Ο Kevin Garnett τελειώνει τις συγκρίσεις Michael Jordan με LeBron James
Στη «μη λογοκριμένη εγκυκλοπαίδεια για τη ζωή, το μπάσκετ και ό,τι άλλο υπάρχει μεταξύ αυτών», ο βετεράνος NBAερ εξηγεί γιατί οι προ 20ετιας σταρ δε θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις σημερινές απαιτήσεις.
- 9 ΦΕΒ 2021
Στις 23/2 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του Kevin Garnett με τίτλο KG: A to Z: An Uncensored Encyclopedia of Life, Basketball, and Everything in Between. Για την προώθηση του μίλησε στους New York Times, όπου μεταξύ άλλων έβαλε τελεία (και παύλα) στις συγκρίσεις που είθισται να γίνονται μεταξύ κορυφαίων παικτών του σήμερα και του κάποτε. Κοντολογίς, εξήγησε τους λόγους που δεν έχουν το παραμικρό νόημα.
«Το παιχνίδι σήμερα είναι σε άλλο επίπεδο. Περιμένουν από τους παίκτες να μπουν στο γήπεδο, να κάνουν σπριντ απ’ άκρη σ’ άκρη, να σταματήσουν μια ασίστ και να σουτάρουν τρίποντο. Όχι ένα, αλλά 10. Και να τα κάνουν όλα αυτά για 48 αγωνιστικά λεπτά. Δεν πιστεύω πως οι προ 20ετίας παίκτες θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στον τρόπο που παίζεται σήμερα το μπάσκετ. Πριν 20 χρόνια, χρησιμοποιούσαμε τα χέρια μας για να ελέγξουμε τον αντίπαλο. Σήμερα αυτό δεν μπορεί να συμβεί και κάνει την άμυνα σχεδόν αδύνατη. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γινόταν αν δεν κάναμε hand-checking στον Michael Jordan; Το γεγονός ότι δεν μπορείς να ακουμπήσεις παίκτες, δίνει στον επιτιθέμενο μεγάλη ευελιξία. Οι αμυντικοί πρέπει να καλύψουν όλες τις γωνίες, να κάνουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Αν έχεις τη δημιουργικότητα και τη φιλοδοξία, μπορείς να γίνεις εξαιρετικός επιθετικός παίκτης τη σήμερον ημέρα, με τα fadeaways, τα ισορροπημένα σουτ στο ένα πόδι -αυτά που έφερε ο Dirk Nowitzki στο παιχνίδι μας.
Όταν βλέπω τον Joker (Nikola Jokic) νιώθω πως έχει πάρει την Dirkness (όσα έκανε ο Nowitzki) και τα ανέμειξε με το δικό του ταλέντο. Ο Steph Curry έφερε την επανάσταση σε ό,τι αφορά τα σουτ από μακρινή απόσταση, σε συνδυασμό με τη συνέπεια. Ο Klay Tompson, ο Dame Lillard, όλοι οι γκαρντ που άλλαξαν το παιχνίδι. Δεν ξέρω αν τα προ 20ετιας ή 30ετιας γκαρντ θα μπορούσαν να παίξουν το σημερινό παιχνίδι. Όλα αφορούν τη δημιουργικότητα, την ανταγωνιστικότητα και το θράσος. Α (ξέρεις τι) θα σε περάσει και θα σου διαλύσει τον αχίλλειο. Το παιχνίδι είναι σε εξαιρετική φάση».
Την εποχή του οι περισσότερες ομάδες δοκίμαζαν έως 10 τρίποντα, σε έναν αγώνα. Τη σήμερον ημέρα, οι παίκτες εκτελούν τουλάχιστον 10 σε κάθε ματς. Όταν έπαιζε εκείνος τιμωρείτο έστω η υποψία της άμυνας ζώνης. Τώρα επιτρέπεται, όπως έχουν μειωθεί κατά πολύ οι άμυνες που τότε θεωρούνταν ως αντικανονικές -προκειμένου να αυξηθεί ο ρυθμός και το θέαμα.
Ο τύπος που έχει αναλάβει την εξέλιξη ψηλών όπως ο Joel Embiid, o Nikola Jokic, o Willie Cauley-Stein, που θέλει να μάθει και σε άλλους -οι οποίοι έχουν κερδίσει την προσοχή του- τα σουτ με πρόσωπο στο καλάθι, πώς μπορούν να φτάσουν έως τη στεφάνη, πώς να κρατούν την μπάλα, να έχουν υπομονή στην άμυνα και πώς να παίρνουν τις σωστές θέσεις, για να μη χρεώνονται φάουλ, είχε προτείνει στο ΝΒΑ να αναλάβει πρόγραμμα με το όνομα Uncle Kevin και να διδάσκει σε όλους τους νέους όσα έμαθε εκείνος. Mε πρώτο τη σημασία των ατελείωτων ωρών σε δουλειά και ατομική βελτίωση. «Ήταν πρόταση που άρεσε, αλλά τίποτα δε γίνεται πια δωρεάν. Ίσως να τη θέσω ξανά υπ’ όψιν του Adam Silver» ενημερώνει. Παρεμπιπτόντως, το Uncle Kevin δεν αφορά μόνο το μπάσκετ, αλλά όσα χρειάζεται να ξέρουν τα νέα παιδιά που μπαίνουν στο ΝΒΑ «όπως το πώς να διαχειριστούν τη φήμη, τα οικονομικά, τον τρόπο ζωής τους, τους γονείς τους που ενδεχομένως να μην έχουν ξαναδεί τόσα χρήματα ποτέ στη ζωή τους. Όλες τις μεγάλες αλλαγές από τις οποίες περνά ένας NBAer. Η βασική μου προτροπή είναι να κόβουν σχέσεις και άρα περιττούς πονοκεφάλους, γνωρίζοντας πως δεν μπορούν να βοηθήσουν τους πάντες -τους φίλους που παίρνουν ουσίες, τους συγγενείς που ζητούν οικονομική βοήθεια κλπ».
Επειδή μπορεί να μη θυμάσαι ποιος ήταν ο Kevin Garnett (ή να θες φρεσκάρισμα) ας προχωρήσουμε στα SOS.
Yπήρξε ΝΒΑer για 21 σεζόν. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε απλώς μεταξύ των παικτών της κορυφαίας λίγκας μπάσκετ του πλανήτη. Τη διαμόρφωσε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Κατ’ αρχάς, το 1995 έγινε ο πρώτος που μπήκε στον «άλλον πλανήτη» κατευθείαν από το σχολείο, μετά το 1975. Ακολούθησαν οι Kobe Bryant και LeBron James. Τον είχαν επιλέξει οι Minnesota Timberwolves στο Νο5 της διαδικασίας που είχε ως πρώτη επιλογή τον Joe Smith (Warriors), ως δεύτερη Antonio McDyess (τον κάλεσαν οι Clippers και τον αντάλλαξαν με τους Nuggets), ως τρίτη τον Jerry Stackhouse (76ers) και ως τέταρτη τον Rasheed Wallace (Washington). Στη λίστα των διαθέσιμων υπήρχαν και άλλοι όπως ο Damon Stoudamire, o Dragan Tarlac και ο Dejan Bodiroga, ενώ εκτός επιλογών είχαν μείνει τύποι όπως ο John Amaechi.
Ο πρώτος stretch big
To 1997 του έδωσαν οι Timberwolves το πιο πλούσιο συμβόλαιο που είχε δοθεί έως τότε σε επαγγελματική αθλητική λίγκα των ΗΠΑ (126 εκατομμύρια δολάρια, για έξι χρόνια), γιατί είχε ήδη αλλάξει τα δεδομένα που αφορούσαν τους ψηλούς -και έως τότε ήταν δεινόσαυροι. Ο KG λανσάρισε αυτό που βλέπεις τώρα παντού. Δηλαδή, ψηλούς που κυριαρχούν χάριν της αθλητικότητας, του μήκους, των ικανοτήτων και των πολλών διαφορετικών τρόπων που μπορούν να επηρεάσουν το παιχνίδι, όπως κινούνται με άνεση στην περιφέρεια. Και ενώ τα κάνουν όλα αυτά, κρίνουν αποτελέσματα.
Τα λεφτά που πήρε έγιναν ο λόγος για να αναθεωρήσουν οι ιδιοκτήτες των οργανισμών ό,τι αφορούσε το salary cap.
Η συμβολή του δεν έγινε ποτέ εκατό τοις εκατό ξεκάθαρη, καθώς τα advanced statistics εμφανίστηκαν στο ΝΒΑ από το 2012 και μετά. Βάσει των αρχείων του ΝΒΑ το ύψος του ήταν 2.11, όπου είχε φτάσει η “μεζούρα” όταν τον μέτρησαν στα 19. Στα χρόνια που ακολούθησαν έφτασε τα 2.13, αλλά η αλλαγή στα στοιχεία δεν έγινε ποτέ. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 προστέθηκε το plus/minus (δηλαδή η αξία ενός παίκτη βάσει του τι έκανε η ομάδα του ενώ ήταν εκείνος στο παρκέ, συγκριτικά με το τι έκανε όταν καθόταν στον πάγκο), έμαθε ο πλανήτης πως ο Garnett ήταν ο απόλυτος βασιλιάς με +16.2, με τον δεύτερο Trace McGrady να έχει +12.6 και τον τρίτο Andrei Kirilenko +12.3.
Ο εκ των καλύτερων power forwards της ιστορίας, ο οποίος οδήγησε τους Timberwolves σε οκτώ διαδοχικές συμμετοχές σε playoffs δεν έκανε ό,τι ήθελε μόνο στην επίθεση, αλλά και στην άμυνα, ενώ το εξαιρετικό σουτ που είχε από μέση απόσταση ‘διέλυε’ τις αντίπαλες άμυνες και έδινε στους συμπαίκτες του χώρο για να πράξουν τα δέοντα. Ο “Big Ticket” (προσωνύμιο που αφορούσε την ικανότητα του να γεμίζει γήπεδα, αφού δεν υπήρχε κάποιος που δεν ήθελε να δει εκ του σύνεγγυς όσα εντυπωσιακά μπορούσε να κάνει -με πρώτα τα καρφώματα) ήταν και μεταξύ των κορυφαίων trash talkers της ιστορίας, με αλήστου μνήμης τσακωμούς εν ώρα αγώνων.
«Δεν ήθελα να είμαι ήρεμος, αλλά ο παίκτης που θα σε έκανε να πεις “το είδες αυτό;”. Έδωσα στο ΝΒΑ το monster face. Έπαιζα με μεγάλο πείσμα. Τόσο που το ένιωθες από εκεί όπου καθόσουν, κάθε βράδυ. Πρόσφερα ενθουσιασμό για το παιχνίδι. Δε σε αποκαλούν Big Ticket αν δε γεμίζεις γήπεδα. Σε αποκαλούν Freebie. Εμένα όμως, με έλεγαν Big Ticket».
Ο ένας εκ των μόλις πέντε παικτών της ιστορίας που κέρδισε και τον τίτλο του MVP και αυτόν του καλύτερου αμυντικού (στη λίστα είναι και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο) συνήθιζε να συγκεντρώνεται πριν τους αγώνες, χτυπώντας το κεφάλι του στην μπασκέτα και μιλώντας στον εαυτό του.
Υπήρξε ο πρώτος NBAer που αποπειράθηκε να αγοράσει μετοχές σε ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική ομάδα, ως φαν της Chelsea ή της AC Milan. Κίνησε τις διαδικασίες το Δεκέμβριο του 2011 (όταν έπαιζε στους Celtics), την εποχή που τις άρχισε και ο LeBron James, ώστε να αγοράσει ποσοστό στη Liverpool. Το ΝΒΑ μπλόκαρε τον KG, καθώς ο κύριος επενδυτής της AS Roma ήταν ο συνιδιοκτήτης των Boston Celtics, James Pallotta. Όπως είχε πει άνθρωπος της λίγκας «αν μπεις σε επιχειρηματική συμφωνία με ιδιοκτήτη οργανισμού που δεν αφορά τις υπηρεσίες σου ως παίκτη, υπάρχουν προβλήματα. Δεν ίσχυσε με τον Garnett αυτό, αλλά η λίγκα φοβόταν πως υπήρχε η πιθανότητα να επηρεάσει τυχόν τέτοια συμφωνία το συμβόλαιο του παίκτη με τον οργανισμό». Ο James προχώρησε κανονικά με τη δική του αγορά, καθώς η ιδιοκτησία της Liverpool (Fenway Sports Group) δεν είχε σχέση με το ΝΒΑ.
Στη συνέντευξη που έδωσε στους New York Times τον ρώτησαν αν είχε δει ρατσιστικά σημάδια στη συμπεριφορά του τότε κομισάριου, David Stern. «Θα έλεγα πως ήταν ακούσια. Μπαίναμε ας πούμε, σε μια αίθουσα για meeting και υπήρχε ένα βήμα που είχε πάνω τραπέζια και καρέκλες. Ο David, ο οποίος ήταν οραματιστής αλλά και κτήνος -αν δεν ήξερες για τι μιλάς σε έτρωγε ζωντανό- καθόταν με τους ιδιοκτήτες εκεί και μας έβλεπαν αφ υψηλού. Για αυτό και συνήθιζα να παραμένω όρθιος και να τους βλέπω στα μάτια. Η λίγκα προσπαθούσε να μας κάνει να ταιριάξουμε σε αυτό που είχε δημιουργήσει για εμάς -και το οποίο δε θέλαμε απαραίτητα για εμάς».
«Ήμασταν οι παίκτες των οποίων οι οικογένειες είχαν επηρεαστεί από το crack και την κοκαΐνη στη δεκαετία του ’80, που είχαμε πατεράδες στη φυλακή ή δολοφονημένους και μητέρες που είχαν απομακρυνθεί από τα σπίτια τους. Είχαμε διαφορετική ενέργεια από αυτό που είχε συνηθίσει ο Stern με τους Magic Johnson, Larry Bird και Michael Jordan».
«Δεν ξέραμε πως προσπαθούσε να πουλήσει το παιχνίδι στην Κίνα και αυτός ήταν ο λόγος που ήθελε να φοράμε κοστούμια και γραβάτες και να είμαστε παναγίες στο γήπεδο. Πως ήθελε να συμπεριφερόμαστε ως επαγγελματίες. Είχαμε καταλάβει ότι προσπαθεί να μας ελέγξει. Αλλά δε θα έλεγα πως έκανε κάτι που ήταν ξεκάθαρα ρατσιστικό”.
Γνωστός για την τακτική του να λέει πάντα ό,τι σκέφτεται, στο βιβλίο του περιγράφει με το δικό του μοναδικό τρόπο και λεπτομέρειες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, όπως μεγάλωνε στη South Carolina (με τη μητέρα του και τον πατριό του, με τον οποίον είχαν κακή σχέση), πριν μετακομίσει με την αδελφή του στο Σικάγο και γίνει ένα από τα κορυφαία prospects του έθνους. Εξηγεί ενδελεχώς τους λόγους που δεν πήγε στο κολέγιο, μοιράζεται ιστορίες από τα παιχνίδια του εναντίον των Βryant, James, Jordan και άλλων θρύλων, τα σκαμπανεβάσματα του και όσα έμαθε για τη ζωή. Ως εκ τούτου, αυτό το βιβλίο δε χάνεται.