Ο Ηλίας Σμήλιος δεν είχε σκοπό να προδώσει τις κιθάρες
Ένας από τους unsung heroes αυτής της πολύπαθης εγχώριας εναλλακτικής σκηνής, με την πιο σταθερή και μακρόχρονη πορεία στο ελληνικό Indie μας μίλησε για όλες τις μπάντες που έχει παίξει, για περιοδείες στα Βαλκάνια, για κανονικές δουλειές και για την πρώτη του solo δισκογραφική απόπειρα.
- 9 ΜΑΡ 2021
Τον περίμενα στην πλατεία Εμπορίου στη Θεσσαλονίκη, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι τη στιγμή που έφτασε και κατάλαβα ότι τελικά τον περίμενα κάπου εντελώς αλλού. Ήταν όμως υπερβολικά ευγενικός για να μου πει ότι είχα κάνει λάθος, με βοήθησε κιόλας κάπως να τα μπαλώσω και με εχθρό την απαγόρευση κυκλοφορίας, ξεκινήσαμε γρήγορα γρήγορα τη βόλτα μας στη Βαλαωρίτου – με εκείνον οδηγό γιατί εγώ, είπαμε: τα έκανα θάλασσα.
Ο Ηλίας Σμήλιος είναι ένας από τους καλλιτέχνες με την πιο σταθερή και μακρόχρονη πορεία στην indie σκηνή της χώρας. Από το 2003 που δημιούργησε τους Mary’s Flower Superhead μέχρι σήμερα και το solo project του, τους Grey Skies, δεν έχει σταματήσει να κυκλοφορεί υλικό και να παίζει live σε Ελλάδα, Βαλκάνια και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Άλλοτε γοητευμένος από τις κιθάρες των early ’00s κι άλλοτε από αυτές των ’90s, άλλοτε με πιο disco punk διάθεση και άλλοτε με πιο ambient και electronica, είναι ένας από τους unsung heroes αυτής της πολύπαθης εγχώριας σκηνής.
Σε αυτήν τη μίνι βόλτα του ζήτησα να με βοηθήσει να χωρέσουμε όλες τις μπάντες και όλα τα projects στα οποία έχει συμμετάσχει όλα αυτά τα χρόνια -είναι πραγματικά τόσα πολλά που απορείς πώς γίνεται να έχει και πρωινή δουλειά αυτός ο άνθρωπος. Με καθοδήγησε, με διόρθωσε και μου έμαθε και projects που δεν τα γνώριζα καν, δίνοντάς μου την ευκαιρία να περάσω τις επόμενες μέρες με ακόμη περισσότερη από τη δική του μουσική στα ακουστικά μου.
Πρώτα όμως είπαμε για το Year, το album που κυκλοφόρησε πρόσφατα ως Grey Skies.
Grey Skies
Οι κιθάρες περνάνε μία δύσκολη περίοδο και μάντεψε, από το νέο του project απουσιάζουν τελείως. Και αυτό δεν είναι κάτι που περνάει απαρατήρητο όταν ξέρεις ότι ο Ηλίας Σμήλιος επί σχεδόν 20 χρόνια χτίζει τον ήχο του γύρω από αυτές. Οπότε η «επίπληξη» για την «προδοσία» του, ήρθε σχεδόν αυτόματα.
«Δεν είχα σκοπό να τις «προδώσω». Απλώς πάντα άκουγα και ηλεκτρονική μουσική -ειδικά ambient και πιο experimental- και μόλις έφτιαξα στούντιο στο νέο μου σπίτι, το είδα σαν ευκαιρία να πειραματιστώ με τέτοιο ήχο κυρίως λόγω χώρου και εξοπλισμού.
Ήθελα όμως να κάνω και κάτι μόνος μου, καθώς και η νέα μου μουσική να έχει και ένα στοιχείο που να μην υπήρχε σε ό, τι είχα κάνει μέχρι σήμερα. Να μην έχει κιθάρα, να μην έχει φωνή, τίποτα. Να ‘ναι κάτι εντελώς καινούργιο αλλά και εσωστρεφές παράλληλα.
Στόχος μου επίσης ήταν ο δίσκος να είναι ατμοσφαιρικός, να τον ακούς και να σου θυμίζει εικόνες και να σε κάνει να σκεφτείς. Και πράγματι άνθρωποι που δεν είναι μυημένοι σε αυτόν τον ήχο μού λένε ότι τους θυμίζει κάτι κινηματογραφικό, ένα soundtrack κάτι το οποίο ζεις.
Δεν θέλω όμως να είναι κάτι που περνάει απαρατήρητο. Θέλω να αφήνει το στίγμα του στη στιγμή σου».
Σύνθεση και παραγωγή έγιναν σχεδόν παράλληλα. Χρειάστηκε ένας χρόνος για να ολοκληρωθεί το album και να βγει με την υπογραφή Grey Skies.
«Ο γκρι ουρανός μου θυμίζει πολύ την ατμοσφαιρικότητα που θέλω να βγάλω απ’ αυτήν τη μουσική. Από εκεί προέκυψε το όνομα αλλά και από το ομώνυμο κομμάτι των Turquoise Days που είναι πολύ αγαπημένο μου».
Τα tracks που ξεχωρίζουν από το Year είναι πολλά, αυτό όμως που ξεχωρίζει για τον αινιγματικό του τίτλο είναι κυρίως ένα.
«Η λέξη “takotsubo” μού είχε μείνει από μια ταινία που είχα δει μαζί με την κοπέλα μου. Λέγεται αλλιώς και Broken Heart Syndrome και είναι νόσος που εμφανίζεται κυρίως στις γυναίκες μετά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή από άλλες πολύ δυσάρεστες καταστάσεις. Ήθελα να βγάλω τη μετάφρασή του σε ήχο. Το κυρίως θέμα του τραγουδιού είναι μία μελαγχολική μελωδία η οποία μέσα από ηχητικούς κυματισμούς στο δεύτερο μέρος ολοένα και εντείνεται».
Mary’s Flower Superhead
Ένα indie rock συγκρότημα που μετράει ήδη 18 χρόνια ζωής, με τρία άλμπουμ και ένα EP στο ενεργητικό τους, είναι μέχρι στιγμής η μακροβιότερη μπάντα στην οποία έχει υπάρξει μέλος.
«Οι MFS είναι το παιδικό όνειρο, είναι η πρώτη αγάπη, κι επειδή είμαστε και στενοί φίλοι με τα παιδιά συνεχίζει και κρατάει. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν λόγο για να σταματήσεις να παίζεις μουσική με ανθρώπους που έχεις μοιραστεί τόσα πολλά και αγαπάς ».
Δεν μπορούν να χωρέσουν τόσα χρόνια μέσα μία μόνο συνέντευξη, αλλά ίσως να μπορούν να χωρέσουν τρεις πολύ σημαντικές ημερομηνίες.
Σεπτέμβριος 2003
«Με τον Θάνο παίζαμε μαζί και πιο πριν -από την κατασκήνωση σκέψου, εκεί αρχίσαμε στα 14-15, ένα κρουστό αυτός, κιθάρα εγώ. Τον Σεπτέμβριο του 2003 ήρθε ο Νίκος ως μπασίστας στην μπάντα και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχε απλά ακούσει κάτι κομμάτια που είχαμε γράψει με τον Θάνο σε ένα demo και στην πρώτη πρόβα που κάναμε όχι απλά τα παίξαμε λες παίζαμε χρόνια μαζί, αλλά ακούγονταν πολύ απλά όλα όπως ακριβώς πρέπει να ακούγονται. Εκεί απλά κοιταχτήκαμε και ξέραμε ότι θα κολλήσουμε για πολύ καιρό εμείς οι τρείς -όπως κι έγινε».
Ιούνιος 2007
«Τότε παίξαμε για πρώτη φορά μπροστά σε πέντε χιλιάδες κόσμο στη Θεσσαλονίκη, ανοίγοντας για τους Placebo. Ακουγόταν ότι το support group θα είναι από τις ΗΠΑ και επειδή εμείς βγήκαμε έτσι πολύ στυλιζαρισμένοι με ίδια πουκάμισα, γραβάτες κλπ, με το που ανεβαίνουμε στη σκηνή ακούστηκε ένα «αααα» επειδή μας πέρασαν για ξένους. Δεν μίλησα επίτηδες στα πρώτα τέσσερα τραγούδια για να μη χαλάσω το φοβερό feedback που είχαμε από κάτω. Μόλις είπα τις πρώτες λέξεις στα ελληνικά είδα τον κόσμο να κοιτάζει με ύφος «ωχ, τι έγινε τώρα;». Τα άλλα δύο παιδία τότε μόλις είχαν μπει στο στρατό και με το ζόρι πήραν δύο μέρες άδεια, για μια πρόβα και για το live. Ήταν απίστευτο εκείνο το βράδυ».
2010
«Εκείνη τη χρονιά βγάλαμε το Sway, κάναμε και το Boy to Destroy video που μπήκε στο frontpage του DailyMotion σε διάφορες χώρες, κάνοντας έτσι ένα πολύ ωραίο hype. Παίξαμε κιόλας στο EuropaVox στη Γαλλία μαζί με άλλες upcoming μπάντες αλλά και Pete Doherty, Peter Hook, Richard Hawley και άλλοι.
Στο πρώτο μας κομμάτι είχε 30 άτομα και στο τρίτο -χωρίς υπερβολή- πάνω από 300 άτομα. Ήταν τέτοιο το word of mouth όπως μας είπαν και οι Έλληνες δημοσιογράφοι που ήταν εκεί, που ο κόσμος μαζεύτηκε στο stage μας γιατί άκουγε για εμάς».
Tour στα Βαλκάνια
Αυτή ήταν και η αρχή για να παίξουν έξω. Πήγαν στη Σόφια και στην Κωνσταντινούπολη και την επόμενη χρονιά έκαναν την πρώτη τους περιοδεία στα Βαλκάνια. Πιτσιρικάδες, γεμάτοι ενέργεια, δεν τους ένοιαζε που θα κοιμηθούν, που θα τους βρει το πρωί. Κάθε μέρα γι’ αυτούς ήταν ένα πάρτι.
«Στη βόρεια Βουλγαρία σε μια μια πόλη παίξαμε σε ένα μικρό μπαρ σαν το Residents και περνούσαμε τόσο ωραία που το επόμενο πρωί πήγαμε να πληρωθούμε για να φύγουμε για τη Ρουμανία, και μας λέει ο ιδιοκτήτης «παιδιά, μάλλον εσείς πρέπει να με πληρώσετε από 10 ευρώ ο καθένας». Τον είχαμε βάλει το προηγούμενο βράδυ και κερνούσε σφηνάκια όλο τον κόσμο.
Στο πρώτο μας tour στα Βαλκάνια κάναμε επτά συναυλίες, μία κάθε βράδυ. Εκείνη την περίοδο ο κόσμος δεν σε κοιτούσε καθόλου με καχυποψία και αν τους άρεσες θα ήταν 100% αυθόρμητοι και υποστηρικτικοί απέναντί σου».
Σε ποιον όμως δεν αρέσει να ακούσει και μια κακή ιστορία;
«Είχαμε μόνο μία εμπειρία που τουλάχιστον στην αρχή ήταν κακή αλλά μετά εξελίχθηκε σε πολύ καλή. Σε ένα υπόγειο σε μια μικρή πόλη στη Ρουμανία, πολύ hardcore και metal κατάσταση, γεμάτο με Suicidal Tendencies αφίσες κλπ, μαζεύτηκαν καμιά σαρανταριά μεταλάδες για να μας ακούσουν και λέμε «εντάξει, εδώ θα είναι σήμερα κλάμα». Τελικά όμως γουστάρανε και ήταν κάπως περίεργο να βλέπεις 40 άτομα να κάνουν headbanging στα δικά μας κομμάτια. Αυτό ξέρανε να κάνουν, αυτό έκαναν και σε εμάς».
Μετά τα tour με MFS, το όνομά του άρχισε να μπλέκεται και με άλλες μπάντες και άλλα projects.
«Κάναμε μία παύση το ‘13 γιατί έπαθα ένα ατύχημα με τη μηχανή και λόγω βαριάς διάσεισης, για ένα εξάμηνο δεν μπορούσα ούτε να ακούσω ούτε να παίξω δυνατά μουσική. Μετά ο καθένας είχε και τις δικές του δουλειές, ε και το αφήσαμε λίγο στη τύχη του. Εγώ όμως είχα ανάγκη να παίξω μουσική. Και έτσι άρχισα να κάνω κι άλλα πράγματα, έπαιζα κιθάρα στους Liebe, αρχίσαμε με έναν φίλο τους RED SUN και λίγο πιο μετά προέκυψαν και οι Τa Τoy Βoy. Πιο παλιά δεν μου πήγαινε να κάνω τίποτα εκτός από MFS».
Tendts
«Με τα παιδιά γνωριζόμασταν από πριν αλλά το πρώτο live μαζί τους το έκανα τον προπέρσινο Μάιο. Ήταν τότε που θα έπαιζαν στο Reworks και το live τους θα το κάλυπτε ένα γαλλικό κανάλι, το Arte Concert. Οι Tendts έχουν γενικά πολύ καλό feedback και από εξωτερικό, ειδικά μετά την εμφάνισή τους στο Sonar στη Βαρκελώνη. Με ρώτησαν αν θα ήθελα να παίξω κιθάρα σε ένα κομμάτι για τις ανάγκες του γυρίσματος.
Κάνουμε δυο πρόβες, κάνουμε και το γύρισμα, βγαίνει πολύ ωραίο και λέμε «ρε συ μήπως να δούμε και κανά άλλο κομμάτι;».
Έχουμε τρομερή χημεία, αλλά μου αρέσει επίσης ότι μαζί τους παίζω κιθάρα εντελώς ελεύθερος και χωρίς να χρειάζεται να τραγουδάω. Έτσι μπορείς να πειραματιστείς και με τα πετάλια σου και να βγάλεις νέους ήχους όπως τους θέλεις. Ήταν ένα καινούργιο πεδίο πειραματισμού για μένα και γι’ αυτό το συνέχισα».
Ο stoner ήχος έχει κυριαρχήσει στην ανεξάρτητη σκηνή. Πού στέκονται σήμερα όσοι εκφράζονται μέσα απ’ τον δικό του ήχο;
«Έτσι κι αλλιώς, ο indie κόσμος στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ και τόσο πολυπληθής. Και όταν ξεκινήσαμε, αρχές ‘00s, μπορεί το stoner να μην είχε σαρώσει ακόμα αλλά το indie κοινό ήταν πάντα περιορισμένο».
Τa Τoy Βoy
«Δημιουργήθηκαν το 2018, όταν ένα βράδυ στο Residents ο Γιώργος Μπέγκας, ήδη πολλά χρόνια στενός μου φίλος, μου είπε ότι είχε γράψει κάποια κομμάτια τα οποία ήθελε να τα κυκλοφορήσει. «Θες να γράψεις καμιά κιθάρα», μου λέει «να τα δούμε μαζί στην ενορχήστρωση για να βγούνε;». Πιο πολύ είπα «εντάξει» επειδή μου το ζήτησε φίλος μου. Όταν όμως άρχισε να παίρνει μορφή όλο αυτό το υλικό και να βγαίνει πολύ ιδιαίτερο ως παραγωγή -κάπως lo fi, κάπως μελαγχολική pop- μου άρεσε πάρα πολύ. Και όντως τον indie pop κόσμο τον έπιασε κατευθείαν με το πρώτο κομμάτι που κυκλοφορήσαμε, το This Town. Έτσι μας βρήκε και η Make ME Happy Records και από εκεί και πέρα το πράγμα πήγε από μόνο του… Σε δύο μήνες θα κυκλοφορήσουμε και τον δεύτερο δίσκο μας.
Το μυαλό του φαίνεται σαν να ακολουθεί την αντίθετη πορεία από ό, τι των περισσοτέρων από μας: ανοίγει, ψάχνεται, εξερευνά αντί να επαναπαύεται σε ό, τι ξέρει, να γίνεται όλο και πιο συντηρητικό.
«Στο κιθαριστικό ήχο όσο μεγαλώνω πάω όλο και πιο πίσω, όλο και σε πιο σκληρό ήχο, τουλάχιστον σε αυτά που μ’ αρέσει να ακούω. Fugazi, Husker Du, Bad Brains, πιο punk και πιο πολύ ‘90s καμιά φορά. Αλλά πλέον αντιμετωπίζω τη μουσική ως σύνολο και ως έννοια παρά ως είδος. Πάντα θέλω να διευρύνω τον ορίζοντά μου σε πιο πειραματική ηλεκτρονική και ambient αλλά και ethnic μουσικές από χώρες που σε κάνουν να καταλάβεις πολλά για τη μουσική ως γλώσσα επικοινωνίας».
Σκληρές κιθάρες, ‘90s επιρροές… Αναγκαστικά επανερχόμαστε στους MFS και στον τελευταίο τους δίσκο που κυκλοφόρησε το 2018.
«Επειδή το SWAY το 2010 ήταν εντελώς new indie/disco punk (λίγο Bloc Party, λίγο Franz Ferdinand) και επειδή ο επόμενος του 2012, το Digesting the Animal ήταν πιο synth, όταν αρχίσαμε να κάνουμε ξανά πρόβες αναρωτηθήκαμε «OK, και τώρα τι παίζουμε;». Και στους τρεις μας βγήκε να παίξουμε κάτι true κιθαριστικό, το post punk που μας ταιριάζει ωμό και στα μούτρα. Και έτσι βγήκε το Wealth».
Μιλάμε για 90s, θυμάμαι ότι είμαστε και οι δύο γεννημένοι το ‘83 και ότι ανήκουμε στην τελευταία γενιά που αγόραζε cd χωρίς μερικές φορές να έχει ακούσει καν ένα τραγούδι του album.
«Θυμάμαι είχα κατέβει Αθήνα για κάποιο λόγο τότε και αράζαμε σε ένα δισκάδικο που είχαν κάποιο φίλοι ,το JINX. Μέσα σε όλα τα CD που είχα στη σακούλα φεύγοντας βρέθηκε και το In A Beautifull Place Out In the Country των Boards Of Canada. Δεν ξέρω πως κατέληξε στη σακούλα μου γιατί τότε στα 22-23 μου ήμουν πιστός μόνο στις κιθάρες αλλά ήταν η πρώτη μου επαφή με τους BOC και τους ερωτεύτηκα».
Fair Weather Friends Records
«To Grey Skies είναι κάτι το οποίο αρχικά δεν είχα σκοπό να το κυκλοφορήσω ως δίσκο, ως officially realeasε ας πούμε, αλλά όταν έκανα τα τέσσερα πρώτα κομμάτια και τα έστειλα στον Γιάννη από την Fair Weather Friends, για να μου πει την γνώμη του, μού είπε «μην τα ανεβάσεις πουθενά, κράτα τα και γράψε κι άλλα γιατί μ’ αρέσουν».
Κι έτσι συνέχισα να γράφω γιατί είδα ότι κάποιος ενδιαφέρεται να το κυκλοφορήσει. Και επειδή ήταν και η πρώτη δουλειά που έκανα μόνος μου στην ουσία, ήταν σαν να απογαλακτίστηκα από την προηγούμενη μου μουσική οικογένεια».
Σχεδόν 17 χρόνια albums, EPs, lives και τώρα είχε για πρώτη φορά τον απόλυτο έλεγχο στη μουσική του. Σίγουρα κάπως ανακουφιστικό.
«Με τους MFS είμαστε πολύ διαφορετικά μυαλά στη μουσική και οι τρεις. Για να κατασταλάξουμε σε μια ιδέα πέφτει πολύ κουβέντα… Τώρα όμως που ήμουν στο στούντιό μου, με ένα Synth και ένα Laptop, ήταν αλλιώς τα πράγματα, πιο ελεύθερα.
Όταν, βέβαια, πήρα το βάρος όλο πάνω μου και έπρεπε να προσέξω την κάθε λεπτομέρεια, όταν έπρεπε από μόνος μου να ισορροπήσω ένα track και συνθετικά αλλά και σε θέμα μίξης και παραγωγής, εκεί αντιμετωπίζεις κάποια «λάθη» του παρελθόντος, και βγαίνεις πιο ώριμος από την όλη διαδικασία».
H «κανονική» δουλειά
Στην Ελλάδα δεν μπορείς να βιοποριστείς από την indie μουσική και ο Ηλίας Σμήλιος έχει πέσει κι εκείνος αναγκαστικά στη λούπα μίας «κανονικής» δουλειάς 9 to 5, με τις απαιτήσεις της, ακόμα και το ιδιαίτερο dress code της. Δεν φαίνεται όμως σαν τον τύπο που περιμένει να έρθει το σαββατοκύριακο για να γράψει/παίξει μουσική.
«Κάθε μέρα παίζω. Ο λόγος που έκανα στούντιο στο σπίτι μου είναι για να μην χάσω ποτέ και την επαφή με τη μουσική για κανένα λόγο, αλλά να έχω και χρόνο να κάτσω να συνθέσω, να πειραματιστώ. Όλα μπορούν να γίνουν από εδώ. Οι Tends πχ. μου στέλνουν μια ιδέα, γράφω μια κιθάρα, τους τη στέλνω πίσω. Με MFS πάλι το ίδιο. Με Ta Toy Boy τον καινούριο μας δίσκο τον κάναμε σπίτι μου.
Δημιουργείς κάτι και δεν ξέρεις σε τι θα εξελιχθεί, που μπορεί να φτάσει. Αυτό σε φέρνει σε επαφή με κάτι συνεχώς καινούριο, με το κάτι παραπάνω.
Και είναι και ο τρόπος μου να τη βγάζω καθαρή τώρα στην καραντίνα».
Το περίεργο μαζί του είναι ότι κανένα project, καμία δουλειά δεν δείχνει να έχει τέλος. Έχεις την αίσθηση ότι μπορεί κάποια στιγμή να τον πιάσεις να ασχολείται με τέσσερα διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα.
«Επειδή είμαι και πολύ συναισθηματικός με ό,τι πιάνω και σε ότι συμμετέχω, δεν έχω σκεφτεί ποτέ ότι «θα βγάλω έναν-δύο δίσκους με αυτό και θα τελειώσει εκεί. Δεν βλέπω το τέλος σε τίποτα από αυτά. Απλά ανοίγω έναν καινούριο δρόμο στον οποίον δεν έχω περπατήσει πιο πριν και θέλω να πάω και εκεί μια βόλτα.
Με το Grey Skies έχει αρχίσει ένας καινούριος διάλογος. Όποτε έχω την ανάγκη να εκφραστώ ως Grey Skies απλά συνεχίζω μια κουβέντα που άφησα στη μέση. Έτσι αντιμετωπίζω ό, τι φτιάχνω αλλά και όπου συμμετέχω. Είναι όλα διαφορετικές πτυχές του εαυτού μου για να το πω έτσι».