Οι δύο άγνωστες φοιτήτριες που βοήθησαν στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής
Πλάι στη Μάγδα Φύσσα και στην ηρωική της στάση, υπήρχαν και άνθρωποι που βοήθησαν στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής απλά με το να κάνουν το σωστό.
- 8 ΟΚΤ 2020
Το πώς γράφεται η ιστορία είναι κάτι τεράστιο που προφανώς δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ. Υπάρχουν όμως κάποιες στιγμές, κάποιοι πρωταγωνιστές που σπάνια τους αναφέρουμε, όταν αφηγούμαστε ένα ιστορικό γεγονός. Δεν ξέρω αν θυμάστε τον αστυνομικό που οι ίδιοι οι Λάκης Σάντας και Μανώλης Γλέζος ανέφεραν ότι συνάντησαν στον δρόμο της επιστροφής, αφού είχαν κατεβάσει τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολή. Πρόσωπα σαν και αυτό, ήρωες της καθημερινότητάς μας, πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας. Πίσω από τον Παύλο και τη Μάγδα και τον Λουκμάν υπάρχει, λοιπόν, η ιστορία δύο φοιτητριών που αποφάσισαν να δράσουν ως σωστές πολίτες και άνθρωποι.
Την ύπαρξη αυτών των φοιτητριών τη μάθαμε -όσοι δεν έχουμε καθημερινή τριβή με τη δίκη της Χρυσής Αυγής- από την εμβληματική αγόρευση του δικηγόρου της Πολιτικής Αγωγής, Θανάση Καμπαγιάννη. Το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, της δολοφονίας που συγκλόνισε την Ελλάδα, οι δύο τους κάθονταν τυχαία σε ένα παγκάκι. Συζητούσαν για άσχετα πράγματα. Και ενώ συνέβαινε αυτό, απέναντί τους έγινε σε κοινή θέα μια από τις πιο σημαντικές δολοφονίες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Οι ίδιες, λοιπόν, έγιναν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του Παύλο Φύσσα από τον Ρουπακιά και το Τάγμα Εφόδου της Χρυσής Αυγής.
Ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους που ήταν επίσης μάρτυρες της δολοφονίας, οι δύο τους δεν δίστασαν να δηλώσουν στις αρχές ότι είδαν ακριβώς ό,τι είχε συμβεί. Να μιλήσουν μάλιστα με το όνομά τους, τη στιγμή που τόσοι άλλοι που είχαν δει τι είχε συμβεί επέλεξαν να σιωπήσουν. Και αυτές οι καταθέσεις τους ήταν πάρα πολύ βασικές για το κατηγορητήριο και τελικά για την καταδίκη της νεοναζιστικής οργάνωσης. Χωρίς κανέναν ηρωισμό αλλά με μια βαθύτατη αίσθηση καθήκοντος με την οποία πρέπει να ζει ένας πολίτης και αλληλεγγύης με την οποία πρέπει να πορεύεται ένας άνθρωπος.
Σε μια πραγματικά ανθρώπινη στιγμή, ακούμε από τον Θανάση Καμπαγιάννη, τη στιγμή που μια από αυτές τις φοιτήτριες συνομιλεί με τη μητέρα της και της εξηγεί τι είχε μόλις συμβεί. Η μητέρα της, τελείως ανθρώπινα, και ξέροντας τις πιέσεις και τους κινδύνους που ενέχει σε μια τέτοια κοινωνία το να είσαι ηθικά άρτιος, της λέει από έγνοια προφανώς, να κατέβει αμέσως από το αυτοκίνητο και να γυρίσει σπίτι. Όπως πιθανόν να έλεγε και η μητέρα των περισσότερων από εμάς. Τουλάχιστον μέσα στον πρώτο πανικό της. Η φοιτήτρια όμως αυτή ύψωσε το ανάστημά της. “Και αν ήταν ο αδερφός μου, αυτό θα μου έλεγες;” Τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία. Ίσως όμως μια ιστορία που θα γραφόταν διαφορετικά, αν δεν υπήρχαν αυτές οι γυναίκες.
Το τέλος της συγκλονιστικής αγόρευσης του Καμπαγιάννη
“Πιο σημαντικές θεωρώ ότι ήταν οι δύο φοιτήτριες, η Δ. Ζ. και η Π. Κ. Δυο νέες κοπέλες που βρέθηκαν τυχαία σ’ ένα παγκάκι να λένε τα δικά τους και κατέληξαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες της σημαντικότερης πολιτικής δολοφονίας της γενιάς μας, τουλάχιστον των τελευταίων δεκαετιών. Και δεν φοβήθηκαν να δώσουν το όνομά τους και θυμόσαστε ότι οι αστυνομικοί έκαναν έκκληση, αλλά πολύ λίγοι το έκαναν, από πολύ κόσμο που το είχε δει, γιατί το έγκλημα έγινε «σε δημόσια θέα». Και κάνανε αυτό το βήμα και τους είμαστε ευγνώμονες γι΄αυτό.
Το βράδυ εκείνο, η Π.Κ. επικοινώνησε με τη μητέρα της για να της πει ότι είναι σε ένα αστυνομικό όχημα, ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας δολοφονίας και ότι πάει να καταθέσει. Και η μητέρα της είπε τότε: «κατέβα τώρα από το αυτοκίνητο όπου κι αν είσαι, πάρε ένα ταξί και γύρνα σπίτι σου»,. Και η Π.Κ. της απάντησε: «αν ήταν κάτω πεσμένος ο αδελφός μου, θα έλεγες το ίδιο;». Και την αψήφησε. Και πήγε και κατέθεσε. Τι φοβερό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Να έχεις κάνει ένα παιδί, ένα κορίτσι, να μεγαλώνει, να γίνεται μια νέα κοπέλα, να ενηλικιώνεται, να έρχεται η ώρα να απογαλακτιστεί, να σε αψηφήσει. Και να χτυπάει το τηλέφωνο μετά τα μεσάνυχτα, να ακούς το παιδί σου να σου λέει ότι χύθηκε αίμα, ότι έχει εμπλακεί σ αυτή την ιστορία και ότι πάει να καταθέσει. Και να σε αψηφάει έτσι. Σε μια τέτοια περίπτωση. Τι φόβο θα πρέπει να ένιωσε αυτή η μάνα εκείνο το βράδυ. Αλλά και τι καμάρι.
Δεν ξέρουμε για σας κ. Πρόεδρε, αλλά για εμάς αυτές οι δυο νεαρές κοπέλες είναι ο λόγος που μπορούμε να κοιμόμαστε τα βράδια. Μέσα σε ένα ζοφερό τοπίο, για την κοινωνία, για τον κόσμο, αυτές οι δύο νεαρές κοπέλες εκτέλεσαν τα πολιτικά τους καθήκοντα, με την πραγματική έννοια του όρου «πολιτικά». Γιατί εκείνη την άγρια νύχτα, δεν έδρασε μόνο ο κόσμος των λύκων, γιατί αγέλη λύκων ήταν αυτοί που χύμηξαν πάνω στον Παύλο Φύσσα.
Αλλά έδρασε, αναδύθηκε και ο κόσμος των μελισσών, ο κόσμος της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει κάτω πεσμένο έναν άνθρωπο και δεν λέει «να ένας ξένος», αλλά λέει «να ο αδελφός μου». Γι’ αυτό τον λόγο περισσότερο από κάθε άλλο μάρτυρα, στην περίπτωση αυτών των δύο νεαρών γυναικών, καλείστε όχι μόνο να κρίνετε την αξιοπιστία τους, αλλά καλείστε κυρίες και κύριοι δικαστές να τοποθετηθείτε: Κι εσείς κ. Πρόεδρε, με ποιον είστε. Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;”