‘Τα Κορίτσια της Χρυσής Αυγής’: Το σινεμά στα άδυτα των νεο-Ναζί
Με τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης στη φυλακή, ένα συνεργείο Νορβηγών κινηματογραφιστών απέκτησε πρόσβαση δίχως προηγούμενο για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ ‘Τα Κορίτσια της Χρυσής Αυγής’, το οποίο μπορείτε να δείτε δωρεάν στο News24/7 από την Κυριακή 18 Οκτωβρίου και για 72 ώρες.
- 7 ΟΚΤ 2020
H Ουρανία Μιχαλολιάκου κοιτάζει μια φωτογραφία του πατέρα της, δεκαετίες νεότερου, που φορώντας στολή και έχοντας ως φόντο μια τεράστια σβάστικα, κάνει τον ναζιστικό χαιρετισμό.
«Είναι αξιολάτρευτος», μονολογεί η χρυσαυγίτισσα.
Ίσα κομμάτια κωμωδία του παραλόγου που σε κάνει να θες να ξεριζώσεις κάθε τρίχα από τα μαλλιά σου, όσο και καταδικαστική ματιά σε ένα φασιστικό οικοσύστημα που του έχει δοθεί κάθε ευκαιρία να αναπτυχθεί δίπλα μας, πάνω μας, το ‘Golden Dawn Girls’ είναι ένα ντοκιμαντέρ-μελλοντικό κειμήλιο (που μπορείς να δεις δωρεάν στο News247 από την Κυριακή 18 Οκτωβρίου και για 72 ώρες).
Διαθέτοντας αδιανόητο επίπεδο πρόσβασης στο εσωτερικό της εγκληματικής οργάνωσης που το 2015 βρέθηκε τρίτο κόμμα στις εκλογές, το φιλμ καταγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια και όσο είναι δυνατόν ψύχραιμη ματιά, το 18μηνο κατά το οποίο όλα τα μεγάλα κεφάλια της Χρυσής Αυγής βρέθηκαν κλεισμένα στη φυλακή– και τα Κορίτσια της Χρυσής Αυγής χρειάστηκε να αναλάβουν την ευθύνη της οργάνωσης.
Ο Νορβηγός ντοκιμαντερίστας Χάβαρντ Μπούστνες βρέθηκε εκεί σχεδόν από σπόντα. Ο παραγωγός του είχε κάνει ένα ντοκιμαντέρ για μπλακ μέταλ με τίτλο ‘Blackhearts’, στο οποίο συμμετείχε και η μπάντα του χρυσαυγίτη Γιώργου Γερμενή. Όταν ο Μπούστνες αντιλήφθηκε την άνοδο της νεο-χιτλερικής δεξιάς στην Ελλάδα, μέλος της οποίας ήταν ο Γερμενής, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη σύνδεση ώστε να αποκτήσει πρόσβαση.
«Η αρχική μου ιδέα ήταν να κάνω μια ταινία για το πώς οι ακραίοι εθνικιστές μεγαλώνουν τα παιδιά τους», λέει. «Πάνω στο πώς μεταφέρουν την κοσμοθεωρία στα παιδιά τους». Σύντομα όμως διαπίστωσε πως για πρακτικούς και ηθικούς λόγους κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να κινηματογραφηθεί, αν και στην ταινία που τελικά γύρισε υπάρχει πράγματι μια απίστευτη σκηνή που μοιάζει στην αρχική του σύλληψη. Σε αυτήν, η Δάφνη Ηλιοπούλου, μητέρα του χρυσαυγίτη Ηλιόπουλου, βάζει σαν κουίζ στα δύο εγγόνια, να της πουν τι εθνικότητες είναι τα ενοχλητικά παιδιά στο σχολείο, δημιουργώντας ξεκάθαρα στο μυαλό τους την ιδέα μιας γενίκευσης μίσους. «Τι συμπεραίνουμε», τα ρωτάει, από το τυχαίο παράδειγμα που αναφέρουν τα παιδιά; Ε, φαντάζεστε τι συμπεραίνουμε.
Όταν ο Μπούστνες εγκατέλειψε την ιδέα του ντοκιμαντέρ πάνω στα παιδιά, διαπίστωσε πως είχε την αληθινή ιδέα μπροστά στα μάτια του. Η απάντηση ήταν οι γυναίκες. Με τα μέλη της Χρυσής Αυγής στη φυλακή μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα (και το ευρύτερο γεγονός της εγκληματικής τους ύπαρξης), η οργάνωση βρέθηκε στα χέρια των γυναικών που έμειναν πίσω.
Στην Τζένη, την σύζυγο του Γερμενή, την Δάφνη, μητέρα του Ηλιόπουλου, και φυσικά την Ουρανία, την κόρη του Νικόλαου. Η Τζένη, λόγω της γνωριμίας με τον Γερμενή, ήταν εκείνη που τους έφερε στις υπόλοιπες. Σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, ένας χρυσαυγίτης ακούγεται να λέει «μην είναι από καμιά ΕΡΤ» κι η Τζένη Γερμενή απαντά «όχι ρε κάτι Νορβηγοί είναι», σαν η κάμερα να μην γράφει, σαν τα λόγια τους να μην έχουν σημασία. Αυτή η νοητική αποσύνδεση πράξεων, λόγου και πραγματικότητας θα επανέλθει πολλές φορές στο επίκεντρο της συζήτησης κατά τη διάρκεια του φιλμ, αλλά σε αυτή τη φάση συναρπάζει λόγω αυτής της φαινομενικής άγνοιας κινδύνου.
«Θέλαμε να βρεθούμε όσο δυνατόν πιο κοντά στην ηγεσία της οργάνωσης, οπότε η Ουρανία ήταν πολύ σημαντική για εμάς», λέει ο σκηνοθέτης. «Είχε σπουδάσει ψυχολογία αλλά ξαφνικά έγινε λίγο ως πολύ η ηγέτης της Χρυσής Αυγής. Και νομίζω πως αποτελούσε έναν πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα». Στη διάρκεια της ταινίας η Ουρανία Μιχαλολιάκου παίζει με το σκύλο της, μας ξεναγεί στο χώρο της, στα ράφια με τις ταινίες Disney, στις στοίβες με τα επιτραπέζια, στις παλιές της οικογενειακές φωτογραφίες με τον πατέρα της να κάνει τον ναζιστικό χαιρετισμό, όλες αυτές τις γλυκές οικογενειακές στιγμές. Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις το πώς κάθε επιχείρηση κανονικότητας καταρρέει καθώς σκάνε βόμβες βίαιου παραλογισμού.
Κατ’ επανάληψη, η Ουρανία και όλες οι υπόλοιπες γυναίκες, αρνούνται να παραδεχτούν την βίαιη φύση της Χρυσής Αυγής. Ο σκηνοθέτης τους δείχνει βίντεο καταστροφών, τις ρωτάει αν ασπάζονται τον Ναζισμό, συζητάει μαζί τους κάθε λογής θεωρίας συνωμοσία τους, τους παρουσιάζει μέχρι και ντοκουμέντα ευθείας σύνδεσης με τη ναζιστική σημειολογία. Αλλά όλες τους, διαρκώς αρνούνται. Αρνούνται, αλλάζουν συζήτηση κοιτάνε αλλού. Οι Ναζί ήταν στην Γερμανία του λένε, τι σχέση έχει με εμάς;
Σταδιακά, όσο η κάμερα μένει περισσότερο πάνω τους, όσο μπαίνει πιο βαθιά στα σπίτια και στις ζωές τους, καθίσταται απολύτως σαφές το πόσο βαθιά πιστεύουν την αλήθεια που διαλαλούν. Δεν υποδύονται. Υπάρχει εκεί ένα πολύ αληθινό φαράγγι λογικής, ανάμεσα στις αληθινές, καταγεγραμμένες, καθομολογούμενες πράξεις βίας, μίσους, θανάτου, και σε αυτό που βλέπουν οι χρυσαυγίτισσες. Για αυτές δεν υπάρχει βία, δεν υπάρχει παρατυπία, δεν υπάρχει ξύλο σε μετανάστες, υπάρχουν μόνο ελεγχόμενα κέντρα αποφάσεων και μια άδικα σχεδιασμένη εις βάρος τους εικόνα που έχουν σχηματίσει τα μίντια.
(Τα ίδια μίντια που μιλούσαν για “σοβαρή Χρυσή Αυγή”, που καλωσόριζαν τον Παναγιώταρο στα πάνελ, που άφηναν τον Κασιδιάρη να χειροδικεί, που σπάγαν λάιφσταϊλ πλακίτσα με τον Καιάδα, που αναστέναζαν για το πόσο ράκος πρέπει να είναι αυτός ο άνθρωπος ο Ρουπακιάς. Ναι, αυτά τα μίντια.)
Η ταινία τοποθετεί αρχειακό υλικό δίπλα σε συνεντεύξεις και σε νεκρό χρόνο γυρισμάτων, με την κάμερα να τρέχει μετά το τέλος κάποιας συζήτησης ή με τις χρυσαυγίτισσες να μιλούν στα ελληνικά δίχως να σκέφτονται πως κι αυτό το υλικό καταγράφεται. Έτσι, ο Μπούστνες χρονολογεί την άνοδο της Χρυσής Αυγής, από τις αρχές των ‘10s μέχρι το αποκορύφωμα του 2015, βάζοντας στη σειρά γεγονότα, κλιπάκια ειδήσεων, ερασιτεχνικό viral υλικό από του YouTube, κι όλα αυτά με αφήγηση και σχολιασμό των ίδιων των γυναικών της Χρυσής Αυγής.
«Την πρώτη φορά που συνάντησα τα μέλη της Χρυσής Αυγής φόρεσα ένα μαύρο τισερτάκι για να μοιάζω με φαν της μπλακ μέταλ», εξηγεί. «Κατάλαβα νωρίς στη διαδικασία πως θα προσπαθούσαν να ελέγξουν το φιλμ με κάθε τρόπο. Είχαμε καλή πρόσβαση σε αυτές, αλλά κάποιες φορές ρωτούσαν τους άντρες τους για να μας αφήσουν να γυρίσουμε σε συγκεκριμένα μέρη ή συγκεκριμένους ανθρώπους. Οπότε με έναν τρόπο, ήλεγχαν τι μπορούσαμε να φιλμάρουμε και τι όχι. Για μένα ως σκηνοθέτη, ήταν ένα αληθινό δίλημμα».
Αυτή η λεπτή ισορροπία γίνεται τελικά κομμάτι της ταινίας. Η αγωνία του σκηνοθέτη καθώς προσπαθεί να φέρει τις χρυσαυγίτισσες αντιμέτωπες με την ιδεολογία τους, αλλά την ίδια στιγμή παλεύοντας να μην χάσει την μοναδική του πρόσβαση σε αυτές, διαχέεται σε όλο το φιλμ. Αντικατοπτρίζοντας ίσως εν μέρει και τη στάση ενός προβληματισμένου κομματιού της κοινωνίας απέναντι σε ένα τέτοιο δηλητηριώδες φαινόμενο: Αυτή η άσκηση ισορροπίας του πώς απορρίπτεις και καταδικάζεις κάτι προσπαθώντας την ίδια στιγμή να εκτιμήσεις τι είναι αυτό που το έκανε ελκυστικό για τόσο ουσιαστικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
«Πολλές φορές σκέφτηκα να σταματήσω», παραδέχεται. «Όταν κάνεις μια ταινία, κάποιες φορές υπάρχουν στιγμές που πιστεύεις πως θα χάσεις την πρόσβασή σου. Επειδή πιέζεις τα πράγματα, και στα αντικείμενά σου ίσως να μην αρέσουν οι ερωτήσεις σου. Οπότε υπήρξαν πολλές φορές που σκέφτηκα “Ίσως αυτή να είναι η τελευταία φορά που θα τις δω”». Όμως πάντα κατάφερνε να επιστρέφει κι άλλο.
Πάντα, μέχρι φυσικά την αποφυλάκιση. Κατά την έξοδο των μελών της εγκληματικής οργάνωσης από την φυλακή, οι Γυναίκες Της Χρυσής Αυγής κάνουν πάλι πίσω. Η κάμερα ξαφνικά, ενώ ως τότε έκοβε βόλτες στο αρχηγείο, καταγράφει από μακριά, ανάμεσα από κεφάλια και χέρια. Οι 18 μήνες τελείωσαν και όλα γύρισαν στην κατάσταση που ήταν πριν. Με την ουσιώδη διαφορά βέβαια, πως όλο αυτό το συνάφι ήταν πλέον κατηγορούμενοι.
Στην πορεία της ταινίας η προσέγγιση του Μπούστνες μοιάζει αυξανόμενα… όχι ακριβώς επιθετική, γιατί ο Νορβηγός ποτέ δεν επιτίθεται (το μέγιστο λέβελ συναισθήματος που αγγίζει είναι το να κοιτάζει αποσβολωμένος την Ουρανία να του λέει «δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να απαντήσω» [πως δεν υποστηρίζω τους Ναζί]), αλλά ίσως πιο έτοιμη για αντιμαχίες, για κόντρες, για άμυνα στον παραλογισμό. Ο ίδιος εξηγεί πως συμμετείχε σε ένα workshop όπου έδειξε πολύ πρώιμο υλικό του ντοκιμαντέρ αλλά «σύντομα διαπιστώσαμε πως υπήρχε πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που αντιδρούσαν οι Σκανδιναβοί και στο πώς ένας Κεντροευρωπαίος καταλάβαινε τι προσπαθούσαμε να κάνουμε». Το κοινό μιας χώρας σαν την δική του, θέλει να πει ο άνθρωπος, «ήταν πιο ανεκτικό στο να εκθέτω εξτρεμιστές εθνικιστές χωρίς εγώ, ως σκηνοθέτης, να χρειάζεται κάνω έντονη αντιπαράθεση». Μετά από λίγο όμως, έγινε σαφές πως «ήταν αναγκαίο να δηλώσουμε ξεκάθαρα την επικριτική στάση μας μες στο ίδιο το φιλμ».
Και κάπως έτσι γεννήθηκε αυτή η εντυπωσιακή, καθηλωτική άσκηση ισορροπίας και αγωνίας στην καρδιά της πολιτικοκοινωνικής μας κρίσης μιας ολόκληρης δεκαετίας. Η εγκληματική οργάνωση βρέθηκε απέναντι από την δικαιοσύνη όμως οι βαθιές πληγές στις οποίες μπόρεσε τόσο αποτελεσματικά να παρασιτίσει, δεν έχουν σε καμία περίπτωση επουλωθεί. Αν μη τι άλλο, αν μέσα από την άνευ προηγουμένου πρόσβασή του στα άδυτα της Χρυσής Αυγής αποκαλύπτει κάτι ο Νορβηγός σκηνοθέτης, είναι πως η δυνατότητα του ανθρώπου για αποστασιοποίηση και εκλογίκευση, ξεπερνά κάθε άλλο μας όριο. Είναι σχεδόν ζήτημα επιβίωσης.
Υπάρχει πολλή δουλειά που πρέπει ακόμα να κάνουμε, αλλά ένα έργο σαν το ‘Golden Dawn Girls’ θα είναι για πάντα βαρύ ντοκουμέντο μιας απάνθρωπης κοινωνικής μας στιγμής. Η εκδίκαση της οποίας μπορεί να ολοκληρώνεται, αλλά που ποτέ δεν πρέπει ποτέ να κάνουμε το λάθος να πιστέψουμε πως έχουμε αφήσει πίσω.
*Το ‘Golden Dawn Girls’ (‘Τα Κορίτσια της Χρυσής Αυγής’) streamάρει στο Cinobo και on demand στο Vimeo.