Ας τελειώνουμε με τα παιχνίδια εξουσίας στο θέατρο
Bullying, βία, σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση εις το όνομα της τέχνης. Άνθρωποι του θεάτρου και εκτός αυτού καταθέτουν σκέψεις, συναισθήματα, προβληματισμούς.
- 18 ΦΕΒ 2021
Αρκεί ένας να βγει μπροστά και να μιλήσει για να δώσει το θάρρος σε δεκάδες να πράξουν το ίδιο. Αυτό συνέβη πριν από ακριβώς ένα μήνα, όταν ξεκίνησε το ελληνικό #metoo. Η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου κατήγγειλε τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από παράγοντα της ιστιοπλοΐας πριν από 23 χρόνια και η γενναία αποκάλυψή της λειτούργησε σαν ντόμινο. Μαρτυρίες γυναικών που έπεσαν θύματα κακοποιητικών συμπεριφορών αναδύθηκαν στην επιφάνεια, αρχικά από τον χώρο της ιστιοπλοΐας και του αθλητισμού και έπειτα από τον χώρο του θεάματος με την ηθοποιό Ζέτα Δούκα να δημοσιοποιεί την εμπειρία της και να ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Γυναίκες και άντρες συνάδελφοι της εξομολογήθηκαν τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα που συντελούνται εδώ και δεκαετίες στο όνομα της υψηλής τέχνης και δημιουργίας, σπάζοντας τον κύκλο σιωπής δεκαετιών στο θέατρο.
«Κλειστά δεν ήταν μόνο τα στόματα όσων υπέφεραν, αλλά και όλων των υπολοίπων»
«Οι πιο πονεμένοι, οι πιο αδικημένοι και τραυματισμένοι βγαίνουν στην πρώτη γραμμή και μέσα από τις προσωπικές τους μαρτυρίες και πληγές, θαρραλέα και με αξιοσημείωτη αξιοπρέπεια ανοίγουν τον δρόμο για να διαλύσουν αυτό το μοτίβο βίας που τόσα χρόνια έχει αποσιωπηθεί, αφομοιωθεί και σχεδόν κανονικοποιηθεί στον χώρο μας και σίγουρα, όχι μόνο σε αυτόν», αναφέρει η ηθοποιός Μαίρη Μηνά. Με τη σειρά του, ο ηθοποιός και πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), Σπύρος Μπιμπίλας σημειώνει: «Τέτοιου είδους σκάνδαλα υπήρχαν και σε παλαιότερες εποχές, από ανθρώπους που έχουν περάσει στην ιστορία με πολύ φωτεινά γράμματα. Τα έθαψε όμως ο χρόνος. Τώρα ίσως είναι η κατάλληλη συγκυρία για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους στο θέατρο και στην κοινωνία εν γένει για να υπάρξει καθαρότητα».
Η ηθοποιός και καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, Καλλιόπη Ευαγγελίδου θέτει τα πράγματα στη σωστή τους βάση για όσα «λερώνουν» το θέατρο και μας έφτασαν μέχρι εδώ: «Στερεοτυπικές αντιλήψεις υπάρχουν σε όλους τους χώρους και πληγώνουν την κοινωνία. Το θέατρο είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας μας. Μία κοινωνία που αγωνίζεται για σεβασμό, ισότητα, αξιοπρέπεια, προστασία του αδύναμου, καταδίκη της κατάχρησης εξουσίας, είναι μία κοινωνία που προχωράει κι εξελίσσεται. Τα στόματα δεν προορίζονται για να μένουν κλειστά. Είναι ενάντια στην φύση τους. Νομίζω ότι τώρα μιλούν ορθά και επί της ουσίας. Μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία που έλεγε “σε δέρνω για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος” ή “σε υποτιμώ και σε εξευτελίζω για να βρεις την αξία σου”. Μεγαλώσαμε σε μία κοινωνία που έλεγε ότι “οι νέοι τα κάνουν όλα λάθος και οι μεγαλύτεροι όλα σωστά” που έθετε τον πόνο σαν προϋπόθεση για να επιτευχθεί η ωριμότητα, που έλεγε “μην μιλάς γιατί θα βρεις τον μπελά σου” ή “κοίτα την δουλειά σου και μην ανακατεύεσαι”, για κακοποιητικούς ανθρώπους μάθαμε να λέμε “έτσι είναι αυτός, τι να κάνουμε”. Δεν είναι καθόλου έτσι όμως. Φτάσαμε στο σημείο που πρέπει όλοι να κάνουμε σοβαρά την αυτοκριτική μας. Γιατί κλειστά δεν ήταν μόνο τα στόματα όσων υπέφεραν ήταν και όλων των γύρω κι αυτό είναι που μοιράζει σε όλους μας την οδύνη ισότιμα».
Η πιο ηλίθια ερώτηση είναι το «γιατί τώρα;»
«Κάποιος ο οποίος μέχρι πρότινος φοβόταν ότι αν μιλήσει δεν θα εισακουστεί, δεν θα βρει υποστήριξη και θα στοχοποιηθεί, τώρα βρίσκει το σθένος και μιλά. Τώρα που η κοινωνία δείχνει ότι είναι έτοιμη να τον ακούσει», υπογραμμίζει ο ηθοποιός Γιώργος Πυρπασόπουλος για να συμπληρώσει η Μαίρη Μηνά: «Τώρα είναι η στιγμή να εξυγιάνουμε και να εξυγιανθούμε, τώρα που νοσούμε πιο πολύ».
Για τον ηθοποιό Βασίλη Χαραλαμπόπουλο «η πιο ηλίθια ερώτηση είναι το “γιατί τώρα;”». «Πώς μπορεί κάποιος να αναρωτιέται κάτι τέτοιο, όταν γνωρίζει ότι τότε ήταν έτσι διαμορφωμένο το σύστημα που και να έβρισκε μία γυναίκα το θάρρος να μιλήσει η καταγγελία της θα θαβόταν και καμία άλλη δεν θα τολμούσε να μιλήσει· που γνωρίζει ότι τώρα αυτές οι γυναίκες δεν μιλούν γιατί έχουν ανάγκη τη δημοσιότητα ή τα χρήματα, κάθε άλλο. Διανύουν μία ώριμη περίοδο της ζωής τους, είναι κατασταλαγμένες προσωπικά και επαγγελματικά, έχουν οικογένεια. Θα σας πω λοιπόν εγώ το «γιατί τώρα;». Γιατί δόθηκε η αφορμή μέσα από την εξομολόγηση της Σοφίας Μπεκατώρου για αλλαγή πορείας, για να παλέψουν με τους εαυτούς τους και να απελευθερωθούν, αλλά το σημαντικότερο να παλέψουν με τα ίδια τους τα παιδιά για αυτό που τους συνέβη. Για να μην ξανασυμβεί σε κανένα παιδί/έφηβο/ενήλικα».
«Οι άνθρωποι που μιλούν σώζουν τις επόμενες γενιές»
Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος υπογραμμίζει τη σημασία του να μην σιωπούν τα θύματα: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μιλούν σώζουν τις επόμενες γενιές από το να βιώσουν κάτι παρόμοιο. Σήμερα ίσως παρακολουθούν όσα συμβαίνουν έντρομοι. Αύριο όμως αν έρθουν αντιμέτωποι με κάτι ανάλογα θα γνωρίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να τους πείσει να κάνουν οτιδήποτε καταπατά την προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά τους για χάρη της τέχνης ή της καριέρας τους. Το θέατρο αυτή τη στιγμή είναι σαν τη Σοφία Μπεκατώρου: Μπορεί να δώσει το έναυσμα και σε ανθρώπους από άλλους χώρους να νικήσουν τον φόβο, να βγουν μπροστά και να σπάσουν τη σιωπή».
«Ό,τι καλείται να πράξει ο ηθοποιός πρέπει να αφορά τον ρόλο του και μόνον αυτόν»
«Ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ξέρουμε ότι εξαντλούσαν τους ηθοποιούς τους. Στις πρόβες και στη ζωή. Πολλοί μύθοι υπάρχουν σχετικά με το τι σήμαινε στην πράξη να δουλέψεις μαζί τους. Όμως όλοι γνωρίζαμε ότι το αποτέλεσμα ήταν άριστο και ότι υπήρχε σεβασμός στην προσωπικότητα του ηθοποιού. Πολύ απλά, γιατί αγαπούσαν τους ηθοποιούς τους», τονίζει η Μαρίκα Αρβανιτοπούλου, δημοσιογράφος πολιτιστικού ρεπορτάζ, που σήμερα ασχολείται με την επικοινωνία πολιτισμού.
«Σε ένα αντικείμενο, όπως είναι η τέχνη του θεάτρου, που διερευνά τον εσωτερικό μας κόσμο, η συμβολή του δασκάλου της υποκριτικής είναι καθοριστικής σημασίας για τον ηθοποιό και τη διαμόρφωσή του. Καλείται να τον βοηθήσει να γνωρίσει και να αποκαλύψει τον εαυτό του, με σκοπό να φτάσει -κατά προσέγγιση πάντα- στην αλήθεια του», εξηγεί ο Τάκης Τζαμαργιάς, σκηνοθέτης και θεατροπαιδαγωγός στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) και συνεχίζει: «Η “απογύμνωση” του ηθοποιού είναι μία πολύ δύσκολη και επίπονη διαδικασία, που απαιτεί μεγάλη προσοχή στη διαχείρισή της. Απαιτεί παιδεία, συστηματική δουλειά, ενσυναίσθηση και από τις δύο πλευρές. Όπως επίσης και αναστοχασμό και αυτοκριτική. Να παίρνεις μία απόσταση από τη διαδικασία και να στρέφεις το βλέμμα μέσα σου πριν βουτήξεις ξανά στη σκηνή. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι ό,τι καλείται να πράξει ο ηθοποιός αφορά τον ρόλο του και μόνον αυτόν. Τα πάντα μεταξύ εκπαιδευόμενου ηθοποιού και φορέα αγωγής ή επαγγελματία ηθοποιού και σκηνοθέτη πρέπει να συμβαίνουν στο πλαίσιο της θεατρικής σύμβασης».
«Πρέπει να διαχωρίσουμε το τι σημαίνει κούραση, ταλαιπωρία, πόνος πάνω στο κείμενο και επίπονη προσπάθεια και το τι σημαίνει κακοποίηση. Η τέχνη ακόμα και όταν μας στεναχωρεί στην ουσία μας διδάσκει πώς θα γίνουμε καλύτεροι, πώς θα γίνουμε άνθρωποι, πώς θα φτάσουμε το Θείο. Δια του αυνανισμού, του εξευτελισμού, του κατεβάσματος του βρακιού και της λεκτικής βίας δεν γίνεται να υπάρξει τέχνη. H τέχνη δεν είναι κακοποιητής. Δεν πρέπει να στηρίζεται στον φόβο για να πάει παραπέρα. Μπορεί να μιλάει για αυτόν, αλλά φόβος δεν είναι», καταλήγει η Μαρίκα Αρβανιτοπούλου.
«Οι σχέσεις εξουσίας να αντικατασταθούν με σχέσεις ουσίας»
«Αυτό που επέτρεπε σε κάποιους ανθρώπους του χώρου να συμπεριφέρονται με κακοποιητικό τρόπο έχει να κάνει κυρίως με τον ναρκισσισμό τους. “Όταν ερωτεύεσαι τον καθρέφτη σου, χάνεις την ψυχή σου”, λέει ένα ρητό. Να σταθούμε όλοι με ειλικρίνεια πάνω στο θέμα, να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Όλοι ευθυνόμαστε για τον ανεξέλεγκτο ναρκισσισμό τους», αναφέρει ο ηθοποιός Γιώργος Παπαπαύλου, που πρόσφατα κατέθεσε την προσωπική του εμπειρία για τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη πριν από μερικά χρόνια από γνωστό σκηνοθέτη, κατά τη διάρκεια των πτυχιακών του εξετάσεων σε δραματική σχολή.
Όπως αναφέρει η Μαίρη Μηνά, «Κάνουμε ένα υπέροχο επάγγελμα με πολύ φως και τεράστια ευαισθησία. Ας το τιμήσουμε. Το μόνο που χρειάζεται είναι οι σχέσεις εξουσίας να αντικατασταθούν με σχέσεις ουσίας».
Πώς όμως αναπτύσσονται και συντηρούνται αυτές οι σχέσεις εξουσίας; Ο Δημήτρης Παπαδημητριάδης, ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής εξηγεί: «Το 1971 πραγματοποιήθηκε ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα στο Stanford: Μία ομάδα ανθρώπων χωρίστηκε σε φύλακες και φυλακισμένους. Εκείνοι που ανέλαβαν τον ρόλο του φύλακα και απόκτησαν εξουσία μετατράπηκαν πολύ γρήγορα σε δυνάστες, ενώ δεν υπήρχε κάποιο ιστορικό βιαιότητας από πλευράς τους. Ενυπήρχαν ωστόσο όπως αποδείχθηκε ναρκισσιστικές δυναμικές στην προσωπικότητά τους που συνεπάγονται έλλειψη ενσυναίσθησης, δηλαδή την αδυναμία του να μπω στη θέση του άλλου και να καταλάβω τι νιώθει, τον πόνο που βιώνει.
Από την άλλη, οι φυλακισμένοι ανέπτυξαν μία σχέση εξάρτησης από τους φύλακες, υπέκυπταν στη βία που τους ασκούσαν, έτειναν να την κανονικοποιούν και να συντηρούν τη συμμετοχή τους σε έναν κακοποιητικό κύκλο με φαύλο τρόπο, ελπίζοντας ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα αλλάξουν ή πιστεύοντας ότι έτσι κέρδιζαν την προσοχή του ατόμου που βρισκόταν σε θέση ισχύος. Μία εσφαλμένη αντίληψη της κατάστασης που συναντάμε συχνά και στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας».
«Ήρθε η στιγμή να απαιτήσουμε τη θωράκιση του επαγγέλματός μας»
Με το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών να ανακτά τη χαμένη αίγλη και τον ρόλο του, να ενδυναμώνεται όλο και περισσότερο με την εγγραφή νέων μελών και την επανεγγραφή παλαιότερων που είχαν αποχωρήσει και να δηλώνει παρόν για τις φωνές που ζητούν προστασία από κακοποιητικές συμπεριφορές και δικαίωση για τα θύματα, ο Σπύρος Μπιμπίλας ξεκαθαρίζει: «Τα τρία κύρια αιτήματά μας είναι η σωστή θεατρική παιδεία, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που καταργήθηκαν στον χώρο μας στα χρόνια των μνημονίων και η δημιουργία ενός κώδικα δεοντολογίας που θα ενταχθεί μέσα σε αυτές. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι ηθοποιοί δεν μπορούν να εργάζονται με μισθούς πείνας, η πείνα οδηγεί στην εκμετάλλευση και εκείνη με τη σειρά της, σε μία πτυχή της τραγωδίας που ζούμε σήμερα.
Σε αυτήν μας οδήγησε και το γεγονός ότι ποτέ στο ελληνικό θέατρο δεν υπήρξε ένα πλαίσιο κανόνων. Το να θεσπιστεί ένας κώδικας δεοντολογίας –επιθυμία μας είναι να εκπορεύεται από εμάς, τους ανθρώπους του επαγγέλματος και όχι από το υπουργείο Πολιτισμού- και να ενταχθεί στις συμβάσεις είναι επίσης αναγκαίο. Θα πρέπει να διέπει τα πάντα από τη διδασκαλία και τις οντισιόν μέχρι τον ορισμό των παραβιαστικών συμπεριφορών, μέχρι πού μπορεί να φτάσει δηλαδή η εξουσία του σκηνοθέτη. Όρια υπάρχουν και στην τέχνη. Ας τελειώνουμε λοιπόν με τους μύθους».