Ο ράφτης Mamadoo γεννήθηκε στο Ντακάρ, αλλά ράβει (σ)την Αθήνα
Βρεθήκαμε στο ατελιέ του ράφτη που παντρεύει την αφρικανική με την ευρωπαϊκή κουλτούρα.
- 27 ΝΟΕ 2019
Κάπου σε ένα στενάκι πίσω από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, μια πολύχρωμη κουρτίνα στο μπαλκόνι σε οδηγεί στο ατελιέ του Mamadoo. Αυτός ο φανταστικός τύπος με τα ράστα μαλλιά και το χαμόγελο που δεν φεύγει ποτέ από το πρόσωπό του, μας άνοιξε την πόρτα και μας υποδέχθηκε στο χώρο εργασίας του, που αποτελεί και το δεύτερο σπίτι του.
Ο Mamadoo είναι από τη Σενεγάλη, όμως ήρθε στη χώρα μας το 2004 για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Και μέχρι σήμερα τα έχει καταφέρει εξαιρετικά. Είναι επαγγελματίας ράφτης και σχεδιαστής ρούχων, με δικό του ατελιέ και το brand name του γίνεται όλο ένα και πιο γνωστό τα τελευταία χρόνια. Ράβει κυρίως γυναικεία ρούχα, αλλά και ανδρικά κατά παραγγελία, ενώ τα σχέδιά του είναι έθνικ με ευρωπαϊκές πινελιές.
Γενικά πάντως αυτό που ξεχωρίζει κάποιος κατευθείαν μπαίνοντας στο ατελιέ του Mamadoo είναι τα χρώματα. Παντού θα δεις πολύχρωμα patterns, κόκκινα, κίτρινα, μπλε και πράσινα να ξεπετάγονται. Και μια τεράστια φωτογραφία του Μπομπ Μάρλεϊ, που ο Mamadoo λατρεύει. Κάπου εκεί τον συμπαθήσαμε ακόμη περισσότερο.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
“Γεννήθηκα στο Ντακάρ, την πρωτεύουσα της Σενεγάλης. Ήταν όλα ήρεμα εκεί θυμάμαι. Μπορεί να μην είχαμε πολλά χρήματα, όμως, είχες θάλασσα, παιχνίδι, ξεγνοιασιά. Η ζωή ήταν ανέμελη, μπορεί να γκρινιάζαμε, αλλά όλα ήταν μια χαρά. Ακόμα και σήμερα ο κόσμος εκεί χορεύει, μιλάει, είναι ζωντανός.
Ασχολήθηκα με τη ραπτική από πολύ μικρός, κυρίως λόγω του θείου μου που είχε δικό του ατελιέ και έραβε ρούχα. Δεν είχε τελειώσει κάποια σχολή, όλα τα έμαθε μόνος του. Από παιδάκι ήμουν μέσα στα πόδια του και με έστελνε να αγοράζω υφάσματα, κλωστές, εργαλεία. Κάπως έτσι άρχισα να τα μαθαίνω.
Θυμάμαι πως ένας από τους λόγους που ήθελα να ασχοληθώ με τη ραπτική ήταν και το γεγονός ότι παίζοντας έσκιζα τα ρούχα μου και η μητέρα μου φώναζε. Έτσι ήθελα να τα μπαλώνω μόνος μου και σε αυτό βοήθησε αρκετά ο θείος μου.
Στα 22 μου έφυγα από το Ντακάρ και μετακόμισα στην πρωτεύουσα της Μαυριτανίας, τη Νουακσότ, για να δουλέψω σε μια βιοτεχνία ρούχων. Από εκεί κατάγεται ο πατέρας μου, όμως δεν έχει καμία σχέση με τη μόδα, δουλεύει σε δημόσια έργα ως εργάτης.
Στη Μαυριτανία ράβαμε παραδοσιακές στολές, αλλά δεν ήθελα να μείνω σε αυτό. Έκατσα πολύ λίγο εκεί και στη συνέχεια πήγα στη Λιβύη. Ήταν ένα βήμα πιο κοντά στην Ευρώπη, που ήθελα να πάω στη συνέχεια. Στη Λιβύη είχα μια σύμβαση με άλλη βιοτεχνία, όμως είχα στόχο να πάω μετά, είτε στη Γαλλία, είτε στην Ιταλία, δύο χώρες που φημίζονται για τη μόδα τους.
Η πιο εφικτή επιλογή, όμως, αρχικά ήταν η Ελλάδα. Είχα κάτι επαφές με φίλους μου Σενεγαλέζους που μένουν εδώ κι είπα να δοκιμάσω την τύχη μου για ένα χρόνο και στη συνέχεια να φύγω. Ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι θα μου άρεσε τόσο εδώ και δε θα ήθελα να φύγω. Αυτό έγινε το 2004 και πλέον έχω κλείσει 15 χρόνια στην Αθήνα.
Στην αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολα στην Ελλάδα. Ειδικά όταν δεν ξέρεις τη γλώσσα, γιατί όταν ήρθα δεν ήξερα ούτε μια λέξη στα ελληνικά, αντιμετωπίζεις πρόβλημα και στη δουλειά και στην καθημερινότητά σου. Από τα πιο απλά πράγματα να φανταστείς.
Η πρώτη μου δουλειά εδώ ήταν σε μια βιοτεχνία που πουλούσε σε χονδρική ρούχα. Δεν ήταν κάτι δημιουργικό και δεν ήθελα να συνεχίσω για πολύ καιρό να το κάνω. Απλά δούλευες ασταμάτητα εκεί. Ήταν για λόγους επιβίωσης στην αρχή καθαρά. Έκανα κι άλλες δουλειές σε διάφορα μαγαζιά, όπως πωλητής ρούχων ή μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις ρούχων.
Είχε τύχει να με διώξουν κι από δουλειά, επειδή δεν ήξερα να συνεννοηθώ στα ελληνικά. Ευτυχώς δεν αντιμετώπισα ποτέ κάποια ρατσιστική συμπεριφορά, όμως, έπρεπε κάπως να ξεκινήσω να μαθαίνω τη γλώσσα για να διευκολύνω τη ζωή μου.
Πήγα στην αγορά Κυψέλης, στη Φωκίωνος Νέγρη και άρχισα να κάνω μαθήματα στα ελληνικά για να μάθω τη γλώσσα. Στη συνέχεια γράφτηκα και στη σχολή Βελουδάκη για να σπουδάσω σχέδιο μόδας. Ήταν κάτι που ήθελα να το κάνω από παιδί. Πήρα το πτυχίο μου πριν περίπου πέντε χρόνια. Όταν άρχισα να φτιάχνω και το δικό μου brand ως Mamadoo. Στη σχολή έκανα γνωριμίες και μου άνοιξαν κάποιες πόρτες στο χώρο.
Τα ρούχα που φτιάχνω έχουν φυσικά αφρικάνικα στοιχεία, τα οποία θέλω να τα παντρεύω με την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Έχουν πολλά χρώματα και είναι ζωντανά. Βγάζω δική μου κολεξιόν δύο φορές το χρόνο, με χειμερινά και καλοκαιρινά.
Στο περσινό GNTM μου είχαν ζητήσει να τους δώσω ρούχα για μια έθνικ φωτογράφιση. Ήταν μια ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα εμπειρία. Θα το ξαναέκανα αν μου το ζητούσαν, εννοείται.
Πηγαίνω κάθε χρόνο στη Σενεγάλη για να αγοράσω υφάσματα. Εκεί βρίσκω το θείο μου τον ράφτη, ο οποίος με βοηθάει στην επιλογή και πάντα διαλέγουμε τα καλύτερα. Έχω κάνει κάποια fashion shows και workshops στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια και όποιος θέλει μπορεί να με βρει είτε στη σελίδα μου στο facebook, είτε σε κάποιο event. Χαίρομαι να μιλάω με τον κόσμο.
Στην Αθήνα μου αρέσουν οι βόλτες με φίλους. Βγαίνω συχνά προς Εξάρχεια ή επισκέπτομαι μαγαζιά που παίζουν μουσική γνωστοί μου. Έπαιζα και εγώ λίγο τζέμπε, ένα παραδοσιακό κρουστό όργανο της Σενεγάλης, αλλά νομίζω καλύτερα να παραμείνω στα υφάσματα. Δεν το έχω και πάρα πολύ με το ρυθμό.
Όταν ράβω, ακούω συνήθως ρέγκε μουσική. Ποιος να συγκριθεί με τον Μπομπ Μάρλεϊ; Στην Ελλάδα αγαπώ πολύ και το φαγητό. Υπάρχουν γεύσεις που μοιάζουν με τις δικές μας, αλλά στη Σενεγάλη τα περισσότερα είναι πιο πικάντικα, με πολλά μπαχαρικά και λαχανικά.
Στόχος μου τα επόμενα χρόνια είναι να κάνω πιο γνωστό το brand μου, να βγάζω τις κολεξιόν μου δύο φορές το χρόνο και να χαίρομαι τη ζωή. Αυτό είναι και το καλύτερο που μπορεί να θέλει κάποιος από το μέλλον.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα ρούχα του Mamadoo μπορείς να τον βρεις και στη σελίδα του στο Facebook.