Ο Vinnie Jones δε σταμάτησε ποτέ να κάνει τάκλιν
Ο σκληρός του αγγλικού ποδοσφαίρου κλείνει τα 59 και κάνουμε μία αναδρομή στις «καφρίλες» του στα γήπεδα και στο σινεμά.
- 5 ΙΑΝ 2024
Στις 5 Ιανουαρίου του 1965, γεννιέται στο Γουότφορντ της Αγγλίας ένας από τους πιο σκληρούς τύπους που έπαιξαν ποτέ ποδόσφαιρο στα βρετανικά γήπεδα. Ένας τύπος που βρήκε όλους τους πιθανούς κι απίθανους τρόπους για να μπλεχτεί σε καβγά, να γεμίσει ουλές στο πρόσωπο, μελανιές το σώμα, βγαίνοντας αλώβητος. Ο μάγκας, ο τέλειος, ο υπέρτατος. Αργό περπάτημα, σηκωμένα μανίκια, με ένα μυαλό που πρώτα σχεδιάζει το πιο αρχοντικό του τάκλιν, το εκτελεί και ύστερα σχεδιάζει την επίθεση στο τέρμα. Κέρδισε ένα Κύπελλο, αποτέλεσμα συλλογικής καφρίλας και ξύλου.
Ο Vinnie Jones όταν αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο αποφάσισε να γίνει κινηματογραφικός αστέρας. Κυρίως παίζοντας τον εαυτό του. Γρατζουνιές στο μάτι, ασημένιο δόντι στο στόμα και καπνισμένη κάννη στην τσέπη του. Δε φοβήθηκε κανέναν, μονάχα τους φόβισε όλους. Είτε παίζοντας μπάλα, είτε πρωταγωνιστώντας στις ταινίες του Guy Ritchie, παραμένει μια ιδέα που όμοιά της (ευτυχώς ή δυστυχώς) δε θα υπάρξει ποτέ.
Οι Άγγλοι θα χρησιμοποιούσαν υποτιμητικά ή και αντιπροσωπευτικά τον όρο “scally” για άτομα σαν τον Vinnie Jones. H λέξη που προέρχεται από μια ιδιόλεκτο της Βορειοδυτικής Αγγλίας (Λίβερπουλ, Μάντσεστερ, Λίντς) συμβολίζει το ντύσιμο, τη γλώσσα και τον τρόπο συμπεριφοράς ορισμένων νέων – στα ελληνικά, θα τον λέγαμε κάγκουρα.
Κοντό μαλλί, λίγο ζελέ, μαζί με ένα καπέλο σε γωνιά 45 μοιρών. Σκουλαρίκι στο αυτί, χρυσή αλυσίδα στο λαιμό, πόλο μπλουζάκι, φαρδιά παντελόνια, φόρμες γυμναστικής κατά προτίμηση. Πάντοτε sneakers, με τη στάμπα ευδιάκριτη, με αμάξι δεκαετίας που αν περνούσε διάβαση τρένου του ΟΣΕ θα έκανε τραμπάλα στις ράγες. Μονολεκτικές εκφράσεις – το urban dictionary τις χαρακτηρίζει ως αποτέλεσμα παραίτησης από το σχολείο. Κάτι σαν τον Ali G του Sacha Baron Cohen ή τους χαρακτήρες των αγγλικών ταινιών πάνω στον χουλιγκανισμό.
O Vinnie Jones μπορεί να ήταν “scally”, ωστόσο, αγαπούσε το ποδόσφαιρο, ή τον καβγά στο ποδόσφαιρο. Ο χωρισμός των γονιών του επηρέασε τη σχέση του με την μπάλα και για 3 χρόνια δεν ήθελε να την αγγίξει. Στα 15 του μέσα από το ποδόσφαιρο βρήκε τον εαυτό του.
Αρχηγός στην ποδοσφαιρική ομάδα του σχολείου του, μέσος, σε ηλικία 19 ετών υπέγραψε το πρώτο του ημι-επαγγελματικό συμβόλαιο με την ομάδα της Γουιλντστόουν, ενώ δούλευε ταυτόχρονα σε οικοδομή. Μάλιστα, για έναν χρόνο τον έστειλαν δανεικό σε μια άσημη ομάδα στο σουηδικό βορρά. Ωστόσο, η Γουίμπλεντον, ομάδα τότε της First Division (2η εθνική) έδωσε 10.000 λίρες για να τον αποκτήσει και να τον κάνει μέλος της Crazy Gang.
Ο προπονητής της Wimbledon, Dave Bassett, πήρε την ομάδα από το χέρι ανεβάζοντάς την από την 4η κατηγορία στην 1η. Οι οδηγίες του στους παίκτες ήταν σαφείς: Τσεκούρωμα, θρασύτητα και απλότητα.
Η αντίληψή του για το ποδόσφαιρο συνοψίζεται στη φράση «μην το πολυζαλίζουμε». Υπό τις οδηγίες του, η ομάδα της Wimbledon κέρδισε το Κύπελλο Αγγλίας τη σεζόν 1987-88 και απέκτησε το παραπάνω παρατσούκλι από τη φράση ενός δημοσιογράφου που παρομοίασε την ποδοσφαιρική ομάδα με το ομώνυμο κωμικό γκρουπ που έκανε σοκαριστικά και macho αστεία. «Η Crazy Gang νίκησε το Culture Club» δήλωσε μετά τη νίκη της Γουίμπλεντον επί της Λίβερπουλ με 1-0.
Ο Vinnie Jones, μαζί με τους Dennis Wise και John Fashanu, ήταν τα βασικά γρανάζια της ομάδας. Το Κύπελλο Αγγλίας ήταν το μόνο τρόπαιο που κατέκτησε στη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Ήταν μόλις 21. Δεν έγινε ποτέ διάσημος για τους τίτλους, όσο για τη βία που ασκούσε σε κάθε παιχνίδι.
Πολλοί τον αποκαλούσαν ψυχοπαθή, κάποιοι άλλοι τον μισούσαν για τα επιθετικά του τάκλιν, τις κλωτσιές, τις 102 κίτρινες κάρτες και τις 12 κόκκινες, τα ανοίγματα κεφαλιών των αντιπάλων, των ουλών στα πρόσωπα των παικτών, το ζούληγμα των ευαίσθητων περιοχών τους, τις απρεπείς χειρονομίες, τα βρισίδια στην εξέδρα, τους καβγάδες με τους παίκτες και την καταστροφή που προκαλούσε στο άθλημα – ναι, χειρότερος και από τον Pepe.
Jogo bonito δεν υπήρχε στην Αγγλία του 1980, χώρια που ο χουλιγκανισμός οδήγησε στην τραγωδία του Heysel το 1985 που ώθησε την Margaret Thatcher να εισηγηθεί στην UEFA τον αποκλεισμό των αγγλικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις για πέντε χρόνια.
Η κόντρα του με τον Paul Gascoigne τον έβαλε στο πάνθεον του cult. Ο “Gazza” διηγείται την πρώτη συνάντηση/εμπειρία/ψυχολογική επίθεση που είχε με τον Jones. «Ήρθε κοντά μου και μου είπε στο αυτί: “Είμαι ο Vinnie Jones, παίρνω πολλά λεφτά και θα σου ξεριζώσω το αυτί”. Μετά έφτυσε στο γρασίδι και μου είπε πως “τώρα είμαστε μόνοι μας, εγώ κι εσύ” (…) Όλη την ώρα ένιωθα την ανάσα του στο σβέρκο μου, λες και ήταν δράκος. Δεν παραπονέθηκα ποτέ για τα τάκλιν, αλλά συμπεριφερόταν σαν να ήταν πραγματικά θυμωμένος (…) Ει, χοντρούλη, δε σου ‘πα πως εγώ ανέλαβα τα κόρνερ. Άρα να περιμένεις εδώ μέχρι να γυρίσω».
Παρά τον φόβο που του προξένησε στην αρχή, στη διάρκεια του αγώνα έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερο θάρρος. Δε δίστασε να ανταποκριθεί στις αγκωνιές του, στις σπρωξιές του και να ξεπεράσει τα τάκλιν του. Εκτός από το ζούληγμα τη «ευαίσθητης περιοχής» του σε ανύποπτο χρόνο. Πώς να ξεχάσει τον πόνο ο Gascoigne; Μετά το τέλος του αγώνα όμως έγιναν φίλοι με το να βρίζουν ο ένας τον άλλον.
Ο Jones δοκίμασε την τύχη του στην Λιντς, τη Σέφιλντ, την Τσέλσι, την ΚΠΡ, επέστρεψε στη Γουίμπλεντον, έγινε αρχηγός στην Εθνική Ουαλίας για ένα ματς με την Ολλανδία (7-1 υπέρ των Οράνιε) και στα 34 του εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο.
Ωστόσο, ένα χρόνο νωρίτερα, το 1998, το σκηνοθετικό μυαλό του Guy Ritchie μετέτρεψε την ποδοσφαιρική ιδέα του Vinnie Jones σε κινηματογραφική. To cult status των δύο ετερόκλητων ανθρώπων συναντήθηκε στα Lock, Stock and Two Smoking Barrels και Snatch.
Ο Vinnie Jones έπαιζε απλά τον εαυτό του, πώς να μην ξεχωρίζει στις ταινίες; Αγγλόφατσα που βγήκε από τα 90s, έτοιμη να πλακωθεί με το παραμικρό, να σπάσει ποτήρια μπύρας στους αντιπάλους του και να βγάζει ιαχές. Θα τον δει κανείς στις κυριακάτικες ταινίες του Star, στο X-MEN 3: The last stand ως Juggernaut και γενικά σε ταινίες που πάντα θα παίζει ξύλο, είτε μιλάει, είτε παραμένει βουβός, όπως σε μία παραγωγή του Καζακστάν.
Δε χρειάζεται όμως πολλά. Και βουβός να παραμείνει, τον ίδιο τρόμο προκαλεί. Δεν τα λέμε εμείς, αλλά ο ίδιος, σε ένα κωμικό βιντεάκι.
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 5 Ιανουαρίου του 2021 από τον Παντελή Τσομπάνη.