Ο σκηνοθέτης του “Γιου του Σαούλ” επιστρέφει με μια “Δύση Ηλίου” πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα η “Δύση Ηλίου” είναι τολμηρό αλλά συζητήσιμο ευρωπαϊκό πολιτικό σινεμά, “Η Δουλειά της” φέρνει την ελληνική κρίση στο προσκήνιο και τα “Γενέθλια Θανάτου 2” διασκεδάζουν με μια κάποια πρωτοτυπία.
- 28 ΦΕΒ 2019
Λίγες μέρες μετά τα Όσκαρ κι ακόμα αντλώ χαρά από τη νίκη της Ολίβια Κόλμαν. Ήταν το είδος της αγνά σοκαριστικής έκπληξης σε μια από τις 4 μεγάλες κατηγορίες, ενός Όσκαρ που έμοιαζε προδιαγεγραμμένο, για μια ηθοποιό που ούτε σκληρή καμπάνια είχε κάνει, ούτε σε ταινία που κέρδισε άλλα βραβεία έπαιζε, ούτε μεγάλο όνομα έχει μέσα στη βιομηχανία. Η Ακαδημία απλά είδε αυτή την ερμηνεία, την λάτρεψε, και την ψήφισε, κόντρα σε κάθε προγνωστικό ή προαποφασισμένο αφήγημα.
Ήταν υπέροχο, όλο. Κι η Κόλμαν είναι υπέροχη, κι η νίκη της ήταν υπέροχη και, αλήθεια, ο σοκαρισμένος, τρεμάμενος ευχαριστήριος λόγος της ήταν υπέροχος. Είναι από τα πράγματα που όποτε αισθάνεται κανείς άσχημα, αξίζει να βλέπει αυτό για να τους φτιάχνει το κέφι:
“Αααα! Lady Gaga!” είναι ο τρόπος που κάθε ευχαριστήρια ομιλία θα έπρεπε να τελειώνει.
Σε άλλα νέα, οι Κάννες ανακοίνωσαν τον Πρόεδρο της Επιτροπής για φέτος, τον Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου, τον μόνο σκηνοθέτη τα τελευταία 50 χρόνια που έχει κερδίσει δύο διαδοχικά Όσκαρ Σκηνοθεσίας (“Birdman”, “The Revenant”). Ο Ινιάριτου βέβαια δεν απολαμβάνει ακριβώς πλήρους εκτίμησης σε σινεφιλικούς κύκλους κι από χτες έχουν πέσει αρκετά γέλια σχετικά με αυτή την απόφαση καθώς και εικασίες για το τι είδους ταινίες θα βράβευε: Κατά κοινή παραδοχή, πέρσι θα είχε δώσει τον Χρυσό Φοίνικα στο “Καπερναούμ”, ξεκάθαρα. Όμως πάντα γίνονται εκπλήξεις, και προσωπικά βρίσκω ήδη διασκεδαστική την παραφιλολογία. Οι φετινές Κάννες είναι ήδη σε καλό δρόμο.
Οι κριτικές της εβδομάδας, ξεκινώντας με μια ταινία που απρόσμενα απορρίφθηκε πέρσι από τις Κάννες:
Δύση Ηλίου **
(“Napszállta / Sunset”, Λάζλο Νέμες, 2ω22λ)
Καστ: Τζούλι Τζάκαμπ, Σούζαν Γουέστ, Ουρς Ρεχν
Η προηγούμενη ταινία του Λάζλο Νέμες: To δράμα στρατοπέδου συγκέντρωσης “Γιος του Σαούλ”, με βραβείο Όσκαρ και Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες.
H καινούρια: H Ιρίζ Λέιτερ, μια κοπέλα στη Βουδαπέστη του 1913 (Τζούλι Τζάκαμπ) επιχειρεί να δουλέψει στο κλασάτο καπελάδικο που είχαν κάποτε οι γονείς της όμως όταν μαθαίνει την ύπαρξη ενός αδερφού που δεν ήξερε πως είχε, αρχίζει να τον αναζητά σε μια διαδρομή της οποίας κάθε συνάντηση, κάθε εμπόδιο, μοιάζει να προλογίζει με τον τρόπο του την επικείμενη έλευση του πολέμου.
Και πώς είναι: Οι Κάννες λέγεται πως απέρριψαν την ταινία κι αυτό έχει ενδιαφέρον λόγω του timing. Αν αυτή η ταινία είχε βγει πέρσι, όπου το Διαγωνιστικό των Καννών ήταν γεμάτο με σκηνοθέτες που προσπαθούν να τη φέρουν στον εαυτό τους, παλεύοντας μέσα στα όρια του προσωπικού τους ύφους, θα ταίριαζε εκεί τέλεια. Αντ’αυτού, φέτος έπεσε πάνω στη χρονιά επαναπροσδιορισμού του Φεστιβάλ, οπότε δεν είχε θέση εκεί- παραμένει βέβαια μια θαρραλέα απόφαση, γιατί πρόκειται σε κάθε περίπτωση για εντυπωσιακό σινεμά από πολυβραβευμένο σκηνοθέτη-ανακάλυψη των ίδιων των Καννών.
Τα λέω όλα αυτά γιατί μπορεί μεν να είναι παραείναι κάπως εσωτερική γνώση του φεστιβαλικού σύμπαντος, όμως συνοψίζει κάπως ιδανικά και την αντίφαση της όλης ύπαρξης του φιλμ.
Το οποίο από τη μία αποτελεί ένα κινηματογραφικό κατόρθωμα, με τον Νέμες να κολλάει την κάμερα πάνω στην ηρωίδα του καθώς αυτή κυκλοφορεί πεισματικά σε ένα λαβύρινθο του οποίου τη μεγαλύτερη εικόνα αδυνατούμε να δούμε (καθώς το κάδρο εστιάζει επίμονα και ασφυκτικά πάνω σε αυτήν και μόνο αυτήν), με ένα νέφος να καταπνίγει κάθε υποψία περιβάλλοντος και οι παντός φύσεως χαρακτήρες, εχθρικοί και μη, περιστρέφονται γύρω από την Ιρίζ σαν πλανήτες, σαν μια επαναλαμβανόμενη απειλή που βρίσκεται μονίμως ένα βήμα πιο κοντά. Από την άλλη, βρίσκει τον νεαρό σκηνοθέτη να επιστρέφει σε ένα πανομοιότυπο στυλ με το breakout ντεμπούτο του, τον ‘Γιο του Σαούλ’, όπου το ασφυκτικό καδράρισμα, αφήνοντας εκτός οθόνης κάθε ουσιαστικό πλαίσιο ανάγνωσης της ιστορίας (και της Ιστορίας) αποδραματικοποιούσε τα τεκταινόμενα σε επίπεδο μονοδιάστατου shoot’em’up.
Αν ο “Σαούλ” ήταν η φρίκη του πολέμου μέσα από οριακά videogame αισθητική, η “Δύση Ηλίου” προσομοιάζει τη λογική ενός αποπνικτικού φιλμ είδους, μια ταινία τρόμου εποχής αλλά χωρίς μεταφυσική απειλή που σχεδόν περιμένεις να εμφανιστεί.
Με έναν περίεργο τρόπο η τεχνική αυτή του Νέμες ταιριάζει περισσότερο στην ιστορία που θέλει να πει η “Δύση”, έστω κι αν για να συμβεί αυτό θα πρέπει κανείς να θεωρήσει πως το φιλμ εξελίσσεται σε μια ονειρική εκδοχή των ρεαλιστικών καταστάσεων που αποτυπώνει. (Η ταινία είναι πρακτικά αποκομμένη από κάθε γήινη αίσθηση χρόνου, χώρου και κάθε είδους περιορισμών.) Εδώ, ένα μάτσο φαινομενικά απομονωμένων γεγονότων μέσα στην ομιχλώδη πολιτικοικωνική συνθήκη της Ευρώπης των 1910s, συνθέτουν μια προπολεμική εικόνα, μιας ηπείρου έτοιμης να παραδοθεί στα χειρότερα ανθρώπινα ένστικτα τη στιγμή που οι πάντες θεωρούσαν πως βίωναν μια λαμπρή περίοδο συνταρακτικής άνθισης.
Το πρώτο μου ένστικτο ήταν να απορρίψω την ταινία ως ξεπατικωσούρα του επιτυχημένου ντεμπούτου του Νέμες (του οποίου όπως προκύπτει κι από τις παραπάνω παραγράφου δεν είμαι καθόλου φαν), όμως ίσως τελικά και να εκπροσωπεί καλύτερα τις τεχνικές ιδέες του σκηνοθέτη. Αυτό στο οποίο αισθητικά μεταφράζονται, παραμένει σε κάθε περίπτωση συζητήσιμο.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η ηρωίδα βρίσκεται ξαφνικά στο μέσο μιας εξέγερσης όπου γίνεται μάρτυρας βίαιων συγκρούσεων με διαρκή κίνδυνο για την ίδια. Όλη η οπτική γλώσσα της ταινίας σε μια σεκάνς.
Η Δουλειά Της ***
(Νίκος Labôt, 1ω29λ)
Καστ: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Δημήτρης Ήμελλος, Μαρία Φιλίνη
Νοικοκυρά λίγο πριν τα 40, δίχως βιογραφικό, δίχως τη δυνατότητα να διαβάζει, καταφέρνει να πιάσει δουλειά ως καθαρίστρια σε μεγάλο εμπορικό κέντρο όταν ο σύζυγός της απολύεται. Γίνεται έτσι εκεί η οικονομική κολώνα του σπιτιού και, παρά τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και στυγνής εκμετάλλευσης, βρίσκει μια διαδρομή ανεξαρτησίας και απελευθέρωσης που δεν είχε ξανά βιώσει.
Ο Labôt στο μεγάλου μήκους μυθοπλασίας ντεμπούτο του, καταπιάνεται με την κρίση μέσα από πολύ συγκεκριμένες και απτές περιπτώσεις ανθρώπων και καταστάσεις. Η αφηγηματική επιλογή που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αφορά στη φαινομενική αυτή σύγκρουση, του πώς η Παναγιώτα (με μια σιωπηλά στιβαρή Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου στο ρόλο) αποκτά δύναμη μέσα από καταστάσεις απάνθρωπες. Η εργασιακή συνθήκη είναι εξαθλιωτική, όμως η Παναγιώτα προερχόμενη φαινομενικά από το τίποτα, βρίσκει τον τρόπο να ισχυροποιηθεί ως άνθρωπος, ως γυναίκα, ως εργαζόμενο μέλος μιας παντελώς βουβής κοινωνίας. Δεν είναι συμβολική η ταινία, όμως η ηρωίδα λειτουργεί και ως ένα κάποιου είδος σύμβολο για μια γενιά που έχει εξαναγκαστεί τις ελαχιστότερες νίκες να τις μετατρέπει σε καύσιμο.
Την ίδια στιγμή, όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες βρίσκονται στα περιθώρια του πορτρέτου της Παναγιώτας. Ο σύζυγος βλέπει να χάνεται η ισχύς του -επειδή φυσικά όλοι μας είμαστε εξαναγκασμένοι να ταυτοποιούμε την ίδια μας την κοινωνική ύπαρξη με οικονομικούς όρους- και να απειλείται έτσι ο alpha ανδρισμός του. (Η ιδέα αυτή της ματσό ανωτερότητας σε σύνδεση με την κοινωνική ισχύ είναι πολύ ενδιαφέρουσα- η ταινία τη θίγει αλλά δεν την εξερευνά.) Ο Labôt κινηματογραφεί σιωπηλά την Τριανταφυλλίδου σε μεγάλους, ακίνητους, νεκρούς χώρους, μια ηρωίδα που χωρίς καν να το συνειδητοποιεί αρχίζει να βρίσκει ζωή εκεί που φαινομενικά δεν υπάρχει τίποτα. Αυτό το αισθητικό κρεσέντο που ενδεχομένως να υπόσχεται αυτή η σύνδεση, δεν έρχεται ποτέ αφήνοντας την ταινία αμήχανα ακίνητη. Αλλά έτσι κι αλλιώς, στην παραλυμένη Ελλάδα της κρίσης, όλα τελικά βουβά και ακινητοποιημένα μοιάζουν.
Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Τορόντο και βραβεύτηκε με Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Επίσης προβάλλονται
Γενέθλια Θανάτου 2 **1/2
(“Happy Death Day 2U”, Κρίστοφερ Λάντον, 1ω40λ)
Άνισο σίκουελ του πολύ καλού “Γενέθλια Θανάτου”, όπου η “Μέρα της Μαρμότας” συναντά το μοτίβο του νεανικού slasher movie. Σε αυτή τη συνέχεια, η Τρι καταφέρνει να ξυπνήσει την επόμενη μέρα (που στην πρώτη ταινία ποτέ δεν ερχόταν) όμως ένα επιστημονικό ατύχημα τη στέλνει ξανά πίσω στην ίδια λούπα- αυτή τη φορά όμως τα πάντα είναι διαφορετικά.
Εδώ το franchise απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από την αισθητική της ταινίας τρόμου, στοχεύονται ελάχιστα πλέον στην αγωνία ή το όποιο τίναγμα, παρά εξερευνώντας περισσότερο τις sci-fi πτυχές του ορίτζιναλ. Ξεκινά κλείνοντας το μάτι στο “Primer” (μια θρυλική ανεξάρτητη ταινία επιστημονικής φαντασίας του Σέιν Καράθ, με πολλαπλά παράλληλα σύμπαντα και ταξίδια στο χρόνο) και αφιερώνει την πρώτη της πράξη στην έξυπνη επαναδιατύπωση του πρώτου φιλμ, γιγαντώνοντας εντελώς αναπάντεχα μια μυθολογία που δεν είχαμε ιδέα πως θα μπορούσε να μας νοιάξει.
Αλλά σύντομα βολεύεται στην άνευρη επανάληψη και, ύστερα από μια χαριτωμένη κορύφωση στα μισά του φιλμ (με ένα μουσικό μοντάζ καρτουνίστικων θανάτων υπό τους ήχους των Paramore), απλώς κοιτάς το ρολόι σου καθώς φαίνεται πως λιγοστές εκπλήξεις ή ενδιαφέρουσες ιδέες απομένουν.
Ζωή 1/2
(“Zoe”, Ντρέικ Ντορέμους, 1ω44λ)
O σκηνοθέτης του “Like Crazy” (μια ιστορία για ένα ζευγάρι λευκών φοιτητών που δε μπορούν να είναι μαζί επειδή εκείνη δε μπορεί να ανανεώσει τη βίζα της για τις ΗΠΑ, μια σύγχρονη τραγωδία) επιστρέφει με μια ακόμα άσκηση στην αισθητική της κενότητας. Κατασκευαστής ανδροειδών καταλαβαίνει πως μια συνάδελφός του τον έχει ερωτευτεί, κάτι που δημιουργεί τεράστια ηθικά διλήμματα επειδή, well, μπορείτε να δοκιμάσετε να μαντέψετε γιατί. Τσιτάτα επιπέδου εκείνων που συναντά κανείς στο facebook, με μελαγχολικές ατάκες γραμμένες πάνω σε αχνά φωτισμένες νυχτερινές εικόνες, με Γιούαν Μαγκρέγκορ και Λέα Σεϊντού παντελώς χαμένους μέσα σε έναν tumblr λαβύρινθο.
Ο Μαγικός Κήπος (“Tall Tales”, Αρνό Μπουρόν, Άντον Κρινγκς, 1ω29λ). Ζουζουνιάρικο παιδικό animation για ένα περιπλανώμενο ζουζούνι καλλιτέχνη που πρέπει να απελευθερώσει τη βασίλισσα των μελισσών.
Το Μάτι της Κωνσταντινούπολης (“The Eye of Istanbul”, Μπινούρ Καραεβλί, Φατίχ Καϊμάκ, 1ω1λ). Πορτρέτο του φωτογράφου Αρά Γκιουλέρ.
Αφιέρωμα στον Μπρούνο Γκανζ. Με προβολές των ταινιών “Ένας Αμερικανός Φίλος”, “Τα Φτερά του Έρωτα” και “Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα” στην Ταινιοθήκη, από τις 28 Φεβρουαρίου ως τις 5 Μαρτίου.
21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Από 1η ως 10η Μαρτίου, με πάνω από 170 ταινίες, λευκή επιταγή στον πολυβραβευμένο ντοκιμαντερίστα Λούι Ψυχογιό που θα παρευρεθεί, αλλά και πρεμιέρα για το μόλις βραβευμένο με Όσκαρ “Free Solo”.
Παίζεται ακόμα
Δύο ταινίες που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν τις έχασες.
Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει *****
(“If Beale Street Could Talk”, Μπάρι Τζένκινς, 1ω59λ)
Ένας νεαρός μαύρος άντρας φυλακίζεται άδικα ενώ η κοπέλα του είναι έγκυος στο παιδί τους, και η οικογένειά της κάνει τα πάντα για να αποδείξει την αθωότητά του. Σινεμά συναισθηματικά σαρωτικό και φορμαλιστικά αψεγάδιαστο σε ένα απρόσμενο, διαφορετικό και φιλόδοξο νέο φιλμ από τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη του “Moonlight”. Κοινωνικά ρεαλιστικό ντοκουμέντο ειδωμένο μέσα από ένα φακό μελοδραματικού έπους, Τζέιμς Μπόλντουιν διασκευασμένος σαν ο Χου Χσιάο-χσιέν να γύρισε ένα ‘50s μελόδραμα του Ντάγκλας Σερκ. Μια από τις ομορφότερες ταινίες της χρονιάς. Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για τη Ρετζίνα Κινγκ.
Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις; ***
(“Can You Ever Forgive Me?”, Μαριέλ Χέλερ, 1ω46λ)
Βιογραφική δραμεντί με τη Μελίσα ΜακΚάρθι εξαιρετική στο ρόλο της συγγραφέως Λι Ίσραελ η οποία, όταν τα βιβλία σταμάτησαν να πουλάνε και το ενδιαφέρον των εκδοτών εξανεμίστηκε, διαπίστωσε πως υπήρχε χρήμα στην πλαστογράφηση γραμμάτων άλλων διάσημων συγγραφέων. Έτσι ξεκινά μια κομπίνα με τη βοήθεια ενός άλλου αξιαγάπητου loser (ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, το απολαμβάνει πραγματικά), γράφοντας ψεύτικη αλληλογραφία συγγραφέων όπως η Ντόροθι Πάρκερ, μιμούμενη τη φωνή τους και το στυλ τους, και μοσχοπουλώντας τα ως αληθινά.