Όταν όλα περάσουν, να είμαστε η γενιά που απλά έκατσε σπίτι
Ο κορονοϊός είναι πια μια πραγματικότητα και τώρα είναι η ευκαιρία μας να δείξουμε έμπρακτα την αλληλεγγύη μας προς εκείνους που την έχουν ανάγκη.
- 18 ΜΑΡ 2020
Ξέρω ότι είναι από ένα σημείο κουραστικό να το λένε όλοι συνέχεια. Το ακούτε από επιστήμονες, από πολιτικούς, από δημοσιογράφους, από τον Σπύρο Παπαδόπουλο. Θα το ακούσετε και από εδώ. Ξέρω επίσης ότι καμιά φορά είναι ένας ωραίος τρόπος να βάλεις μια ασπίδα ρίχνοντάς το στην απειθαρχία των Ελλήνων σε περίπτωση που σου ξεφύγουν τα πράγματα.
Αυτή η αλλόκοτη συνθήκη που ζούμε δεν είναι καθόλου εύκολη. Ακόμα και με ίντερνετ, ακόμα και με βιβλία, ακόμα και με τηλεόραση. Tο καταλαβαίνω ότι ο αυτοπεριορισμός είναι δύσκολος. Δεν είναι συνθήκη που δεν αντέχεται. Είναι όμως μια συνθήκη δύσκολη.
Όταν μας ανακοινώθηκε στη δουλεία ότι θα αρχίσουμε να δουλεύουμε από το σπίτι χαιρετηθήκαμε με την αμηχανία των ανθρώπων που όχι μόνο δεν είχαν ζήσει πανδημία αλλά ούτε και φαντάζονταν ποτέ ότι θα τη ζήσουν. Και το πιο δύσκολο σε όλο αυτό είναι ότι δεν ξέραμε πότε θα τελειώσει. Πότε όλο αυτό το πράγμα θα αποτελέσει αποτύπωμα στην κοινωνία που συγκροτούμε και όχι ένα ασφυκτικό και καταθλιπτικό παρόν.
Τελικά, πότε θα βρεθούμε από κοντά με τους συναδέλφους μας να γκρινιάξουμε για το πρωινό ξύπνημα, να παραγγείλουμε τον καφέ μας; Περπατούσα για το αμάξι μου σε γειτονιές τελείως αδιάφορες και προσπαθούσα να ρουφήξω τα τελευταία λεπτά κανονικής ζωής και ταυτόχρονα ήδη τα αναπολούσα σαν να είχαν χαθεί. Είναι στη φύση μας να αναπολούμε τις ρουτίνες μας μόνο αφού τις αντικαταστήσουμε με κάποιες άλλες.
Θα πεθάνουμε; Ναι. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, χωρίς να είμαι γιατρός, ότι κατά 100% θα πεθάνουμε. Θα πεθάνουμε από τον κορονοϊό; Μάλλον όχι. Σχεδόν σίγουρα όχι. Τυπικά άνθρωποι της ηλικίας μου (είμαι 29 στα 30) θα περάσουν πολύ ελαφριά τη COVID-19. Μερικοί ίσως και να την περάσουν και χωρίς καν να το καταλάβουν. Γαμάτο; Παρτάρα; ΜΥΚΟΝΟΟΟΣ; Όχι, ακριβώς.
Γιατί όμως τελικά όλος ο χαμός; Καθόμαστε και ζούμε σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης για ένα κωλοκρύωμα. Η απάντηση εδώ είναι μια πολυφορεμένη λέξη που έχει όμως ένα τεράστιο βάρος μέσα της. Αλληλεγγύη. Το κάνουμε γιατί βιώνουμε αυτή την πρωτόγνωρη συνθήκη -για μια φορά- ως μέλη μιας κοινότητας, μιας κοινότητας που προστατεύει -όπως μπορεί- τα πιο αδύναμα μέλη της. Γιατί έτσι κάνουν οι κοινότητες. Γιατί τελικά έτσι κάνουν οι άνθρωποι. Φροντίζουν ο ένας τον άλλον. Ακόμα και μπροστά στο άγνωστο. Ίσως ακόμα περισσότερο μπροστά στο άγνωστο.
Καταλαβαίνω ότι πολλοί μπορεί να έχουν το point ότι δεν έχουν γύρω τους κάποιον ηλικιωμένο ή κάποιο άτομο σε ευπαθή ομάδα, οπότε οκ. Το ζήτημα εδώ είναι ότι η αλληλεγγύη είναι μια συνθήκη, ένας τρόπος θέασης του κόσμου, ταυτόχρονα έμπρακτος και αφηρημένος. Μπορείς να νοιάζεσαι και να ανησυχείς για έναν πολύ συγκεκριμένο ή πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους. Μπορεί όμως να νοιάζεσαι και φτιάχνοντας μια αφηρημένη νοητική αναπαράσταση ανθρώπων που είχες δει ας πούμε να μπαίνουν με το καροτσάκι της λαϊκής στο 608. Ανθρώπων που σε ρωτούν μπερδεμένοι στον δρόμο τι ώρα είναι. Ανθρώπων που σου παίρνουν τη σειρά στην τράπεζα. Ανθρώπων που ταυτόχρονα υπάρχουν εκεί έξω και μαζί τους κατασκευάζει το μυαλό σου. Ζεις μαζί τους χωρίς να τους ξέρεις. Και τώρα που αποσυνδέθηκες από την κοινωνία που σε περιβάλλει, όλοι αυτοί σου λείπουν.
Ο ηρωισμός μας ξαπλώνει στους καναπέδες
Υπάρχει μια πολύ κλασική εικόνα από τη μυθολογία. Όταν η Τροία καταλαμβάνεται τελικά μετά από τη δεκαετή πολιορκία, ο Αινείας παίρνει στους ώμους τον πατέρα του, Αγχίση, για να τον σώσει από τη φλεγόμενη πόλη.
Στη γενιά μας δεν αντιστοιχούν φλεγόμενες πόλεις και ηρωικά κατορθώματα. Δεν έχει σπαθιά και λόφους και σημαίες. Αυτή τη μάχη θα τη δώσουμε κλεισμένοι στο σπίτι, αγκαλιά με το αντισηπτικό και το λάπτοπ μας και σίγουρα, όταν όλα αυτά θα έχουν περάσει, δεν θα χτίσουμε τη Ρώμη. Ο βαθμός της αυτοθυσίας θα είναι σίγουρα μικρότερος, κάτι που θα κάνει τις πράξεις μας πολύ λιγότερο εντυπωσιακές. Ο σκοπός όμως θα είναι εξίσου ιερός.
Αυτές οι μέρες θα είναι δύσκολες. Κάθε μέρα που θα περνάει θα γίνονται όλο και πιο δύσκολες. Οι ειδικοί λένε ότι σίγουρα δεν έχουμε φτάσει στο peak της πανδημίας. Άνθρωποι θα χαθούν, άλλοι θα ταλαιπωρηθούν, άλλοι θα θρηνήσουν. Εμείς που δεν είμαστε γιατροί ή νοσηλευτές το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι υπομονή. Το να σκεφτόμαστε όμως ότι το κάνουμε στο πλαίσιο της κοινότητας είναι κάτι που ίσως και να απαλύνει λίγο τις πληγές. Όλο αυτό το περνάμε μαζί και ας το περνάμε χωριστά.
Στην καλύτερη περίπτωση, τις μέρες που έρχονται θα δούμε πολλές σειρές, πολλά story, θα διαβάσουμε πολλά βιβλία. Θα βαρεθούμε, θα αγανακτήσουμε. Θα κοιτάξουμε το φωτιστικό. Θα βρούμε παλιές φωτογραφίες. Το φως του ήλιου έξω θα είναι τόσο γαμάτο. Ο καιρός θα φτιάχνει. Οι φίλοι μας θα μας λείψουν. Οι κινηματογράφοι θα μας λείψουν. Τα μπαρ, τα ποτά, οι αγκαλιές, τα ξενύχτια. Θα υποσχεθούμε πολλές φορές στον εαυτό μας ότι το καλοκαίρι δεν θα κάτσουμε ούτε ένα βράδυ μέσα. Μετά θα ξαναμελαγχολήσουμε. Θα κάνουμε βόλτες με τα μάτια στο ταβάνι. Θα θυμηθούμε ποιήματα που είχαμε ξεχάσει. Θα πιάσουμε τον εαυτό μας με ένα αστείο από τότε που βγαίναμε. Μετά ξανά απελπισία. Στην απελπισία όμως χτίζεται η αλληλεγγύη.
Εκείνη θα είναι η ώρα να πάρουμε τηλέφωνο γνωστούς μας που δεν έχουν κοντινούς ανθρώπους, τις γιαγιάδες μας, τους παππούδες μας, τους γείτονες. Απλά να ρωτήσουμε αν είναι καλά, αν θέλουν κάτι. Τόσο απλά, τόσο όμορφα. Τώρα, που ακόμα είμαστε στην αρχή, φαίνεται δύσκολο και τόσο μα τόσο άβολο. Όσο πιο έκτακτες είναι όμως οι συνθήκες, τόσο πιο έμπρακτα βγαίνει η αλληλεγγύη. Σκεφτείτε πόσο σημαντικό θα είναι για έναν μοναχικό άνθρωπο αυτό το απλό τηλεφώνημα που δεν κάνουμε απλά επειδή είναι άβολο.
Το είχαμε καταλάβει ότι το απόθεμα ηρωισμού που αντιστοιχεί στη γενιά μας είναι μικρό. Πραγματικά και, αποκαρδιωτικά καμιά φορά, μικρό. Ίσως κιόλας αυτό είναι δείγμα προόδου της κοινωνίας μας. Πηγαινοερχόμαστε από τον καναπέ στο κρεβάτι με το λάπτοπ στα χέρια και αναφωνούμε “τι ζούμε ρε μαλάκες”. Και ζούμε πράγματι κάτι τρομακτικό. Όσο όμως και αν δεν φαίνεται, όσο και αν δεν χρειάζεται να κουβαλήσουμε τον πατέρα μας στους ώμους, για να τον σώσουμε από τη φλεγόμενη Τροία, μπορούμε ακόμα να τον προστατεύσουμε.
Στο τέλος, όταν όλο αυτό θα έχει περάσει, δεν θα μας κάνει κανείς άγαλμα. Κανένας βλαχοδήμαρχος δεν θα βγάζει λόγους για τον ηρωισμό μας. Θα έχουμε όμως κάνει το μέγιστο που μπορούσαμε σε μια τέτοια κρίση. Θα γίνουμε η γενιά που έσωσε την προηγούμενη καθισμένη στον καναπέ της. Την ιστορία μας δεν θα την αφηγηθούν επικοί ποιητές ούτε θα την απεικονίσουν σκηνοθέτες. Καμία ταινία και κανένα ποίημα δεν γίνει για μας. Τελικά όμως πόσα από τα πράγματα που πετύχαμε και μας κάνουν υπερήφανους, θα μπορούσαν να γίνουν;
Κάποια μέρα, όλα θα ξαναγίνουν φυσιολογικά. Κάποια μέρα και πάλι θα βρεθούμε όλοι μαζί σε γεμάτα μαγαζιά και με δυνατές μουσικές. Θα έχουμε περάσει δύσκολα. Θα είμαστε όμως εντάξει με τον εαυτό μας. Ακόμα και αν δεν το καταλάβαμε, σώσαμε ανθρώπινες ζωές. Κι ας το κάναμε από τον καναπέ μας.