ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Ο ανίκητος φόβος μου για τα Ρίχτερ

Ο Γιάννης Φιλέρης προσπαθεί να βρει την άκρη του νήματος, για μια μεγάλη του φοβία και γυρίζει 33 χρόνια πίσω. Κανονική ψυχανάλυση...

Αυτό το κείμενο, γιατρέ, ήθελα να το γράψω από το 1981, αλλά δεν έτυχε. Μέχρι που οι γιοί μου, τις προάλλες, όταν κατάλαβαν την τρομάρα μου για τους δυο σεισμούς της περασμένης εβδομάδας, μου έκαναν πλάκα φωνάζοντας:“Αμάν, σεισμός…” Αλλά εγώ, γιατρέ, εκείνη την Τρίτη, 24 Φεβρουαρίου του 1981, δεν ήξερα τι είναι σεισμός. Κατά ένα περίεργο τρόπο κι ενώ η ώρα είχε πάει σχεδόν 11μμ, διάβαζα γεωμετρία.

Αποκαλύπτω ότι σε αντίθεση με την άλγεβρα ή -ας πούμε- τη χημεία, όπου δεν καταλάβαινα Χριστό, η γεωμετρία ήταν από τα αγαπημένα μου μαθήματα. Κι είναι το επιχείρημά μου, όταν ο μεγάλος μου γιος (και ο μικρός πλέον) στην σπαστική (το ξέρω) ερώτηση “διάβασες καλά ή πασάλειψες” μου αντιτείνουν: “Καλά μπαμπά, κάτσε εσύ να λύσεις τις ασκήσεις των μαθηματικών κι αν καταλάβεις τίποτε, γράψε μου”.

Εκεί παίρνω το περισπούδαστο ύφος και απαντώ: “Νεαρέ, σε πληροφορώ ότι στη Γεωμετρία ήμουν ασυναγώνιστος…”

Εντάξει, γιατρέ, θα επανέλθω σε εκείνη τη μέρα. Τη νύχτα, για να ακριβολογήσω. Ασπασίας 14, Παγκράτι, τέταρτος όροφος. Η ώρα κοντεύει έντεκα, είμαι στην τραπεζαρία και λύνω τις ασκήσεις. Τρίτη βράδυ, έχω ανοιχτή την τηλεόραση,  που παίζει “το φως του Αυγερινού”. Ο “Λουκής” Αλμπέρτο Εσκενάζυ και η (δεν θυμάμαι την ηρωίδα) Κοραλία Καράντη, μου κρατάνε συντροφιά. Ο κυρ-Βασίλης, με την κυρία Ερμίνα, απουσιάζουν.

Καθώς έχω το τρίγωνο στα χέρια μου, γιατρέ, ακούω να τρίζουν τα τζάμια. Και μια υπόκωφη βοή. Το σπίτι αρχίζει και πηγαίνει πέρα-δώθε, ο Λουκής κάτι ψελλίζει στη μικρή οθόνη, αλλά δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την φράση του. Κόβεται το ρεύμα και βυθίζομαι έντρομος στο σκοτάδι.

 

Το ίδιο κι η κυρία από πάνω, στον πέμπτο, όταν σιγά-σιγά βρίσκω την έξοδο για να κατέβω με την σκάλα κάτω. “Τι ήταν αυτό;” ρωτάει κι εκείνη με τρόμο. “Αν δεν κάνω λάθος, σεισμός…”

Γιατρέ, αυτό ήταν. Είχα βιώσει, τον πρώτο μου σεισμό. Μονάχος, μέσα στο σκοτάδι, με ένα τετράδιο ασκήσεων γεωμετρίας, ενώ παρακολουθούσα τον Αλμπέρτο Εσκενάζυ. Αν αυτό δεν είναι κινηματογραφικός σουρεαλισμός, ας έρθει τώρα ο Θοδωρής Δημητρόπουλος να μου ρίξει μια σφαλιάρα.

Ο σεισμός (στις Αλκυονίδες νήσους) του 81 ήταν μεγάλος: 6,6 ρίχτερ. Εγώ ένιωσα να με έχουν βάλει σε σέικερ και να με κουνάνε, χωρίς έξοδο κινδύνου. Σα να μου είχαν περάσει τη θηλιά στον λαιμό, γιατρέ.

Το κακό είναι ότι το θρίλερ συνεχίστηκε όλη τη νύχτα και την επόμενη. Δυο μέρες κουνούσε το ρημάδι. Υποτίθεται ότι στο μαγαζί του πατέρα, ισόγειο στην Βρυάξιδος, θα ήταν πιο ήρεμα. Εκεί μας βρήκε ο μετασεισμός, άγρια χαράματα, με τη μαμά Ερμίνα να βγαίνει στον δρόμο με τις μπότες στο χέρι (!) τρέχοντας προς τον Προφήτη Ηλία και φωνάζοντας “το παιδί, το παιδί”. Εγώ ήμουν το παιδί, που ακολουθούσα, ξανά ιδρωμένος…

Ηρέμησα, γιατρέ, μόνο όταν πήγαμε στο πέτρινο σπίτι της Θείας Μάρθας, στο Μενίδι. Εκεί κοιμήθηκα, για πρώτη φορά, μετά από δυο βράδια.

Το μαρτύριο, όμως, δεν είχε τελειώσει. Πρώτα ρουφούσα κάθε λέξη του καθηγητή Παπαζάχου. Έγινε ο αγαπημένος μου σεισμολόγος. Είχε πάντα μια καθησυχαστική απάντηση, αν και η εποχή δεν είχε κιτρινιστές σαν το Μάνο Χωριανόπουλο, που είναι ικανός να γράψει “μετά τον σεισμό, βγήκαν κροκόδειλοι στην Πλατεία Συντάγματος”.

Μέχρι, που εμφανίστηκε ο Βαρώτσος.  Το ΒΑΝ και η μέθοδός του να προβλέπει σεισμούς, με είχε συνεπάρει. Πώς γίνεται να προβλέψεις τη λαχτάρα μου, μεγάλε; Είχα ενθουσιαστεί. Λίγο έλειψε να δηλώσω, στην Β΄ Λυκείου, θετική κατεύθυνση, αλλά ήρθε ο μεγάλος Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ (μισό λεπτό να σηκωθώ να κάνω τον σταυρό μου, γιατρέ, και να ξανακάτσω) που στην συγκέντρωση του Οκτώβρη, στο Σύνταγμα, είχε πει και το περίφημο “θα καταργήσουμε τις πανελλαδικές εξετάσεις στη δευτέρα Λυκείου” και δεν χρειάστηκε.

 

Το σκίρτημα, γιατρέ, ωστόσο δεν έφευγε. Περνούσε, ας πούμε, ένα φορτηγό έξω από το σπίτι, έτριζαν τα τζάμια και πεταγόμουν όρθιος, κοιτώντας ψηλά στο ταβάνι να δω αν κουνιέται το φωτιστικό.

Κουνούσε το πόδι του ένας νευρικός συνάδελφος στη δουλειά, έτρεμε το δικό μου Γραφείο και γω σκεφτόμουν, αν έπρεπε να τρυπώσω από κάτω, λόγω του σεισμού που ήμουν βέβαιος ότι είχε γίνει.

Άκουγα ένα σκυλί να γαβγίζει επίμονα και περίμενα σε πέντε λεπτά το ταρακούνημα.

Έβλεπα τους άλλους ατάραχους, να λένε “δεν κατάλαβα τίποτα χθες το βράδυ, κούνησε ε;” και αναρωτιόμουν “εγώ είμαι μαλάκας, ή αυτοί χοντρόπετσοι”.

Μέχρι που το 1999, είδα τον άνθρωπο, που με ξεπέρασε.

Μόλις είχε τελειώσει η συνέντευξη Τύπου-παρουσίαση των νέων παικτών του Ολυμπιακού, στο μπάσκετ και μαζί με τον Τάκη Λιβιεράτο, γενικό διευθυντή της ΚΑΕ Ολυμπιακός, καθόμασταν στο λόμπι και πίναμε καφέ. Απέναντί μας ο Χόλιγουντ Ρόμπινσον, ο Αμερικανός που είχε επιλέξει εκείνο το καλοκαίρι ο Γιάννης Ιωαννίδης, για τη θέση του βασικού πόιντ-γκαρντ. Εμείς πίναμε καφέ και ο Χόλιγουντ, μασούσε αμέριμνος την τσίχλα του.

 

Στο Ledra Mariott, υπάρχει ένας τεράστιος πολυέλαιος. Αυτός άρχισε να κουνάει πρώτος και ένα κομμάτι του, έπεσε κι έγινε θρύψαλα στο πάτωμα. Ανασηκώθηκα στην πολυθρόνα, πιάνοντας τα δυο της μπράτσα. Πριν όμως σηκωθώ, η σκιά του Χόλιγουντ πέταξε από πάνω μου. Σε ενάμισι δευτερόλεπτο, έχοντας περάσει με άλμα όλες τις πολυθρόνες, ο Αμερικανός βρισκόταν κιόλας έξω από το ξενοδοχείο.

Σεισμός ε; Δεν το έχεις ξανανιώσει, τον ρώτησα, μόλις βγήκα κι εγώ θέλοντας να το παίξω και λίγο άνετος.

Man, τι μου λες; Έχω γεννηθεί στο Λος Άντζελες. Τους καταλαβαίνω όπως τα σκυλιά. Αλλά ποτέ δεν θα μπορέσω να τους συνηθίσω, ήταν η απάντηση…

Γιατρέ, αν δεν μπορούν οι γεννημένοι στο L.A να συνηθίσουν το ταρακούνημα, τι τύχη μπορώ να έχω εγώ; Αυτό το ερώτημα με βασάνιζε μέχρι να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου και να δω την τηλεόρασή μου, δώρο γάμου, προσγειωμένη ανάποδα στο πάτωμα. Άγνωστο γιατί, παρότι διαπιστωμένα είχε πρόβλημα μετά τον σεισμό, αφού από τη δεξιά πλευρά το χρώμα της ήταν μόνο ροζ, δεν την άλλαξα αμέσως.

Ο πιο μεγάλος εφιάλτης μου γιατρέ, δεν είναι ούτε ότι ξαναπάω στον στρατό, ή γράφω έκθεση στις πανελλήνιες. Είμαι, λέει, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, ξυπνάω κάθιδρος από το κούνημα και δεν προλαβαίνω να σηκωθώ γιατί έρχεται … τσουνάμι. Σκέφτομαι, ενώ κοιμάμαι, μένω κοντά στον Υμηττό, είναι εύκολο να έρθει εδώ το κύμα;

Κάθε φορά που γίνεται σεισμός, νιώθω ότι με τριγυρίζει. Και κάποια στιγμή θα χτυπήσει και στην Αθήνα. Την περασμένη Δευτέρα το βράδυ, μόλις είχε τελειώσει η δεύτερη προβολή του Homeland, το σπίτι άρχισε να κουνιέται. Όχι μία, αλλά δυο φορές, μέσα σε πέντε λεπτά!

Ξανά τα ίδια και τα ίδια. Θυμήθηκα τον Εσκενάζυ, την Κοραλία Καράντη και τον Χόλιγουντ Ρόμπινσον. Και σε ρωτώ γιατρέ μου. Πότε θα γίνω καλά;