5 λιγότερο γνωστά ποιήματα του Καρυωτάκη που όμως αξίζει να γνωρίζεις
Με αφορμή τα 123 χρόνια από τη γέννησή του.
- 11 ΝΟΕ 2019
Δεν κατάφερε να γίνει πετυχημένος δικηγόρος, δεν κατάφερε να αγαπήσει τη ζωή του δημόσιου υπάλληλου, δεν κατάφερε να αναγνωριστεί ως μεγάλος ποιητής πριν τον θάνατό του.
Κατάφερε όμως να κάνει την Μαρία Πολυδούρη να τον ερωτευτεί -παρότι την απέρριψε όταν του ζήτησε να παντρευτούν- και να αυτοκτονήσει με περίστροφο, αφού την προηγούμενη ημέρα είχε παραπονεθεί στον πωλητή ότι δεν δούλευε, καθώς αφελώς δεν ήξερε να ανοίξει την ασφάλεια. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι δεν κατάφερε να αυτοκτονήσει ούτε και με την πρώτη, αλλά ούτε και με τη δεύτερη, αν πιστέψουμε το γράμμα που άφησε πίσω του, συμβουλεύοντας τους επίδοξους αυτόχειρες “όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια…”
Κατάφερε επίσης να γίνει ο δικός μας καταραμένος ποιητής, ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ που έψαχναν απεγνωσμένα οι Έλληνες αναγνώστες – αλλά και συνάδελφοί του- την περίοδο του Μεσοπολέμου. Αλλά και αργότερα. Ολόκληρες γενιές εφήβων που δεν θα ασχολούνταν ποτέ ξανά ιδιαίτερα με την ποίηση στη ζωή τους, θα αγαπήσουν τη δική του, και θα βρουν στους στίχους του καταφύγιο για την ακατανόητη ακόμα γι’ αυτούς μελαγχολία τους.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1896 (30 Οκτωβρίου σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο) και εμείς μαζέψαμε πέντε ποιήματά του που πιστεύουμε ότι, αν δεν τα έχεις διαβάσει ήδη, αξίζει να τους ρίξεις μια ματιά:
Κριτική
Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.
(Από τη συλλογή ‘Ελεγεία και Σάτιρες’)
Δέντρο
Με αδιάφορο το μέτωπο και πράο,
τα δείλια, τις αυγές θα χαιρετάω.
Δέντρο θα στέκομαι, όμοια να κοιτάζω
τη θύελλαν ή τον ουρανό γαλάζο.
Είναι ζωή, θα λέω, το φέρετρο όπου
λύπη, χαρά τελειώνουνε του ανθρώπου.
(Από τη συλλογή ‘Νηπενθή’)
Ιστορία
Στον κ. Χαρίλαο Σακελλαριάδη
Δεκάξι χρόνων εγελάσαν,
πέρα, στ’ ανοιξιάτικο δείλι.
Έπειτα εσώπασαν τα χείλη,
και στην καρδιά τους εγεράσαν.
Εκίνησαν τότε σα φίλοι,
σα δυο ξερά φύλλα στο χώμα.
Έπειτα εχώρισαν ακόμα,
κάποιο φθινοπωρινό δείλι.
Τώρα καθένας, με ωχρό στόμα,
σκύβοντας, φιλεί τα δεσμά του.
Έπειτα θα γείρουν ως κάτου
και θα περάσουνε στο χώμα.
(Από τη συλλογή ‘Ελεγεία και Σάτιρες’)
[Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου…]
Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε
οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου.
Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε
να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.
(Από τη συλλογή ‘Ελεγεία και Σάτιρες’)
[Όταν κατέβουμε…]
Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τί θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτά τους χείλη;
Τουλάχιστον δω πέρα είμαστε μόνοι,
περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τί να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα ‘ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερέν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.
(Ένα από τα τελευταία του ποιήματα, το οποίο δεν εκδόθηκε απ’ τον ίδιο σε κάποια συλλογή, αλλά μετά θάνατον περιλαμβάνεται στις συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου του)