Εκτός από το χασίς, κάποια ρεμπέτικα μιλούσαν και για την ηρωίνη
'Ο πόνος του πρεζάκια', 'Ηρωίνη και μαυράκι' και οι αληθινές ιστορίες πίσω από ακόμη έξι τραγούδια.
- 26 ΙΟΥΝ 2019
Με το χασίς οι ρεμπέτες τα πήγαιναν καλά -υπερβολικά καλά μάλλον-, και σε όσα τραγούδια αναφέρονταν σ’ αυτό, ουσιαστικά το υμνούσαν, αν και λίγο παραπονιάρικα κάποιες φορές. Με τις υπόλοιπες ουσίες όμως δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά. Όσους έκαναν κοκαΐνη, μορφίνη και κυρίως ηρωίνη, τους λοιδορούσαν, τους κορόιδευαν και τους στόλιζαν με τα ίδια επίθετα, που οι τοξικομανείς της εποχής άκουγαν στις λαχαναγορές και στα καταγώγια που κυκλοφορούσαν, από τους υπόλοιπους μάγκες.
Χαρακτηριστική περίπτωση μανιώδους χασισοπότη που λοιδορούσε τα ‘βαριά’ και όσους τα κατανάλωναν, ήταν και ο Μάρκος. Για παράδειγμα, ο γνωστός ‘Συνάχης’, τραγούδι του από το 1934, δεν μιλάει για κάποιον που ταλαιπωρείται από γρίπη ή κρυολογήματα, αλλά για κάποιον που ρουφούσε κοκαΐνη απ’ τη μύτη. Και τον χλευάζει ανελέητα.
Εξαιτίας ακριβώς αυτής της απέχθειας των ανθρώπων της φάρας για την ημιπαράνομη παρουσία στον ελλαδικό χώρο και αυτών των ουσιών, τα ρεμπέτικα που γράφτηκαν για αυτά ήταν ελάχιστα. Και όλα καταγγελτικά.
Εμείς μαζέψαμε οκτώ απ’ αυτά, μαζί με τα στοιχεία και τις αληθινές ιστορίες που τα συνοδεύουν.
1. Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ – ΑΝΕΣΤΟΣ ΔΕΛΙΑΣ
Η ιστορία γύρω απ’ τον μόνο ρεμπέτη που πέθανε από ηρωίνη, έχει πάρει μυθικές διαστάσεις. Αυτό το τραγούδι, βέβαια, το έγραψε πριν γίνει και ο ίδιος τοξικομανής. Προκειμένου να μην αναφέρουμε πάλι τα χιλιοειπωμένα -για τη γυναίκα που τον έμπλεξε, τον τρόπο, το πώς τον βρήκαν νεκρό μέσα στην Κατοχή- παραθέτουμε ένα κομμάτι απ’ την αυτοβιογραφία του Γενίτσαρη, που ίσως να έχει περισσότερο ενδιαφέρον.
Ο Γενίτσαρης βρέθηκε μαζί με τον Δελιά εξόριστος στην Ίο και αφηγήθηκε το εξής περιστατικό στον Στάθη Gauntlett, που δείχνει την εξάρτηση του Δελιά απ’ το ‘βελόνι’:
“Αξαφνου βλέπω ανάβει ένα κερί -γιατί μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε ανάψει φως- και ο Δελιάς με τον Παπαδόπουλο σηκώνουνται και πάνε στη γωνιά της αχερώνας. Σαν να μην έτρεχε τίποτα, έχουνε ένα κουτάλι από πάνω από το αναμένο κερί, και ο Παπαδόπουλος κρατάει μια σύριγγα. Δένει ο Δελιάς το χέρι του και ο Παπαδόπουλος του κάνει μια ένεση. Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει: ήντουσαν και οι δύο τοξικομανείς και κάνανε ενέσεις. Μόλις τους είδα να γλαρώνουνε και να βαρομιλάνε, τους είπα πού τη βρίσκουνε; (…)
Την άλλη μέρα το πρωί βγήκαμε, πήγαμε δώσαμε παρών και πήγαμε στο τσαρδί μας, εγώ με τον Ανέστο. Του βάζω χέρι και του λέω ότι σαν ξανά θα έκανε ενέσεις, θα τόνε μαρτύραγα. Αυτός ούτε που πήρε χαμπάρι τι του είπα -σα να του είπα: ‘Ξανάκανε πάλι ‘. Τόνε βλέπω παίρνει πάλι την ένεση από τη ζούλα και το κερί και ετοιμάζεται να ξανακάνει. Τότε, όπως βαστάει το κερί και το κουτάλι διαλυμένο με το πράμα μέσα, του δίνω μια και το πετάω. Ωχ, μανούλα μου, τις φωνές του και το κλάμα που έκανε! Ήτανε απαρηγόρητος. Τότε εγώ έπιασα να τον καλοπιάσω όσο μπορούσα, αλλά αυτός είχε πάθει τρακ -δεν το περίμενε να του κάνω ζημιά. Σε μια στιγμή μπαίνει και ο Παπαδόπουλος. Ακούει τι έχει γίνει, αλλά δεν δίνει σημασία. Παίρνει την σύριγγα και την ώρα που βαράει μόνος του στο χέρι του, του λέει ο Δελιάς :- Άσε μου, ρε Σπύρο, λίγο και μένα. Τη βγάζει από το χέρι του και την παίρνει ο Ανέστης και την κάνει στο δικό του, αλλά λίγη δόση, όχι πολλή”. (…) Εκεί τους στέρνανε εξορία τους πρεζάκηδες για αν την κόψουνε, και εκεί έβρισκαν πιο πολλή και πίνανε”.
2. ΠΡΕΖΑΚΙΑΣ – ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ
12 τραγούδια υπάρχουν μόνο καταγεγραμμένα στο όνομα του Γιάννη Εϊντζιρίδη ή Ιντζιρίδη ή πιο γνωστού ως απλά Γιοβάν Τσαούς, εξαιτίας της θητείας του στον τούρκικο στρατό (τσαούς, τσαούσης=λοχίας). Πρόσφυγας απ’ τον Πόντο, ζούσε μαζί με τη γυναίκα του στον Πειραιά, κοντά στις γραμμές του σιδηροδρομικού σταθμού, όπου συχνά έβλεπε τους ηρωινομανείς να βρίσκουν καταφύγιο στα παρατημένα βαγόνια.
Από εκεί και ο στίχος του τραγουδιού:
“Μεσ’ το βαγόνι κάθομαι για σπίτι δε θυμούμαι,
κι ένα τσουβάλι βρόμικο το στρώνω και κοιμούμαι”.
Παρά το γεγονός ότι περιγράφει με σκληρό ρεαλισμό, σχεδόν νατουραλισμό, και με μεγάλη συμπάθεια σ’ αυτό το τραγούδι τον ‘πρεζάκια’, σε ένα άλλο τραγούδι του, το ‘Πέντε μάγκες στον Περαία’, χρησιμοποιεί υποτιμητικά τη λέξη ‘πρεζάκηδες’. Ακολουθώντας αυτή τη φορά το πνεύμα των χασικλήδων και αλανιών της εποχής, που υποτιμούσαν τους ηρωινομανείς, ‘λέει’ στον τεκετζή να μην προσπαθεί να τον κοροϊδέψει και να του γεμίζει με σκέτο καπνό τον ναργιλέ γιατί:
“Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες”.
Τους στίχους πιστεύεται ότι τους έγραψε -τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους- η γυναίκα του, Κατερίνα Χουρμούζη.
Και οι δυο τους πέθαναν το 1942, με διαφορά 5 ωρών, μετά την κατανάλωση δηλητηριασμένου αλευριού, που βρήκαν μέσα σε ένα βομβαρδισμένο πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά.
3. ΚΟΧΛΑΡΑΚΙΑΣ – ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΗΣ
Οι ρεμπέτες μισούσαν την πρέζα, την ηρωίνη, την κοκαΐνη, σπάνια έγραφαν δίστιχα γι’ αυτές τις ουσίες. Δεν είναι τυχαίο, ότι δύο από τα οκτώ τραγούδια αυτής της λίστας, δεν είναι γραμμένα από μάγκες του περιθωρίου, αλλά από λόγιους ή θιασωτές του ελαφρού τραγουδιού. Ο κοχλαράκιας, δηλαδή ο πρεζάκιας στα μάγκικα εξαιτίας του κουταλιού που χρησιμοποιούσαν για να βράσουν την ηρωίνη (κοχλιάριο=κουταλάκι), είναι γραμμένο για τις ανάγκες μίας επιθεώρησης της εποχής. Το ερμηνεύει ο Βασίλης Μεσολογγίτης, ένας πολύ γνωστός ηθοποιός του Μεσοπολέμου και η μουσική ανήκει στον Γιώργο Βιτάλη, μουσικός ο οποίος έγινε γνωστός για τις οπερέτες του, τα λιμπρέτα του και κάποια μελό κανταδόρικα τραγούδια της εποχής.
Οι επιθεωρήσεις εκείνη την εποχή δημιουργούσαν και συμπεριελάμβαναν πολύ συχνά τέτοιου είδους τραγούδια, λόγω της ολοένα και αυξανώμενης δημοφιλίας των μάγκικων. Στο βιβλίο του Κώστα Βλησίδη ‘Όψεις του ρεμπέτικου’ διαβάζουμε τον Πάνο Σπάλα, αρθρογράφο της πειραϊκής εφημερίδας ‘Χρονόγραφος’, να ενίσταται σε άρθρο του 1936 για τη “δυνατή ηχορύπανση που προκαλούν οι μάγκικες και αντάμικες αισχρολογίες ελαφρών επιθεωρήσεων”.
Άχρηστη λεπτομέρεια: Ο Βασίλης Μεσολογγίτης είχε κατέβει και για βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ στις πρώτες εκλογές μετά τη δικτατορία.
4. Ο ΝΙΚΟΚΛΑΚΙΑΣ – ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου δεν γούσταρε ούτε καν τα χασικλίδικα, πόσο μάλλον αυτά που μιλούσαν για σκληρότερες ουσίες, όπως εδώ που χρησιμοποιεί τη λέξη ‘Νικοκλάκιας’ για να κάνει ρίμα με το ‘κοχλαράκιας’, χαρακτηρισμό που αναφέραμε και προηγουμένως. Ωστόσο, ήταν τέτοια η ‘μουσική βιομηχανία’ της εποχής, που οι άνθρωποι της ζητούσαν συνεχώς τέτοια τραγούδια, γιατί “αυτά πουλούσαν”. Εκείνος όμως σκεφτόταν πολύ “ξύπνια”.
Η γυναίκα του Αγγέλα, στο βιβλίο-μαρτυρία της ‘Τα χαΐρια μας εδώ’ άφησε να εννοηθεί, ότι ο Παπάζογλου περνούσε τραγούδια με διφορούμενο μήνυμα, ώστε στην πραγματικότητα να υπονομεύει τα χασικλίδκια. Ένα τέτοιο τραγούδι ήταν και το κλασικό ‘Βαρέθηκα τον αργιλέ (Ο ξέμαγκας)’ του 1935, που λέει χαρακτηριστικά:
“Φύγε από με κουτόχορτο
χάσου κι εσύ τσιμπούκι
ν’ ανοίξω τα ματάκια μου
από το μαστουρλούκι
Γιατί όσο τη φουμάριζα
έπεφτα και στο ζάρι
μπροστά με λέγαν έξυπνο
και πίσω παλαβιάρη”.
Τονίζει γι’ αυτό το τραγούδι, η Αγγέλα Παπάζογλου:
“Άμα κατάφερε και πέρασε τον ‘Ξέμαγκα’ ήταν ευτυχισμένος. Τους την έφερα έλεγε και κάνουνε και τσ’ έξυπνους (…) Χαικλίδικο δεν θέλανε; Χασικλίδικο τους έδωσα”. Το χασίσι κυκλοφορούσε ελεύθερα (…). Και εταιρείες περνούσανε μόνο να τα χασικλίδικα σε δίσκους. Πώς να παλέψεις;”.
5. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΝΤΕΡΒΙΣΗ – ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ
Τραγούδι του 1935, στο οποίο ως συνθέτης φέρεται ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο έτερος μεγάλος ερμηνευτής της εποχής, πλάι στον Στράτο Παγιουμτζή. Ωστόσο, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι είναι και αυτό σύνθεση του Βαγγέλη Παπάζογλου.
Προκαλεί εντύπωση, το γεγονός ότι δείχνει ότι και τότε ήταν διαδεδομένη η άποψη, πως από τα ελαφρά ναρκωτικά μπορείς να πέσεις στα ‘σκληρά’. Ο ήρωας του τραγουδιού ξεκινά με ‘ελαφρά (“Όποιος φουμάρει, στην αρχή το ’χει για ασικλήκι, μα σαν ριζώσει στην καρδιά, γίνεται θεριακλήκι”) και πέφτει στα σκληρά (“Και θεριακλής σαν θα γενεί, αρχίζει να πρεζάρει,γιατί μ’αυτή του φαίνεται πώς πιο καλά γουστάρει”).
Και εδώ πάντως φαίνεται ότι ο Παπάζογλου μιλάει αρνητικά για όλες τις ουσίες, αλλά κατάφερε να περάσει το τραγούδι του και να φωνογραφηθεί γιατί πολύ απλά, αρκούσε που τις συμπεριελάμβανε στους στίχους του.
6. ΗΡΩΙΝΗ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑΚΙ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΑΒΑΛΑΣ
Παρότι το τραγούδι αυτό επίσημα θεωρείται ως δημιουργία του γεννημένου στη Γούβα, Σωτήρη Γαβαλά, ωστόσο μάλλον πρόκειται για παλιότερη σύνθεση που την οικειοποιήθηκε. Προσφιλής άλλωστε συνήθεια των ανθρώπων της πρώτης εποχής του ρεμπέτικου να φωνογραφούν αδέσποτα ρεμπέτικα με την υπογραφή τους. Για παράδειγμα ο Στάθης Δαμιανάκος στο ‘Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός’ το αναφέρει ως “ανώνυμο του 1922”.
Παρόμοιας ‘κοντραμπατζίδικης’ θεματολογίας ρεμπέτικο, είναι και το ‘Λαθρέμπορας’ του Βαγγέλη Παπάζογλου.
“Τι όμορφα που πέρναγα
με κείνο το μαυράκι
μα η πρέζα μου τα πότισε
τα σωθικά φαρμάκι.
Για είκοσι γραμμάρια
που μ’ έκαναν πιαστό
μ’ ένα χρονάκι μ’ έστειλαν
στην Αίγινα σκαστό”.
Εντύπωση κάνει, ότι δεν γνωρίζει κανείς τι απέγινε ο Σωτήρης Γαβαλάς μετά τον πόλεμο, πού και πώς πέθανε. Δεν κατάφερε κανείς απ’ τους φοιτητές-μελετητές του ’60 και ’70 που έτρεχαν να σώσουν το πρωτογενές υλικό -δίσκους, φωτογραφίες, μαρτυρίες- να βρουν, έστω αν τότε ήταν ακόμη ζωντανός.
7. ΦΕΡΤΕ ΠΡΕΖΑ ΝΑ ΠΡΕΖΑΡΩ (ΤΟ ΕΡΗΝΑΚΙ) – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΝΤΑΣ
Η πρέζα δεν πίνεται όπως είπαμε και πριν αλλά “πρεζάρεται”, όπως φαίνεται και σ’ αυτό το τραγούδι από τον κορυφαίο της ‘Σμυρνέικης Σχολής, Παναγιώτη Τούντα. Αν και πιο γνωστό το ‘Γιατί φουμάρω κοκαΐνη’, εδώ το αφήσαμε απ’ έξω για να επικεντρωθούμε στα της ηρωίνης.
Το ίδιο τραγούδι κυκλοφόρησε και έναν χρόνο μετά με τη φωνή της Ρίτας Αμπατζή και ελαφρά διασκευασμένους τους στίχους, για να φαίνεται ότι αυτή τη φορά ένας άκαρδος άντρας έριξε μία γυναίκα στην πρέζα. Και εδώ υπάρχουν ενδείξεις ότι η μελωδία προέρχεται από κάποιο παλιότερο, μάλλον νησιώτικο τραγούδι.
Για την ιστορία αν πούμε ότι ο Τούντας δεν είχε καμία σχέση με ουσίες και ήταν στην πραγματικότητα ένας καλοβαλμένος αστός, ένας βαθιά σπουδαγμένος μουσικός, διευθυντής της Odeon και αργότερα της Columbia.
8. ΠΡΕΖΑ ΟΤΑΝ ΠΙΕΙΣ – ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ
Τα χασικλίδικα ασκούσαν μία γοητεία σε πολλούς ‘λόγιους’ της εποχής και αρκετοί έγραψαν σε τέτοιους ρυθμούς (συνήθως για επιθεωρήσεις), κρύβοντας το πραγματικό τους όνομα. Το ‘Πρέζα όταν πιεις’ -κανονικός τίτλος Είμαι Πρεζάκιας’- είναι ένα απ’ αυτά και αποδίδονται στον Αιμίλιο Σαββίδη και στον Σώσο Ιωαννίδη, οι οποίοι προτίμησαν να τα υπογράψουν ως ‘Βοσπορινός’ και ‘Ψυριώτης’.
Είναι εύκολο όμως να καταλάβεις ότι έχει γραφτεί από ανθρώπους που απλά μιμούνται, άσχετους με τους κανόνες και την αργκό του υποκόσμου. Πχ η “πρέζα δεν πίνεται”, το χασίς πίνεται, ούτε “μαστουρώνεις” απ’ την πρέζα, τουλάχιστον σύμφωνα με τη φρασεολογία της εποχής.
Ωστόσο, πέρα απ’ αυτές τις ανακολουθίες, ο λόγιος χαρακτήρας του τραγουδιού ξεχωρίζει κυρίως και στον στίχο “της λείπει το ένα της ποδάρι, που της το παίξανε στο ζάρι”. Εκεί ο στιχουργός, ο ‘Ψυριώτης’ εν προκειμένω, μιλάει για την Ελλάδα που με το ένα πόδι της πατούσε στην Ευρώπη και με το άλλο στη Μικρά Ασία, το οποίο και της “κόπηκε” μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν σχεδόν αδύνατον ένας ρεμπέτης της εποχής να γράψει έναν τόσο εξεζητημένο και με δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης στίχο, τότε, το 1934. Πολιτικά ρεμπέτικα υπήρξαν και εκείνα τα χρόνια, αλλά ελάχιστα, σκόρπια και σίγουρα όχι συνειδητά πολιτικά (μετά το ’40 και κυρίως μετά το ’46 θα ανθίσουν).
Ωστόσο υπάρχει και η άποψη ότι και εδώ η μουσική προϋπήρχε, ενώ οι διάφορες παραλλαγές των στίχων που κατά καιρούς έχουν καταγραφεί, ενισχύουν αυτή τη θέση.
Για παράδειγμα, στο εμβληματικό έργο ‘Ρεμπέτικα Τραγούδια’ του Ηλία Πετρόπουλου, καταγράφεται μία παραλλαγή, η οποία ποτέ δεν φωνογραφήθηκε, αν και ιδιαίτερα δημοφιλής την περίοδο του Μεσοπολέμου. Συγκεκριμένα, ένα δίστιχο, έλεγε:
“Δική μου όλη η Ελλάς,
εγώ είμαι ο Λευτέρης ο μπελάς”,
όπου Λευτέρης=Ελευθέριος Βενιζέλος.
Απ’ τα πλέον παράδοξα και υποκριτικά κομμάτια της ιστορίας είναι ότι ο Αιμίλιος Σαββίδης υπήρξε μετέπειτα βασικό μέλος της λογοκριτικής ομάδας που έστησε ο Μεταξάς για να “πατάξει τα ανατολίτικα και τα χασικλίδικα” (ανάμεσά τους ήταν και ο λογοτέχνης Τέλλος Άγρας).