Ένας παγωτατζής ονόματι Τομ Γουέιτς
Αυτό το αφιέρωμα στον 66χρονο τροβαδούρο απ' την Καλιφόρνια διαβάζεται απαραιτήτως με γρέζι στη φωνή της αφήγησης.
- 20 ΣΕΠ 2016
Αν προσπαθήσει κανείς να αντιγράψει τη φωνή του για κάποια διαφήμιση ή χρησιμοποιήσει ένα από τα κομμάτια του σε αυτές, ένα είναι σίγουρο: η μήνυση. Το προσπάθησε η εταιρία Salsa Rio Doritos το 1988, κάτι που μετάνιωσε, αφού τον αποζημίωσε με 2 εκατ. δολάρια. Η μουσική του δεν θέλει να ‘ντύνει’ διαφημίσεις, το απεχθάνεται.
Η μουσική του θέλει να ‘ντύνει’ τη ζωή, την καθημερινότητα. Θέλει να σε προσγειώνει απότομα σε μια ψηλή καρέκλα, σε ένα κρυφό μπαρ που μπορείς ακόμα και σήμερα να καπνίζεις -έστω και κρυφά- και να ρουφάς αργά από το χαμηλό σου ποτήρι ένα φθηνό ουίσκι, να ακούς τις περίεργες συζητήσεις των άλλων, να κλέβεις και να δημιουργείς εικόνες από αυτές και όταν πας σπίτι σου, να ανοίγεις το On the Road του Κέρουακ και να το διαβάζεις μέχρι να αντικρίσεις τις πρώτο φως της ημέρας.
Αυτό θέλει ο Τομ Γουέιτς και αν όχι, τουλάχιστον αυτό έχει καταφέρει κάθε φορά που η βελόνα πέφτει στον δίσκο και ακούγεται από τα ηχεία η ιδιαίτερη φωνή του. Η φωνή που κάποτε γυρνώντας στους δρόμους μοίραζε παγωτά. Ο Τομ Γουέιτς ήταν και είναι ο δικός μας Ice Cream Man.
Δημοσιογράφοι vs. Τομ Γουέιτς
“Ο θείος μου μου είπε πως γεννήθηκα σε ένα ταξί”. Ακόμα και σήμερα αυτό ισχυρίζεται όταν οι δημοσιογράφοι του κάνουν τις κλασικές, εισαγωγικές ερωτήσεις για να μάθουν καλύτερα το άτομο που έχουν απέναντί τους. Η σχέση μεταξύ Γουέιτς και δημοσιογράφων είναι τουλάχιστον απολαυστική. Η εκκεντρικότητά του, το καπέλο που είναι πάντα έτοιμο να πέσει (αλλά ποτέ δεν πέφτει), η χροιά της φωνής του, οι σπασμωδικές κινήσεις των χεριών του και οι απρόβλεπτες απαντήσεις που πάντα δίνει, είναι κάτι που τους μαγνητίζει.
Όταν απαντάει με σοβαρό ύφος πως “η μητέρα μου ήταν ένα δέντρο”, τότε το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να καθίσεις αναπαυτικά και να αφήσεις τον Τομ Άλαν Γουέιτς να οδηγήσει τη συζήτηση εκεί που εκείνος θέλει. Σε ένα παιχνίδι ερωτήσεων και απαντήσεων όπως είναι μια συνέντευξη, ο Γουέιτς βγαίνει πάντα νικητής. Και αυτό γιατί “οι συνεντεύξεις είναι σαν να μιλάς σε αστυνομικούς. Το κάνεις μόνο όταν πρέπει και όταν το κάνεις είναι καλύτερα να ψευδομαρτυρείς”.
Πώς να κερδίσεις, λοιπόν, κάποιον που υψώνει ένα τοίχος προστασίας μπροστά από τον πραγματικό του εαυτό;
Ένα βράδυ στο Troubadour
Δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο, είναι μάλιστα από εκείνους που υποστηρίζουν πως δεν χρειάζεται να είσαι απόφοιτος κολεγίου για να γίνεις κάτι το οποίο πάντα ήθελες. Δούλεψε στο Napoleone’s Pizza στο Σαν Ντιέγκο που μετέπειτα χαρακτήρισε ως το δικό του, πραγματικό σχολείο. Ζούσε σε ένα αμάξι, ενώ δούλεψε επίσης ως οδηγός φορτηγού, παγωτατζής και πορτιέρης.
Στο Λος Άντζελες και στο κλαμπ Troubadour έκανε την πρώτη του εμφάνιση και για καλή του τύχη, ο μάνατζερ του Φρανκ Ζάπα, Χερμπ Κοέν, ήταν εκεί. Το 1973, ο δίσκος Closing Time βρισκόταν στα ράφια των δισκοπωλείων. Ακολουθούν οι δίσκοι The Heart Of Saturday Night (1974), Nighthawks At The Dinner (1975), Small Change (1976), Foreign Affairs (1977), Blue Valentine (1978) και Heartattack And Vine (1980).
To Small Change, η μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία μέχρι τότε, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν μια προσπάθεια να επιλύσει το πρόβλημα αλκοολισμού του. Μία από τις πιο γνωστές του ατάκες, άλλωστε, είναι το “δεν έχω πρόβλημα με το ποτό εκτός απ’ όταν δεν μπορώ να βρω ένα”.
“Αν δεν υπήρχε στη ζωή μου…”
“Μια μέρα, ένας έρωτας”, αυτή λογικά θα ήταν η απάντηση του στην ερώτηση για το ποια είναι η αγαπημένη του ταινία. Στα γυρίσματα της ταινίας του Φράνσις Κόπολα, όπου επιμελήθηκε τη μουσική, γνώρισε την Καθλίν Μπρέναν. Αυτή, όπως αποδείχθηκε ήταν η γνωριμία της ζωής του. “Με έσωσε”, θα πει ο Γουέιτς σε συνέντευξή του για τη γυναίκα του Καθλίν, “οι αλλαγές στη ζωή και τη μουσική μου έγιναν από τότε που τη γνώρισα”. Για ποιες αλλαγές μιλούσε ο Γουέιτς; Έκοψε το τσιγάρο, τις κακές συνήθειές του και φυσικά το ποτό.
Το μουσικό του ύφος άλλαζε από δίσκο σε δίσκο. Εκτός από το αγαπημένο του πιάνο, πλέον υπήρχε ηλεκτρική κιθάρα, στοιχεία από τάνγκο, ρούμπα, τζαζ, μπλουζ, και φολκ μουσική. Πειραματιζόταν με διάφορους ήχους και αυτοσχέδια όργανα. “Ξεκίνησα με έναν εφησυχασμό, στη συνέχεια όμως έγινα πιο περιπετειώδης” είχε δηλώσει αναφορικά με τη μουσική του που πλέον είχε δύο πρόσωπα. Ένας νέος, αλλόκοτος και πρωτοποριακός ήχος είχε πάρει τη θέση του -σχεδόν- ρομαντικού Τομ Γουέιτς των πρώτων χρόνων της καριέρας του. Πλέον ήταν ένας ολοκληρωμένος ποιητής που ωρίμαζε μουσικά στο πλευρό της Καθλίν Μπρέναν.
Ψάχνοντας την πατρική φιγούρα
Ο Γουέιτς γεννήθηκε στην Πομόνα (Καλιφόρνια), στις 7 Δεκεμβρίου του 1949. Το διαζύγιο των γονιών του το 1960 διατάραξε την σχετικά εύκολη και ήρεμη παιδική του ηλικία. Θέλοντας να καλύψει το κενό του πατέρα του, άρχισε να παριστάνει κάποιον μεγαλύτερο άντρα, φορούσε ρούχα μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ μιλούσε με τους γείτονες για την ασφάλιση του σπιτιού. Όλα αυτά σε ηλικία μόλις έντεκα ετών, κάτι που έδειχνε πως στον μικρό τότε Τομ, έλειπε η πατρική φιγούρα, το άτομο που θα τον καθοδηγήσει και θα τον βοηθήσει να μεγαλώσει.
Αυτό που έψαχνε το βρήκε στους Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ και Μπουκόβσκι. Πριν γνωρίσει την Καθλίν, οι μόνες του επιρροές ήταν εκείνες. Όταν ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε γιατί είναι τόσο σημαντικοί για εκείνον, απάντησε: “Ήταν κάτι σαν πατρικές φιγούρες για εμένα. Από εκείνους ζητούσα καθοδήγηση. Βλέπετε, ο πατέρας μου έφυγε όταν ήμουν δέκα χρονών. Πάντα έψαχνα για έναν πατέρα”. Στον δίσκο Orphans, υπάρχει ένα τραγούδι γραμμένο από τον Τζακ Κέρουακ (Home I’ll Never Be) και ένα ποίημα του Τσαρλς Μπουκόβσκι (Nirvana).
Ο Γουέιτς στον κινηματογράφο
Η αρχή έγινε το 1978 όταν συμμετείχε στην ταινία Paradise Alley υποδυόμενος έναν μεθυσμένο πιανίστα. Στη συνέχεια εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες του Φράνσις Κόπολα, όπως Τhe Outsiders (1983), Rumble Fish (1983), The Cotton Club (1984) και Dracula (1992), φυσικά αναλαμβάνοντας και τη σύνθεση της μουσικής. Ανέλαβε επίσης τον κεντρικό ρόλο στην ταινία του Τζιμ Τζάρμους, Down by Law (1986) και έκανε μικρές εμφανίσεις στις ταινίες Ironweed (1987) και Candy Mountain (1988), The Imaginarium of Doctor Parnassus (2009) και άλλες. Στο μικρού μήκους Coffee and Cigarettes ΙΙΙ του 1993 (που δέκα χρόνια μετά είδαμε ως κομμάτι του μεγάλου μήκους Coffee and Cigarettes) τον απολαμβάνουμε σε μια άβολη και ξεκαρδιστική συζήτηση με τον Ίγκι Ποπ.
Ο Γουέιτς, όμως, δεν έμεινε μόνο στη μεγάλη οθόνη και έτσι η συνεργασία του με τον Ρόμπερτ Γουίλσον και τον έναν από τους τρεις βασικούς μπίτνικ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, απέφερε το μιούζικαλ The Black Rider: The Casting of the Magic Bullets. Το 1992 συνεργάζεται εκ νέου με τον Ρόμπερτ Γουίλσον για την οπερατική παραγωγή Alice και το θεατρικό Woyzeck (2000).
Τα καλύτερα
Ο Τομ Γουέιτς, έχει βραβευθεί με δύο Γκράμι για το Bone Machine (Καλύτερο Εναλλακτικό άλμπουμ, 1992) και Mule Variation (Καλύτερο Σύγχρονο Φολκ άλμπουμ, 1999). Βέβαια, ως καλλιτέχνης, ποτέ δεν στάθηκε σε μουσικά βραβεία, ούτε ‘πούλησε’ τον εαυτό του ως μία ιδιόρρυθμη ιδιοφυΐα, κάτι που σίγουρα θα του απέφερε περισσότερα χρήματα και μεγαλύτερη φήμη. Άλλωστε, το έδειξε εμπράκτως όταν έμεινε για πάρα πολλά χρόνια μακριά από περιοδείες μη θέλοντας να προωθήσει τη δουλειά του με τον συνηθισμένο τρόπο που λειτουργούν οι εταιρίες και οι περισσότεροι μουσικοί.
Εκτός από τους βραβευμένους με Γκράμι δίσκους, υπάρχουν επίσης και άλλοι που μπορεί να μην κέρδισαν το συγκεκριμένο βραβείο, όμως δείχνουν από την πρώτη κιόλας ακρόαση την ποιότητα και την διαφορετικότητα του Τομ Άλαν Γουέιτς. Δίσκοι όπως το The Heart of Saturday Night, Rain Dogs, Blue Valentine (το κομμάτι Blue Valentines είναι σπαρακτικό), Swordfishtrombones αξίζουν τη προσοχή κάθε μουσικόφιλου. Ο πιο πρόσφατος δίσκος του είναι το Bad as Me (2011).
Οι κορυφαίες ατάκες του Τομ Γουέιτς (μέχρι τις επόμενες)
”Τους περισσότερους δεν τους ενδιαφέρει αν τους λες αλήθεια ή ψέματα, αρκεί αυτό που τους λες να είναι διασκεδαστικό”.
“Το πιάνο έχει πιει, όχι εγώ”.
“Είμαι εθισμένος στην αδρεναλίνη, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό”.
“Δεν έχω κανένα πρόβλημα να πηγαίνω σε γάμους, αρκεί να μην είναι ο δικός μου”.
“Λένε πως δεν έχω καμία επιτυχία και πως είναι δύσκολο να δουλέψει κάποιος μαζί μου. Και το λένε λες και είναι κακό”.
Δεν υπάρχει Κακό, είναι ο Θεός όταν είναι μεθυσμένος.
“Μου αρέσει όταν όμορφες μελωδίες μου λένε άσχημα πράγματα”.
“Σαμπάνια για τους πραγματικούς φίλους, αληθινό πόνο για τους ψεύτικους”.
Η αλήθεια είναι πως δεν χωρούσαν όλες οι ατάκες που έχει χαρίσει ο Τομ Γουέιτς όλα αυτά τα χρόνια μέσα από τα κομμάτια του και τις συνεντεύξεις του. Υπάρχει ακόμα χρόνος για περισσότερες τα επόμενα χρόνια. Ο τραγουδιστής με την φωνή που θα άφηνε εύκολα τον Διάβολο χωρίς δουλειά, ο ποιητής που έβλεπε τη γενιά των μπιτ ως διέξοδο, στα πιο ώριμα χρόνια του πλέον, κρατάει ακόμα το λάβαρο της αντίστασης απέναντι στη μουσική βιομηχανία με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο.
Με το καπέλο να είναι στη θέση του, με τα χέρια του να κουνιούνται κόντρα στο ρυθμό, ο νέος που βιαζόταν να μεγαλώσει, μεγάλωσε και στα εξήντα έξι του χρόνια φωνάζει πιο δυνατά από ποτέ πως: “The piano has been drinking, not me”.