“Νορβηγία”: Τα βαμπίρ μιλάνε ελληνικά
Με τη βοήθεια των εντυπωσιακών εικόνων από το trailer εξηγούμε γιατί η "Νορβηγία" είναι η ελληνική ταινία που ήρθε για να μείνει ως cult αγαπημένη.
- 12 ΝΟΕ 2014
“Αν σταματήσω να χορεύω θα σταματήσει και η καρδιά μου.”
Ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι ο Ζανό, ένα βαμπίρ που φτάνει σε μια Αθήνα του 1984 που “δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη”, όπως λέει η σύνοψη της ταινίας για το 55ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου εντυπωσιασμένος την παρακολούθησα, πρώτα στην πρεμιέρα της στο Ολύμπιον και ύστερα ξανά, την αμέσως επόμενη μέρα.
Η ταινία είναι η “Νορβηγία” (θα εξηγήσουμε παρακάτω τι σχέση η Νορβηγία με οτιδήποτε) και αποτελεί το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Γιάννη Βεσλεμέ, γνωστού και ως Felizol για τη μουσική του. Ο Βεσλεμές έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία, αλλά είναι και ο σκηνογράφος της, όπως και ο συνθέτης της μουσικής (την οποία υπογράφει φυσικά ως Felizol). Ο πολλαπλός αυτός ρόλος αποκτά μεγάλη σημασία όταν παρατηρεί κανείς το οπτικό κομμάτι της ταινίας, τόσο όμορφη και εντυπωσιακή όσο λίγες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Όχι ελληνικές, γενικώς.
Ο Ζανό, το βαμπίρ που χορεύει γιατί αλλιώς θα ‘σταματήσει η καρδιά του’ (σε μια υπαρξιακής ποίησης ατάκα επιβίωσης που κουβαλάει γοητεία, συναίσθημα και απόγνωση αρκετή για μια ολόκληρη ταινία), κάνει αυτό ακριβώς, μέχρι που συναντά μια πόρνη κι έναν (Νορβηγό) ντίλερ που τον οδηγούν στα έγκατα της Πάρνηθας για να αναλάβει μια ύποπτη, μυστηριώδη δουλειά.
Η “Νορβηγία” θα διχάσει, αυτό είναι σίγουρο: Είναι ποπ και μυθική με έναν ακραίο τρόπο. Είναι έκφραση ενός πολύ συγκεκριμένου, αισθητικά, πράγματος που είχε ο δημιουργός της μες στο μυαλό του. Από τις ταινίες εκείνες δηλαδή για τις οποίες δεν υπάρχει πολλή μέση λύση- είτε θα σε αρπάξει με το καλημέρα και θα σε μαγέψει, θα σε κάνει να θες να χορέψεις παρέα με τον Ζανό και θα σε υποχρεώσει να επαναλαμβάνεις ατάκες και να κάνεις διαρκείς αναφορές για καιρό μετά τους (φανταστικούς) τίτλους τέλους, είτε θα σε πετάξει έξω με το καλημέρα.
ΤΟ ενδιαφέρον για κάθε ελληνική απόπειρα σε ταινία είδους είναι φυσικά δεδομένο γιατί δεν είναι ότι έχουμε και πολλές από δάυτες, όμως η “Νορβηγία” καταφέρνει να μετουσιώσει αυτό το αξιοπερίεργο σε μια ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση, μια νέον χρωματική γοητεία βγαλμένη μέσα από τα χειροποίητα όνειρα μιας δεκαετίας που επιβιώνει μέσα από φθαρμένες VHS εικόνες και σκοτεινές υπόγειες ντίσκο.
Και καταφέρνει υπόγεια, σαν από το πουθενά, να παραδώσει ένα μοναδικό σοκ στην τρίτη πράξη, με μια εμφατική δήλωση θάρρους και παλιομοδίτικης ατομικής ηθικής.
Κοινώς, η “Νορβηγία” δεν είναι απλά μια ‘καλή ελληνική ταινία με βαμπίρ’. Αλλά και αυτό, αν το καλοσκεφτείς, τέλειο είναι.
Να τα κεντρικά σημεία ενδιαφέροντος, όσο περιμένουμε την ταινία να βγει στις αίθουσες.
Ο Μουρίκης, το βαμπίρ
Πόσοι ηθοποιοί θα μπορούσαν ποτέ να έχουν χρονιά σαν αυτή του Μουρίκη φέτος; Οι εμβληματικοί ρόλοι δεν είναι τόσο συχνοί στην καριέρα ενός ηθοποιού, είσαι τυχερός αν πετύχεις 2-3 στην καριέρα σου. Ο Μουρίκης το ’14 πέτυχε δύο τόσο άμεσα και εμφανώς εμβληματικούς ρόλους που αναγκαστικά μετατοπίζουν τα δεδομένα στην εκτίμηση της καριέρας του. Δεν είναι πως δεν είχε παίξει φοβερούς ρόλους και ως σήμερα, και ο “Βασιλιάς” του Γραμματικού μάλλον παραμένει η κορυφαία ερμηνεία του, όμως η διαδρομή από το Στράτο στο “Μικρό Ψάρι” μέχρι το Ζανό στη “Νορβηγία” είναι μία που κάθε ηθοποιός θα ήθελε να μπορούσε να διασχίσει.
Το να παίξει το βαμπίρ ο Μουρίκης ήταν πάντα κάτι το τόσο ταιριαστό, όμως το πώς μεταφράζεις μια τέτοια μυθολογία μέσα σε ελληνικό πλαίσιο θα ήταν αναγκαστικά πρόβλημα. Ο Βεσλεμές όμως δεν φοβάται καθόλου τα φανταστικά στοιχεία και ξέρει πώς να τα εντάξει μέσα σε ένα χειροπιαστά ποπ πλαίσιο.
Και φυσικά, μπόνους πόντοι επειδή ο Μουρίκης-ως-Ζανό μπαίνει σε αυτή την εκλεκτή κατηγορία ρόλων που καταφέρνουν να λειτουργούν παρά το μαλλί που κουβαλούν. (Ο πρόεδρος του σχετικού κλαμπ.)
“Από πότε οι καταραμένοι φοράνε παπούτσια γυαλιστερά, χορεύουν κάτω από καθρέφτες ντισκομπάλες;”
Ο Ζανό χορεύει και διαλύεται στην Αθηναϊκή νύχτα βρίσκοντας το νόημα κάτω από τις ντισκομπάλες.
Η ντίσκο Ζαρντόζ της ταινίας, καμία άλλη παρά η θρυλική Rebound, είναι το σημείο εκκίνησης για αυτή την περιπέτεια. Το ποιος είναι ο ‘ιδιοκτήτης’ της, θα αφήσουμε να το ανακαλύψετε στη σκοτεινή αίθουσα.
Την πρώτη πράξη της ταινίας θα μπορούσα να την χαζεύω για ώρες, για μέρες, για πάντα. Όσο δηλαδή θα μπορούσε να χορεύει ο Ζανό.
Χειροποίητες αναμνήσεις
Η Αθήνα της “Νορβηγίας” είναι ένα σκηνικό ονείρου, φτιαγμένο με τα χέρια από τα πιο απλά υλικά.
Και ο Νορβηγός στο πίσω κάθισμα μαθαίνει παίζοντας με ένα viewmaster.
Αυτό το κομμάτι
#tsitanis_is_hip
Αυτή η ατάκα
Η ντε φάκτο ατάκα-σήμα κατατεθέν της ταινίας.
Αυτά τα χρώματα
Ο τρόπος που παίζει η ταινία με τις νέον αποχρώσεις την κάνει ένα λουκούμι απλώς και μόνο να την κοιτάς. Ευτυχώς δεν θα χρειαστεί να παραμείνεις εκεί.
Τα κάδρα
Απόλαυσε:
Ο Βεσλεμές και ο διευθυντής φωτογραφίας Χρήστος Καραμάνης ευθύνονται για μερικές από τις ομορφότερες εικόνες που θα κοιτάξουμε φέτος.
Η Νορβηγία
Ο τίτλος, και η ταινία όπως εξήγησε ο Βεσλεμές στην πρεμιέρα, είναι εμπνευσμένα από το ομότιτλο κομμάτι των Χωρίς Περιδέραιο από το 1984, τη χρονιά που καθόλου τυχαία διαδραματίζεται και η ταινία. Αυτό το new wave όνειρο πυρετού είναι ό,τι πιο ταιριαστό για ένα άμεσα cult δημιούργημα που μοιάζει να γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες που αφήνει η underground ζωή της νύχτας στο πρωινό, όταν η παράλληλη διάσταση της “Νορβηγίας” συναντά τη σκληρότερη διαχρονική -υπαρκτή, ρεαλιστική- αλήθεια.
Περισσότερα στη σκοτεινή αίθουσα.