Ναγκόρνο Καραμπάχ: Εξομολογήσεις ενός φαντάρου από το πεδίο της μάχης
Με αφορμή την έκρυθμη κατάσταση στον Νότιο Καύκασο, συνομιλήσαμε με έναν φαντάρο που υπηρέτησε τη θητεία του στην περιοχή.
- 13 ΟΚΤ 2020
Ναγκόρνο Καραμπάχ, 2020. Οι πιο βίαιες συγκρούσεις μετά το τέλος του εξαετούς πολέμου το 1994. Παρά τις επαναλαμβανόμενες συμφωνίες για καταπαύσεις πυρών, οι συγκρούσεις στην περιοχή του αμφισβητούμενου θύλακα συνεχίζονται ανά διαστήματα τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Η σφοδρότητα του ‘Πολέμου των Τεσσάρων Ημερών’ το 2016 επαναλαμβάνεται φέτος για περίπου δύο εβδομάδες στην περιοχή του Νότιου Καυκάσου. Παρά την κατάπαυση πυρός που συμφωνήθηκε το πρωί της 10/10, οι δύο χώρες αλληλοκατηγορούνται από το μεσημέρι της ίδιας μέρας για παραβίαση της συμφωνίας, μετά την πυραυλική επίθεση που έπληξε το Στεπανακέρτ, πρωτεύουσα του μονομερώς αναγνωρισμένου κράτους.
Για την ιστορία των συγκρούσεων του Ναγκόρνο Καραμπάχ μπορεί κανείς να διαβάσει εδώ και εδώ ή και να αναζητήσει περισσότερες πηγές. Ωστόσο, δεν θα βρεθεί καμία απάντηση στο ερώτημα ‘ποιος νικάει και ποιος χάνει’. Υπάρχουν βέβαια ήττες, αν αναλογιστεί κανείς τις γενιές και τους αμάχους που χάνονται στις συγκρούσεις και τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια που καταστρέφονται μόλις ανοικοδομούνται.
Απλά έρχεσαι σε μια φάση που σκέφτεσαι μέσα σου: “Είναι σωστό αυτό; Δηλαδή να γίνονται πόλεμοι και να σκοτώνονται τόσοι νέοι άνθρωποι και από τις δύο πλευρές;” μου είπε ο Hayk που υπηρέτησε στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Ο Hayk γεννήθηκε στην Αρμενία και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά το τέλος του ‘Πολέμου των Τεσσάρων Ημερών’, αποφάσισε να αφήσει την σχολή Ευελπίδων που φοιτούσε και να επιστρέψει στην Αρμενία, για να ολοκληρώσει τη θητεία του. Για περίπου έναν χρόνο, υπηρέτησε στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ ή Αρτσάχ, όπως το αποκαλούν οι Αρμένιοι και οι ντόπιοι της περιοχής.
Με αφορμή τις πολεμικές συγκρούσεις των τελευταίων εβδομάδων, μιλάει στο Oneman για την ζωή του και την εμπειρία του από το Ναγκόρνο Καραμπαχ.
Γεννήθηκα στην Αρμενία, αλλά μόλις έγινα ενός έτους, μετακομίσαμε στην Ελλάδα. Ήρθαμε μετανάστες για ένα καλύτερο μέλλον, έτσι όπως κάνουν τόσες οικογένειες όταν πηγαίνουν από μια χώρα σε μια άλλη. Για χρόνια δεν μπορούσαμεν να επιστρέψουμε πίσω στην Αρμενία, γιατί ήμουν πολύ μικρός να ταξιδέψω. Όσο οι γονείς μου έψαχναν σπίτι και δουλειές, δεν ξεχνούσαν ποτέ την πατρίδα. Μετά που έγινα οκτώ – εννιά χρονών, θυμάμαι κάθε καλοκαίρι να πηγαίνουμε εκεί, με το αυτοκίνητο κιόλας. Περνούσαμε μέσα από την Τουρκία και την Γεωργία και καθόμασταν εκεί ένα μήνα. Αυτές ήταν οι διακοπές της οικογένειάς μας, γιατί, όσο να πεις, συγγενείς δεν έχουμε εδώ.
Ο πατέρας μου είναι από το Γιερεβάν και η μητέρα μου από ένα χωριό, περίπου 100 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Τον περισσότερο χρόνο από τις διακοπές μας τον περνούσαμε εκεί. Η ζωή στο χωριό δεν διαφέρει με τη ζωή κάποιου χωριού στην Ελλάδα. Θυμάμαι πάντοτε ότι είχαμε να κάνουμε κάτι. Φτιάχναμε το σπίτι, κάναμε επισκευές, για να μη δείχνει παρατημένο. Μόλις φτιάξαμε το σπίτι στην εδώ, στην Ελλάδα, οι γονείς μου σκεφτόταν ήδη ‘να πάμε στην Αρμενία, να φτιάξουμε το σπίτι, για να μπορέσουμε να ζήσουμε κάποτε εκεί’. Πάντοτε τους άρεσε να ζουν εκεί πέρα, αλλά η χώρα δεν τους επέτρεπε να ζήσουν μια άνετη ζωή. Δεν ήθελαν δηλαδή να ζουν στα όρια της επιβίωσης.
Στην Ελλάδα μεγάλωσα. Έμαθα τη γλώσσα, πήγα σχολείο, έχω τους φίλους μου εδώ. Το 99% της ζωής μου το πέρασα στην Ελλάδα. Με την Αρμενία όμως υπάρχει ένα άλλο είδος σύνδεσης, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Άσε που τώρα ο καθένας έχει τα προγράμματά του και ορίζει διαφορετικά το πώς θα περάσει τις διακοπές του. Έχω καιρό να πάω για διακοπές εκεί. Είναι και οι δύο πατρίδες αλλά για διαφορετικούς λόγους.
Όταν γίνεσαι δεκαοκτώ, πρέπει να παρουσιαστείς. Η θητεία κρατάει δύο χρόνια, είτε υπηρετείς στο Γιερεβάν, είτε υπηρετείς στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Όταν έγινα δεκαοκτώ, ήμουν ακόμη στο σχολείο. Η Αρμενία το δικαιολογεί αυτό. Όσα παιδιά είναι σε σχολεία σε άλλες χώρες, παίρνουν αναβολή για ένα χρόνο. Μόλις έγινα δεκαεννιά χρονών, πήγα να παρουσιαστώ στην Αρμενία και έμαθα πως ο ελληνικός και ο αρμένικος στρατός συνεργάζονται. Όχι όπως το φαντάζεται κανείς, αλλά βάσει νομικού πλαισίου. Πήρα υποτροφία από το αρμένικο κράτος, για να σπουδάσω στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στην Αθήνα.
Δίνεις πρώτα πανελλήνιες και μετά εξετάσεις στην Αρμενία. Μαθηματικά, φυσική, έκθεση, γυμναστική, αλλά όλα στα αγγλικά. Δεν γνωρίζω να γράφω και να διαβάζω στα αρμένικα, μόνο να τα μιλάω. Ήταν πλεονέκτημα που έμενα στην Ελλάδα, γιατί τα παιδιά που έρχονται από την Αρμενία κάνουν έναν παραπάνω χρόνο για να μάθουν την ελληνική γλώσσα. Έτσι πέρασα στη σχολή. Αντί να πάω να κάνω τη θητεία μου εκεί, με έστειλαν εδώ· να τελειώσω τη σχολή και να ορκιστώ αξιωματικός. Βέβαια, αν τελείωνα τη σχολή, θα έπρεπε να φύγω και να μείνω στην Αρμενία, διότι πληρώνει για τα έξοδα της σχολής, για να γίνεις αξιωματικός.
Την σχολή δεν την τελείωσα. Από την Ευελπίδων έφυγα στο δεύτερο έτος, τον Σεπτέμβριο. Έφυγα από τη θέλησή μου. Έπρεπε ούτως ή άλλως να πάω πίσω στην Αρμενία. Τότε είχαν ξεκινήσει τα επεισόδια στο Ναγκόρνο – Καραμπάχ. Δεν καταλάβαινα τι έκανα. Όταν είπα “ναι, θα πάω”, έψαξα την κατάσταση, είδα βιντεάκια, διάβαζα νέα, αλλά δεν ξέρω για ποιον λόγο πήρα την απόφαση. Είπα απλώς ‘θα πάω’ και έφυγα. Ήταν πολύ απότομο. Έβλεπα πως ήταν τα πράγματα, αλλά είπα πως ποτέ δεν ξέρεις πώς είναι πραγματικά η κατάσταση, αν δεν τα δεις με τα δικά σου τα μάτια.
Οι γονείς μου το έμαθαν πολύ καιρό αργότερα. Δεν μίλησα μαζί τους στο τηλέφωνο, επειδή μόλις φτάσαμε στο αεροδρόμιο, φόρεσα την παραλλαγή. Δεν πήγα στο χωριό να ξεκουραστώ, να δω τους συγγενείς μου. Γενικά, ο στρατός στην Αρμενία δεν είναι όπως εδώ. Το τηλέφωνο δεν το έχεις στην τσέπη σου. Μιλήσαμε μετά από δύο μήνες. Δεν τους είπα τελείως την αλήθεια. Τους είπα μόνο πως είμαι καλά, να μην ανησυχούν και να μην ακούν πολύ την τηλεόραση. Όμως μόλις είδαν πως τα επεισόδια πήραν άσχημη τροπή, κατάλαβαν από την τηλεόραση (σ.σ. πού βρίσκομαι), αλλά έπαιρναν τα νέα από μένα.
Αυτοί ήξεραν πως είχα πάει στην Ευελπίδων. Τις πρώτες μέρες όμως βρισκόμασταν στο ‘περίμενε’. Μια τεράστια αναμονή στα πάντα, γιατί ήμασταν και πάρα πολλά άτομα που ήταν να πάμε στο Ναγκόρνο. Την πρώτη εβδομάδα, κάναμε σκοπιές σε φυλάκια, δεν χρειαζόταν να περάσουμε κάποια εκπαίδευση. Εκείνοι που πάνε για πρώτη φορά εκπαιδεύονται για μερικούς μήνες.
Είσαι σε ένα μέρος που δεν έχεις άλλη επαφή με άλλους ανθρώπους πέραν με αυτούς που είστε εκεί. Ήταν πολύ περίεργη η φάση. Αυτοί οι άνθρωποι που έβλεπες όλη μέρα ήταν πια η οικογένειά σου. Τρως μαζί τους, λέτε όλοι τα προβλήματά σας, κι ας άλλαζαν τα άτομα συνέχεια. Εκεί πέρα ξεχνάς τη ζωή που έκανες. Για να προετοιμαστώ μέσα μου, έλεγα: ‘τώρα κάνε πέρα τη ζωή σου, δεν θα έχεις αυτά που είχες κάποτε’. Δεν είχαμε τόσο νερό, δεν είχαμε ρεύμα. Εκεί όλα τα κάναμε με μέτρο, τα μετρούσαμε όλα. Έπρεπε να ήμασταν πολύ προσεκτικοί.
“Προστατεύουμε εμάς, γιατί θα είμαστε οι πρώτοι που θα πεθάνουμε”.
Σίγουρα δεν μπορείς να τους αγαπήσεις όλους, σίγουρα δεν μπορούσες να τους κάνεις όλους φίλους. Το θέμα είναι πως όσο κακός κι αν είναι ο άνθρωπος που είναι απέναντί σου, όταν βρίσκεσαι σε μια φάση που παίζεις με τη ζωή και έχεις την επιβίωση μπροστά σ’ αυτό, λες ‘ας είναι λίγο χαζός, ας έκανε και καμιά μαλακία, δεν πειράζει’, γιατί στην ουσία μένουμε μαζί και προστατεύουμε ο ένας τον άλλον. Γιατί, για παράδειγμα, αν έχω μια ώρα να ξεκουραστώ το βράδυ και αυτός κρατάει σκοπιά, εμένα με προστατεύει. Αυτό που λέγαμε στο φυλάκιο ήταν πώς ‘ναι, οκέι, προστατεύουμε τα σύνορα, για να κοιμούνται οι υπόλοιποι ήσυχα, αλλά πρώτα απ’ όλα, εμείς προστατεύουμε εμάς, γιατί θα είμαστε οι πρώτοι που μπορεί να πεθάνουμε’.
Τις τελευταίες μέρες που βλέπω βιντεάκια στο Twitter και βλέπω την καταστροφή δεν μπορώ να νιώσω κάτι. Δεν μπορώ να εξηγήσω, να μοιραστώ με κάποιον κάποιο περιστατικό που έγινε εκεί πάνω, για να καταλάβει ο καθένας πως είναι να βρίσκεσαι εκεί, γιατί όλα ήταν τρελά. Ακούς γύρω σου όλμους να σκάνε, ανατινάζονται πράγματα, ζεις τη σκηνή της μάχης καθημερινά. Κανείς και ποτέ δε θα καταλάβει πώς είναι να σκέφτεσαι ότι θα πεθάνεις και μόλις τελειώσει αυτό, να πρέπει να το ξεχνάς κατευθείαν. Απλά έρχεσαι σε μια φάση που σκέφτεσαι μέσα σου: ‘είναι σωστό αυτό; Δηλαδή να γίνονται πόλεμοι, να σκοτώνονται τόσοι νέοι άνθρωποι και από τις δύο πλευρές;’ Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν έχεις άλλη επιλογή. Ή εγώ ή ο απέναντί μου. Νιώθω όμως πως η πολιτική κάνει τους ανθρώπους να πολεμάνε μεταξύ τους.
Φίλοι, άτομα που υπηρετήσαμε μαζί βρίσκονται εκεί, αλλά δεν μπορούν να μοιραστούν πολλά. Το κάθε κράτος ανακοινώνει ξεχωριστά το τι θέλει να ανακοινώσει. Η κατάσταση όμως στην Αρμενία είναι πως ο κόσμος βγαίνει στους δρόμους, από παιδιά μέχρι γέρους, και πηγαίνουν σε στρατιωτικές μονάδες γιατί θέλουν να επιστρατευτούν. Όσοι δεν μπορούν, βοηθούν από το σπίτι. Ο στρατός τους λέει πως πρέπει να περιμένουν, επιλέγονται τα άτομα που θα τους φανούν χρήσιμα. Στο Γιερεβάν, σίγουρα οι άνθρωποι φοβούνται, η τελευταία φορά που έγινε τόσο μεγάλη σύρραξη ήταν το ’90. Πολλοί βγαίνουν στους δρόμους και χορεύουν και γλεντάνε, γιατί ξέρουν πως μερικοί μπορεί να μην γυρίσουν κιόλας και κάνουν μεγάλο τραπέζι για να τους τιμήσουν.
Το σκεφτόμουν και ακόμα το σκέφτομαι να καταταγώ ξανά. Το βλέπω σαν υποχρέωση. Ναι μεν έχω πάει, έχω δει άσχημα πράγματα, αλλά δεν ξέρεις πότε και αν θα γυρίσεις, πόσες μέρες θα επιβιώσεις, γιατί τώρα δεν έχουμε απλώς επεισόδια.
Δεν θα πω προσεύχομαι, αλλά εύχομαι και συνέχεια σκέφτομαι, να γίνουν τα πράγματα καλύτερα, και δεν εννοώ να κερδίσει κάποιος τον πόλεμο και να έχουμε κι άλλους νεκρούς, γιατί όπως υπάρχουν έφηβοι και νέοι εδώ, έτσι το ίδιο συμβαίνει και εκεί. Δεν έχουμε θέμα με τους ανθρώπους. Έτσι κι αλλιώς, μπορεί και εκεί να υποφέρουν από τις πολιτικές καταστάσεις. Εύχομαι απλώς να σταματήσουν όλα.
Το όνομα που χρησιμοποιήθηκε στη συνέντευξη δεν είναι πραγματικό. Για ευνόητους λόγους, ο συνεντευξιαζόμενος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.