Η κινηματογραφική ζωή του Σήφη Βαλυράκη
Συνελήφθη από τη Χούντα λίγο πριν τοποθετήσει εκρηκτικό μηχανισμό, απέδρασε στο εξωτερικό, φυλακίστηκε στην Αλβανία του Χότζα. Η ζωή του Σήφη Βαλυράκη θα μπορούσε να είναι και σενάριο χολιγουντιανού blockbuster.
- 25 ΙΑΝ 2021
Το σοκ του ξαφνικού και μάλλον τραγικού θανάτου του Σήφη Βαλυράκη, ήρθε να το συμπληρώσει η «έκπληξη» που νιώσαμε όταν άρχισαν να κυκλοφορούν στα social media πληροφορίες και για κάτι άλλο, εκτός της πολιτικής του καριέρας. Πληροφορίες για την αντιδικτατορική του δράση, η οποία στους νεώτερους από εμάς μάλλον ήταν τελείως άγνωστη – κρίνοντας και από τις online αντιδράσεις. Και δε μιλάμε για μία συνηθισμένη ιστορία -αν υπάρχει συνηθισμένη ιστορία τέτοιου τύπου-, κάποιου για παράδειγμα που φυλακίστηκε για κάποιο διάστημα, όπως δυστυχώς χιλιάδες αριστεροί και προοδευτικοί άνθρωποι επί χούντας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία εντελώς κινηματογραφική περίπτωση, γεμάτη με συλλήψεις, φυλακίσεις, αλλά κυρίως εντυπωσιακές αποδράσεις.
Ο Σήφης Βαλυράκης δε συνελήφθη το 1967, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα. Και αυτό γιατί είχε προλάβει και το είχε σκάσει από την Ελλάδα μόλις έγινε το πραξικόπημα, προκειμένου να μην έχει την ίδια τύχη με τον πατέρα του, τον Γιάννη Βαλυράκη, βουλευτή της Ένωσης Κέντρου, ο οποίος και έπεσε αμέσως στα χέρια των στρατιωτικών. Ο 23χρονος τότε Σήφης, διέφυγε στην Ιταλία με πλαστό διαβατήριο και από εκεί, μετά από παροτρύνσεις άλλων αυτοεξόριστων Ελλήνων, έφυγε για το Μόναχο. Στο Μόναχο θα μείνει στο σπίτι του Γιάννη Σακελλαρίου, μετέπειτα ευρωβουλευτή του γερμανικού κόμματος SPD, ο οποίος με τη σειρά του θα τον συστήσει στην Αγγέλα Κοκκόλα στη Στοκχόλμη και από εκείνη θα μυηθεί στο ΠΑΚ, την πολιτική αντιδικτατορική οργάνωση που είχε δημιουργήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ως μέλος πια του ένοπλου μέρους του ΠΑΚ, θα επιστρέψει στην Ελλάδα με σκοπό την ανατίναξη συγκεκριμένου στόχου. Δε θα προλάβει όμως. Η αστυνομία που έχει παρεισφρήσει στο ΠΑΚ, γνωρίζει κάθε κίνησή του και στις 12 Μαΐου του 1971 θα συλληφθεί μαζί με ακόμα 8 συντρόφους του στην Αθήνα για κατοχή και χρήση εκρηκτικών υλών. Θα οδηγηθεί στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου όμως δε θα μείνει και πολύ. Από εκεί θα ξεκινήσει το σερί των αποδράσεών του.
«Δεν άφησα φυλακή που να μην προσπάθησα να αποδράσω», θα πει χρόνια αργότερα στο ντοκιμαντέρ «Η άγνωστη αντίσταση κατά της δικτατορίας». «Έκανα πάνω από 15 απόπειρες απόδρασης. Και βεβαίως έχω και δύο επιτυχείς».
Απ’ το ΕΑΤ-ΕΣΑ θα το σκάσει κόβοντας τα κάγκελα του κελιού του.
«Γύρω στις δύο τη νύχτα, βγαίνοντας απ’ το πλέγμα, σηκώθηκα και κυκλοφόρησα κανονικά ως μέλος της φρουράς. Έφτασα στις τουαλέτες και από εκεί, από την ταράτσα, πέρασα στο ΝΙΜΤΣ και μετά ήμουν ελεύθερος στην Αθήνα για περίπου 15-17 ημέρες. Εκεί ήταν όλες οι πόρτες κλειστές. Όλοι μου δίνανε λεφτά. Κανείς δε μου ‘δωσε στέγη. Όλοι φοβόντουσαν».
Δεν μπορούσε να βρει σπίτι να κρυφτεί, καθώς είχε γίνει γνωστό ότι είχε συλληφθεί στο σπίτι της ξαδέρφης του την πρώτη φορά. Είχε κακό προηγούμενο. Θα αναγκαστεί να αναζητήσει τη λύση του εξωτερικού. Θα σκαρφαλώσει σε ένα τρένο που φεύγει για τη Γιουγκοσλαβία, αλλά θα σταθεί άτυχος. Όπως θα πει και το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ στο ίδιο ντοκιμαντέρ, Γιάννης Χαραλαμπόπουλος «στα σύνορα που σταματήσανε για να ανεφοδιαστεί το τρένο, τα φώτα πέσανε πάνω». Οι αρχές θα τον εντοπίσουν στη σκεπή του τρένου και θα τον συλλάβουν ξανά.
«Γύρισα πίσω με χειροπέδες», θα πει ο Βαλυράκης. «Σε ένα ΕΑΤ-ΕΣΑ από όπου δε δραπέτευες πια, είχανε κλείσει τα πάντα, τα παράθυρα, είχανε βάλει πέτρες, κάγκελα πολύ χοντρά».
Το έκτακτο στρατοδικείο θα τον καταδικάσει σε 7 χρόνια φυλάκισης και θα τον στείλει στον Κορυδαλλό. Πριν προλάβει να το σκάσει και από εκεί -είχε ανοίξει μία τρύπα στο κελί του πίσω απ’ τον νιπτήρα- θα τον μεταφέρουν στις φυλακές της Κέρκυρας.
Εκεί, μαζί με τον σύντροφό του, Μπάμπη Γεωργάκη και τη βοήθεια ενός ακόμη κρατούμενου, του Γιάννη Κλωνιζάκη, θα σχεδιάσει ξανά το άλμα προς την ελευθερία.
«Τους έδωσα λεφτά και τα εργαλεία για να κόψουν τα σίδερα», θα πει ο Κλωνιζάκης. «Είχα πάρει και σιδεροπριονάκια μικρά, τα οποία είχα βάλει μέσα μία οδοντόπαστα. Και τα οποία φανήκαν πάρα πολύ χρήσιμα στο κόψιμο του σιδήρου».
Πράγματι, ο Βαλυράκης θα τα καταφέρει. «Αυτά λοιπόν κόβανε το σίδερο και βέβαια χάνανε τα δόντια τους. Και κάνανε και τρομερό θόρυβο. Άρα συνδυάζαμε το βόλεϊ του μεσημεριού με κόψιμο του κάγκελου. Τσίλιες κράταγε ο Γιάννης Κλωνιζάκης (…) Κόψαμε αυτά τα σίδερα και περάσαμε μέσα από το άνοιγμα, το οποίο δεν ήταν και πάρα πολύ μεγάλο, και καταφέραμε να ανέβουμε στην ταράτσα του πρώτου ορόφου, με κάποια πρόχειρη σκάλα που κάναμε από τις σανίδες του κρεβατιού. Καταφέραμε και ανοίξαμε το συρματόπλεγμα που ήταν στην κορυφή του ορόφου σε ύψος 10-12 μέτρων».
Οι φύλακες όμως θα τους δουν.
«Ο φύλακας έστρεψε τον προβολέα και μας φώτισε στα κεραμίδια σαν τους γάτους και έλεγε στον ένοπλο φρουρό «Εκεί, εκεί! Νάτος, νάτος, ρίξτου!». Από εκεί πηδήσαμε κάτω, εγώ κατάφερα πέφτοντας να τραβήξω το τηλεφωνικό καλώδιο, έμεινε η φυλακή χωρίς τηλέφωνα αλλά εγώ προσγειώθηκα καλά». Ο Μπάμπης Γεωργακάκης κατά την πτώση του θα σπάσει το πόδι του και θα συλληφθεί αμέσως. Ο Βαλυράκης θα καταφέρει να τους ξεφύγει.
«Ήμουνα μόνος μου πια και έτσι αναγκαστικά η μόνη επιλογή που είχα ήταν η Αλβανία», θα πει. «Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έβαλα σε μία νάιλον σακούλα για να τα έχω στεγνά όταν φτάσω, αλείφτηκα με μαγειρικό λίπος που είχαμε πάρει από τα μαγειρεία ώστε να αντέχω στο κρύο και έπεσα στη θάλασσα, κολυμπώντας. Έφθασα εντελώς εξουθενωμένος, θα έλεγα μισολιπόθυμος στην Αλβανία. Ντύθηκα τουρτουρίζοντας και στριμώχτηκα σε κάτι θάμνους όπου πέρασα την υπόλοιπη νύχτα. Αλλά το πρωί συνήλθα και ήμουν πολύ καλά, και πολύ ευτυχισμένος (σ.σ. γελάει) που τελικά απελευθερώθηκα και πατούσα ας πούμε σε ελεύθερη γη».
Η περιπέτειά του όμως δεν τελείωσε εκεί. Οι αλβανικές αρχές δεν τον είδαν ως έναν εν δυνάμει σύμμαχο που το έσκασε από τη φασιστική Ελλάδα. Κατηγορήθηκε για κατασκοπεία, και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα.
«Μετά το λαϊκό δικαστήριο με πήγαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βόρεια Αλβανία σε πρώτη φάση, λίγο στα Τίρανα, όπου είχαν τους πολιτικούς κρατούμενους και μετά στο Φιέρι όπου ήταν στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας και συγκέντρωσης. Ακριβώς το σταλινικό στρατόπεδο με το κρύο, την πείνα, τα έντομα, τους κοριούς τους ψύλλους, όλο το πακέτο. Δικαιούμουν 15 γραμμάρια κρέας την ημέρα, όλο μαζί αυτό γινόταν μία μερίδα στις δεκαπέντε μέρες», θα θυμηθεί.
«Προσπάθησα από την αρχή να αλληλογραφήσω. Για πολλούς μήνες προσπαθούσα, δεν έφευγε κανένα γράμμα (…) έτσι μου ‘παν μια φορά «γιατί δε βάζεις πολλά γραμματόσημα με το κεφάλι του Εμβέρ Χότζα;». Γέμισα κι εγώ, λοιπόν, όλην την πλευρά του γράμματος μπρος και πίσω με γραμματόσημα το κεφάλι του Χότζα. Και έφυγε το γράμμα (σ.σ. γελάει)… Ω του θαύματος!
Ήταν ένα γράμμα που απευθυνότανε στη μητέρα μου. Η μητέρα μου το ‘δωσε στη δημοσιότητα, κι έτσι και η οργάνωση μου έμαθε ότι ζω και ότι βρίσκομαι στην Αλβανία».
Η διεθνής κοινότητα άρχισε να ασκεί πίεση. Όσο περίεργο και αν ακούγεται εκείνος που «έσωσε» τον μετέπειτα βουλευτή ήταν ο πρίγκιπας Σιχανούκ της Καμπότζης. Στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου ο ίδιος, μίλησε στις αρχές της Κίνας και η κομμουνιστική χώρα που είχε υπό τη σφαίρα της επιρροής της τον Χότζα, τον έπεισε να τον αφήσει ελεύθερο.
«Με πήρανε με βάλανε σε ένα τζιπ, με πήγανε στη βόρεια άκρη της Αλβανίας, στα Σκόντρα όπου με κλείσανε μέσα σε ένα διαμέρισμα, μέσα σε μία πολυκατοικία… όπου άρχισαν να με ταΐζουν. Το φαγητό παραήτανε γεμάτο με λίπη (σ.σ. προφανώς για να ξαναπάρει βάρος) και βεβαίως μου πήρανε μέτρα για ένα κοστούμι, μου δώσανε πέντε δολάρια για τυχαία έξοδα και με βάλανε στο αεροπλάνο που πάει στην Ιταλία».
Στο αεροδρόμιο της Ρώμης θα τον περιμένουν η Οριάνα Φαλάτσι και ο Αλέκος Παναγούλης, ο οποίος έχει λίγο καιρό που έχει αποφυλακιστεί. Η Αμαλία Φλέμινγκ θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι της, αλλά όχι για πολύ καιρό. Μέσα σε μερικούς μήνες η χούντα θα πέσει και ο Σήφης Βαλυράκης θα γυρίσει στην πατρίδα του, όπου λίγα χρόνια αργότερα θα ξεκινούσε τη σταδιοδρομία του ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ.