Οι εκτελεστές που αγαπήσαμε
Ξέρεις, όχι αγαπήσαμε-αγαπήσαμε γιατί αυτό που έκαναν ήταν ένα πολύ κακό πράγμα. Αλλά ας πούμε απλά πως αυτοί οι 11 παράνομοι εκτελεστές συμπεριλαμβάνονται στους αγαπημένους μας κινηματογραφικούς ήρωες.
- 28 ΟΚΤ 2012
Δύσκολο πράγμα να ορίσεις το cool, είναι κάτι που απλώς το αναγνωρίζεις μετά βεβαιότητας όταν το βλέπεις. Η ακόλουθη dream team εκτελεστών και επαγγελματιών δολοφόνων σίγουρα πάντως ανήκει σε αυτή την κατηγορία, κάνοντάς μας μέχρι το τέλος της εκάστοτε ταινίας τους να χειροκροτάμε υπέρ τους, παρά τη γνώση πως είχαν υπάρξει (ή ήταν ακόμα) πολύ κακά παιδιά.
Με τους γοητευτικούς παρανόμους να κλέβουν την παράσταση όχι σε μία, αλλά σε δύο ταινίες αυτή την εβδομάδα (“Παράνομοι” και “Σκότωσέ τους Γλυκά”), πήραμε την ευκαιρία να θυμηθούμε μια εντεκάδα αγαπημένων κινηματογραφικών δολοφόνων.
Λεόν (“Leon”)
Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε ποτέ από άλλον; Αν αυτή η λίστα ήταν με σειρά αξιολογική (γιατί δεν είναι; μήπως να ήταν στο εξής;) θα πήγαινε καρφί στο #1. Όταν ρίχναμε μεταξύ μας εδώ στο ΟΝΕΜΑΝ την ιδέα του θέματος, η περιγραφή πάντα ξεκίναγε “να κάνουμε ένα θέμα για δολοφόνους που αγαπήσαμε, ξέρεις, Λεόν κλπ”, μέχρι που το θέμα έφτασε απλώς να περιγράφεται ως το “Λεόν κλπ”.
Δεν είναι να απορείς. Ο εκτελεστής με χρυσή καρδιά του Ζαν Ρενό (ένα αρχέτυπο που σπάνια ενσαρκώθηκε πιο αποτελεσματικά από ό,τι στην ταινιάρα του Λικ Μπεσόν) μπορεί και παίζει με χαρακτηριστική άνεση ανάμεσα στις δύο πτυχές του χαρακτήρα του που τον κάνουν τόσο αγαπημένο. Αφενός, είναι εκπληκτικός στη δουλειά του, σκοτώνοντας καθαρά, απλά, αποτελεσματικά. Αφετέρου, όταν τον γνωρίζουμε καλύτερα μέσω της πιτσιρίκας (που υποδύεται η Νάταλι Πόρτμαν στον πρώτο ρόλο της) που άθελά του αναλαμβάνει να φροντίζει, διαπιστώνουμε πως σε θέματα συμπεριφοράς, ωριμότητας και κοινωνικού IQ είναι βασικά ο Γκούφι.
Η αντιπαραβολή των δύο είναι που το κάνει τόσο δύσκολο να του αντισταθείς (δηλαδή απλά δες τον στο παραπάνω κλιπάκι, πώς δεν έχει την παραμικρή επαφή με ποπ κουλτούρα του τελευταίου μισού αιώνα), και που στο τέλος τρως τα χέρια σου από έγνοια για την τύχη του.
Η Νύφη (“Kill Bill”)
Ερώτηση: Δεν είναι το “Kill Bill” (άντε, το περιορίζω και μόνο στο πρώτο μέρος αν θες) μέσα στις 10 πιο εύκολα rewatchable ταινίες όλων των εποχών; Υπάρχει καταγεγραμμένη περίπτωση ανθρώπου που άνοιξε την τηλεόραση ενώ έπαιζε αυτή η ταινία και δεν κάθισε να την δει ξανά όλη για χιλιοστή φορά; Πολλοί οι λόγοι, από το σάουντρακ και τα χρώματα μέχρι το απύθμενο κουλ των χαρακτήρων και την επεισοδιακή δομή της ποπ φιλοσοφικής ιστορίας εκδίκησης.
Αλλά ας εστιάσουμε για τώρα στην πρωταγωνίστρια. Μια Ούμα Θέρμαν που ξερνά ιερή οργή καθώς ξεπαστρεύει αντιπάλους σα να ήταν ένα ανθρώπινο καρτούν, μια ηρωίδα άνιμε που δε χρειάζεται υπερδυνάμεις για να κατατροπώσει δεκάδες αντιπάλους νίντζα, μια Γκο-Γκο Γιουμπάρι, και ένα σκαλπ Ο-Ρεν Ίσι, στη στυλιστική αποθέωση αυτής της διλογίας που είναι η εκπληκτική σκηνή μάχης των δυο τους στο χιόνι.
Μάρτιν Μπλανκ (“Grosse Point Blank”)
Φαντάσου τώρα να είσαι επαγγελματίας εκτελεστής και να είσαι πίσω στην πόλη που μεγάλωσες, στο σχολείο που μεγάλωσες, για ένα reunion που σου κάνει τη ζωή πιο δύσκολη από 10 υποψήφιους στόχους μαζί. Να θυμάσαι το κορίτσι που ήταν να πας μαζί στο χορό αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ, να παρατηρείς τη ζωή που δεν επέλεξες. Και εκεί που αγγίζεις τις αναμνήσεις, να πετάγονται από τους διαδρόμους και martial arts experts που σε θέλουν νεκρό. Ε, παραπάει.
Όλα αυτά σε μια δραματικά υποτιμημένη καλτ ταινία με τον Τζον Κιούζαν στο ρόλο αυτού που υποθέτουμε πως θα ήταν ένας πρωταγωνιστής του Τζον Χιουζ αν μεγάλωνε και γινόταν δολοφόνος. Γουστάρει τους Clash, την ’80s κουλτούρα, τις ποπ αναφορές, να σκοτώνει τα θύματά του κάνοντάς το να μοιάζει με ατύχημα και, όσο κι αν δε το παραδέχεται, τις αναμνήσεις. Σκέτη απόλαυση, και με σκηνή ανθολογίας την τελική του μάχη με τον μεγάλο κακό (“POPCORN!”) και μπόνους την πιο συγκινητική χρήση του πολυχρησιμοποιημένου “Under Pressure” στο σινεμά.
Βίνσεντ (“Collateral”)
Τα έχουμε ξαναπεί για τον υποτιμημένο Τομ Κρουζ, κι αυτός ήταν ίσως ο πιο μεστός του ρόλος. Χωρίς φωνές, χωρίς γραφικότητες, χωρίς τίποτα, με μόνη απαίτηση να μπορεί να χάνεται μες στο πλήθος ερμηνεύοντας τον μελαγχολικό εκτελεστή Βίνσεντ. Που αρπάζει μια νυχτερινή κούρσα με οδηγό ταξί τον Τζέιμι Φοξ(ξ) δίνοντάς του $600 με μόνο όρο να τον οδηγεί από το ένα υποψήφιο χτύπημα στο επόμενο, με το χρόνο να περνάει καθώς διασχίζουν το νυχτερινό Λος Άντζελες και φιλοσοφούν πάνω στη θεωρία του Δαρβίνου, το Ι-Τσινγκ, “shit happens”, “προσαρμόσου” και γενικώς ξέρεις ρε παιδί μου, “όλα αυτά τα σκατά”. Το φινάλε θα δώσει μια απάντηση στις υπαρξιακές του απορίες.
Το Τσακάλι (“The Day of the Jackal”)
Ο ορισμός του κουλ, υπολογιστικού δολοφόνου. Το Τσακάλι έχει σκεφτεί τα πάντα, στην προσπάθειά του να εκτελέσει τον ντε Γκωλ, εκτός από μια εξοργιστικά απλή λεπτομέρεια. Αλλά ο τρόπος που σχεδιάζει κι εκτελεί τα πάντα στην ταινία, από σχέδια μέχρι συνεχείς μεταμφιέσεις, σε αυτό το φοβερά νευρώδες θρίλερ που καταφέρνει να μη χάνει τίποτα από την αξια του καθώς περνάνε τα χρόνια, είναι απολαυστικός. Όπως κάθε καλός εκτελεστής, εν τέλει περνάει με άριστα το κρίσιμο τέστ: Την κρίσιμη στιγμή, υποστηρίζεις τον φονικό του στόχο; Ναι, τον υποστηρίζεις, κάπως.
Υπάρχει ένα μέτριο ριμέικ στα ’90s με τον Μπρους Γουίλις που καλύτερα να προσπεράσεις υπέρ του πρωτότυπου.
Ghost Dog (“Ghost Dog: Way of the Samurai”)
“Η αρκούδα είναι ένα μοναχικό ζώο, προσαρμόζεται σε κάθε κλίμα, περιβάλλον και φαγητό. Σε ομάδες, μοιράζονται το φαγητό όταν οι ποσότητες είναι μεγάλες, παρά την περιορισμένη κοινωνική τους επαφή. Η αρκούδα είναι ένας τρομακτικός εχθρός δίχως να έχει κανένα ένστικτο κυνηγού. Αλλά, όταν πληγωθεί ή εκπλαγεί, η αρκούδα μπορεί να επιτεθεί και να γίνει πολύ επικίνδυνη.”
Γι’αυτό και είναι φοβερός αυτός ο σύγχρονος σαμουράι του Φόρεστ Γουίτακερ. Γι’αυτό, κι επειδή είχε για καλύτερο φίλο ένα Γάλλο παγωτατζή του οποίου δεν καταλαβαίνει ούτε μια φράση. Κι επειδή οι υπνωτιστικές σκηνές προπόνησής του ντύνονται με μουσική RZA. Το ακούς και δε βγάζει νόημα. Το βλέπεις, και παραδίνεσαι.
Τζέισον Μπορν (Τριλογία Μπορν)
Θα περάσουμε αμέσως και στην κυριολεκτική φονική μηχανή, αλλά για άνθρωπος κι ο Τζέισον καλά το πήγαινε. Η φανταστική τριλογία (ίσως ό,τι καλύτερο έχει δώσει το σινεμά δράσης μες στα ’00s) χρονολογεί το ταξίδι προσωπικής λύτρωσης μιας κατεστραμμένης ψυχής, αλλά το έκανε με φοβερές σκηνές δράσης που άλλαξαν όλα τα δεδομένα. Βασικά ό,τι παίζει σήμερα στο genre, υπάρχει σαν απόγονος των ταινιών Μπορν, και του πώς εξανθρώπισε το απόλυτο φονικό ένστικτο του ήρωά του ο Ματ Ντέιμον.
Ο Μπορν μπορούσε να ξεκάνει με κάθε. πιθανό. τρόπο., με τα χέρια, με τα πόδια, με το κεφάλι, με όπλα, με μαχαίρια, με αμάξια, με το σώμα, και μπορούσε να το κάνει δίχως καν να πολυκαταλαβαίνει τι κάνει. Ξερό ένστικτο. Κι όλα σε αναζήτηση των χαμένων κομματιών του εαυτού του. Καθηλωτικός σε κάθε επίπεδο.
Τ-800 (“The Terminator”)
Πριν τα (γαμάτα) συναισθηματικά ζουμιά του σίκουελ, τα γαμάτα εφέ, τον ανανεωμένο κουλ δολοφόνο, ο Άρνι ήταν απλώς μια απόλυτη φονική μηχανή. Επειδή τώρα στο μυαλό μας ο Εξολοθρευτής είναι όλο αυτό το μεγάλ φραντσάιζ, πολλή δράση, εκρήξεις, πήγαινε-ένα στο χρόνο κλπ, ξεχνάμε καμιά φορά ότι η πρώτη ταινία, με τον Τ-800 ως κακό που στόχευε τη Σάρα Κόνορ με μανία, ήταν ένα απίστευτο περιπετειώδες θρίλερ χωρίς πολλά-πολλά. Μόνο ένας άντρας με αποστολή, που δε σταματούσε πουθενά, ποτέ και απέναντι σε τίποτα. Ελεγε ένα “αλμπημπάκ” και τα έχανες. Μια αργόσυρτη εμφάνισή του υπό τους μεταλλικούς ήχους του διάσημου μουσικού theme αρκούσε για να τα χάσουμε όλοι μας. Αυτοί είναι εκτελεστές κύριοι.
Ρέι (“In Bruges”)
Άλλοι εκτελεστές ίσως είναι πιο συναρπαστικοί (ίσως!) αλλά κανείς δεν ήταν τόσο αξιαγάπητος όσο ο Ρέι του Κόλιν Φάρελ. Ναι, ο Κόλιν Φάρελ μπορεί να παραδώσει απολαυστική ερμηνεία, και να είναι αξιαγάπητος, αμέ. Συμβαίνει όταν ο Ρέι ταξιδεύει μαζί με τον συνέταιρό του στη Μπριζ ύστερα από ένα κολάσιμο λάθος που έκανε εν ώρα εργασίας. Στη γραφική πόλη του Βελγίου θα περιμένει τη συνάντηση με το αφεντικό του ή/και τη θεία δίκη, ενόσω προσπαθεί απλώς να σώσει την ψυχή του μέσα από μια παρέλαση αξέχαστων χαρακτήρων και παλαβών καταστάσεων.
Θα μπορούσε να είναι το ‘μετά τους τίτλους τέλους’ για κάθε μία από τις ταινίες με επαγγελματίες δολοφόνους που δε βλέπουν τον ήρωά τους να πεθαίνει στο φινάλε. Και παραμένει μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες τα τελευταία πολλά χρόνια.
Χάννα (“Hannah”)
Ορισμός της γαμάτης περιπέτειας εκτελεστών. O Έρικ Μπάνα έχει εκπαιδεύσει τη 16χρονη κόρη του κάνοντάς την ουσιαστικά φονική μηχανή, εν συνεχεία την εξαπολύει ανάμεσα σε άμαχο πληθυσμό κι εκείνη σπέρνει το θάνατο καθώς αρχικά δραπετεύει από εκεί όπου κρατείται κι ύστερα θέλει απλώς να δραπετεύσει, γενικώς. Το σκηνικό είναι στημένο σα να επρόκετο για ένα παραμυθένιο κατασκοπικό θρίλερ, ένας φονικός Πινόκιο ή μια φονική Χιονάτη αν θες.
Η Σίρσα Ρόναν παραδίδει ηλεκτρισμένη ερμηνεία ως Χάνα, ανήλικη φονική μηχανή που θέλει μια μέρα να γίνει αληθινό κορίτσι, κι όλα αυτά συμβαίνουν υπό τους ήχους των Chemical Brothers. Όχι, μπράβο, και κρίμα που ο γαμάτος Τζο Ράιτ αναλώνεται σε κάτι βαρετές ταινίες εποχής, δράματα, κουστούμια, Κίρα Νάιτλι κι όλα αυτά. Γιατί εδώ δείχνει τι ταινιάρες μπορεί να κάνει.
Άντον Σιγκούρ (“No Country for Old Men”)
Κοιτάχτε. Το βασικό του θεματάκι είναι να ρίχνει ένα κέρμα λες κι είναι ο Χάρβεϊ Ντεντ από το Μπάτμαν, και το βασικό του κούρεμα είναι μια φλώρικη κουπ που κάνει ακόμα και τον Τομ Χανκς από τον “Κώδικα Ντα Βίντσι” να αισθάνεται καλά με τον εαυτό του. Αλλά παρόλ’αυτά, ο Μπαρδέμ κατάφερε να πλάσει έναν δολοφόνο-απόλυτη ενσάρκωση του παγερού κακού, σαν προσωποποίηση της ίδιας της μοίρας, αν η μοίρα κουβαλούσε ένα αεροβόλο κι έσπερνε τον τρόμο. Από τους villains που είναι τόσο γαμάτοι που μέχρι και τα Ακαδημαϊκά Όσκαρ δε μπορούν να τους αντισταθούν.