαρξη μιας ξεχωριστής μακεδονικής εθνικότητας, ο Τίτο φαινομενικά μειώνει τη σερβική επιρροή ικανοποιώντας το εσωτερικό μέτωπο, διεθνώς όμως στοχεύει σε έναν απίστευτο μηχανισμό προσέλκυσης Ελλήνων και Βουλγάρων στο μεγαλεπήβολο σχέδιό του. Η προοπτική της ‘αυτόνομης Μακεδονίας’ χτυπάει καμπανάκια στη Δύση, οι τοποθετήσεις του Βούλγαρου ηγέτη Dimitrov σχετικά με τη συμμετοχή και της Ελλάδας στο σχέδιο αφυπνίζει και τις ΗΠΑ που μέχρι τότε υπήρξαν σταθερά σιωπηρός παρατηρητής των εξελίξεων. Στην Ελλάδα εν τω μεταξύ μαινόταν ο εμφύλιος και χωρίς τη ρήξη Τίτο-Στάλιν ουδείς θα μπορούσε να προβλέψει τον ρου και την πορεία των γεγονότων.

(Αύγουστος 1963, ο πρόεδρος Τίτο χορεύει ‘Κόλα’ με τον Σοβιετικο φιλοξενούμενό του, Νικήτα Χρουστσόφ. AP Photo)

Ο Τίτο μένει χωρίς στήριξη, σχεδόν σύσσωμα τα υπόλοιπα Βαλκάνια τάσσονται με την πλευρά των Σοβιετικών και τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας κλείνουν για τους αντάρτες, γεγονός και κίνηση στρατηγικής σημασίας που λίγο πολύ καθόρισε και το ίδιο το αποτέλεσμα του δικού μας εμφυλίου. Το μακεδονικό ζήτημα θάβεται βαθιά σε ένα είδος επιτηδευμένης λήθης, με το θάνατο του Στάλιν οι σχέσεις Γιουγκοσλαβίας και ΕΣΣΔ αμβλύνονται και η όποια αναφορά συναντάται μόνο από βουλγαρικής πλευράς και μόνον κατόπιν έντασης μεταξύ Μόσχας και Βελιγραδίου. Ουδείς μπορούσε να φανταστεί ανά τις δεκαετίες και τον καιρό του ψυχρού πολέμου ότι θα ξαναπροκύψει ζήτημα. Η Ελλάδα είχε βολευτεί, η Γιουγκοσλαβία είχε βολευτεί, οι Βούλγαροι είχαν βολευτεί, όλους τους απασχολούσαν πολύ σημαντικότερα εσωτερικά ζητήματα, κύριο μέλημα παρέμενε – τι άλλο; – η ανάπτυξη της οικονομίας. Μέχρι που ήρθε η κατάρρευση και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και (ξανα)προέκυψε μακεδονικό. Η διεθνής πολιτική και διπλωματική σκηνή συνταράσσεται όταν μετά την απόσχιση της Σλοβενίας και της Κροατίας, το Σεπτέμβριο του 1991, η πΓΔΜ αποφασίζει δια δημοψηφίσματος την απόσχισή της από τη Γιουγκοσλαβία και κηρύττει την ανεξαρτησία της προτείνοντας εν ολίγοις την ολική μεταρρύθμιση σε μια συνομοσπονδία όπου το κάθε μέλος θα απολαμβάνει της αυτονομίας του.

Εκμεταλλευόμενη το πολιτικό παιχνίδι επινόησης Τίτο, αυτή η τεχνητή οντότητα θέτει ζήτημα ξεχωριστής μακεδονικής εθνικότητας πρωτίστως για να αντιμετωπίσει Σέρβους και Βούλγαρους που από τον 19ο αιώνα ισχυρίζονται ότι οι κάτοικοι της περιοχής ήταν αποκλειστικά σερβικά και βουλγαρικά φύλα. Κάθε ισχυρισμός απορρίπτεται από το νεοσύστατο κράτος, το οποίο κραδαίνοντας τη διακήρυξη της ‘Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας’ του 1944 διεκδικεί τα πάντα. Η διακήρυξη αντιπροσωπεύει όχι μόνο την απόδειξη ότι οι Μακεδόνες αποτελούν μια ιθαγένεια με ιστορία και τα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά επιφέρει και de jure διεθνή αναγνώριση για τη νέα κρατική οντότητα, δεδομένου ότι κατά την τελετή της διακήρυξης παρέστησαν στρατιωτικοί εκπρόσωποι όλων των συμμαχικών χωρών. Για πρώτη φορά στη νεότερη εθνοπολιτική ιστορία γεννάται τόσο μεγάλο ζήτημα στην Ευρώπη. Ένα ζήτημα που προϋπήρχε αλλά όλοι πίστευαν ότι το είχαν θάψει καλά, ο καθένας κάτω από το δικό του χαλί.

Κι αν οι Βούλγαροι ‘καθάρισαν’ με εκείνο το ‘δυο χώρες κι ένα έθνος’, τονίζοντας ότι πρόκειται για εθνοτική ομάδα της Βουλγαρίας, η Ελλάδα έμπλεξε. Παρά το γεγονός ότι σεβάστηκε τις απαιτήσεις της Επιτροπής Διαιτησίας υπό την προεδρία του Robert Badinter, η πΓΔΜ το 1992 δεν αναγνωρίστηκε από την ΕΕ, κατόπιν ελληνικού αιτήματος που σχετίζετο με (δήθεν) αλυτρωτικές διατάξεις του Συντάγματος. Ακόμη και τότε, ο λαϊκισμός και η φουστανέλα δεν μας είχαν επιτρέψει να δούμε ξακάθαρα και ψύχραιμα το ζήτημα, να το αντιμετωπίσουμε με στοιχεία δικαίου και να οδηγηθούμε στο αυτονόητο. Για την Αθήνα το όνομα ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’ δεν ήταν μόνο σφετερισμός του ονόματος και σύμβολο της ελληνικής ιστορίας, αλλά και μια σιωπηρή εδαφική διεκδίκηση. Οι τρεις τεθείσες προϋποθέσεις (παραίτηση από κάθε εδαφική διεκδίκηση – δήλωση άρνησης μειονότητας στην Ελλάδα – αλλαγή του ονόματος) δεν έγιναν δεκτές στα Σκόπια, παρά τους ισχυρισμούς Γκλιγκόροφ περί σλαβικής προέλευσης των κατοίκων της γείτονος. Ήταν πια ζήτημα εθνικής ταυτότητας και συμβόλων. Στην Ελλάδα διοργανώνονται τα θρυλικά συλλαλητήρια (κυρίως) σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, η θέση μας από πολιτική μετατρέπεται δυστυχώς σε αναγκαστικά ‘πατριωτική’ κι αντί να λυθεί το ζήτημα έστω την ύστατη ώρα, επιλέγεται η πόλωση και οι πολιτικές ατζέντες. Την ελληνική αντίδραση ακολούθησε από την άλλη πλευρά ο ήλιος της Βεργίνας ως σύμβολο της μακεδονικής δυναστείας στη σημαία και τα εθνικιστικά δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο με χάρτες μιας ‘ευρύτερης Μακεδονίας’ που συμπεριελάμβανε και τη Θεσσαλονίκη. Περίπου casus belli.

AP Images

(Ιούνιος 1999, Αμερικανοί στρατιώτες αναπτύσσονται στα εδάφη της FYROM για να ενισχύσουν τους κυανόκρανους του ΝΑΤΟ. AP Photo / pool / Hector Mata)

Οι αναταραχές στο εσωτερικό της χώρας είναι αλλεπάλληλες, προκύπτει πολιτικό ζήτημα, εθνικό ζήτημα, διεθνές ζήτημα. Προκρίνεται η συμβιβαστική λύση με το ψήφισμα 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας το 1993, όταν ο ΟΗΕ αναγνωρίζει την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και με νέο ψήφισμα (το 845) καλούνται οι κυβερνήσεις να επιλύσουν τα ανοικτά θέματα με διαμεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών. Στην Ελλάδα έχει επιστρέψει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, με τον Ανδρέα Παπαδρέου να ακολουθεί ‘εθνική πολιτική’ και να επιλέγει την επιδείνωση των σχέσεων με το οικονομικό εμπάργκο, μέχρι το Σεπτέμβριο του ’95, όταν η Ελλάδα αποδέχεται το Interim Agreement (ενδιάμεση συμφωνία), αναγνωρίζει το νέο κράτος με το εγκεκριμένο όνομα από τον ΟΗΕ και η πΓΔΜ αναλαμβάνει την υποχρέωση να αλλάξει εθνικό σύμβολο στη σημαία και να αφαιρέσει από το Σύνταγμα της πάσα διάταξη που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απαίτηση για τα κατοικημένα ελληνικά εδάφη. Πρόοδος, αλλά και μη λύση. Και κάθε μη λύση έριχνε νερό στο μύλο της διαιώνισης του προβλήματος.

Πριν φτάσουμε στην κομβική Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008 στο Βουκουρέστι, ιδιαίτερης μνείας χρήζει το αθέατο και μείζον πρόβλημα των σχέσεων με την αλβανική μειονότητα. Κάτοικοι των δυτικών περιοχών της χώρας και ίσοι με πάνω από το 20% του πληθυσμού, οι Αλβανοί απαιτούν μεγαλύτερη πολιτική αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση για να προστατεύσουν την πολιτική και πολιτιστική τους ταυτότητα. Η υποβόσκουσα κρίση μεταξύ των δύο εθνοτήτων προέκυψε από τις πρώτες κιόλας εθνικές εκλογές του 1990 που όπως και στις υπόλοιπες δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είδαν μια απίστευτη άνοδο των εθνικιστικών δυνάμεων και τη διαίρεση του εκλογικού σώματος, ανάλογα με την εθνική υποομάδα. Στο δεύτερο γύρο εκείνων των εκλογών υπό το φόβο της αλβανικής παρέμβασης, επανεμφανίστηκε η καλά κρυμμένη VMRO/DPMNE με πολλές ψήφους να καταλήγουν στην εθνικιστική δεξαμενή υπό το φόβο της εθνικής αποσύνθεσης. Οι Αλβανοί απάντησαν με το μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος από το οποίο απείχαν διότι δεν τους αναγνώριζε το ρόλο ως συνιδρυτές του νέου κράτους και όριζε ως επίσημη γλώσσα του κράτους τα σλαβομακεδονικά, περιορίζοντας την αλβανική γλώσσα μόνον στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό επίπεδο. Συνέπεια αυτού ήταν η ίδρυση του αυτόνομου πανεπιστημίου στο Τέτοβο το 1994 που θεωρήθηκε παράνομη από την κυβέρνηση των Σκοπίων και αργότερα η θλιβερή λαϊκή έκρηξη του 1997 στο Γκόστιβαρ όταν ο δήμαρχος της πόλης αντικαθιστά σημαίες και σύμβολα στα δημόσια κτήρια με τα αντίστοιχα αλβανικά.

Με τον εμφύλιο ante portas, καλείται η United Nations Preventive Deployment Force (UNPREDEP) να διαφυλάξει την ειρήνη στα σύνορα με το Κόσοβο και να διαδραματίσει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της πλειοψηφίας και της αλβανικής μειονότητας του πληθυσμού για την πρόληψη των εθνοτικών συγκρούσεων στη χώρα που είχαν λάβει διαστάσεις επιδημίας. Μυστικές επιχειρήσεις, παράνομη διακίνηση όπλων, όργιο παραοικονομίας και εγκληματικότητας. Τον Απρίλιο του ’99 αναλαμβάνουν οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ τη διαχείριση της κρίσης στο Κοσσυφοπέδιο και η πΓΔΜ μετατρέπεται σε χωνευτήρι του UCK. Η ως επί το πλείστον στηριζόμενη στην φτωχή πρωτογενή παραγωγή οικονομία, έχει επιδεινωθεί δραματικά, αφού η χώρα είναι αδύνατον να ενσωματώσει τους περισσότερους από 200 χιλιάδες Αλβανούς πρόσφυγες και η κατάσταση οδηγείται στα άκρα. Σχεδόν τρεις μήνες μετά την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, Ιούνιο του 1999, υπογράφεται η ‘Στρατιωτική Τεχνική Συμφωνία’ (MTA) η οποία προβλέπει την αποχώρηση των δυνάμεων από την περιοχή του Βελιγραδίου και την μεταβίβαση της εξουσίας στο απόσπασμα της KFOR του ΝΑΤΟ που αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την τήρηση της δημόσιας τάξης.

AP Photo

(Αύγουστος 2001, Αλβανοί μαχητές προελαύνουν στην Σιπκόβιτσα, 40 χιλιόμετρα δυτικά των Σκοπίων. AP Photo / Darko Bandic)

Παρόλο που η περιοχή του Κοσόβου θεωρείται τυπικά σερβικό έδαφος, τίθεται υπό διεθνή διοίκηση και ολοένα και πλήθαιναν οι φωνές για αναβίωση της ‘Μεγάλης Αλβανίας’, συμπεριλαμβανομένων των εδαφών της πΓΔΜ, του Μοντενέγκρο και της Ηπείρου. Αρχές του 2001 και οι αυτονομιστές του UCK επιτίθενται σε αστυνομικό τμήμα στα σύνορα με το Κόσοβο και σε τηλεοπτικό σταθμό στο Tanusevci. Η KFOR αποφασίζει να κοιτάξει από την άλλη πλευρά, επιτρέπει στις δυνάμεις του Βελιγραδίου να ενταχθούν στη ‘νεκρή ζώνη’ και να γίνει ένα απαράδεκτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών – ντροπή της νεότερης ανθρώπινης ιστορίας. Παρουσία του πρώην υπουργού άμυνας της Γαλλίας Francois Leotard και του πρέσβη των ΗΠΑ James Pardew υπογράφεται στην Οχρίδα η εκεχειρία με τις επακόλουθες συνταγματικές τροποποιήσεις που περιελάμβαναν τη χρήση της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας στις περιοχές όπου οι Αλβανοί ξεπερνούσαν το 20% του πληθυσμού, τη σύνταξη κοινοβουλευτικών διαδικασιών και στις δύο γλώσσες και μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αντιμετωπίστηκαν – το λιγότερο – με δυσπιστία από αμφότερες τις πλευρές. Ο κοινωνικός ιστός της χώρας είναι διαλυμένος και η οικονομική στασιμότητα έρπει σε επίπεδα πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου τρομακτική ισορροπία, από εκείνες στην κόψη του ξυραφιού.

Η Ελλάδα σε όλα αυτά θεατής. Ασχολείτο μεταξύ άλλων με το run and gun του ΧΑΑ, με τους ‘καλύτερους ολυμπιακούς αγώνες όλων των εποχών’, με το χρώμα στο δερμάτινο σαλόνι του Cayenne, με την επίπλαστη ευμάρεια και τα Cohiba. Και στο μεταξύ πεταγόμαστε και μέχρι το Flamingo στη Γευγελή για να ρίξουμε ‘κόκαλα’, ανοίγουμε επιχειρήσεις στην πιο φτωχή απο τη δική μας γη για να αποφύγουμε τους υψηλούς δείκτες φορολόγησης και θεωρούμε τους Σκοπιανούς ‘κατώτερους’. Επειδή αυτή είναι η κύρια εθνική αντίληψη περί ανθρωπισμού, εθνισμού και δημοκρατίας. Ξανασχοληθήκαμε πολιτικά με το ζήτημα το 2008, στη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, με το βέτο στην ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ που επετράπη μόνον κατόπιν επίλυσης του ζητήματος του ονόματος κατ’ αμοιβαίο τρόπο. Οι γείτονες προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αυτό με τη σειρά του ένιψε τας χείρας του και παρέπεμψε και πάλι στον ΟΗΕ που με τη σειρά του κάλεσε τις δυο χώρες να επανεκκινήσουν σοβαρές διαπραγματεύσεις.

Φρούτο των διαπραγματεύσεων υπήρξε η πρωτοβουλία του 2012 για το ονοματολογικό, με το MoU (Memorandum of Understanding) για ονομασία erga omnes της πΓΔΜ που η τελευταία αρνήθηκε εμμένοντας στις πάγιες θέσεις της. Το πρόβλημα παραμένει εκκρεμές, οι χειρισμοί μας το κατέστησαν τέτοιο και είναι ένα ζήτημα τόσο ευαίσθητο που πληγώνει ανθρώπους και συνειδήσεις γιατί το αντιμετωπίζουμε όπως σχεδόν όλα στη νεότερη ιστορία μας: γεμάτοι λαϊκισμό, κενούς ηρωισμούς, ανιστόρητη μπουρδολογία και μικροπολιτικά παιχνίδια. Με τα ‘δάκρυα της Παναγιάς’ και τις κομματικές ατζέντες, με τα εθνίκια να κρύβονται πίσω από Φίλιππους και Βουκεφάλες, με συλλαλητήρια που ικανοποιούν το εθνικό φρόνημα και ιερείς με άμφια να περιφέρονται ωσάν ινστρούχτορες του πόπολου. Ακόμα και τώρα η ιστορική διασφάλιση και ο σφετερισμός της ελληνικής ιστορίας περνάει σε δεύτερη μοίρα, χωριζόμαστε σε εθνικιστές και μισέλληνες, αντί να είμαστε πολιτισμένοι εθνιστές με συγκροτημένη πολιτική σκέψη. Δεν θα γίνουμε ποτέ.

(Κεντρική φωτογραφία: AP Photo / Giannis Papanikos)