Ζούμε όντως περισσότερο από τους προγόνους μας;
Οι επιστήμονες δεν είναι πια και τόσο σίγουροι ότι οι άνθρωποι του 21ου αιώνα έχουμε μπροστά μας περισσότερα χρόνια ζωής από τους αρχαίους Έλληνες.
- 6 ΟΚΤ 2018
Θα ζήσουμε. Θα ζήσουμε πολύ. Δεν είναι παρηγοριά, ούτε μια κλισέ αναπαραγωγή της κοινής αντίληψης. Το προσδόκιμο ζωής του μέσου ανθρώπου της εποχής μας έχει αυξηθεί θεαματικά, ακόμα και σε σύγκριση με άλλες, σχετικά κοντινές εποχές. Ένας άνθρωπος που ερχόταν στον κόσμο το 1960, τη χρονιά που ο ΟΗΕ άρχισε να καταγράφει επισήμως τα στοιχεία που αφορούν το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα, μπορούσε να ελπίζει ότι θα φτάσει τα 52.5 χρόνια ζωής. Ο σημερινός μέσος όρος παγκοσμίως είναι τα 72 χρόνια. Ο πολίτης μιας χώρας του δυτικού κόσμου κατά πάσα πιθανότατα θα φτάσει τα 80 – οι γυναίκες της Ευρώπης και των ΗΠΑ θα τα ξεπεράσουν.
Η ιατρική πρόοδος, η βελτιστοποίηση των φαρμάκων και η κρατική μέριμνα για τη δημόσια υγεία μάς έχουν βοηθήσει να ζούμε – κατά μέσο όρο – περισσότερο απ’ όλους τους προγόνους μας. Τόσο πολύ, μάλιστα, ώστε οι επιστήμονες σήμερα να πιστεύουν ότι έχουμε φτάσει στο όριό μας. Αυτά δεν είναι απαραίτητα κακά νέα, αλλά είναι μια κάπως ανώμαλη προσγείωση στην θνησιγενή μας πραγματικότητα. Μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε – γιατί μας φαινόταν εύλογο – ότι στο εξής κάθε γενιά θα ζούσε περισσότερο από την προηγούμενη. Θα φρόντιζε γι’ αυτό η καλή μας επιστήμη και η θαυματουργή μας τεχνολογία. Η αλήθεια, όμως, είναι λιγότερο προοδευτική και μακάρια. Ο ανθρώπινος οργανισμός έχει συγκεκριμένες αντοχές στη φθορά του χρόνου και μάλλον αυτή τη στιγμή τον έχουμε φτάσει στα όριά του. Ήδη πριν από μερικές εβδομάδες, στα μέσα του Σεπτέμβρη του 2018, η Στατιστική Υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου έγινε η πρώτη επίσημη αρχή που δήλωσε απερίφραστα ότι (στο UK τουλάχιστον), το προσδόκιμο ζωής έχει σταματήσει να αυξάνεται. Κοινώς: οι Άγγλοι, οι Σκωτσέζοι, οι Ουαλοί και οι Βορειοϊρλανδοί το τερμάτισαν. Και δεν είναι οι μόνοι.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος έζησε μέχρι τα 77 του. Και θα ζούσε κι άλλο, αν δεν τον δολοφονούσαν (123RF / Ruslan Gilmanshin)
Ο σύγχρονος μύθος ότι θα ζούμε όλο και περισσότερο, χτίστηκε πάνω στον παλιό μύθο ότι οι ζούμε περισσότερο από τους προγόνους μας γιατί έχουμε εξελιχθεί ως είδος κι έχουμε ενισχυθεί ως ζώντες οργανισμοί. Και οι δύο αυτοί μύθοι, όμως, έχουν πλέον καταρριφθεί.
Στο σχολείο διδαχθήκαμε όλοι ότι οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι κλπ σπανίως ζούσαν περισσότερα από 50 ή 60 χρόνια. Στην πραγματικότητα, διδαχθήκαμε μια υπεραπλουστευμένη γενίκευση. Σήμερα η μέση διάρκεια της ζωής μας – άρα και το συνολικό προσδόκιμο – είναι σαφώς μεγαλύτερα από τα 50 ή τα 60 χρόνια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε καταφέρει να ζούμε περισσότερο ως είδος. Πολύ απλά, περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουν να ζουν περισσότερα χρόνια και ανεβάζουν τον μέσο όρο. Η στατιστική είναι μαζί μας, αλλά η σκληρή διαπίστωση είναι ότι η μέγιστη διάρκεια ζωής του ανθρώπινου είδους δεν έχει επεκταθεί. Αν σήμερα γεννηθούν δύο παιδιά, το ένα πεθάνει πριν τα πρώτα του γενέθλια και το άλλο φτάσει τα 70, το προσδόκιμο ζωής τους είναι η αποκαρδιωτική ηλικία των 35. Το μεγαλύτερο μέρος της αισιοδοξίας μας ότι εμείς θα προλάβουμε να ζήσουμε μέχρι τα 120 και τα εγγόνια μας μέχρι τα 150, πηγάζει από τέτοιου είδους – σωστά αλλά παραπλανητικά – μαθηματικά. Ο μέσος όρος ζωής των αρχαίων Σπαρτιατών μπορεί να ήταν όντως τα 35 χρόνια, αλλά αυτό συνέβαινε γιατί σε όλη την αρχαιότητα (όπως και στον Μεσαίωνα και σε όλες τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους) οι δείκτες της παιδικής θνησιμότητας ήταν ασυγκρίτως υψηλότεροι από τους σημερινούς.
Ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο στα 71 του (123RF / Stefanos Kyriazis)
Μια από τις παρανοήσεις που έχει γεννήσει η στατιστική του προσδόκιμου της ζωής των ανθρώπων είναι η κοινή αντίληψη ότι στην αρχαιότητα ένας άνθρωπος 35 χρόνων θεωρείτο γέρος, σοφός κλπ. Επειδή οι αρχαίοι πέθαιναν νεότεροι (είτε σε πολέμους είτε από ασθένειες και επιδημίες), πιστεύουμε ότι με κάποιον τρόπο γερνούσαν και συντομότερα απ’ ό,τι εμείς. Δεν ισχύει και στην πραγματικότητα το έχουν ξεκαθαρίσει οι ίδιο οι αρχαίοι. Ο Ησίοδος, πχ, προτείνει ως ιδανική ηλικία για τον γάμο ενός άνδρα, τα 30 του χρόνια (επειδή νωρίτερα δεν θα είναι αρκετά ώριμος). Στην αρχαία Ρώμη κανένας Ρωμαίος πολίτης δεν μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα για δημόσιο αξίωμα πριν κλείσει τα 30 (ο Αυτοκράτορας Αύγουστος κατέβασε το όριο στα 25 έτη – ο ίδιος έζησε μέχρι τα 75). Κανείς δεν μπορούσε να εκλεγεί Ύπατος πριν κλείσει τα 43.
Ο Πλίνιος, από τα βάθη του 1ου μΧ αιώνα μας κληροδότησε έναν κατάλογο με ανθρώπους της εποχής του που είχαν την ευτυχία της μακροζωίας. Ανάμεσά τους ο Ύπατος Βαλέριος Κορβίνος (έφτασε τα 100), η Τερεντία, η σύζυγος του Κικέρωνα (103) και η Λουκία (μια ηθοποιός που στα 100 της συμμετείχε ακόμη σε παραστάσεις). Ο ίδιος ο Πλίνιος δεν στάθηκε πολύ τυχερός. Οι μελετητές της ρωμαϊκής ιστορίας έχουν καταλήξει ότι πέθανε στα 56 του, δηλητηριασμένος από τι αναθυμιάσεις του Βεζούβιου λίγες ώρες μετά την έκρηξή του. Πρόλαβε, πάντως, να μας αφήσει ένα σημείωμα για το ότι και στη δική του εποχή οι άνθρωποι μπορούσαν – αν τους άφηνε η Φύση και οι άλλοι άνθρωποι – να ζήσουν πολλά χρόνια και να γεράσουν με την ησυχία τους.
Η αυτοκράτειρα Λιβία, σύζυγος του Αυγούστου, έζησε μέχρι τα 87 της (123RF / Alexander Perepelitsyn)
Το πρόβλημα με τη συλλογή και την αξιολόγηση δημογραφικών στοιχείων από κοινωνίες της αρχαιότητας είναι ότι στην πραγματικότητα προέρχονται από πολύ συγκεκριμένο δείγμα του πληθυσμού. Οι βιογράφοι κατέγραφαν μόνο τους βίους των επιφανών ανδρών, οι φορολογικοί κατάλογοι, τα δημοτολόγια και τα επίσημα έγγραφα μας δίνουν μια σχετικά καλή εικόνα για τα logistics της ζωής των ενηλίκων ανδρών που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Τα συμπεράσματά μας, δηλαδή, προέρχονται ως επί το πλείστον από στοιχεία που αφορούν τον ανδρικό πληθυσμό και κυρίως την ελίτ. Οι μέσοι όροι σε ό,τι αφορά στη διάρκεια της ζωής των σκλάβων, των γυναικών και των παιδιών του αρχαίου κόσμου είναι πολύ χαμηλότεροι. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει την αντίληψη ότι ένας αρχαίος άνθρωπος – άνδρας ή γυναίκα – αν ήταν αρκετά προνομιούχος ή αρκετά τυχερός ώστε να αποφύγει τις (πολλές) αιτίες ενός βίαιου ή πρόωρου θανάτου, θα μπορούσε ανεμπόδιστα να ζήσει ως τα 60, τα 70, τα 80 ή όσο άντεχε η περδικούλα του.
Ήδη από τον Μεσαίωνα, τα φεουδαρχικά κράτη της Ευρώπης αρχίζουν να κρατούν συστηματικά αρχεία για τις γεννήσεις και τους θανάτους των υπηκόων τους. Σύμφωνα με αυτά όποιος είχε γεννηθεί από το 1200 ως το 1745 μΧ και είχε καταφέρει να ζήσει ως τα 21 του, πιθανότατα θα συνέχιζε να ζει -κατά μέσο όρο- μέχρι τα 65 του. Μοναδική εξαίρεση, ο 14ος αιώνας, που η πανούκλα θέρισε τον πληθυσμό της ηπείρου.
Τον 17ο αιώνα, εμφανίζεται η παραδοξότητα για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία οι πληβείοι να ζουν περισσότερο από τους πατρικίους. Σε πρόσφατη μελέτη που ανέλυσε τα στοιχεία 115.000 μελών της αριστοκρατίας εκείνης της περιόδου στην Ευρώπη, καταγράφεται το συμπέρασμα ότι οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες ζούσαν κατά μέσο όρο 6 χρόνια λιγότερα από τους κατώτερους ευγενείς (κόμητες, δούκες, μαρκήσιους ιππότες κλπ), οι οποίοι με τη σειρά τους πέθαιναν λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι ο μέσος κοινός θνητός. Η εξήγηση του φαινομένου είναι απλή: οι ευγενείς είχαν την τάση να ζουν στις μεγάλες πόλεις, οπότε ήταν αυτομάτως περισσότερο εκτεθειμένοι σε ασθένειες και εγκληματικές πράξεις. Τον επόμενο κιόλας αιώνα, η ταξική τάξη αποκαταστάθηκε. Η επινόηση, η βελτίωση και η διευρυμένη χρήση των φαρμάκων ανέβασε σημαντικά τον μέσο όρο ζωής των πλουσίων που είχαν πρόσβαση σ’ αυτά. Οι φτωχοί συνέχισαν να πεθαίνουν στην ώρα τους.
Η βασίλισσα Ελισάβετ Α’ άφησε τον θρόνο της Αγγλίας και τον μάταιο κόσμο μας στα 70 της. Πολλοί από τους υπηκόους της μακροημέρευσαν περισσότερο από εκείνη (123RF / Gergios Kollidas)
Μιλώντας για παραδοξότητες, πάντως, οι άνθρωποι της Βικτωριανής εποχής που στο μυαλό μας την έχουμε όπως στα βιβλία του Ντίκενς (λασπωμένοι δρόμοι γεμάτοι γέρους που κακοποιούν αγοράκια, κουζίνες γεμάτες ποντίκια και γριές που κακοποιούν κοριτσάκια κλπ) ζούσαν κατά μέσο όρο ως τα 73 (οι γυναίκες) και τα 75 (οι άντρες). Ζούσαν, δηλαδή, όσα χρόνια ζούμε κι εμείς, παρότι πήγαιναν σε μπαρμπέρηδες για να βγάλουν τα δόντια τους και θεωρούσαν την αφαίμαξη εξίσου αποτελεσματική για τον πονοκέφαλο και τη χολέρα.
Τέλος πάντων, το συμπέρασμα είναι ότι μπορεί να ζούμε καλύτερα από τον μέσο πρόγονό μας, αλλά δεν θα ζήσουμε περισσότερο απ’ αυτόν. Δυστυχώς δεν είναι στο χέρι μας. Αυτό, βέβαια, δεν μας στερεί τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε τη ζωή μας καλύτερα από τον random προκάτοχό μας σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ίσα – ίσα, μας δίνει και μια καλή ώθηση για να αρχίσουμε να το κάνουμε από σήμερα κιόλας. Όσο προλαβαίνουμε, δηλαδή.
(Κεντρική φωτόγραφία: AP Photo / Thanassis Stavrakis. Πηγή: BBC Future)