Το έργο του Σαββόπουλου στέκεται ψηλότερα και απ’ τον ίδιο
Γιατί είναι αστείο να προσπαθείς να αποδομείς τη μουσική του, προκειμένου να αποδομήσεις τις δημόσιες τοποθετήσεις του.
- 28 ΑΠΡ 2020
Ο Άκης Πάνου δολοφόνησε άνθρωπο, ο Michael Jackson ξέρεις τι έκανε και ο Knut Hamson, ο “εθνικός” συγγραφέας της Νορβηγίας μια βδομάδα μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ έγραψε σε εφημερίδα “εμείς οι στενοί οπαδοί του, υποκλινόμαστε στον θάνατό του”. Προηγουμένως είχε χαρίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας του στον Γκέμπελς.
Είναι λογικό να μην αντέχεις να ξανακούσεις ή να ξαναδιάβασεις τίποτα δικό τους, “ακούμε και με το μυαλό, όχι μόνο με τα αυτιά”, όπως μου είπε ένας γνωστός. Είναι όμως το ίδιο λογικό να προσπαθήσεις να αποδομήσεις το έργο τους επειδή ακριβώς δεν μπορείς πια να το ακούς;
Ακόμη και αν το κάνεις αυτό, με μία σειρά από επιχειρήματα -αντέγραφαν, έκλεβαν, αγόραζαν συνθέσεις άλλων και έβαζαν την υπογραφή τους κλπ-, μπορείς να κάνεις το ίδιο και με την επιρροή που είχαν στον πολιτισμό; Αυτή θα είναι πάντα εκεί ως απότοκο της ιδιοφυΐας τους και πάντα θα σε βγάζει ψεύτη. Γιατί η επιρροή δεν είναι σαν το γούστο. Η επιρροή είναι κάτι χειροπιαστό και αντικειμενικό.
Όταν το ντοκιμαντέρ ‘Leavin Neverland’ προβλήθηκε, πολλοί σταθμοί ανακοίνωσαν ότι δεν θα έπαιζαν ξανά τραγούδια του Michael Jackson. Τότε πολλοί αναρωτήθηκαν, και τι θα γίνει με τις επιρροές του; Είναι ηθικό να αναπαράγεται το υλικό καλλιτεχνών που επηρεάστηκαν απ’ αυτόν ή ακόμη χειρότερα ένα ολόκληρο είδος μουσικής που χτίστηκε, έχοντας ως βάση τον ίδιο; Έχοντας τη μουσική του στα θεμέλια της;
Το ερώτημα κατέληγε στο αν μπορείς να σβήσεις την ιστορία. Γιατί ακριβώς εδώ είναι η ουσία.
Η ιστορία έχει συνέχεια. Κάθε τι, κάπως προκύπτει. Με το να σβήνεις την ύπαρξη της αρχής, ή έστω ενός κρίκου της αλυσίδας που μπορεί να είναι και στη μέση, δημιουργείς περισσότερα προβλήματα από όσα λύνεις.
Σκεφτείτε πχ. μια μέρα να έσβηναν το ρεμπέτικο γιατί γινόταν γνωστό κάτι αβάσταχτο άσχημο για τους βασικούς εκπροσώπους του. Και το λαϊκό πώς προέκυψε; Ο Χατζιδάκις πώς έγραψε το ‘Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι’; Τι περίεργο όργανο είναι αυτό που ακούγεται στην αρχή στο ‘Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ’;
Ή να αποδεικνυόταν με κάποιον μαγικό τρόπο ότι “έλα μωρέ, σιγά τη μουσική εν τέλει”. Όλη η υπόλοιπη ιστορία του ελληνικού τραγουδιού που προέκυψε μέσα από την κληρονομιά που άφησαν τα τρίχορδα μπουζούκια παρανόμων, θα ήταν εκεί για να γελάει μαζί μας.
Ο Σαββόπουλος δεν έχει κάνει τίποτα από όσα ανέφερα στην πρώτη παράγραφο. Ωστόσο, κρίνεται πιο σκληρά από τον Άκη Πάνου, ο οποίος επαναλαμβάνω έχει σκοτώσει άνθρωπο. Κανείς δεν μπήκε στη διαδικασία να μειώσει τον δεύτερο ως καλλιτέχνη για να “ταιριάξει” το καλλιτεχνικό του μέγεθός με το μέγεθος που είχε ως άνθρωπος. Τα τραγούδια που είχε δώσει στον Καζαντζίδη, στον Διονυσίου και στη Μοσχολιού δεν αγγίζονται. Και σωστά κατά τη γνώμη μου.
Με τον Σαββόπουλο όμως αυτό συμβαίνει συνεχώς. Μειώνουν, αποδομούν το έργο του, ώστε κάτι που στέκει πολύ ψηλότερα ακόμα και από τον ίδιο, να χαμηλώσει. Και μαζί μ’ αυτό να χάσει και την νομιμοποιητική δύναμη ο λόγος του Σαββόπουλου. Γιατί πώς μπορεί κάποιος να παριστάνει τον κήνσορα και τον τιμητή, όταν και το έργο του δεν είναι κάτι αξιόλογο; Ή ακόμα χειρότερα, “είναι κλεμμένο”;
Λες και το έργο πρέπει πάντα να συμβαδίζει με τον άνθρωπο, λες και πολλές φορές η τέχνη δεν είναι η προσπάθεια του ίδιου του ανθρώπου να φτάσει το ανάστημά του όσο ψηλότερα γίνεται, να ξεπεράσει τα όρια του. Λες και δημιουργός με έργο είναι ένα.
Αλλά υπάρχει αυτή η άποψη, έχει τα υπέρ της επιχειρήματα και τη σέβομαι.
Ο Σαββόπουλος πήγε την ελληνική μουσική πολλά βήματα παρακάτω. Έχουν γραφτεί βιβλία, αναλύσεις, ένα σωρό πράγματα που ίσως οι περισσότεροι που δεν ξέρουμε από θεωρία μουσικής να μην τα καταλαβαίναμε, ακόμη και αν μας τα εξηγούσαν. Γι’ αυτό και πολλές φορές ψάχνουμε την αξία ενός τραγουδιού μέσα απ’ του στίχους του, μάς είναι πιο βολικό αυτό το πεδίο κριτικής.
Καταλαβαίνουμε όμως τη δύναμη που έχει ένας καλλιτέχνης μέσα από το στίγμα που άφησε πίσω του, μέσα απ’ την επιρροή του. Μην ψάξεις να βρεις ψήγματα μουσικής του Σαββόπουλου σε έργα άλλων, δες μόνο πώς μιλούν γι’ αυτόν οι υπόλοιποι καλλιτέχνες.
Το γούστο είναι κάτι υποκειμενικό, η επιρροή όμως είναι αντικειμενική, όπως είπαμε και πριν.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου σε ερώτηση για το ποιον θεωρεί κορυφαίο Έλληνα δημιουργό, είχε πει:
“…θα το επαναλάβω. Ο Σαββόπουλος είναι μια πολύ σημαντική περίπτωση, ολοκληρωμένος δημιουργός, πιο πολύ από τον καθένα νομίζω. Στιχουργικά και μόνο, ακόμα και σήμερα, οι περισσότεροι περνάνε κάτω από αυτό που έκανε.”
Ο Παπάζογλου θεωρούσε “κομβικό σημείο της καριέρας του” τη συνεργασία του μαζί τους στους ‘Αχαρνείς’, ο Μάλαμας έχει πει ότι τα χρόνια που μεγάλωνε ο Σαββόπουλος ήταν η “αναπνοή τους”, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είχε δηλώσει ότι “το τραγούδι μας κατάγεται από τους μεγάλους τραγουδοποιούς του παρελθόντος, με προεξέχοντα στην Ελλάδα τον Σαββόπουλο.” Ο Μαυρουδής, ο Χατζιδάκις, η Βιτάλη, ο Ρασούλης… Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.
Αυτός είναι ένας αντικειμενικός τρόπος για να εξετάσουμε την καλλιτεχνική αξία κάποιου.
Από τη δεκαετία του ‘80 από όταν ξεκίνησε αυτή η νεοσυντηρητική στροφή του, μέχρι σήμερα δίνει συνεχώς δημόσιες αφορμές, ώστε και εμείς που τον αγαπάμε να κλείνουμε τα αυτιά μας και τα μάτια μας, όποτε εμφανίζεται. Γιατί αν ενοχλούν μία φορά αυτά που λέει όσους δεν τον συμπαθούν ή δεν τον ακούνε, εμάς μας ενοχλεί δέκα. Ή έστω κάποιους από εμάς. Άλλοι ταυτίζονται μαζί του και τον χειροκροτούν, υπάρχει και αυτό το ακροατήριο. Δεν ανήκω σε αυτό.
Και κάτι τελευταίο, σχετικά με την κατηγορία ότι “έκλεβε”. Κατά τη γνώμη μου έχει συμβεί σε τόσο μικρό βαθμό που είναι ανάξιο αναφοράς και έχει περιοριστεί στο επίπεδο των στίχων. Σε επίπεδο μουσικής, δεν έχω ακούσει ποτέ ένα τραγούδι του που “να μου θυμίζει κάτι”, ούτε κάποιος μου έχει στείλει ένα τραγούδι και να μου πει “να, από εδώ έκλεψε τη μουσική ο Σαββόπουλος”. Υπάρχει κάτι τέτοιο; Προσωπικά δεν το ξέρω.
Αλλά και σ’ αυτήν την κατηγορία, είχε απαντήσει κάποτε ο ίδιος ο Χατζιδάκις, όταν τον ρώτησαν ευθέως για τα “δάνεια” του Σαββόπουλου -και ας τελειώσουμε με αυτά τα λόγια:
“Όταν έχεις ισχυρή προσωπικότητα, ότι και να πάρεις γίνεται δικό σου. Ο Έλιοτ έχει πάρει ολόκληρα κατεβατά από διάφορα έργα, έχει αντιγράψει, αλλά όλα αυτά έχουν γίνει δικά του. Η έννοια της αντιγραφής, στα υψηλά επίπεδα, δεν έχει τη σημασία που της αποδίδει ο κόσμος. Όταν γράψεις μια ασήμαντη μελωδία και αντιγράψεις τη μισή, βέβαια, μόνο η μισή είναι δική σου. Εγώ έχω γράψει το ‘Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι’. Την πρώτη φράση την πήρα ενσυνείδητα απ’ τον ‘Τρελό τσιγγάνο’ του Τσιτσάνη. Την πήρα γιατί μου άρεσε μια εποχή που δεν ήξερα ότι θα κάνω τραγούδι. Έκανα ένα μπαλέτο και πήρα αυτή τη φράση. Το υπόλοιπο απ’ το τραγούδι του Τσιτσάνη δεν μου άρεσε για το μπαλέτο και το συμπλήρωσα εγώ. Το άκουσε η Μελίνα, της έκανε εντύπωση και βάλαμε το τραγούδι στη ‘Στέλλα’. Δημιουργήθηκε λοιπόν, αμέσως θέμα κυριότητος! Είναι δικό μου όμως το τραγούδι, έστω κι αν η πρώτη φράση είναι του Τσιτσάνη. Το τραγούδι, με τους στίχους του Κακογιάννη και την όλη του ατμόσφαιρα, δεν είναι Τσιτσάνης, είναι έντεχνο. Τώρα, από άποψη ποσοστών, ας τα πάρει όλα ο Τσιτσάνης! Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Κατάλαβες;”.