“Toy Story 4” με υπαρξιακό άγχος και 3 σπουδαίες επανεκδόσεις
Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα το “Toy Story 4” συνεχίζει να στέκεται στο ύψος των ταινιών της Pixar, και μια τριπλέτα επανεκδόσεων προσφέρουν πολλές εναλλακτικές επιλογές στους σινεφίλ.
- 20 ΙΟΥΝ 2019
Αποκαλύφθηκε το πόστερ του επετειακού, 60ού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που θα διεξαχθεί τον ερχόμενο Νοέμβριο, σχεδιασμένο από τον ελληνοαμερικανό illustrator Τζον Μαυρουδή. «Το πρόσωπο στην αφίσα είναι ο θεατής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κουβαλάει μέσα του ταινίες, στιγμές, ανθρώπους, ιδέες από τα 60 χρόνια του Φεστιβάλ. Εδώ, στέκεται ένα λεπτό και μας χαρίζει μια πόζα, πριν προχωρήσει στο μέλλον της διοργάνωσης», λέει ο Μαυρουδής για το σκεπτικό πίσω από τη δημιουργία των πόστερ.
«Οι μορφές είναι αγγελικές, σύμβολα καλοσύνης. Μάς υπενθυμίζουν ότι όσο περισσότερο κατανοούμε το διαφορετικό στη ζωή, τόσο περισσότερο καταλαβαίνουμε ότι ο άλλος δεν απέχει από εμάς. Μου αρέσει το γραμματόσημο ως πλαίσιο γιατί είναι ένα διεθνές σύμβολο επικοινωνίας. Αυτό ακριβώς κάνει και το Φεστιβάλ. Δίνει φωνή σε κινηματογραφιστές από την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο.»
Να τα πόστερ:
Το 60ό ΦΚΘ θα διεξαχθεί από 31 Οκτωβρίου ως 11 Νοεμβρίου.
Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας:
Toy Story 4 ***1/2
(Τζος Κούλεϊ, 1ω39λ)
Καστ: Τομ Χανκς, Άνι Ποτς, Τόνι Χέιλ, Κιάνου Ριβς, Τιμ Άλεν
Η προηγούμενη ταινία του Τζος Κούλεϊ: Γέννημα-θρέμμα, της Pixar, o Κούλεϊ έχει στο παρελθόν συνεργαστεί στο σενάριο του σπουδαίου “Inside Out” και έχει σκηνοθετήσει το μικρού μήκους “Riley’s First Date” (για το πρώτο ραντεβού της μικρής πρωταγωνίστριας του “Inside Out”) αλλά αυτή είναι η πρώτη του σκηνοθεσία ταινίας μεγάλου μήκους, αναλαμβάνοντας τη σειρά-σημαία της Pixar, 24 χρόνια μετά το ορτίζιναλ “Toy Story”.
Η καινούρια: Η παρέα του Γούντι και του Μπαζ ζει πλέον με τη μικρή Μπόνι η οποία προτιμά άλλα παιχνίδια αφήνοντας τον Γούντι κάπως παροπλισμένο. Η Μπόνι θα δημιουργήσει ένα νέο παιχνίδι από σκουπίδια, τον αλλοπρόσαλλο Φόρκι, που γρήγορα γίνεται το αγαπημένο της ανάμεσα σε όλα. Όταν στη διάρκεια μιας εκδρομής ο Φόρκι χαθεί, ο Γούντι θα το κάνει σκοπό του ταξιδιού του να τον φέρει πίσω στη Μπόνι, αλλά στη διαδρομή θα συναντήσει μια παλιά του γνώριμη που θα τον κάνει να ζυγίσει ξανά όλες του τις προτεραιότητες.
Και πώς είναι: Χτίζοντας στην παράδοση των παραγωγών της Pixar που συνδυάζουν περίπλοκου στησίματος απολαυστικές σκηνές δράσης και σπαρταριστούς χαρακτήρες στην υπηρεσία μιας συναισθηματικής πολυπλοκότητας που κάνει ενήλικες να κλαίνε, το 4ο κεφάλαιο του franchise-σημαία της εταιρείας παίρνει κάποια αφηγηματικά ρίσκα όχι ιδιαίτερα προφανή ή αναμενόμενα. Ο Μπαζ ας πούμε μοιάζει για πρώτη φορά ως χαρακτήρας αισθητά μικρότερης σημασίας από τον Γούντι, πάνω στον οποίο είναι στηριγμένη η ιστορία. Κι η εξέλιξη της ιστορίας δεν υπακούει σε κάποια τακτοποιημένη ιδέα του πώς εξελίσσεται ένα σίκουελ. Το μεγαλύτερο δημιουργικό ρίσκο μοιάζει όμως να είναι η ίδια η ύπαρξη αυτής της ταινίας.
Είναι μια ταινία που, ιδίως μετά την συγκινητική κατάληξη του “Toy Story 3” (το οποίο, αντιθέτως, κλείνει με έναν όντως δραματουργικά τακτοποιημένο τρόπο), έμοιαζε εκ προοιμίου περιττή. Γιατί υπάρχει και τι θέλει να πει; Αυτή η απορία ανάγεται σε επίπεδα υπαρξιακής αγωνίας μέσα από την εισαγωγή ενός νέου χαρακτήρα κυριολεκτικά φτιαγμένου από σκουπίδια. Ο Φόρκι (με τον ταραγμένο Τόνι Χέιλ του “Veep” να δίνει μια τέλεια φωνητική ερμηνεία) είναι ένα πλαστικό κουταλοπήρουνο μιας χρήσης, που ο ρόλος του ήταν να καταλήξει στα σκουπίδια, όμως η μικρή Μπόνι χάρη στη φαντασία της το μετατρέπει σε αληθινό παιχνίδι. Ο Φόρκι περνά σημαντικό μέρος της ταινίας μην κατανοώντας γιατί υπάρχει, ποιος είναι ο σκοπός του, θέλοντας να βουτήξει με μανία ξανά στα σκουπίδια από όπου προήλθε. Σε ένα σημείο της ταινίας ακούγεται η ερώτηση «Γιατί είμαι ζωντανή;» στο οποίο ο Φόρκι απαντά απλά, «Δεν ξέρω».
Όχι πως το φιλμ είναι κάποιος στιβαρός διαλογισμός πάνω στην ύπαρξη, όμως θεματικά αυτή η αγωνία διαπερνά κάθε ραφή της πλοκής και της δράσης. Ο Γούντι, παροπλισμένος πια, ένα γερασμένο παιχνίδι που δεν διαλέγεται πια από «το παιδί του», αναζητά εναγωνίως ένα λόγο να συνεχίσει να υπάρχει και τον ανακαλύπτει σχεδόν εν μέσω απόγνωσης, στην εμμονική αναζήτηση του Φόρκι όταν εκείνος χάνεται μια νύχτα στη διάρκεια μιας εκδρομής. Το ταξίδι της επιστροφής των δύο θα τους φέρει αντιμέτωπους με μεγάλες περιπέτειες διαφόρων μεγεθών και κοντά σε μια πλειάδα νέων και παλιών χαρακτήρων.
Σε μια αντικερί, ο Γούντι θα συναντήσει μια άλλη κούκλα ξεχασμένη από το χρόνο και μια στρατιά από ανατριχιαστικές μαριονέτες, ενώ έξω, στα πέριξ μιας παιδικής χαράς, θα συναντήσει ξανά μια παλιά του αγάπη εντελώς αλλαγμένη στον σημερινό μας μετά-“Max Mad”-και-Φουριόζα κόσμο. Οι σκηνές δράσης (καταδιώξεις, αποδράσεις, τα γνωστά) είναι όλες άψογα κατασκευασμένες ως αντικείμενα αγωνίας και σλάπστικ, αν και από ένα σημείο κι έπειτα φαίνονται οι ραφές στο σενάριο και το πόσο σχεδόν μανιακά παραγεμισμένο είναι με καταστάσεις και χαρακτήρες- η εισαγωγή ενός μάτσο νέων ηρώων μπορεί να είναι από αχρείαστα συμπαθής (ο Καμπούμ του Κιάνου Ρίβς) μέχρι να τεστάρει την υπομονή μας (οι δύο κούκλες που παίζουν οι Μάικλ Κίγκαν Κι και Τζόρνταν Πιλ).
Μέσα όμως από τη μανία και μια διαρκή (σχεδόν υπαρξιακή, θα λέγαμε) αγωνία της ίδιας της ταινίας να διαβεβαιώσει το κοινό και τον εαυτό της για τη σημασία της, προκύπτει κάτι παράξενα και απρόσμενα αγνό. Είναι ένα φιλμ οριακά παράταιρο με το προυπάρχον franchise κι αυτό είναι ΟΚ γιατί η ζωή συνεχίζεται και όλα πάντα αλλάζουν. Είναι ένα φιλμ γεμάτο ήρωες αβέβαιους για την θέση τους στον κόσμο και για την ίδια τους την ύπαρξη, καθώς η αγωνία τους οδηγεί σε μια διαδικασία αγωνιώδους ανακάλυψης της (νέας) θέσης τους στον κόσμο. Μια διαρκής, πολύχρωμη σύγκρουση ανάμεσα στις προϋπάρχουσες, κατασκευαστικές μας οδηγίες (“ο ρόλος μας στον κόσμο είναι ο τάδε”, πάντα μαθαίνουμε μεγαλώνοντας) και στην απελευθερωτική διαπίστωση πως μπορείς να είσαι, να θες, να οδηγηθείς, κάπου αλλού. Στο άπειρο, κι ακόμα παραπέρα.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: -Γιατί είμαι ζωντανή; – Δεν ξέρω!
Η Ευτυχία *****
(“Le Bonheur”, Ανιές Βαρντά, 1ω19λ)
Ένας μαραγκός ζει μια συνηθισμένη, ευτυχισμένη ζωή με τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του μέχρι που γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα την οποία κυνηγά προσπαθώντας μαζί της να -πώς αλλιώς να το πούμε- συμπληρώσει την ευτυχία της ζωής του.
Αγνός, σαρκαστικός, πικρός τρόμος της συνηθισμένης καθημερινότητας, γυρισμένος με έναν εντελώς αναπολογητικά ευθύ τρόπο. Ο θάνατος καταλαμβάνει κι εδώ -όπως και σε όλο το έργο της Βαρντά- έναν απολύτως κεντρικό ρόλο, πλαισιωμένος από μια σκληρή μοραλιστική εξερεύνηση της ζωής, της ευτυχίας γύρω από αυτόν. «Η ευτυχία δουλεύει αθροιστικά», μονολογεί ο ανέκφραστος ήρωας στο κρεβάτι δίπλα στη γυναίκα του, καθώς ο ίδιος προσπαθεί να γεμίσει ένα κενό κι η Βαρντά εξερευνά του όρους με τους οποίους έχουμε καθορίσει ολόκληρη την καθημερινή μας συνηθισμένη ύπαρξη και μαζί μια ηθική, μια ιδεολογία ευτυχίας και πληρότητας.
Η σκηνοθέτης καταγράφει την φαινομενική ευτυχία επηρεασμένη από πίνακες και συμφωνίες άρρηκτα συνδεδεμένα με την αρτιότητα (εξάλλου η Βαρντά ως Left Bank εξαρχής πίστευε στην συνομιλία των τεχνών) πριν η κάμερά της αρχίσει με τρόπο γεμάτο δίψα, περιέργεια και ενέργεια, να εξερευνά κορμιά, πρόσωπα, αγγίγματα και ελλείψεις. Σταθμός για τη Βαρντά, για τη Νουβέλ Βαγκ αλλά και για την εξερεύνηση φεμινιστικών στοιχείων στο σινεμά, λίγο πριν τα σεισμικά γεγονότα του Μάη του ‘68, ένα αγνό αριστούργημα από μια δημιουργό που όσο κι αν έχει αναγνωριστεί ως σπουδαία, με έναν παράλογο τρόπο το μεγαλύτερο μέρος του έργου της εξακολουθεί να παραμένει υποτιμημένο.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ
Αφιέρωμα στη ζωή και το έργο της Ανιές Βαρντά
Επίσης προβάλλονται
Ο Έρωτας της Βιρτζίνια Γουλφ **
(“Vita & Virginia”, Τσάνια Μπάτον, 1ω50λ)
Καστ: Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, Τζέμα Άρτερτον, Ιζαμπέλα Ροσελίνι
Βιογραφικό φιλμ για τη Βιρτζίνια Γουλφ με αφηγηματικό σημείο προσέγγισης την πολυετή, δραματική on and off σχέση της με την συγγραφέα και σοσιαλιτέ Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ και υπό το πρίσμα της περιόδου έμπνευσης του βιβλίου “Ορλάντο”. Η σκηνοθέτης Τσάνια Μπάτον γράφει το σενάριο μαζί με την Αϊλίν Άτκινς βασιζόμενες σε ένα θεατρικό της Άτκινς από το ‘93, με τις Ελίζαμπεθ Ντεμπικι και Τζέμα Άρτερτον να κρατάνε τους κεντρικούς ρόλους των δύο συγγραφέων.
Σε σεναριακό επίπεδο γίνεται μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια εξερεύνησης της Γουλφ σε συνάρτηση με τους κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής και με απόπειρες σκιαγράφησης ενός πληρέστερου προφίλ της που σε σημεία φλερτάρει με το παλιομοδίτικο. Η Ντεμπίκι το παίρνει πάνω της ως Γουλφ, παίζοντας τη δύναμη και την αδυναμία της με ολοκληρωτικά σωματικό τρόπο, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμα φορά την άφιξή της ως σημαντική νέα ερμηνεύτρια αξιώσεων. (Θα έπρεπε να έχει προταθεί για Όσκαρ για το “Widows”.) Δίπλα της ο Άρτερτον, κατά τα άλλα υπέροχη, μοιάζει σχετικά αμήχανη παρόλο που η αφήγηση απαιτεί από εκείνην το ρόλο της πρωταγωνίστριας, αφήνοντας το φιλμ να μπαλατζάρει επικίνδυνα. Ταυτόχρονα, κάποιες ευκολίες (η απεικόνιση της πάθησης της Γουλφ μέσα από προφανή CGI οράματα) και κάποιες ατυχείς απόπειρες εκμοντερνισμού εκτός οποιουδήποτε πλαισίου (το EDM αποχρώσεων μουσικό score αποσπά τελείως αντί να υπογραμμίζει μεταμοντερνιστικά, όπως θα ήλπιζε υποθέτω η Μπάτον) αφήνουν τελικά την ταινία ως ένα καλών προθέσεων, αμήχανο δείγμα βιογραφικού σινεμά.
Άγριες Φράουλες ****1/2
(“Smultronstället / Wild Strawberries”, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, 1ω31λ)
Γερασμένος γιατρός ταξιδεύει από τη Στοκχόλμη στο Λουντ με αυτοκίνητο μαζί με την γυναίκα του γιου του, προκειμένου να δεχθεί τιμητική διάκριση. Στη διαδρομή συναντά μια σειρά από ανθρώπους που τον φέρνουν αντιμέτωπο με ανοιχτές πληγές τη ζωής και της νιότης του. Σε αυτό το ψυχαναλυτικό road trip μιας ζωής γεμάτη επιτεύγματα αλλά κυριευμένη από τα κενά και τις αμφιβολίες, ο Μπέργκμαν συνδέει το παρελθόν και το παρόν σε ένα κολάζ κάδρων που διαπερνούν το χρόνο και τη γραμμικότητα, αφήνοντας πίσω τον αυστηρό ρεαλισμό υπέρ της εξερεύνησης τον φόβων, των φαντασιώσεων και όλων όσων μετανιώσαμε. Νοσταλγία μέσα από το φακό της αμφισβήτησης, αγωνία και πίκρα, σε μια ταινία απερίγραπτης ομορφιάς και συναισθηματικής έντασης.
Θάνατος στη Βενετία ***1/2
(“Morte a Venezia / Death in Venice”, Λουκίνο Βισκόντι, 2ω10λ)
O συνθέτης Άσενμπαχ ταξιδεύει στη Βενετία για λόγους υγείας κι εκεί παθαίνει εμμονή με την ομορφιά ενός νεαρού αγοριού από την Πολωνία που μένει στο ίδιο ξενοδοχείο με τον συνθέτη. Ο Βισκόντι, στο απόγειο του διχασμού του ανάμεσα στον κομμουνισμό και την αριστοκρατία, κοιτάζει ηδονικά όσο και βασανιστικά έναν κόσμο ανεπιστρεπτί διχασμένο ανάμεσα στο πάθος και τη φθορά. Διασκευάζει διήγημα του Τόμας Μαν με ιμπρεσιονιστικές πινελιές μεγάλης ομορφιάς σε έναν πίνακα που γερνώντας αποκαλύπτει μια κάποια περιεχομενική αμηχανία με τον άντρα να κοιτάει το νεαρό αγόρι ως όχημα για μια εξερεύνηση της ενοχής και της ομορφιάς στην τέχνη. Παραμένει η διασημότερη ταινία του Βισκόντι και μια από τις ταινίες-σημεία αναφοράς του Ιταλικού σινεμά.
Μικρά Αθώα Ψέματα 2 (“Nous Finirons Ensemble”, Γκιγιόμ Κανέ, 2ω15λ). Η παρέα φίλων της πετυχημένης προ 9ετίας ταινίας επανεώνεται σε αχρείαστο σίκουελ.
Κόκκινη Έκλειψη (“Rojo”, Μπέντζαμιν Ναϊσάτ, 1ω49λ). Πριν τη χούντα του Βιντέλα, μια εξαφάνιση εκκινεί μια σειρά αποκαλύψεων και ανατροπών σε αυτό το αργεντίνικο πολιτικό θρίλερ.
Παίζεται ακόμα
Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.
Πόκεμον Ντετέκτιβ Πίκατσου ***1/2
(“Pokemon Detective Pikachu”, Ρομπ Λέτερμαν, 1ω44λ)
Στην Ράιμ Σίτι, τα Πόκεμον και οι άνθρωποι ζούνε μαζί ειρηνικά. Ένα αγόρι που ψάχνει τον πατέρα του, συναντά έναν Πίκατσου που μπορεί να του μιλάει, κι οι δυο τους συνεργάζονται για να λύσουν το μυστήριο της εξαφάνισης αλλά και να αποκαλύψουν τι σκοτεινό κρύβεται στα άδυτα της Ράιμ Σίτι. Στο κέντρο αυτού του κόσμου στήνεται μια κατασκοπική ίντριγκα που δανείζεται ξεδιάντροπα στοιχεία και αναφορές από την πλούσια κινηματογραφική νουάρ παράδοση, με σκιώδεις επιχειρηματίες, φονικές πλεκτάνες, πανίσχυρα παραμορφωμένα τέρατα-θεούς, ανατρεπτικά μυστικά, και μια εν τέλει απρόσμενα συναισθηματική αναζήτηση ενός χαμένου οικογενειακού δεσμού. Ο Λέτερμαν περήφανα και άφοβα περπατά πάνω στην κλωστή που ενώνει τον Μάικλ Μαν, τις κάρτες ανταλλαγής Πόκεμον και το “Blow Out”, τον Ρότζερ Ράμπιτ και την “Τσάιναταουν”, φτάνοντας σε ένα απρόσμενα τολμηρό, άξια κερδισμένο φινάλε.